Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2016

notationes /// ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2016-2017 /// ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΗΣ /// Η ΩΔΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΜΠΑΙΚΤΗ





Η ωδή για τον συμπαίκτη,Διάττων,Αθήνα 2011


α΄
 
Στην αρχή ήταν η ανάσα˙
ανάκουστη κι αταξίδευτη
Τα βράγχια ανάμεσα σε πέτρες και λέξεις.
Ύστερα ήρθαν η βουή, τα απέραντα ύδατα,
το ενδιάμεσο κενό.

Να ΄μαι, είπε˙ δώδεκα τέρμενα ξέμπαρκος.
Εδώ ακίνητος˙ σαν τις πέτρες, σαν τις λέξεις.
Αλλιώς δεν θα πιστέψουν πως λείπω.
Ακίνητος, λοιπόν.
Αν γείρω κατά έξω, θα με προδώσει ο ίσκιος μου.
Αν γείρω κατά μέσα, θα σπάσω το γυάλινο μάτι,
Τίποτα δεν θα βλέπω,
Θα ξεχειλίσω απ’ τον εαυτό μου.


 γ'


Λόγια και λόγια, είπε ο Νυκτουργός˙
εκ φύσεως αμνήμων και κρυπτός.
Ό,τι κερδίζεις, σε ξεστρατίζει.
Να αλλάξεις, είπε, το κέντρο του βάρους˙
και την προσωπίδα ν’ αλλάξεις.
μετά με την πλάτη στο χιόνι να πνέεις
-για να λάβεις το χρίσμα˙
ότι χειμέρια νάρκη θα καταφλέφει τον κήπο
σε δρόμο σκοτεινό. Κι αυτό που σε σκοτεινιάζει
να διχάζεται-να μένει χώρος για το θαύμα.

Ύστερα ο κήπος είχε ανεβεί στη σκηνή.
Το πτυσσόμενο τραπεζάκι εγκαίρως στη θέση του.
Κάπου-κάπου φυσούσε ριπή βοριαδάκι˙
και ξέστρωνε στις άκρες το ριγωτό τραπεζομάντηλο.
Το χέρι της μητέρας το ίσιωνε αμέσως˙
όπως τις πιέτες στο καλό της φόρεμα.

Πήρα στάση εμβρύου κι έκλεισα κουρασμένος
τα μάτια, γυρίζοντας πλευρό˙
ενώ άρχισε να χιονίζει μέσα στη νύχτα
σκεπάζοντας με λευκό όλα τα μελλούμενα άλλοθι.


ζ'

Τότε τα φώτα της σκηνής
           έσβησαν ξαφνικά'
χωρίς ν΄ακουστεί μήτε σειρήνα  
           μήτε κουδούνι.
Οι τροχαλίες σταματημένες μετέωρες'
στο μπόι του ανθρώπου'
εκεί που οι λέξεις εποπτεύουνε
τις πράξεις να συμπίπτουν.
Όλα σε φυσικό μέγεθος.
Λες και έχαν ύψος τα πράγματα
για να χωρέσουν στο πετσί τους.
Όπως τα ποιήματα'όταν τελειώνουνε
τα λόγια εδώ
στα χαμηλά.
Μόνο το φάντασμα του Δαρείου
             επάνω σε υψηλούς κοθόρνους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου