Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Τρίτη 22 Μαρτίου 2016

notationes /// 'ANOIΞΗ 2016 ///,ΦΩΤΕΙΝΗ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ /// ΤΟΥ ΛΙΝΑΡΙΟΥ ΤΑ ΠΑΘΗ [ΔΙΗΓΗΜΑ]



                                                                  

Για μια χούφτα ζωή


Δεκαεφτά διηγήσεις

Φωτεινή Βασιλοπούλου

Γαβριηλίδης, 2015
120 σελ.


                                                       


                                                     
                                       Στη μνήμη Αναστάση, Μαριώς και Ηλία Τσώνη




Όταν πήρε στα χέρια του το χαρτί, όλα θόλωσαν.
Μπορεί και τ’ άλλα έξι παιδιά του να ’ταν καλά παιδιά, μα τούτο ήταν αλλιώς. Μπορεί και τ’ άλλα να ήταν καλόβολα και χαρούμενα, μα το δικό του γέλιο ήταν αλλιώς.
Όταν σκέφτηκε το γέλιο του, που ξεχυνόταν μέσα από τ’ άσπρα του δόντια, από τα γελαστά του μάτια, απ’ όλο του το σώμα… και τράνταζε το πάτωμα και τους παράσερνε όλους μαζί του… ο πόνος του ’κοψε τα ήπατα. Του ’καψε τα δάχτυλα κι άρχισε ν’ απλώνεται σ’ όλο του το είναι σαν καυτό βουλοκέρι. Κι όταν κρύωσε το κερί και πάγωσε, του ’φραξε κάθε πόρο, ξεκινώντας απ’ τ’ αυτιά, τα μάτια, τη μύτη, το στόμα. Έκοψε κάθε δυνατότητα επαφής με τον έξω κόσμο, με τους γύρω του, με τους δικούς του.
Όταν, όταν, όταν… Από δω κι εμπρός όλες του οι σκέψεις θα άρχιζαν μ’ ένα «όταν». Καμιά όμως, δε θα μετουσιωνόταν σε λόγο. Τίποτα δε θα μπορούσε να τελειώσει.
Η γυναίκα του θα τον εύρισκε καθισμένο στην καρέκλα του, εκείνη με την ψηλή πλάτη, δώρο του παιδιού τους, από κάποιο μέρος μακρινό, μ’ ένα όνομα ακόμα πιο μακρινό. Θα τον έβρισκε ευθυτενή, με τα δυο του χέρια σταυρωμένα ν’ ακουμπάνε στο αριστερό του γόνατο, κι αυτό πάνω στο δεξί του πόδι. Με το βλέμμα απλανές να κοιτά ίσια μπροστά, στο κενό. Και μπρος στα πόδια του πεσμένο το χαρτάκι που του ’φερε πριν από λίγο ο μικρός, χωρίς να σταθεί ούτε για ένα κέρασμα παρά την κούραση και την πείνα του. Ήταν ήδη νωρίς το απόγευμα κι είχε περπατήσει δαγκώνοντας τα χείλια του ίσαμε οχτώ χιλιόμετρα από το κοντινότερο χωριό που ’χε τον τηλέγραφο. Παρά τα παρακάλια του γέρου, ο μικρός δεν κοντοστάθηκε ούτε καν για ένα νερό. «Μπάρμπα, έχεις νέα», πρόλαβε να σφυρίξει κι εξαφανίστηκε σα λαγός.
Ούτε η γριά πρόκανε να τον κάνει ζάφτι1 στο έβγα του κήπου. «Πώς από δω;» ρώτησε, χωρίς να πάρει απάντηση. «Μωρέ, στάκα νια στιμή να σε φιλέψω.» Μα κείνο είχε γίνει μπουχός2. Αποσβολωμένη έκανε κατά τον κατήφορο για να βρει το γέρο της εντελώς χαϊλωμένο, μ’ ένα βλέμμα άδειο, καρφωμένο κατά τη 
θάλασσα κι ένα χαρτάκι προσγειωμένο στη δεξιά του παντούφλα. «Τι είναι τούτο, μωρέ γέρο;» Αλλά απάντηση καμιά. «Σου μιλάω, ρ’ Αρέστη. Τ’ αγναντεύεις και δε μου κρένεις;» ξαναρώτησε χωρίς να πάρει καμιά απάντηση. Τι τους έπιασε ούλους σήμερα και δεν της αποκρενότανε κανείς; «Θα μου μιλήσεις για θα με σκάσεις;» Μα πάλι απάντηση καμιά. Η σιωπή του την έκανε μπαρούτη. Ήθελε να τόνε μαλώσει, να τόνε τσακωθεί, να τόνε ταρακουνήσει. Τον έπιασε απ’ τους ώμους, μα σαν τον ακούμπησε, άγνωστο γιατί, το μετάνιωσε αμέσως. Σαν το βλέμμα της βυθίστηκε στο λυπημένο κι άδειο βλέμμα του, μια πίκρα χύθηκε και στο δικό της βλέμμα, και στο κορμί, βαθιά ως την ψυχή. Ποιος άναψε τούτη τη λύπη; Να ’ταν το άδειο, λυπημένο βλέμμα του σαν το μουσκάρι που το πάνε στο μακελάρη3; Να ’τανε από τη σουβή που τα ’χε χάσει ο άντρας της, που ήταν πατέρας των εφτά παιδιών της, που ’χαν περάσει μαζί πενήντα χρόνια του λιναριού τα πάθη; Κάτι απ’ όλα αυτά θα ’ταν. Ποτέ δεν θα ’βαζε ο νους της πως τη φωτιά στην πίκρα της, την άναψε το χαρτάκι, ένα τόσο δα χαρτάκι, που αν ήξερε να διαβάζει θα της έκαιγε τα μάτια μ’ ένα: «Χάσατε υιόν. Στοπ. Εις λιμένα Σαϊγκόν Βιετνάμ. Στοπ. Θερμά συλλυπητήρια. Στοπ.» 

__________________________________________________________________________________

1 φέρει βόλτα. 2 σκόνη, εξαφανίστηκε.

1 σχόλιο:

  1. Αναφέρεται στον πατέρα μου και στους γονείς του.Οταν το διάβασα τα μάτια γέμισαν δάκρυα.
    ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΤΣΩΝΗΣ του ΗΛΙΑ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή