Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Παρασκευή 13 Μαρτίου 2015

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ //// ΕΛΕΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ ΕΦΡΑΙΜΙΔΟΥ /// ΔΩΡΙΕΙΣ ΚΑΙ ΞΥΛΟΚΟΠΟΙ










Ελένη Δημητριάδου Εφραιμίδου
Δωριείς και Ξυλοκόποι εκδ. Γαβριηλίδης, 2014 

“Γράφουμε επειδή μας κλείνουν τις πόρτες και δεν
έχουμε τι άλλο να κάνουμε” Τσέχωφ προς Γκόρκι, 1899 

Θα ταίριαζε πολύ σήμερα η παλιά αυτή ρήση του Τσέχωφ στον καταιγισμό των γραπτών κειμένων από συγγραφείς και ποιητές που κατακλύζουν το διαδίκτυο και τις έντυπες εκδόσεις συνεχώς. Αντίδραση στο αδιέξoδο; Στην πνιγηρή ατμόσφαιρα της εποχής; Στη φθορά της καθημερινότητας; Φυγή από το τέλμα και τ’ ασήμαντο; Επανάσταση λέξεων, αφού δεν υπάρχει κάτι άλλο να αντισταθεί μπροστά στις κλειστές πόρτες ενός οράματος για μια κοινωνία ιδανική; 

[…]Ποιός ειν’ εκεί / επάνω στο σήμερα;/ Ποιός μαδάει φτερά /και γελάει σαρδόνια;
(Απορίες) 

Η κραυγή που αναπτύσσεται, για να εκφράσει την απορία της ψυχής στο αδιέξοδο της ζωής, προτάσσει για ασπίδα της τις λέξεις. Τον μέσα κόσμο μας στο έξω χάος.
Αλλά μπορούν οι λέξεις; 

[…]Αφού και το πιο ελάχιστο φωνήεν/ κόβεται σε χίλια κομμάτια/ διασπάται κενό/ δεν ανατρέπει βαμπίρ. (Ποίημα, τρύπα) 

Αναρωτήθηκα πολλές φορές σε όλη αυτήν την τελευταία διάρκεια που έγραφα τα ποιήματα της συλλογής, εποχή κρίσης στη χώρα, μπορούν οι λέξεις ν’ ανοίξουν ορίζοντες, πόρτες σ’ έναν κόσμο που διαλύεται, να εναρμονίσουν ένα παράλογo
ουρλιαχτό; 

[…]Αφού, τι να πεις από ένα ουρλιαχτό που δεν κοιμάται;/Αφού παράλογος κόσμος αγκαλιάζει/ κάτω απ’ τα σεντόνια του/ ολόγυμνη τρέλα; (Ποίημα, τρύπα) 

Έστω, να κινητοποιήσουν το φως, να δείξουν τη σκόνη που συσσωρεύεται στο ασταθές και εύθραυστο αυτό τοπίο της εποχής; Προσπαθώντας να καταγράψω με στίχους το συλλογικό μας παρόν, τη νοσηρή μας καθημερινότητα, ενδεχομένως και την εποχή μας, μέσα από δικές μου υποκειμενικές εικόνες, ιδέες και λέξεις σκόνταφτα στο δίλημμα , του πώς μπορεί να γεμίσει κανείς αυτό το άδειο που αιωρείται γύρω μας, με ελπίδα. 

[…]δεν ξέρω καν αν μες σε τούτο το κενό/ μπορείς με λέξεις να ελπίζεις, 

σημείωνα στο ποίημα Δωριείς και Ξυλοκόποι, εννοώντας αυτό το παμπάλαιο ανθρώπινο διαχρονικό κενό που πάνω του αιωρούνται σαν μαριονέτες ετοιμόρροπες οι λέξεις μας. Και στο ποίημα, Aντοχή, 

[…]από ένα ελάχιστο πιάσιμο στιγμής/ κτίζεται η ελπίδα/ στην πέτρα και στο σίδερο. 

Άρνηση; Κατάφαση; Λογοπαίγνιο; Προσδιορισμός ενός διλήμματος ή μιας ιδέας; 
 'Ενας κόσμος που αποδομείται, ένας κόσμος που αναδομείται, όλο αυτό που χάνεται, που λείπει από τον άνθρωπο κι ύστερα ανασταίνεται, γίνεται έρωτας για τα γύρω πράγματα. Γίνεται ποίηση. Μια πράξη δαπάνης εσωτερικής. Και είναι πράξη πολιτική
να βλέπεις τα πράγματα ποιητικά, να τα ερωτεύεσαι, να τα αγαπάς, να μην τα αφήνεις στη φθορά τους, στο θάνατό τους.
Όπλα οι λέξεις. Γιατί η ποίηση δε γράφεται με ιδέες αλλά με λέξεις, έλεγε ο Mallarme στον Degas. Aυτές προσδιορίζουν τις ιδέες μας. Αυτές θα εξηγήσουν την ποιητική μας ομηρεία στην εποχή και στον μέσα μας κόσμο. Αυτή η αφήγηση της εσωτερικής μας γλώσσας, η σκαπάνη εντός, είναι βίος βαθύς, και αυτήν, τη μνήμη τη βαθύτερη, επικαλούμαι στο μότο της συλλογής. Ανεξέταστος βίος, αβίωτος ,έλεγαν οι σοφοί μας. Σαν να μην έζησες αληθινά. Το εγώ και το εμείς είναι οι λέξεις. Το αν μέσα απ’ αυτήν τη διαδικασία έρθει η λύτρωση ή η υπέρβαση της καθημερινότητας, όπως υποστηρίζεται, αυτό είναι και ζήτημα πιθανοτήτων. Αν η αφήγηση για τη βροχή γίνει βροχή, τότε οι λέξεις βρίσκουν τον ποιητικό προορισμό τους.
Κι αν κάποτε, ούτε κι αυτές προσδιορίσουν το βάθος, τότε ο μύθος, τότε τα σύμβολα σπάνε τους τοίχους, ξεκλειδώνουν τα έσω δωμάτια. Δίνουν έκταση στο όνειρο: 

[…]Ένα παιδί μονάχα/ με λίγες λευκές/ λέξεις στο στόμα/ ψιθύριζε άριες στις άδειες τρύπες/ ασβέστωνε τη νύχτα/ κι έκρυβε στις τσέπες του/ κλεμμένα άστρα/ παράνομες περιοχές. (Εκεί και μια ευτυχία) 

Τι θα μπορούσε να προσδιορίσει την αλήθεια ως πραγματικότητα, να δώσει στο όνειρο τη νομιμότητα του ασφαλούς, όταν ο καθρέφτης της ζωής σπάει καθημερινά το παραμύθι της, δημιουργώντας φιλάρεσκα την ψευδαίσθηση του αληθινού; Μια παραμόρφωση του φόβου η ελπίδα, ενός ρήγματος που ανοίγει κάθε στιγμή. Ο φόβος, το κυρίαρχο συναίσθημα που μας αδρανοποιεί. 

[…]Αυτό είναι το όνειρο./ Μια παράθλαση φόβου. (Παράθλαση) 

Γι’ αυτό οι καταστάσεις και τα γεγονότα παίρνουν μια διάσταση μεταφυσική και συμβολική μέσα μας.
Οι σκιές αλλάζουν θέση / ανάλογα με τις αλήθειες.
Τα σαράντα εννέα ποιήματα που συνθέτουν τη συλλογή αυτή, περιγράφουν με μύθους, σύμβολα, μνήμες και ρυθμούς, την επικαιρότητα, σχολιάζουν το διαχρονικό κενό της ανθρώπινης μοίρας και Ιστορίας, παραλληλίζοντάς το με το σύγχρονο και σαρωτικό παρόν. Ποιήματα, τραύματα μνήμης και επιβεβλημένης αμνησίας που επαναστατούν και καταδικάζουν τη σκόνη των ημερών, την αδιαφάνεια της αλήθειας, τη βία στην ύπαρξη, τον τυχοδιωκτισμό της απάθειας. Ημέρες που παρακμάζουν, τόποι ψυχής που γίνονται αποικίες απώλειας: 

[…]Τέλος, είναι η βία./ Είναι οι άνθρωποι που αρπάζουν απ’ τις πλάτες/άλλους ανθρώπους./ Λύνουν τα χέρια τους / για να τραντάξουν τη γη./ Το είδαμε όταν / τα μάτια τους κύλισαν στο χώμα / κι έγιναν πέτρες ξαφνικά. /Και είδαμε πως, από τότε, μικροί πλανήτες / γύρω τους γυρίζουν / κι εκείνοι μένουν στο κενό./Τα πόδια τους κρυμμένα είναι στην αφάνεια. / Το σώμα τους κανείς δεν το βλέπει./ Ακίνητο είναι./
Μόνο μια χρυσή κλωστή /στο σκοτάδι φωσφορίζει / όταν ο άνεμος κινεί τα δάχτυλά τους/ για να θυμίζει πως κάποτε /υπήρχε αυτός ο κόσμος. (Κενό και παμπάλαιο) 

Ναι, αυτή η χρυσή κλωστή που κινεί τα μυστικά νήματα της ζωής, ξαναπλάθει την ομορφιά και την αθωότητα. Ξαναμαζεύει από το δρόμο τα κομμάτια μας. Αυτή μόνο.
Γιατί στο απέραντο αυτό σημερινό σαράφικο, η ψυχή μας δεν εκτιμήθηκε ποτέ. Κυκλοφορούν Σαλτιμπάγκοι με μορφή Μεσία. Οι πολυθρόνες κι η μποεμία κατά τον Βάρναλη, καίνε την Ιστορία μας. Δεν διδαχθήκαμε απ’ αυτήν ποτέ, απλώς αποστηθίσαμε κάτι ωραίες συντηρημένες στο αλάτι εικόνες της και αποκοιμηθήκαμε.
Βαθιά πολυθρόνα, άδεια κατσαρόλα 


Βαθιά στην πολυθρόνα της η Μάνα μου,/ με κρεμασμένο ένα άδειο γάντι στο χεράκι της/ εξευμενίζει τους πνιγμούς./ Ξένα νερά ορμούν στο σπίτι,/ η ντουλάπα αδειάζει αργά τα ρούχα της,/ νωχελικές στάσεις παίρνουν τα παπούτσια της,/ τα έπιπλα κολυμπούν / τα παιδιά κοιμούνται και πνίγονται, κατσαρίδες επιπλέουν,/ ακέφαλα κοκόρια στην αυλή / ανεβαίνουν στην επιφάνεια του κατακλυσμού,/κλητήρες με ψηλές μπότες μπαίνουν / μαζεύουν υπογεγραμμένα χαρτιά,/ παχύδερμες μνήμες κάνουν πλιάτσικο/ πίσω από πουλημένα παραβάν,/ μπαίνουν, βγαίνουν ιδιοφυείς / ακρίδες κοιλοφόρες,/ μασούν με ξένες γλώσσες τα κηπευτικά,/παράλυτα φύλλα τρέχουν να σωθούν / κι αυτή
Στην πολυθρόνα της αιώνες / με κρεμασμένα χέρια αναπολεί. / Ρε Μάνα , ξύπνα, τα παιδιά./ Γράφω ιστορία, αυτή./ Αύτανδρη η πολυθρόνα της στο τέλος / πηγαίνει στο βυθό,/ ώσπου χασμουρητό ηχηρό ναυάγιο./ Κάτι τέτοιες μέρες, μισώ / την άδεια κατσαρόλα της./ Το καμένο φαγητό στο πιάτο,/ το τετράδιο με τις συνταγές των πνιγμένων ψαριών/ και την αλατισμένη ιστορία της. 

Η προδοσία, η παρακμή, η λεηλασία, ο φόβος, η κραυγή, η αδράνεια, το τέλος, στήνουν το σκοτεινό σκηνικό των Αχαιών που προσπαθούν να κρατηθούν από κορμούς γυμνούς. Το σιωπηλό δάσος, κουτσουρεμένο από αδαείς ξυλοκόπους ζωής, ξεραίνεται στην ανυδρία του. Κι οι σπάνιες ποικιλίες της πανίδας του αποδημούν. 

Όλη τη νύχτα έκοβαν δένδρα οι ξυλοκόποι / το πρωί δάσος δεν υπήρχε/ κι απ’ τα κλαδιά του έφυγαν τα σπάνια πουλιά. ( Ελληνικό ρέκβιεμ) 


Πάθη παλιά, πάθη καινούργια κι ένας κορυδαλλός μετανάστης που έχασε λοφίο και κελάηδισμα, ψάχνει στο χώμα ένα σκουλήκι με παροξυσμό ουτοπικό.
Το συλλογικό υποσυνείδητο εμπλέκεται με το προσωπικό, η συλλογική μνήμη με την προσωπική, προσπαθώντας να νικήσει τα αδιέξοδα του 
παρόντος, να δημιουργήσουν μια ασπίδα στο χάος.

[…]Περνάμε ανάμεσα από Αχαιούς νεκρούς /που έχασαν τη γλώσσα δίχως μάχη. 

[…]Τι Τυρταίος ,τι Αρχίλοχος,/ δεν είμαστε για Ελεγείες και Θούρια./Μετά από κάθε παρακμή,/ έρχονται οι ξυλοκόποι. (Δωριείς και ξυλοκόποι) 

Επικαλέσθηκα τη γλώσσα και τη μνήμη, αυτές τις εσωτερικές διαδικασίες που σε οδηγούν σε διαπολιτισμικές και διαχρονικές αξίες, την ελεύθερη σκέψη και τη γνώση που νικάει εξουσίες. Την ιστορία όχι ως αρχαιολατρεία , αλλά ως διδαχή. Παραλληλίζοντας τις εποχές προσπάθησα να ακούσω τη μελλοντική βουή. 
 Δωριείς, μεταφορικά, είναι η κάθοδος κάθε μορφής εισβολέων εντός και εκτός των τειχών μιας χώρας και μιας ύπαρξης. Είναι η μνήμη που χάνεται, η ιστορική και προσωπική μας μνήμη που υποτάσσεται κάθε φορά σ’ ένα καινούργιο εισβολέα. Η λεηλασία τόπων αγαπημένων που γίνονται λήθη.
Με την κάθοδό τους οι Δωριείς έφεραν μεγάλες αλλοιώσεις στον πολιτικό χάρτη της Ελλάδας του 12ου αιώνα και επέδρασαν καθοριστικά στην ιστορική της πορεία. Η εποχή τους ονομάστηκε Ελληνικός Μεσαίωνας, γιατί σηματοδότησε την παρακμή του Μυκηναϊκού πολιτισμού που ως τότε είχαν διατηρήσει οι Αχαιοί.
Μια μεγάλη ανατροπή η μνήμη. Ο σκοτεινός χρόνος που σαρκάζει μέσα μας, μένει απολιθωμένος, μεταμφιεσμένος στην πιο κρυφή σκηνή μας, αναζητώντας τη λύτρωσή του στην πιο γνήσια και αληθινή έκφρασή του, στην πιο ανατρεπτική υπέρβασή του, την ποίηση. 

Το φυλάκιο άδειο /στο δάπεδο πέτρες./ Θα μπορούσε να ήταν αστέρια/ ή πυγολαμπίδες ιστορίας. (Φυλάκιο στο Πόγραδετς) 

Μάρτης, 2015 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου