Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Τετάρτη 8 Απριλίου 2015

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ //// ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΝΑΒΟΥΡΗΣ //// ' EΣΠΑΣΕ




                                       





Έσπασε



Κώστας Καναβούρης

Μελάνι, 2014
48 σελ.

*****

Γράφει ο Κώστας Καναβούρης



σπασε

Δεν είμαι βέβαιος για το τι μπορεί να πει κάποιος αναφορικά με ένα ή περισσότερα βιβλία ποίησης που έχει γράψει. Το κείμενο είναι το ίδιο το βιβλίο. Τα υπόλοιπα είναι περικείμενα. Άλλωστε έχω την πεποίθηση ότι η ποίηση συμβαίνει. Απλώς συμβαίνει. Το ποίημα άρα και το βιβλίο ποίησης δεν είναι προϊόν στόχου ή προγραμματικών εμπρόθετων αλλά το αποτέλεσμα μιας επιθυμίας που σχηματίζεται, μετασχηματίζεται και ανασχηματίζεται καθ’ οδόν χωρίς να τελειώνει ποτέ αφού το ποίημα γράφεται από την αρχή, τη στιγμή που διαβάζεται. Ο αναγνώστης του ποιήματος είναι ο δημιουργός κάθε φορά ενός νέου ποιήματος. Ακόμη και ο ποιητής ο ίδιος – που όπως λέει εκστατικά ο Γιάννης Ρίτσος, «είναι ο πρώτος έκπληκτος αναγνώστης των ποιημάτων του» - είναι κάθε φορά ο δημιουργός ενός νέου ποιήματος. Γι’ αυτό υποστηρίζω ότι η ποίηση είναι μια διαρκής διαδικασία ή αλλιώς η ατελεύτητη πορεία της άπειρης εκδοχής του αθέατου. Η ποίηση - γράφω στην τελευταία μου συλλογή με τίτλο «Έσπασε» - δεν έχει αναγνώστες, έχει αυτόπτες μάρτυρες. Ακριβώς εννοώντας ότι το ποίημα είναι γεγονός, δεν σταματάει στις λέξεις του, στις φράσεις του, στις φάσεις του (γιατί όχι;), αλλά ερμηνεύεται, μεθερμηνεύεται, μυθολογείται, ανασημασιοδοτείται, απομαγεύεται, αναμαγεύεται, φεύγει και επανέρχεται όπως όλα τα γεγονότα. Που ποτέ δεν έχουν συμβεί εντελώς τη στιγμή που συμβαίνουν. Άλλως δεν θα υπήρχε ιστορία, άλλως δεν θα υπήρχε ποίηση. Πώς λοιπόν να μιλήσεις για ένα βιβλίο ποίησης, όταν το ίδιο το βιβλίο χάσκει πάνω από το μηδέν (και το άπειρο) και αδυνατεί να συναντήσει τον αντικειμενικό εαυτό του: να απαντήσει δηλαδή στο ερώτημα εάν ένα βιβλίο ποίησης, είναι τω όντι ένα ποιητικό βιβλίο. Εάν ποιεί τον αναγνώστη του που με την σειρά του θα ποιήσει το βιβλίο και πάει λέγοντας σ’ ένα αέναο και ανασυστρεφόμενο παίγνιο που είναι ο παρίας της θεωρίας των παιγνίων, επειδή βρίσκεται καβάλα 
στα αφρισμένα κύματα της εντροπίας ∙ και το ξέρει. Το ποίημα λοιπόν είναι γεγονός υπαρξιακής αυτογνωσίας. Το ποίημα. Όχι ο ποιητής. Τολμώ να πω    ότι ακόμα και το ποίημα δεν υφίσταται. Προσοχή: δεν λέω ότι δεν υπάρχει. Λέω ότι δεν υφίσταται. Λέω ότι είναι το ψευδές απείκασμα των εννοήσεων που περιέχει. Ένα υπερκείμενο που δηλώνει (ναι, δηλώνει κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε ως ελεύθερη οντολογικά ύπαρξη) ότι το ποίημα δεν είναι… αυτό το ποίημα. Το ποίημα είναι πιο μέσα. Χωρίς να ορίζεται ποιο είναι αυτό το «πιο μέσα». Το «μέσα» είναι κατεύθυνση. Το «πιο» είναι ποσότητα αόρατου υλικού που υφίσταται ως ζώσα και ανείπωτη ύλη. Ωστόσο ύλη. Αντιληπτή ακριβώς. Και ως θαύμα και ως τραύμα. Ακριβώς αυτό: το ποίημα δεν υπάρχει αν δεν είναι ακριβές. Άλλοτε σαν θεϊκό σκυλί που ορίζει τον χώρο του κατουρώντας, δηλαδή ορίζει το άπειρο ως σκληρός κτηματίας του ανείπωτου και άλλοτε σαν σπηλαιώδης σιωπή που μεγεθύνεται για να αποκαλύψει τον τρόμο του σπηλαίου της. Ο Πλάτωνας κάτι ήξερε από αυτό. Από αυτή την υποψία που είναι η ποίηση και η ποιητική νοημοσύνη που ούτε ο πελώριος Θεός δεν την ήξερε, γι’ αυτό και την κάθε μέρα που εξημέρωνε τη δημιουργία του ο πελώριος δημιουργός την έβλεπε – διάβαζε πάει να πει – εξ αρχής, το ποιητικό γεγονός μιας επιθυμίας που δεν μπορούσε να αποφύγει, διότι αυτή ήταν η φύση του – την έβλεπε λοιπόν και μάθαινε από το δημιούργημά του. «Και οίδεν ότι καλόν» λένε οι Γραφές. Το πελώριο δημιουργητικό συμβάν, μάθαινε από το δημιούργημά του. Δηλαδή η δημιουργία η ίδια δημιούργησε την γνώση της δημιουργίας της. Που με την σειρά της ανακάλυψε – αφού μετά λόγου γνώσεως μπόρεσε να φανταστεί – την θραύση της δημιουργίας. Ανακάλυψε το θραύσμα της ύλης διαπραγμάτευσης με το φοβερά ενιαίο σκοτεινό. Ανακάλυψε την διασπορά πολλών και ποικίλων ταυτοτήτων, αλλιώς δηλαδή ετεροτήτων που προχωρούν δημιουργώντας ολοένα εδάφη του σκοτεινού κενού, αλλά όχι του άδειου. Και προχωρούν. Δεν θα σταματήσουν ποτέ. Και θα κόβονται
διαρκώς από το υαλί του Καβάφη και από το θεώρημα του Πουανκαρέ. Ή του Γκόλντμπαχ. Ή από την μουσική του θεϊκού Μπετόβεν και του λανθανόντως θεϊκού Μπρούκνερ. Ή από την θρυλική σιωπή τόσων και τόσων Θεών και ηρώων που ετάφησαν μέσα στη σιωπή τους, δηλαδή ετάφησαν μέσα στην ίδια τους την ποίηση, ετάφησαν μέσα στην ίδια τους την επιθυμία, ετάφησαν τελικά μέσα στο σώμα τους. Το αμείλικτο σώμα της ποίησης.
Οπότε τι να πεις για μια συλλογή υπό τον τίτλο «Έσπασε», πέρα από το ότι την υπογράφει ένας κάποιος ποιητής που την κρατούσε – κι όλο του ξέφευγε κι ακόμα του ξεφεύγει – είκοσι χρόνια στα χέρια του; Και τώρα κοιτάζει με περιέργεια τα χέρια του. Πώς έγινε και δεν έσπασαν; Κι από την άλλη: πώς έγινε και η σιωπή έσπασε σε τόσες πολλές σιωπές; Δεν ξέρω. Το μόνο που μπορώ να πω, εκ των υστέρων βέβαια, είναι πως το «Έσπασε», εμένα του αναγνώστη του, μου φέρνει στο νου έναν τεράστιο θόρυβο από σιωπή που σπάζει, έναν σωρό από συντρίμμια σιωπής. Στον Γράμμο και στο Βίτσι ίσως. Ύστερα από τους πυροβολισμούς του εκτελεστικού αποσπάσματος που εσιώπησε για πάντα έναν Μπελογιάννη, έναν Πλουμπίδη, και τόσους άλλους που έθραυσαν το συμπαγές και χάθηκαν μέσα στο κενό που δημιούργησαν. Όλο αυτό ειπώθηκε χαράματα. Υποθέτω ότι εκείνες τις στιγμές των πυροβολισμών «εις τον συνήθη τόπο» των εκτελέσεων στο Γουδί, θα πέταξαν τρομαγμένα κάποια πουλιά. Σπάζοντας την ακινησία του θανάτου. Σπάζοντας, δηλαδή, την ακινησία του καθρέφτη. Γι’ αυτό είπα το βιβλίο «Έσπασε». Για κάποια πουλιά που πέταξαν, μπαίνοντας μέσα στον καθρέφτη. Ο καθρέφτης δεν έσπασε. Γι’ αυτό έγραψα αυτό το βιβλίο. Ίσως. Γι’ αυτό.



Υ.Γ. Το ποίημα είναι το διαφυγόν κέρδος της ποίησης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου