Εκεί που κατουράνε οι πότες φυτρώνουν πυκνές φτέρες. Εδώ συναντιούνται αμίλητοι μες στις φανταχτερές τους στολές: οι αθλητές με τους εκκλησιαζόμενους και τους ξενύχτηδες. Όταν σημαίνουν οι καμπάνες και το σήμαντρο επισπεύδει το τελευταίο σφηνάκι, κατεβαίνω με την πετσέτα μου περασμένη στους ώμους, μέσα από τους κήπους με τις φτέρες αμίλητος,
πιστός στο πρωινό μπάνιο της Κυριακής.
*
Πένθος το φυλλοβόλο πλήττει τον κήπο μου. Ο γεωγραφικός προσανατολισμός προσδιορίζει τη μοίρα ενοίκων και συγκατοίκων. Γυρίζουν οι σελίδες από ένα ξεχασμένο βιβλίο στο τραπεζάκι. Φύλλα εφημερίδας ακολουθούν σύντομες τροχιές πριν διακοσμήσουν κλαδιά και πέργολες. Πενθώ κι αγάλλομαι. Την ένατη μέρα ο ταχυδρόμος μ’ έβαλε να υπογράψω πριν παραδώσει το φάκελο
με τα κλειδιά. Θ’ ανοίξουν μόνον την πόρτα μου;
*
Δυο αγκαλιές κήπος ο κάμπος. Χώμα για τα ποιήματα: το συναίσθημα να τον διασχίζει απ’ τον τοίχο του πατρικού ως εκεί που σπάει το φράγμα του ο ήχος, να τον διαπερνά και να τον παραδίδει αλώβητο. Χώμα εύφορο. Χώρος μεταμορφώσεων. Χορός μεταμφιεσμένων. Ώσπου να ριζώσει ένα φιλί στο μάγουλο κι ένα φιλί στο στόμα.
Ένας κήπος μικρός στον αδήωτο κάμπο.
*
Μια αιώρα τεντωμένη ανάμεσα σε δυο συμβολαιογραφικές πράξεις: αγοράς και πώλησης. Αλλάζουν οι ιδιοκτήτες. Ξεφτίδια ενθυμίων. Αναστεναγμοί. Ένας φίλος. Μια στιγμή. Μια πόλη. Ένας άντρας. Μια νύχτα. Μια όμορφη. Αναφιλητά. Ένα, δύο και τρία βήματα βαλς. Αναποδογυρισμένες καρέκλες. Καμένη χλόη.
Κάποτε έκλεψα κι εγώ έναν κήπο.
(από την υπό έκδοση συλλογή «Αλτσχάιμερ αρχόμενο»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου