Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Κυριακή 1 Μαρτίου 2015

notationes MAΡΤΙΟΣ-ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2015 /// ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΛΑΛΟΥ /// Μικροί ανεκτίμητοι θησαυροί




                                     



Κυριακή πρωί. Η καμπάνα χτύπησε δυνατά. Πρώτο κάλεσμα. Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι. Τα σεντόνια ζεστά ακόμα, κρατούσαν το σχήμα του. Λες κι ένα κομμάτι του εαυτού του να συνέχιζε μακάρια τον ύπνο του. Ένα μικρό παιδί που δεν ήθελε να χάσει το χουζούρι. Το ίδιο παιδί κοίταζε τις ρυτίδες στον καθρέφτη του μπάνιου και τα γκρίζα λιγοστά του μαλλιά. Πλύθηκε, ξυρίστηκε, χτενίστηκε, με συνοπτικές διαδικασίες. Έφτιαξε τον καφέ του και τον ήπιε στο μικρό μπαλκονάκι. Έξω η πόλη κοιμόταν ακόμα και παντού μύριζε άνοιξη. Ο καιρός είχε ζεστάνει. Θα φορούσε λινό κοστούμι και ελαφρά παπούτσια στη βόλτα του. Κι ίσως σήμερα να πήγαινε με τα πόδια. Έτσι κι αλλιώς δεν βιαζόταν.
Ο κούκος στο σαλόνι χτύπησε εννιά. Καλή ώρα για να ξεκινήσει σιγά σιγά. Στο Μοναστηράκι δεν θα είχε ακόμα πλακώσει πολυκοσμία. Τον κούραζε το πολύχρωμο και φασαριόζικο πλήθος. Είχε ξεσυνηθίσει πια. Μόνος του τα τελευταία χρόνια είχε καλομάθει στην ησυχία. Άλλος ένας λόγος που τις Κυριακές προτιμούσε να περπατάει. Τα πεζοδρόμια ήταν συνήθως άδεια, ενώ στα λεωφορεία δεν έβρισκες να καθίσεις.
Σε μισή ώρα, αργό περπάτημα, είχε φτάσει στον προορισμό του. Οι περισσότεροι μικροπωλητές και οι πλανόδιοι, τον ήξεραν με το μικρό του όνομα. Τους καλημέριζε σχεδόν όλους, έναν έναν. Μετά έμπαινε στη στοά και χανόταν από τα μάτια του κόσμου. Ο χρόνος για λίγο ξαπόσταινε το βήμα του και ξεκουραζόταν. Σε ένα μικρό μαγαζάκι. Μια σταλιά. Δεν το έπιανε το βλέμμα σου. Χωμένο ανάμεσα σε παλαιοπωλεία και αντικερί, εξειδικευόταν σε ένα και μόνο πράγμα. Στα σιδερένια κουτάκια.
Αυτή ήταν η μανία του. Του άρεσε να συλλέγει παλιά κουτιά, κατά προτίμηση τσίγκινα. Ξεχώριζε εκείνα που είχαν πάνω τους έντονα τα σημάδια του χρόνου. Που δεν φοβόντουσαν τη μνήμη και που η σκουριά ήταν φίλη τους. Τώρα που είχε αρχίσει να
ξεχνά ολοένα και περισσότερο είχε μεγαλύτερη ανάγκη από νέους συμμάχους.
Ωστόσο, όσες καινούργιες αγορές κι αν έκανε, ποτέ του δεν ξεχνούσε το πρώτο του κουτί και το πώς το απέκτησε. Ήταν ένα μικρό κόκκινο και μπλε τετράγωνο σιδερένιο κουτί. Θυμόταν πάντα τον παππού του να το κουβαλάει παντού. Είχε μέσα τον καπνό του. Ο παππούς του ήταν ναυτικός κι αυτό το κουτί το είχε μαζί του σε όλα τα ταξίδια. Μικρός, το δανειζόταν στα κρυφά, όταν ο παππούς του κοιμόταν. Άδειαζε προσεκτικά το περιεχόμενό του στο τραπέζι και το περιεργαζόταν. Το μύριζε και το έβαζε στο αφτί του. Ξεχώριζε τα αρώματα και τους ήχους της θάλασσας κι αμυδρά του καπνού. Το άκουγε με τις ώρες. Τις πιο πολλές ιστορίες από τα ταξίδια του παππού του, έτσι τις έμαθε...από το κουτί. Όταν ο παππούς του έκλεισε για πάντα τα μάτια, το κουτί αυτό κατέληξε στα χέρια του. Η πιο πολύτιμη κληρονομιά του.
Ύστερα τα χρόνια περνούσαν, κι από παιδί μεγάλωνε σε άντρα. Και μέσα του μεγάλωνε και η ανάγκη για ταξίδια και δικά του λάφυρα. Φούντωνε και το πάθος του για τα μικρά κουτάκια. Είχε μαζέψει απ' όλες τις γωνιές του κόσμου. Όχι δεν είχε ταξιδέψει τόσο πολύ. Το μεγαλύτερό του ταξίδι ήταν από το σπίτι στο Μοναστηράκι και πάλι πίσω... Δεν χρειαζόταν κάτι παραπάνω. Εκεί έβρισκε τα πάντα. Χιλιάδες αντικείμενα έτοιμα να του διηγηθούν τις ιστορίες του. Κι αυτός έβρισκε πάντα το χρόνο να τις ακούει και να τις αφουγκράζεται.
Σε όλο το σπίτι, άλλοτε σε εμφανή σημεία κι άλλοτε καταχωνιασμένα στα πιο απίστευτα μέρη, τα έβρισκες αραδιασμένα παντού. Ένας ιδιόμορφος πληθυσμός κατοικούσε μαζί του, αναπόσπαστο κομμάτι της οικογένειάς του. Στην αρχή, για να δικαιολογεί στους άλλους την ύπαρξή τους, τους εφεύρισκε και μια χρηστική αιτία. Κάποια για να βάζει μέσα τους συνδετήρες του. Κάποια άλλα για τις πιο μικρές του συλλογές, κέρματα και γραμματόσημα (που πιο πολύ τα μάζευε για να έχει επιπλέον δικαιολογίες να αγοράζει κουτάκια). Τα πιο μεγάλα ήταν για την αλληλογραφία, τους λογαριασμούς και τελευταία τις αποδείξεις.
Ουσιαστικά, για αποδείξεις προορίζονταν και όλα του τα κουτάκια, όχι όμως αποδείξεις αγορών, αλλά ζωής. Υπενθυμίσεις των πιο σημαντικών στιγμών της ύπαρξής του. Σε ένα χρώματος τριανταφυλλί είχε κλείσει το πρώτο φιλί με τη γυναίκα του. Σε ένα άλλο στρογγυλό κόκκινο είχε φυλάξει το πρώτο κλάμα της κόρης του. Σε ένα μικρό κατάμαυρο μια υπόσχεση που δεν μπόρεσε να κρατήσει. Σε ένα πολύχρωμο παραλληλόγραμμο τα παιδικά του χρόνια. Σε ένα πολυγωνικό, σκουριασμένο πια, το γέλιο της μάνας του και τη μυρωδιά από την κολόνια του πατέρα του.
Φίλοι και συγγενείς, όλοι γνώριζαν αυτή τη μικρή του ιδιοτροπία, που όσο πέρναγε ο καιρός έπαιρνε μυθικές διαστάσεις. Είχε διαρρεύσει η φήμη ότι σε κάποια από αυτά τα κουτάκια ήταν κρυμμένοι αμύθητοι θησαυροί. Ίσως από τα ταξίδια του παππού του. Όταν τέτοιοι ψίθυροι έφταναν στα αφτιά του, απλώς χαμογέλαγε. Τους άφηνε να πιστεύουν ό,τι ήθελαν. Δικαίωμά τους. Άλλωστε δεν είχαν και άδικο...μέσα τους φιλοξενούσαν ό,τι είχε αληθινή αξία για τον ίδιον.
Σήμερα, την προσοχή του είχε τραβήξει  ένα μικρό κουτί, αγγλικό, απ' αυτά που κάποτε είχαν τσάι. Τώρα άδειο, το κρατούσε στο χέρι του. Το εξερευνούσε. Ανακάλυπτε τα κρυμμένα του αρώματα. Τις κρυφές εσοχές του. Το έβλεπε να στέκει πάνω σε μια λονδρέζικη σόμπα, να αγναντεύει τα μουντά πρωινά και να κρυφακούει τα κουτσομπολιά των φιλενάδων της κυρίας του. Είχε πολλά να του πει κι αυτό το κουτάκι. Αυτό, λοιπόν, θα ήταν η τελική του επιλογή. Το πλήρωσε και το έβαλε προσεχτικά στην πάνινη τσάντα του, είχε ήδη σκεφτεί τη θέση που θα του έδινε στο σπίτι. Στο τζάκι, δίπλα στη φωτογραφία της καλής του. Πάντα της άρεσε το earl-grey.
Το ίδιο βράδυ, τον έπιασε μια μικρή ενόχληση. Στην ηλικία του ήταν αναμενόμενο. Δεν ήθελε να κοιμηθεί. Φοβόταν κάπως. Πήρε να μαζέψει όλα του τα κουτάκια. Ήθελε να ακούσει άλλη μια φορά τις ιστορίες τους. Αυτή τη φορά είχαν να του διηγηθούν μια καινούργια. Μια αγαπημένη, που την είχε ξεχάσει. Τη δική του ιστορία. Με όλες τις καλές και 
τις άσχημες αναμνήσεις της, με τα χαμόγελα και τα δάκρυά της. Τόσα κουτάκια, τόσες μέρες, τόσες συγκινήσεις.
Την άλλη μέρα τον βρήκαν καθισμένο στην πολυθρόνα του να χαμογελάει. Κρατούσε στα χέρια του το κουτάκι του παππού του. Ήταν ανοιγμένο. Ποτέ τους δεν κατάλαβαν πώς γέμισε το σπίτι όλο θάλασσα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου