Λίγοι άνθρωποι με πίστεψαν: Ο μεθυσμένος παλαιοπώλης Ο σταθμάρχης των τρένων Και μια ξυπόλητη γυναίκα. Ο πρώτος γιατί του αγόρασα Όλες τις διεγερμένες μνήμες Ο δεύτερος επειδή με είδε Να ξαπλώνω πάνω στις ράγες Και η γυναίκα διότι λέει Κατασκευάζω θλιβερές εικόνες Πάνω στη γυμνή άσφαλτο.
Εγώ όμως δεν τους πιστεύω Το μόνο που ακόμα καταφέρνω Είναι να ξυπνώ τα μεσάνυχτα Και να καρφώνω στο χαρτί Τα δυο μου χέρια.
ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗΣ
Στο βάθος της ύπαρξής μας Κατοικεί μια βέβαιη πτώση Αόριστοι νόμοι κυβερνούν τα βήματα Η ζωή μια σύντομη παρένθεση Με άνω τελεία πάντα η σιωπή.
Σε κώμα κυκλοφορώ τα χαράματα Πηδώ παρακείμενους φράχτες Σημεία στίξης γέμισαν οι επιθυμίες Η μνήμη επιθετική Υπερθετικού βαθμού η μοναξιά.
Το μέλλον ένα πλεόνασμα Καταχρηστικών προθέσεων Λέξεις δοτικές στη φθορά του χρόνου.
Στην τελευταία σελίδα απορρίμματα Κι ένα πελώριο ερωτηματικό.
ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟΥ
Πέρασε η ζωή σαν ασύντακτη πρόταση Υποκείμενο του θανάτου ο άνθρωπος Κι εσύ αντικείμενο φτηνής εκμετάλλευσης Γέμισε το δωμάτιο με προσδιορισμούς Το συναίσθημα κατηγορούμενο για ασέλγεια Σε ανήλικα απρόσωπα ρήματα Συνημμένες μετοχές σκόρπιες στο πάτωμα Ο έρωτας μια συρραφή υποθετικών λόγων Τα παιδία παίζει χωρίς παιχνίδια πια Η επεξήγηση που δόθηκε ελλιπής.
Πέρασε η ζωή σαν σχήμα ασύνδετο Ποιητικό αίτιο του θανάτου ο χρόνος Κι εσύ ψάχνεις τη γενική της αιτίας Παράθεση επιχειρημάτων για τα αυτονόητα Όμως εξέπνευσε η περίοδος χάριτος Τώρα o κόσμος μια τρίπτωτη πρόθεση Το μέλλον συντελεσμένο από αιώνες Ευθεία παραποίηση της αλήθειας Από κραυγές πλαγίου λόγου Προσδοκώμενο ουσιαστικό η μοναξιά.
Ο 'ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Ο άνθρωπος με τις μπότες Ήξερε να σκοτώνει τη χαρά: Την ποδοπατούσε γελώντας.
Ο άνθρωπος με το καπέλο Πάντα αγαπούσε τις σκιές: Τις έκρυβε στη φόδρα του ήλιου.
Ο άνθρωπος με το παλτό Τουρτούριζε μπροστά στο τζάκι: Είχε έναν πάγο στην καρδιά του.
Ο άνθρωπος με το μακό Ήταν πάντοτε των άκρων: Έγραφε ποιήματα χωρίς χέρια.
Ο άνθρωπος με τα μαύρα Περπατούσε στο δρόμο σφυρίζοντας: Μάλλον πενθούσε χωρίς να το ξέρει.
ΟΤΑΝ
Στον Θανάση Παπακωνσταντίνου
Όταν ανεβάζω την ψυχή μου στον ουρανό Έρχονται τα πουλιά και την τρώνε Όταν κατεβάζω τ’ αστέρια στη γη Τρέχουν τα παιδιά και τα μαζεύουν.
Όταν γεμίζω με στίχους το τασάκι Γίνεται διακοπή ηλεκτρικού ρεύματος Όταν αδειάζω τις στάχτες στο τετράδιο Φυτρώνει ένα κίτρινο γαρίφαλο.
Όταν ανάβω πυρκαγιές στα σύννεφα Πανικόβλητος ο ήλιος φυγαδεύεται Όταν σβήνω το φως της λάμπας Αρχίζουν τα έπιπλα και τραγουδάνε.
Όταν μπαίνω στο μετρό τον Αύγουστο Συνομιλώ με τ’ άδεια καθίσματα Όταν βγαίνω πιωμένος απ’ τα μπαρ Ξερνάω ποίηση στη μέση του δρόμου.
Όταν γεννιέμαι, μια νεκρική σιγή στην πόλη Όταν πεθαίνω, δυνατά γέλια στο δωμάτιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου