Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Τετάρτη 9 Μαΐου 2018

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ //// ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ/// Νομάδας, Α΄ Η έξοδος






 Γράφει ο Παντελής Βουτουρής,
Καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
Πανεπιστήμιο Κύπρου

Στέφανου Κωνσταντινίδη, Νομάδας, Α΄ Η  έξοδος,ΒΑΚΧΙΚΟΝ 2017


Το βιβλίο του Στέφανου Κωνσταντινίδη  τιτλοφορείται Νομάδας / Α΄ Η έξοδος / [Τριλογία] / [Μυθιστόρημα], Αθήνα, εκδόσεις Βακχικόν, 2017. Η ιστορία όπως θα δούμε ξεκινά το 1941 και εξακτινώνεται από το μικρό και ταπεινό χωριό Πενταλιά της επαρχίας Πάφου, γνωστό για την Παναγία του Σίντη, στην κοιλάδα του ποταμού Ξερού.
Ας ξεκινήσω όμως με κάποιες παρατηρήσεις σχολαστικού κριτικού-φιλολόγου για το εξώφυλλο και τη σελίδα του τίτλου, επειδή από εκεί ξεκινά ή πρέπει να ξεκινά η ανάγνωση ενός βιβλίου. Η λέξη «Νομάδας» λοιπόν σημαίνει βεβαίως «περιπλανώμενος» και μπορεί προφανώς να ταυτιστεί με τον ήρωα του μυθιστορήματος ή με τον Στέφανο Κωνσταντινίδη, εάν ο ήρωας του μυθιστορήματος δεν είναι άλλος από τον συγγραφέα του. (Για τη σχέση αφηγητή, συγγραφέα και πρωταγωνιστή του βιβλίου θα επανέλθω στη συνέχεια). Κατά τα άλλα:  «Έξοδος», είναι ο τίτλος του πρώτου βιβλίου της μυθιστορηματικής τριλογίας, ενώ η πρώτη επεξήγηση σε αγκύλες [«Τριλογία»] αποτελεί υπεσχημένη συγγραφική δέσμευση. Εάν είχαμε στα χέρια μας τους και τρεις τόμους, ολοκληρωμένη δηλαδή την τριλογία, θα συζητούσαμε με διαφορετικούς όρους και θα μπορούσαμε να σημασιοδοτήσουμε με ασφάλεια και τον τίτλο του πρώτου μέρους «Έξοδος» μια λέξη με ηρωικές και θρησκευτικές συνδηλώσεις. Για την ώρα κρατάμε τη λέξη-τίτλο στην άκρη, ως πρώτο ζητούμενο.
Η δεύτερη επεξήγηση σε αγκύλες αφορά το είδος του κειμένου: [«Μυθιστόρημα»]. Τι χρειάζεται, θα μπορούσε να διερωτηθεί κανείς αυτός ο ειδολογικός προσδιορισμός στο εξώφυλλο του βιβλίου; Θα μπορούσε ο αναγνώστης να το εκλάβει ως κάτι διαφορετικό; Ως χρονικό ας πούμε ή ως απομνημόνευμα ή ως αυτοβιογραφία; Η απάντηση είναι, ναι. Υπάρχει ένα ζήτημα ειδολογικού προσδιορισμού. Η επιθυμία του συγγραφέα να προσδιοριστεί το βιβλίο ως «μυθιστόρημα» έχει επομένως τη σημασία της και θα αναφερθώ σε αυτήν στη συνέχεια.
Η ιστορία όπως σας είπα ήδη ξεκινά σε ένα ξεχασμένο από τον θεό και τους ανθρώπους χωριό της Κύπρου στα 1941, στις αρχές του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Οι πρώτες περιγραφές αφορούν τη φύση και τους βασανισμένους από τη φτώχεια λιγοστούς κατοίκους του. Ηθογραφία, λοιπόν; Λησμονημένες, εικόνες της αγροτικής Κύπρου και μυθιστόρημα χαρακτήρων; Η απάντηση σε αυτή την περίπτωση  είναι όχι, αν και δεν λείπουν από το μυθιστόρημα υποδειγματικές ηθογραφικές σελίδες. Ο αφηρημένος πίνακας εξάλλου στο εξώφυλλο του βιβλίου (υποθέτω πως μπήκε με τη συναίνεση του εκδότη και του συγγραφέα) στη συνείδηση του αναγνώστη λειτουργεί προγραμματικά ως υπόδειξη, ως υποβολή: απαγορεύει δηλαδή οποιαδήποτε συσχέτιση του βιβλίου με την παραδοσιακή ηθογραφική αφήγηση, ενω παράλληλα το συνδέει με τον μοντερνισμό. Πρόκειται για έναν χαρακτηριστικό πίνακα του σπουδαίου ρώσου μοντερνιστή ζωγράφου και θεωρητικού Βασίλι Καντίνσκι. Αλλά ποια σχέση μπορεί να έχει ένας πίνακας ενός εμβληματικού και ανήσυχου, καινότροπου καλλιτέχνη με ένα μυθιστόρημα το οποίο έχει ως σημείο αναφοράς την Πενταλιά; Δεν θα άρμοζε περισσότερο ένας πίνακας αναπαράσταση του Κόσμου της Κύπρου (μια λεπτομέρεια από τον πίνακα του Διαμαντή για παράδειγμα) ή μια ηθογραφική φωτογραφική απεικόνιση απλών χωρικών ή έστω ενός παραδοσιακού σπιτιού, όπως η φωτογραφία στην πρόσκληση των διοργανωτών της αποψινής εκδήλωσης; Σημασία όμως δεν έχει τι θα προτιμούσαμε, ενδεχομένως, εμείς αλλά τι υπάρχει. Και αυτό που υπάρχει στο εξώφυλλο είναι ένας μοντερνιστικός πίνακας με έντονα χρώματα και θραυσματικά, διασπασμένα και απροσδιόριστα αντικείμενα. Δαιδαλώδης, κατακερματιστισμένος, ασυνεχής και αδιέξοδος όπως ακριβώς ο σύγχρονος κόσμος ή όπως ο Νομάδας ήρωας του βιβλίου: ο περιπλανώμενος σύγχρονος άνθρωπος ή ο λαβύρινθος της ψυχής, των σκέψεων και των ιδεολογιών του.
Η ιστορία, τώρα, επιμερίζεται σε 46 αριθμημένα άτιτλα κεφάλαια, ο αφηγηματικός λόγος εκφέρεται άλλοτε σε τρίτο και άλλοτε σε πρώτο γραμματικό πρόσωπο, ενώ στον ρόλο του αφηγητή εναλλάσσονται δύο εκ πρώτης όψεως διαφορετικά πρόσωπα: το πρώτο, ο κύριος αφηγητής (ο οποίος προφανώς μπορεί να συσχετιστεί με τον συγγραφέα), πανεπιστημιακός, εγκατεστημένος στο Μόντρεαλ του Καναδά, γεννημένος το 1941, επιστρέφει συνεχώς, ενίοτε νοερά με τη μνήμη του, στον γενέθλιο τόπο του, την Πενταλιά της Πάφου. Το δεύτερο πρόσωπο-αφηγητής, ο Απόλλωνας Θρασυβουλίδης, ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, γεννημένος από φτωχή οικογένεια στην Πενταλιά, στις 28 Φεβρουαρίου 1941, απόφοιτος του Κολεγίου Πάφου (το οποίο είχε ιδρύσει και διηύθυνε ο ο θεολόγος Κώστας Λιασίδης), με σπουδές αργότερα στην Αθήνα, στη Φιλοσοφική Σχολή,  και ακολούθως στο Παρίσι.
Φαντάζομαι ότι κάποιοι από εσάς εύλογα έχετε ήδη αρχίσει να διερωτάστε αν πρόκειται πράγματι για δύο διαφορετικά πρόσωπα ή μήπως ο Απόλλωνας είναι Στέφανος και ο Στέφανος Απόλλωνας. «Όμως, ρε Στέφανε, να φέρουμε τον πατέρα σου από το χωριό, να τον στεναχωρήσουμε και προπάντων να χάσει ένα μεροκάματο είναι κρίμα. άλλωστε πια είσαι ολόκληρος άντρας», λέει στον Απόλλωνα ο γυμνασιάρχης Λιασίδης, ο οποίος όπως μας πληροφορεί ο αφηγητής πολλές φορές συνήθιζε να τον αποκαλεί Στέφανο αντί Απόλλωνα. Οι δύο πάντως συμπορεύονται ως το τέλος του μυθιστορήματος. Οσυγγραφέας-αφηγητής μαλιστα παραθέτει ενίοτε αποσπάσματα από το ημερολόγιο του Απόλλωνα ή εν γένει από τα χαρτιά του και συνομιλεί χωρίς να συμφωνεί πάντα μαζί του («Σήμερα είχα μια ενδιαφέρουσα συζήτηση με τον Απόλλωνα», σ. 191).
Ο δισυπόστατος λοιπόν Janus bifrons αφηγητής, με τα δύο πρόσωπα, Στέφανος Απόλλωνας είναι το πρώτο ενδιαφέρον αφηγηματικό επινόημα του συγγραφέα.  Απ εκεί και πέρα εκ των πραγμάτων η ταύτιση του συγγραφέα-αφηγητή με τον πρωταγωνιστή του βιβλίου του θέτει σύνθετα θεωρητικά ζητήματα, με κυριότερο το ζήτημα των ορίων ανάμεσα στο μυθιστόρημα και στην αυτοβιογραφία. Μήπως, με άλλα λόγια ο Στ. Κωνσταντινίδης μάς παρέδωσε τον πρώτο τόμο ενός τρίπτυχου μυθιστορήματος ή τον πρώτο τόμο της αυτοβιογραφίας του; Και τι είναι αυτό που οριοθετεί το μυθιστόρημα από την αυτοβιογραφία; Μια γενική απάντηση είναι η εξής: στην αυτοβιογραφία ο συγγραφέας, ο αφηγητής, και ο πρωταγωνιστής ταυτίζονται είναι το ίδιο πρόσωπο. Αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει στο μυθιστόρημα για τον πολύ απλό λόγο ότι ο κόσμος του μυθιστορήματος είναι πλασματικός, επινοημένος από τον συγγραφέα. Σταματώ εδώ τα θεωρητικά, με μια επισήμανση. Ο Στ. Κωνσταντινίδης θέτει αυτοβούλως το ζήτημα του ειδολογικού προσδιορισμού. Διαβάζω τη σχετική αναφορά (σ. 31):
….  Είμαι ένας νομάδας που περιστρέφεται γύρω από τη γη. Κάθισα δύο μέρες στην Πενταλιά. Εδώ το κλίμα είναι διαφορετικό. Αναπόλησα το παρελθόν και ατένισα το μέλλον. Κάπως έτσι ξεκίνησε να γράφεται αυτή η αναφορά. Δεν ξέρω αν θα την πούνε μυθιστόρημα, χρονικό ή τι άλλο. Γράφει κανείς ανασύροντας μνήμες και πράγματα από το βαθύ υπόστρωμα όσων έχει ζήσει, όσων έχει ακούσει και όσων έχει διαβάσει. Και καμιά φορά, από μια λεπτομέρεια, έστω και ευτελή, μπορεί να δημιουργηθεί ένα ολόκληρο σύμπαν. Σημασία έχει πως αποδώ ξεκίνησε για να συνεχιστεί ο περίπλους ενός νομάδα. Δεν πρόκειται για αναφορά με στερεή χρονολογική βάση. Αν το πούνε μυθιστόρημα, ξεκαθαρίζω πως οι ήρωές του είναι δημιουργήματα μιας παραληρούσας φαντασίας που ζουν όμως την πραγματικότητα, την καθημερινότητα, την Ιστορία, τη γεωγραφία, τη μυθολογία του κόσμου”.

Και περνώ αμέσως στο περιεχόμενο του μυθιστορήματος: είπαμε ότι η ιστορία ξεκινά το 1941 με την περιπετειώδη γέννηση στην Πενταλιά του Απόλλωνα και ακολούθως τη βάφτισή του από τον εξωμερίτη δάσκαλο Προμηθέα Έλληνα. Αυτός διάλεξε και το όνομα «Απόλλωνας». Αυτές οι πρώτες σελίδες είναι κατά τη γνώμη μου εξαιρετικές. Ίσως οι πιο λογοτεχνικές σελίδες του μυθιστορήματος. Υπογραμμίζω ότι το 1941 σε αυτό το κρυμμένο από τα μάτια του θεού χωριό της Κύπρου περίσσευαν τα αρχαία ελληνικά ονόματα: Όμηρος, Απόλλωνας, Προμηθέας κ.ά. Να μην ξεχάσω και τον Διονύσιο Σολωμού. Ακολούθως η αφήγηση παρακολουθεί την ενηλικίωση του Απόλλωνα και συγχρόνως τα ιστορικά γεγονότα, μικρά και μεγάλα: ο σεισμός του 1953, το ενωτικό δημοψήφισμα του 1950, η εξορία του Μακαρίου στις Σεϋχέλλες, η εγκατάλειψη της Ένωσης, οι συμφωνίες της Ζυρίχης-Λονδίνου, η συγκρότηση του μεταζυριχικού κράτους, τα γεγονότα του 1963 και οι βομβαρδισμοί της Τυλληρίας, η αποστασία του 1965 στην Ελλάδα, η στρατιωτική χούντα του 1967, τα γεγονότα της Κοφίνου τον ίδιο χρόνο και η ανάκληση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο, η εισβολή των Ρώσων στην Πράγα το 1968.
Ο συγγραφέας σκαλίζει όλα αυτά τα γεγονότα με κριτική διάθεση και κάθε άλλο παρά ουδέτερα. Οι πολιτικοί αναλυτές θα βρουν ασφαλώς στο βιβλίο πολλά ερείσματα και αφορμές για συζήτηση. Γιατί εκτός όλων των άλλων το μυθιστόρημα είναι και πολιτικό. Κάθε ένα από τα κρίσιμα ιστορικά γεγονότα τα οποία πολύ συνοπτικά ανέφερα μόλις τώρα παρουσιάζεται με «θέση» και  ισχυρή άποψη. Ελλείψει χρόνου θα αναφέρω ένα μόνο παράδειγμα το οποίο αφορά τις συμφωνίες της Ζυρίχης: (σ. 125-126)
«Πέρα και από τον τριτοκοσμικό χαρακτήρα του κράτους, πέρα και από τα υπερβολικά προνόμια που δόθηκαν στην τουρκική μειονότητα, δύο ήταν τα σοβαρά προβλήματα του νέου κράτους: το πρώτο και πιο θανάσιμο ήταν το επεμβατικό δικαίωμα που δόθηκε στην Άγκυρα και του οποίου έκανε χρήση για την εισβολή του 1974. Το δεύτερο ήταν η καταπάτηση των αρχών της φιλελεύθερης δημοκρατίας με τη συνέχιση της αρχής του οθωμανικού μιλέτ. Προβλέπονταν έτσι δύο ξεχωριστά εκλογικά Σώματα, ένα ελληνικό και ένα τουρκικό, που θα εκλέγανε τους αντιπροσώπους τους στη Βουλή, μάλιστα με αναλογίες που ευνοούσαν τους Τούρκους κατά πολύ περισσότερο της πληθυσμιακής πραγματικότητάς τους. Ξεχωριστά εκλογικά Σώματα προβλέπονταν και για την εκλογή του Έλληνα προέδρου και του Τούρκου αντιπροέδρου. Ό,τι οι Βρετανοί αποικιοκράτες επέβαλαν από την πρώτη στιγμή που πάτησαν το πόδι τους στην Κύπρο, τη διαίρεση της κυπριακής κοινωνίας σε εθνικοθρησκευτική βάση, έρχονταν τώρα να το επιβεβαιώσουν οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, με τις υπογραφές της ελληνικής κυβέρνησης και του Μακαρίου. Δικαιωνόταν με λίγα λόγια η βρετανική πολιτική του «διαίρει και βασίλευε». Για το θέμα αυτό, παραθέτω το άρθρο ενός ακαδημαϊκού, του Σ.Π.Κ., που αναλύει καλύτερα το φαινόμενο».

(Ο Σ.Π.Κ. του οποίου το δισέλιδο άρθρο παρεμβάλλεται στην αφήγηση πρός επίρρωσιν των θέσεων του αφηγητή, υποθέτω ότι πρέπει να είναι ο Στέφανος Κωνσταντινίδης).
Και μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό, σε μια ταραγμένη εποχή, ο Απόλλωνας μεγαλώνει, ονειρεύεται και αγωνίζεται για τις ιδέες του: ολοκληρώνει τις γυμνασιακές του σπουδές στην Πάφο και φεύγει το 1960 με ελάχιστα χρήματα (100 λίρες συνολικά) για σπουδές στην Αθήνα. Παίρνει το πτυχίο του το 1965, επιστρέφει στην Κύπρο και υπηρετεί στη νεοσύσταατη ΕΦ το 1966, αξιωματικός μάλιστα στο 2ο Γραφείο. Δικτυώνεται, πολιτικοποιείται, και συμμετέχει ενεργά στα τεκταινόμενα: κερδίζει την εμπιστοσύνη του Γρίβα, δημιουργεί σχέσεις με τον Λυσσαρίδη και τα μέλη της Ε.Α.Δ.Ε., συναντά τονΑλέξανδρο Παναγούλη και λίγο αργότερα στο Παρίσι τον Μιχάλη Ράπτη, Πάμπλο, ηγετική φυσιογνωμία της τροτσκιστικής παράταξης, και άλλα στελέχη του αντικτατορικού αγώνα.
Η σύνοψη που σας έκανα είναι κατ ανάγκην  ελλειπτική. Παρέλειψα τους έρωτες του Απόλλωνα, τις διαπροσωπικές γενικά σχέσεις του, και στιγμές προσωπικές, όπως ο θάνατος της αδελφής του. Ο συγγραφέας καταφέρνει να ισορροπεί μεταβαίνοντας από τον ιδιωτικό  χώρο στον δημόσιο, από τη μικροϊστορία στην ιστορία, από τις καθημερινές λεπτομέρειες στα μείζονα γεγονότα. Η παρατήρηση αυτή σχετίζεται με το εύρος και την ποσότητα των θεμάτων τα οποία αθροίζει στο βιβλίο του ο συγγραφέας. Η αφήγησή του καλύπτει μια περίοδο τριών δεκαετιών από το 1941 ως το 1970 (από τη γέννηση του Απόλλωνα ως τη μετάβασή του για μεταπτυχικές σπουδές στο Παρίσι) και έντεχνα, καθώς η εστίαση στρέφεται επαγωγικά από το ατομικό στο συλλογικό αθροίζοντας πλήθος γεωγραφικών, λαογραφικών, γλωσσολογικών και φιλολογικών πληροφοριών. Ο αφηγητής λειτουργεί περισσότερο ως επιστήμονας, ερευνητής, ιστορικός, κοινωνιολόγος και πολιτικός αναλυτής,  με αποτέλεσμα το βιβλίο μορφώνει εντέλει μια πανοραμική, ολιστική θα τολμούσα να πω, απεικόνιση μιας εξαιρετικά κρίσιμης εποχής.
Κράτησα για το τέλος αυτής της παρουσίασης μία τελευταία παρατήρηση η οποία αφορά άμεσα τη μοντερνιστική, όπως είπα στην αρχή της ομιλίας μου, ποιητική της αφήγησης. Την ονομάζω παραθεματική τεχνική. Ο συγγραφέας ενσωματώνει συγκεκριμένα στο βιβλίο του αποσπάσματα από κάθε λογής κείμενα: εγγραφές από προσωπικά ημερολόγια του Απόλλωνα, του Προμηθέα Έλληνα, του Παπασταύρου (του συνεξόριστου με τον Μακάριο στις Σεϋχέλλες), επιστολές, ποιήματα, στίχους τραγουδιών, ακόμη και αποσπάσματα από έναν παλιό τουριστικό χάρτη με πληροφορίες για τη χλωρίδα της Κοιλάδας των Κέδρων.
Η παραθεματική τεχνική υπονομεύει τη συνέχεια μιας ευθύγραμμης αφήγησης, δημιουργεί κύκλους, υποβάλλει με τον διακειμενικό συγκρητισμό ή και συμφυρμό την αίσθηση της πολύπλοκης φύσης των πραγμάτων, του κόσμου και των ιδεών, νομιμοποιεί την υποκειμενική αφήγηση και την ιδέα της σχετικότητας. Παράλληλα υπονομεύει και την ενότητα του μυθιστορήματος καθώς ενεργεί φυγόκεντρα, δημιουργεί ρωγμές και υποβάλλει  την ιδέα της αταξίας και της πληθωρικής εκκρεμότητας. Εντέλει, και αυτό πιστεύω ότι αποτελεί το επίτευγμα του Στέφανου Κωνσταντινίδη, κατορθώνει να δώσει λογοτεχνική υπόσταση σε μια συνδυαστική προοπτική και να συνθέσει ένα υποδειγματικά πολυφωνικό μυθιστόρημα (πολυφωνικό με την μπαχτινική όπως θα έλεγε και κάποιος φίλος μου θεωρητικός της λογοτεχνίας).



***

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου