απόψε κάποιοι δε θα κοιμηθούν
περιμένουν
αδελφό να τους πυροβολήσει
ή έστω
έναν περαστικό ν’ ανάψει το φως
σε χαλεπούς καιρούς ακόμη και αυτό
μπορεί να σκοτώσει
απόψε τοποθετούν στον ουρανό
παιδικά καθίσματα
* ΚΑΤ’ ΟΙΚΟΝ
ναι, ναι σφουγγάρισα
έπλυνα ναι
οι νυχιές στον τοίχο
είναι η γδαρμένη απ’ τη νοσταλγία
αφηρημάδα σου
το ξέρω ότι είσαι νεκρός
μα φαίνεται ακόμα λερώνεις
κι αυτό πικρό
τα ποντίκια το φτύνουν
σκεπάσου τουλάχιστον
τώρα ταΐζω και ανθρώπους * ΕΠΕΤΕΙΑΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Βυθίζομαι στα χρόνια των άλλων, στα σπίτια τους
Οι θεοσεβούμενοι αγαπούν τις παρθένες
Αναπαύομαι στην έμπιστη, του αρχηγού, πολυθρόνα
Ανοίγω την τηλεόραση
τα πόδια μου ανθίζουν στο τραπέζι που θα φάμε
Ο Μπάστερ Κίτον δε γελά
Ντρέπομαι να με βλέπουν γυμνή, μ’ ευχαριστεί
ωστόσο, η επετειακή τους αμηχανία
Ενός λεπτού σιγή
Τελείωσα λεβέντες
Ναι, ναι έφτασα σε οργασμό
Μπορείτε να κουρδίσετε το τανκ
Ο δονητής υποχώρησε
*
ΑΝΑΡΧΙΑ
«εμένα, μάνα, η ποίησή μου είναι ξυπόλητη»
«ω, Πελαγιανή, πώς θα κοιμηθείς απόψε με πρησμένα πόδια;»
Η μάνα πάντα ανησυχούσε για μένα
Ειδικά όταν οι πλείστοι επεδίωκαν να μαλακώσουν
τη σφυροδρέπανη επιδερμίδα μου
Βρήκε λύση
Ανταλλάξαμε φέρετρα
Τώρα όλοι θαυμάζουν τη γυναίκα με τα όμορφα πόδια
Ο πελάτης ήταν σαφής
Στο στήθος του πεταμένο ένα κελί
Κανείς δεν πίστευε ότι χωράω μέσα
Δήλωσε ευτυχής
Σ’ ένα μονάχα έπεσε έξω
Όταν χτυπάς τα πόδια μου
Χοροπηδούν στο χρόνο και σε γυρνάει πίσω
Άτυχος άντρας, έπεσε πάνω στο Μάη του ’68
Έπαψε να με θέλει νοικοκυρά
Γευματίζουμε έξω, πληρώνει τις μετρητοίς
«τι θα πάρετε;»
«ο κύριος μια σαρανταποδαρούσα καλοψημένη κι εγώ ένα «Bloody Mary».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου