Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Δευτέρα 31 Αυγούστου 2015

Χρύσα Μαστοροδήμου /// 'Ενα διήγημα





                               Φωτό Κυριάκος Γουνελάς




Το αντάμωμα

Τον ξύπνησε ο ήχος του μεγαφώνου. Κάποιος ανακοίνωνε ότι το αντάμωμα στο εξωκλήσι του Προφήτη Ηλία θα ξεκινούσε στις 8:30 το απόγευμα. Είχε ξεχάσει τον τρόπο ενημέρωσης στο χωριό και χαμογέλασε. Του έφερε μνήμες από τότε που ήταν παιδί και οτιδήποτε αφορούσε στο χωριό το μάθαινε από το μεγάφωνο. Από τη λειτουργία του σχολείου μέχρι και την αναγγελία κάποιου χρέους που έπρεπε να πληρωθεί στην κοινότητα. «Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν» σκέφτηκε και αυτό τον έκανε να νιώσει οικεία. Οι έντονοι ρυθμοί του Βερολίνου που έζησε τα τελευταία σαράντα χρόνια τον είχαν κάνει να ξεχάσει τους ήρεμους ρυθμούς του χωριού.
Μια άλλη γνώριμη φωνή τον έκανε να νιώσει οικεία και μια ζεστασιά στην καρδιά του. Ήταν η γειτόνισσα, η κυρά Ειρήνη.
- Συ είσαι πιδί μ’; Δημήτρη μ’! Καλά σ’ άκσα εγώ του βράδ’. Τον έσφιξε στην αγκαλιά της μέχρι που δεν άντεχε άλλο.
- Σιγά θειά θα με πνίξεις, γέλασε. Πραγματικά ήταν ο πρώτος δικός του άνθρωπος που έβλεπε μετά από τόσα χρόνια. Ο πατέρας του είχε χαθεί στον Εμφύλιο και η μάνα του τον ακολούθησε δύο χρόνια αργότερα από εγκεφαλικό. Η κυρά Ειρήνη του στάθηκε τότε σαν να ήταν παιδί της. Και μήπως δεν ήταν; Αυτή σχεδόν τον μεγάλωσε. Μια πόρτα τα σπίτια τους και συνέχεια μαζί όλη την ημέρα. Μόνο τη νύχτα χώριζαν η μάνα του και η κυρά Ειρήνη. Και κείνος μεγάλωσε με το γιο της κυρά Ειρήνης σαν αδέλφια.
- Τι κάνει ο Κώστας; ρώτησε.
- Μη τα ρωτάς. Τον έφαγε η ρημάδα, η κακοχρονισμένη η ξενιτιά όπως κι εσένα. Δύο γιους είχα και τς’ έχασα έναν εσένα και έναν αυτόν. Στην Αμερική, μαύρη πέτρα έριξε και αυτός πήρε και μια ξένη κι ούτε ματαφάνηκαν. Απ’ τη βάφτιση τ’ εγγονού μου έχω να τους δω δηλαδής πριν δυό χρόνια. Και σένα τα νέα σ’; Τι κάνει ο γιος κι η θυγατέρα σ’;
- Μια από τα ίδια θειά. Ο γιος στο Βερολίνο και η κόρη στην Αγγλία παντρεύτηκε και έμεινε εκεί.
- Μα τι στέκομ’ έτσι;  Πα’ να ψήσω καφέ να τα πούμε. Ξεμωράθηκα η δόλια.
Ο ζεστός καφές και η πίτα της κυρά Ειρήνης τον συνέφεραν. Είχε από χτες το μεσημέρι να φάει και το είχε σχεδόν ξεχάσει. Είχε τόσα στο μυαλό του.
Και εκεί κάτω από τη δροσιά της κληματαριάς που πέρασε τα παιδικά του χρόνια άνοιξαν τις καρδιές του και είπαν τον πόνο τους.
Εκείνος είχε κλείσει πια τα εξήντα πέντε και πήρε τη σύνταξη του. Η γυναίκα του είχε πεθάνει πριν τρία χρόνια από την “κακιά” αρρώστια που έλεγε και η κυρά Ειρήνη και τα παιδιά του δεν τον είχαν πια ανάγκη, η κόρη του σπούδασε αρχιτέκτονας καλοπαντρεύτηκε και ζούσε στο Λονδίνο. Πέρσι είχε γίνει και παππούς. Ο γιος του ζούσε στο Βερολίνο και μόλις είχε πιάσει δουλειά σε μια εταιρεία πληροφορικής. Τα κατάφερνε καλά ο μικρός παρόλο που μόλις είχε τελειώσει τη σχολή του. Τον είχαν ξεχωρίσει και τον προωθούσαν στην εταιρεία. Ο Δημήτρης καμάρωνε για αυτό είχε κοπιάσει τόσο πολύ για να έχουν τα παιδιά του μια καλύτερη τύχη που πραγματικά το απολάμβανε.
Η κυρά Ειρήνη παρόλο που κόντευε τα ογδόντα πέντε κρατιόταν καλά ακόμη. Μα την είχε φάει η μοναξιά. Το χωριό ερήμωνε σιγά - σιγά, οι νέοι έφευγαν για τις μεγαλύτερες πόλεις, και τι να έκαναν άλλωστε; Η κατάσταση δεν είχε αλλάξει από παλιά, οι δουλειές ανύπαρκτες και οι αγροτικές δουλειές σκληρές χωρίς μεγάλα οικονομικά οφέλη.
Χήρα από τα πενήντα της, δεν είχε ξαναπαντρευτεί την είχε συνηθίσει τη μοναξιά όσο μπορεί να τη συνηθίσει κανείς, αλλά που και πού την έπιανε το παράπονο που δεν τη θυμόταν και δεν την έπαιρναν τηλέφωνο.
Ένιωσε άσχημα, πραγματικά είχε καιρό να την πάρει. Οι ρυθμοί της ζωής τον είχαν κάνει να αμελεί τους ανθρώπους που είχε αγαπήσει και δεν ήταν και πολλοί.
Το μυαλό του γύρισε πίσω τότε που ξεκινούσε νέος σχεδόν είκοσι πέντε χρονών με μόνη του αποσκευή δύο αλλαξιές ρούχα για την ξενιτιά. Όπως και τόσα παλικάρια του χωριού για τη Γερμανία. Θυμάται να σέρνει τη θλίψη του στα βαγόνια του τρένου και να μη μπορεί σε κανέναν να πει τον πόνο του γιατί οι άλλοι ήταν χειρότερα. Άλλοι είχαν αφήσει πίσω τις γυναίκες, άλλοι και τα παιδιά τους. Ποιος να παρηγορήσει ποιον; Βασανισμένος τόπος, πρώτα ο πόλεμος, μετά ο χειρότερος πόλεμος ο Εμφύλιος που ξερίζωσε κάθε έννοια αξιοπρέπειας που είχε απομείνει και αφάνισε τόσες οικογένειες, μετά η φτώχεια, η ανέχεια και η μετανάστευση να εμφανίζεται η μόνη λύση. Όταν  ξεκινούσε ο ίδιος είχε υπογράφει πριν έξι χρόνια το 1960 η ελληνογερμανική συμφωνία «Περί απασχολήσεως Ελλήνων εργατών στη Γερμανία». Εκείνη την εποχή έγινε η μεγάλη έξοδος. Μετανάστευσαν στη Γερμανία περίπου ένα εκατομμύριο Έλληνες. Το ίδιο συνεχίστηκε για αρκετά χρόνια μετά. Ποιος υπέγραφε και αποφάσιζε αυτές τις συμφωνίες; Το θέμα ήταν ότι ο τόπος τους ερήμωνε όπως και άλλα πολλά χωριά. Έμειναν πίσω μόνο παιδιά και ηλικιωμένοι και οι νέοι δούλευαν για να συντηρούν αυτούς που έμεναν πίσω. Όταν έφτασε στη Γερμανία ήταν Αύγουστος του 1966. Εγκαταστάθηκε κατευθείαν στο Βερολίνο. Ένας δραστήριος κοντοχωριανός  του είχε πουλήσει τα πάντα στην Ελλάδα και άνοιξε ταβέρνα. Ευτυχώς πήγαινε πολύ καλά και τον πήρε για βοηθό του. Στην αρχή ήταν δύσκολα τα πράγματα, τέσσερα άτομα έμεναν όλοι μαζί, αλλά οι δουλειές στην ταβέρνα πήγαιναν από το καλό στο καλύτερο και σύντομα ο εργοδότης του παραχώρησε δικό του δωμάτιο, καλό μισθό και ρεπό του μέσα στην εβδομάδα. Αυτά ήταν πολλά για το Δημήτρη στην αρχή. Από εκεί που δεν είχε δεκάρα τσακιστή στη τσέπη του, του έφταναν και του περίσσευαν για να στέλνει και στην Ελλάδα αλλά να περνάει και αυτός καλά. Σύντομα όμως ένιωθε ότι του λείπει κάτι. Έβλεπε τους Γερμανούς που γευμάτιζαν και άκουγε που μιλούσαν για θέατρο, βιβλία, ζωγραφική και ένιωθε ότι ήθελε και αυτός να μορφωθεί να μάθει κάτι παραπάνω. Μόνο το Δημοτικό είχε καταφέρει να βγάλει στην Ελλάδα μετά έπρεπε να βοηθήσει τον πατέρα του στα χωράφια και τα ζώα. Όμως ανήσυχος καθώς ήταν πήγε και ρώτησε τι μπορούσε να κάνει και γράφτηκε σε σχολείο κάτι αντίστοιχο με το νυχτερινό σχολείο της Ελλάδας. Αυτός ήταν ο λόγος που παράτησε την ταβέρνα και έπιασε δουλειά σε εργοστάσιο στην πρωινή βάρδια. Τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα στην αρχή. Δε γνώριζε τη γλώσσα και έπρεπε να ξενυχτάει για να μπορεί να παρακολουθεί το σχολείο. Πολύ λίγος ύπνος, πολλή δουλειά, αλλά άντεχε. Ήταν νέος και είχε όρεξη. Οι γνωστοί του τον κορόιδευαν στην αρχή αλλά μετά που είδαν ότι το είχε πάρει σοβαρά αναγνώρισαν την προσπάθεια που κατέβαλε. Δε σταμάτησε όμως μόνο εκεί πήγε και πήρε πτυχίο στα οικονομικά και από τότε η τύχη του άλλαξε. Τελείωσαν τα εργοστάσια, οι βάρδιες και η ανασφάλεια. Ο ίδιος ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο τον σύστησε σε μια εταιρεία και ανέλαβε τα λογιστικά ώσπου κάποια στιγμή ανέλαβε και μια από τις διευθυντικές θέσεις. Εκεί γνώρισε και τη Ριάνα τη γυναίκα του που δούλευε σαν γραμματέας και παρόλο που είχαν άλλες νοοτροπίες ταίριαξαν αμέσως. Αυτή μια καλόβολη κοπέλα, ευγενική και ήρεμη τον συμπάθησε αμέσως. Ήταν και ομορφάντρας ο Δημήτρης στα νιάτα του, ψηλός με ωραία χαρακτηριστικά, πολλές κοπέλες τον κοιτούσαν, μα εκείνος είχε το μυαλό του μόνο στη δουλειά.
Έπειτα ήρθαν αμέσως τα παιδιά. Πρώτα η κόρη μια ξανθούλα γαλανομάτα σαν τη μητέρα της και έπειτα ο γιος ολόφτυστος ο Δημήτρης. Η ζωή του πέρασε προσπαθώντας το καλύτερο για τα παιδιά του όπως και οι περισσότεροι της γενιάς του. Σκληρή δουλειά αλλά άξιζε τον κόπο. Τα κατάφερε πολύ καλά και τα παιδιά του μπορούσαν να έχουν μια καλύτερη τύχη και ο ίδιος είχε αρχίσει να ονειρεύεται.
Ο ήχος από τις πρόβες της ορχήστρας τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Μεσημέριαζε και αφού χαιρέτησε την κυρά Ειρήνη αποφάσισε να κάνει μια βόλτα στο χωριό εκεί που πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Πέρασε πρώτα από το αλώνι εκεί που μάζευαν το σανό και έπειτα τον άπλωναν πάνω στο πέτρινο πλακόστρωτο. Μετά έδεναν στα άλογα μια ξύλινη σανίδα και τα παιδιά ανέβαιναν πάνω. Γινόταν χαμός από τις φωνές και τα γέλια. Με την πίεση που ασκούσε η σανίδα και το βάρος των παιδιών γινόταν η επεξεργασία του σανού. Το περίμεναν πως και πώς τα παιδιά το άλεσμα του σανού. Ήταν μια γιορτή, το πανηγύρι του καλοκαιριού. Το επιστέγασμα των κόπων των θεριστών. Όλοι παιδιά και μεγάλοι συμμετείχαν σε αυτή τη γιορτή. Σαν έπιανε η νύχτα αργά τότε μόνο μαζεύονταν στα σπίτια τους.
Ύστερα τις μεγάλες μέρες του καλοκαιριού συγκεντρώνονταν στη γειτονιά και έψηναν καλαμπόκια, άλλο πανηγύρι και γιορτή. Οι μεγάλοι συζητούσαν και αστειεύονταν και τα παιδιά χόρταιναν παιχνίδι. Κανείς δεν ενδιαφερόταν αν ήταν πολύ αργά γιατί όλους τους είχε παρασύρει το πνεύμα του καλοκαιριού. Έτσι διασκέδαζε ο κόσμος του μόχθου και της αγροτιάς. Κι όμως παρά τη φτώχεια τα παιδιά ήταν χαρούμενα και οι γονείς αρκούνταν που είχαν το καθημερινό τους. Οι νοικοκυρές ζύμωναν από το πρωί το ψωμί και οι φούρνοι μοσχομύριζαν. Κανείς δεν πεινούσε, γεμάτοι οι κήποι από ζαρζαβατικά και πουλερικά αλλά τα χρήματα λιγοστά Αυτό έκανε τους μεγάλους να συννεφιάζουν που και πού και να συζητούν ως αργά για το μέλλον που φάνταζε δυσοίωνο. Όλοι κάτι καλύτερο ήθελαν για τα παιδιά τους που ωστόσο δε φαινόταν πουθενά. Τα χρέη στο μπακάλικο όλο και μεγάλωναν και πολλοί πήγαιναν σε ξένα χωράφια να ζητήσουν μεροκάματο. Η δική τους γη άγονη, δεν έδινε καρπό. Τι κι αν ήταν νοικοκύρηδες, προκοπή κανείς δεν έκανε. Εργάτες σε ξένα χωράφια κι ας είχαν τόσα στρέμματα, αυτή ήταν η τύχη τους.
Πέρασε και από το περιβόλι του μπάρμπα Μήτσου. Εκεί τα παιδιά σκαρφάλωναν στο πεζούλι για να αρπάξουν κορόμηλα που τους είχαν τόση αδυναμία. Κι αν κατά τύχη τους έβλεπε έτρεχαν γρήγορα να κρυφτούν. Όχι ότι θα τους μάλωνε αλλά σαν παιδιά το είχαν σαν παιχνίδι.
Κάτω στη δημοσιά κάποιος παλιός γνωστός του τον χαιρέτησε. Ένιωσε περίεργα και αγαλλίασε η ψυχή του. Τόσα χρόνια στην ξενιτιά κανείς δεν τον γνώριζε πέρα από το χώρο της δουλειάς του. Άγνωστοι μεταξύ αγνώστων. Είναι ωραία να επιστρέφεις, σκέφτηκε. Από τότε που πέθανε η γυναίκα του ήταν από τις λίγες φορές που ένιωσε τον εαυτό του να χαμογελάει.
Πέρασε και από το παλιό καφενείο που σύχναζαν σα νέοι πριν φύγει για τη Γερμανία.

Ήταν κλειστό πια και μόνο η σβησμένη επιγραφή του είχε μείνει σαν ειρωνεία στη μοίρα που τους περίμενε «Καφενείο η ωραία Ελλάς». Χαμογέλασε ειρωνικά και κοίταξε κατά την πλατεία στον πλάτανο που παλιά βρισκόταν η βρύση. Εκεί πήγαιναν οι κοπέλες του χωριού να πάρουν νερό από τη βρύση αφού πόσιμο νερό δεν υπήρχε στα σπίτια. Εκεί παραφυλούσαν και τα παλικάρια του χωριού να δουν αυτή που ποθούσε η καρδιά τους στα κλεφτά σαν να έκαναν κάτι κακό. Άλλοι καιροί, άλλα ήθη. Θυμήθηκε κι αυτός που ήταν ερωτευμένος με τη  Βαγγελιώ και καρτερούσε από τα αξημέρωτα να τη δει καμαρωτή με το μπορντό φουστάνι,  τη λευκή ποδιά με τα πλουμιστά στολίδια να καταφτάνει περήφανη στη βρύση. Ήταν όμορφη η Βαγγελιώ και καμιά δεν την έφτανε στο χορό και στην περπατησιά. Περνούσε και λύγιζαν τα παλικάρια «ένα νερό κυρά Βαγγελιώ…» σιγοτραγουδούσαν ξοπίσω της. Κι αυτή το ήξερε, το καταλάβαινε και άλλο τόσο ψήλωνε και γινόταν ακατάδεχτη.
Δύο τρεις φορές προσπάθησε να της μιλήσει.
- Βαγγελιώ καλημέρα…και κοκκίνιζε ως την άκρη των ποδιών του.
-  Καλημέρα Δημητρό. Βιάζομαι τώρα, γειά.
Ψυχρή και ακατάδεχτη και πάλι.
Τη δεύτερη φορά τη σταμάτησε και πάλι και έτρεμε η φωνή του.
- Βαγγελιώ ήθελα να σου πω…
- Ασ’ το καλύτερα Δημητρό. Σε συμπαθώ, αλλά δεν είναι για μας αυτά.
Έτσι και πάλι έφυγε βιαστική και περήφανη.
Την τρίτη φορά ήταν λίγο πριν φύγει. Ήταν πάλι στο πανηγύρι του Αϊ Λιά. Την έπιασε στο χορό και η καρδιά του έτρεμε.
–Βαγγελιώ είσαι πολύ όμορφη.
–Δημητρό, ξέρω τι θέλεις να μου πεις μα μην κάνεις τον κόπο. Δεν είμαστε εμείς για έρωτες. Εγώ έχω άλλες τρεις αδελφές ανύπαντρες. Ήδη λογοδόθηκα με το γιο του κυρ Μηνά. Ο γιος του έχει πολλά στρέμματα και ζώα και θα βοηθήσει και τις αδελφές μου όταν έρθει η ώρα τους. Οι αδελφές μου ήδη πλέκουν βραχιόλια* για το σόι του και ετοιμάζουν δώρα. Ταχιά θα γίνουν οι αρραβώνες. Στο λέω για να μην τα ακούσεις απ’ αλλού και πικραθείς περισσότερο. Έτσι ήταν το τυχερό μου και εσύ κοίτα το δικό σου. Έμαθα ότι η Δέσποινα σε καλοβλέπει, έχει καλή προίκα και κοίτα να βολευτείς.


Μα αυτός δεν άκουγε. Σαν κεραυνός του έκαιγαν την καρδιά τα νέα για τον αρραβώνα της. Και κάπως έτσι πήρε την απόφαση να φύγει, να μη την ξαναδεί πια, να γίνει κάτι στη ζωή του να μην είναι ένας τυχαίος. Την άλλη εβδομάδα κιόλας άρχισε να ετοιμάζει τα χαρτιά του και σαν έφτασε ο Αύγουστος πήρε των ομματίων του κι έφυγε και δεν ξαναγύρισε ποτέ, παρά τώρα. Άλλωστε οι γονείς του είχαν ήδη φύγει, άλλα αδέρφια δεν είχε και μόνο την κυρά Ειρήνη έπαιρνε κανένα τηλέφωνο που και πού.
Περπάτησε πολλή ώρα μέχρι που τα πόδια του τον έφεραν στο νεκροταφείο. Σταμάτησε να ανάψει ένα κεράκι στα κόκαλα των γονιών του που έφυγαν τόσο νέοι χωρίς να προλάβουν να χαρούν τίποτε. Του πήρε αρκετή ώρα να διακρίνει τα κουτιά των οστών τους, τόσα χρόνια που είχαν περάσει. Σκέφτηκε να κάνει ένα μνημόσυνο στη μνήμη τους την επομένη, τόσα χρόνια που έλειπε οι γέροι του θα ήταν με το παράπονο.
Είχε αρχίσει να σουρουπώνει όταν ξαναέφτασε στο παλιό πέτρινο σπίτι, το πατρικό του. Σκεφτόταν να κάνει κάποιες επισκευές γιατί βρισκόταν σε κακή κατάσταση αν και η κυρά Ειρήνη που είχε το κλειδιά το φρόντιζε όσο μπορούσε και με τα λεφτά που της είχε στείλει ο Δημήτρης είχε κάνει κάποια βασική συντήρηση. Ωστόσο έπρεπε να γίνουν πολλά ακόμη.
Ξάπλωσε στο παλιό ντιβάνι και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος. Ονειρεύτηκε πως ήταν παιδί και έπαιζε στον κήπο με τον πατέρα. Η μάνα του τους φώναζε από το παραστάθι πως το φαγητό ήταν έτοιμο. Αυτό το όνειρο του έφερε ηρεμία. Ίσως να ήταν και η προηγούμενη επίσκεψη στο νεκροταφείο που τον είχε επηρεάσει. Δε θυμάται από πότε είχε να σκεφτεί τους γονείς του.
Όταν ξύπνησε είχε νυχτώσει για τα καλά. Τα όργανα στον προφήτη Ηλία είχαν πάρει φωτιά. Έφτασε όταν το γλέντι είχε ανάψει για τα καλά. Κάποιοι τον αναγνώρισαν και τον κάλεσαν στην παρέα τους. Δέχτηκε μετά χαράς. Πολλοί από αυτούς έλειπαν και εκείνοι και είχαν έρθει για το πανηγύρι και να ανταμώσουν τους παλιούς γνωστούς και φίλους. Είχαν πολλά να πουν άλλωστε, οι περισσότεροι βρισκόταν χρόνια στην ξενιτιά και δεν κατάφερναν να έρχονται συχνά.
Κάποιος από το τοπικό συμβούλιο σταμάτησε τα όργανα για να τον υποδεχτεί και να αναφερθεί στην προσφορά του στον τόπο. Ο Δημήτρης όσα χρόνια έλειπε είχε στείλει αρκετές φορές χρήματα για τις ανάγκες του χωριού και αυτό δεν το είχαν ξεχάσει.


Το κρασί και η παρέα τον έκαναν να ξεφύγει εντελώς. Τα πειράγματα έδιναν και έπαιρναν ανάμεσα στους παλιούς φίλους. Θυμήθηκαν τις σκανταλιές που έκαναν μικροί και τα παρατσούκλια που αντάλλασσαν μεταξύ τους. Τόσο πολύ τον συνεπήρε η ευθυμία που όταν τον έσυραν στο χορό δεν αρνήθηκε. Είχε τόσο καιρό να χορέψει. Η αλήθεια είναι ότι μπορεί και να είχε από τότε που έφυγε. Ακόμη και η κόρη του στο γάμο της έκανε δεξίωση με ευρωπαϊκούς χορούς αφού δεν είχε καμία σχέση με την ελληνική κουλτούρα, ούτε και ο σύζυγός της. Αυτό του είχε κακοφανεί αλλά έτσι ήταν τα πράγματα, η κόρη του μεγάλωσε στο Βερολίνο και σπάνια ερχόταν σε επαφή με την ελληνική μουσική. Εκείνος έλειπε τόσο πολύ από το σπίτι που όταν βρισκόταν ήθελε μόνο να τους δει και να παίξει μαζί τους και όσες φορές τους έβαζε ελληνική παραδοσιακή μουσική ξίνιζαν τα μούτρα. Δυστυχώς αυτό ήταν το τίμημα της ξενιτιάς.
Ο ήχος από τα όργανα τον συνεπήρε.  « Ένα νερό κυρά Βαγγελιώ…» τραγούδησε ο τραγουδιστής και ένα χέρι τον έπιασε σφιχτά στο χορό. Μια ασπρομάλλα μαυροντυμένη και λίγο καμπουριασμένη γυναίκα τον πήρε από το χέρι. Ο Δημήτρης δε τη γνώρισε στην αρχή. Κάτι γνώριμο στη φιγούρα της αλλά τίποτα περισσότερο. Έπειτα όμως αναγνώρισε το σπινθηροβόλο βλέμμα που αυτό είχε μείνει ίδιο. Ο χρόνος είχε παρασύρει κι εκείνη στο αδυσώπητο μονοπάτι του. Δεν είχε περάσει και λίγα, είχε χάσει τον άντρα και το γιο της σε τροχαίο πριν χρόνια. Είχε μείνει να παλεύει μόνη, με την κόρη της.
- Βαγγελιώ, πως είσαι;
- Συγχώρα με, του είπε. Που σε πίκρανα τότε. Ήμουν νια και άμυαλη.
- Περασμένα, ξεχασμένα Βαγγελιώ, είπε και χαμογέλασε.
«κι από ’πούθε κατεβαίνει...» συνέχισαν οι οργανοπαίχτες.
Έτσι για μια στιγμή, σαν παιχνίδισμα του νου, εκείνος ξαναέγινε νιος τότε που καιροφυλακτούσε για ένα βλέμμα, λαχταρούσε για μια ματιά και ο χρόνος χάθηκε μέσα στη δίνη του χορού. Κι έμειναν εκεί μόνο οι δύο τους, για μια στιγμή μοναχά, ξανά νέοι, γιατί όσο και αν γερνούν τα σώματα οι ψυχές μένουν ίδιες, έτοιμες να παραδοθούν σε ένα λίκνισμα χορού.
Κι έσυρε η Βαγγελιώ το χορό κι από πάνω της σα να χάθηκαν οι ρυτίδες και το κορμί να ξαναβρήκε την πρώτη νιότη, την καλή, ’γιναν κατάμαυρα τα άσπρα μαλλιά και η καμπούρα εξαφανίστηκε και μια νέα λυγερόκορμη φάνηκε.
Κι έσυρε η Βαγγελιώ το χορό και εξαφανίστηκαν τα μαύρα και πρόβαλε ξανά η νια με την κοφτερή ματιά, το μπορντό φουστάνι και τη λευκή ποδιά με τα πλουμιστά στολίδια, καμαρωτή και περήφανη.
Κατασκευή βραχιολιών. Έθιμο του τόπου όπου οι νεαρές κοπέλες κατασκεύαζαν βραχιόλια και τα χάριζαν στο γαμπρό και τους συγγενείς του.
 Δημοσιεύτηκε στην Κρανιώτικη πεζογραφία Συμμετοχική Έκδοση Λάρισα 2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου