Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2015

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΟΥΤΟΥΒΕΛΑ /// ΔΕΣΜΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ



                        






Η  μέρα διαδεχόταν με ανυπομονησία κι έπαρση τη νύχτα. Την υποτιμούσε αφού, αν και ποτέ δεν μπόρεσε να τη συναντήσει, είχε ακούσει πως τη νύχτα οι άνθρωποι σωπαίνουν, κοιμούνται, κλείνονται στα σπίτια τους, κλαίνε. Ενώ εκείνη ρίχνοντας το άπλετο φως της στη μαγική εκείνη χώρα έδινε τόσες πολλές επιλογές! Απλόχερα χωρίς να περιμένει ανταμοιβή!
Υπό το μαγευτικό φως της μπορούσες να ζήσεις συναρπαστικά, να ονειρευτείς με τα μάτια ανοιχτά, να ικανοποιήσεις κάθε επιθυμία, κάθε στόχος σου μπορούσε να εκπληρωθεί, κάθε γνώση να κατακτηθεί, κάθε αλλαγή να επιτευχθεί· αρκεί να έμενες ξύπνιος κατά τη διάρκεια της μέρας. Αυτός ήταν ο μοναδικός περιορισμός της. Δεν το λες και προϋπόθεση αυστηρή!
Ο καιρός περνούσε όμως, κι οι άνθρωποι, αν και ξύπνιοι, έμεναν τόσο στάσιμοι: καμιά επιθυμία δεν εκπληρώθηκε, γιατί δεν υπήρχε. Κανένα ονειροπόλημα δεν τους ταξίδεψε, γιατί δεν ονειρεύονταν. Καμιά αλλαγή δεν ήρθε, γιατί δεν πίστευαν σε αλλαγές. Και ναι, ήταν ξύπνιοι ωστόσο: σηκώνονταν πολύ νωρίς για να δεχτούν το φως της νέας μέρας, το οποίο αποχαιρετούσαν μόνο όταν χανόταν κάθε υποψία ήλιου. Άνθρωποι σκυθρωποί πηγαινοέρχονταν άσκοπα στους δρόμους κοιτώντας πάντα χαμηλά, ενώ ανασήκωναν το βλέμμα μόνο για να κοιτάξουν τους θρασύτατους τίτλους εφημερίδων, όπως κρέμονταν τόσο απειλητικά από αντιαισθητικά σκοινιά σε κακόγουστους γκριζωπούς πάγκους μέσα σε στοές που προστάτευαν από το περήφανο μεσημεριανό φως του ήλιου.
Η μέρα ήταν έξαλλη:
-Πώς είναι δυνατό να μπορούν να μένουν τόσο στάσιμοι;
Η νύχτα άρχισε να την υποβλέπει:
-Τόσο φως τι να το κάνουν;
Εναλλαγή με την εναλλαγή, η μέρα άρχισε να μαραζώνει, να μικραίνει· κι οι άνθρωποι οι σκυθρωποί κι ανυποψίαστοι εξακολουθούσαν να περιφέρονται δίχως σκοπό με το κεφάλι σκυμμένο και με το βλέμμα τόσο χαμηλωμένο, θαρρείς πως ήταν κατασκευασμένοι για να κοιτούν πάντοτε προς τα κάτω. Όμως, κάθε άλλο, ήταν άνθρωποι, όπως εμείς, με δυο ματιά ψηλά στο πρόσωπο με τα οποία μπορούσαν να κερδίσουν τον ορίζοντα όποτε το επιθυμούσαν!
Οι μέρες κυλούσαν δυστυχισμένες και συρρικνωμένες, τίποτα το καινούργιο δεν συναντούσαν. Η μία αποτελούσε απλή επανάληψη της άλλης, δίχως διασκευές κι
εκπλήξεις, με μια αδυσώπητη ακολουθία να τις ωθεί σε μια αέναη κίνηση εξαιτίας αυτής της αναγκαίας χρονικής αλληλουχίας που όριζε ο Νόμος.
Οι άνθρωποι, ακίνητοι και απαθείς, χρόνο με τον χρόνο έβγαλαν ρίζες· να όπως τα δέντρα! Δεν είχαν όμως τη λυγερή κορμοστασιά της περήφανης βλάστησης, αφού χέρια και πόδια ενώθηκαν με το έδαφος, έτσι που το κεφάλι μπορούσε πλέον να αντικρίζει το τόσο ποθητό για εκείνους τίποτα. Και για την ακρίβεια, αυτό μονάχα ήθελαν. Μια δικαιολογία για τη στασιμότητά τους, μια ανακούφιση για την αδράνειά τους, ένα καλοδεχούμενο εμπόδιο για την ενεργή δράση τους, μια απρόσμενη – τόσο θετικά – αρνητική εξέλιξη! Με χέρια και πόδια στο έδαφος, πλέον, δεν έφεραν ευθύνη καμία: ούτε για το μαστίγωμα της ελευθερίας, ούτε για τη δολοφονία της ισότητας, ούτε για τα βασανιστήρια του ανθρώπου. Επιτέλους, είχαν έναν λόγο για να ζουν ευτυχισμένοι: δεν έφταιγαν εκείνοι! Και το καλύτερο; Δεν μπορούσαν να προσφέρουν τίποτα· δεμένοι στο έδαφος, από εκεί που προήλθαν, ένιωθαν τόσο ασφαλείς όσο και ανήμποροι – μεγάλη ασφάλεια η ανημπόρια.
Η αλήθεια είναι πως φαντάζει ανυπόφορο να νιώθει κανείς ανήμπορος κι ακόμη δυσκολότερο, να το παραδέχεται, όχι λόγω της έκθεσής του, όχι· μα να, επειδή στο βάθος γνωρίζει καλά πως η ανημπόρια δεν αποτελεί χαρακτηριστικό της ύπαρξης και πως ο συνομιλητής του ενδέχεται να ανακαλύψει και να αποκαλύψει κυρίως την παντοδύναμή του φύση. Αυτή που όλα τα μπορεί, αρκεί να το θελήσει.
-Πού καιρός και όρεξη και χρόνος για μπλεξίματα; Ανημπόρια για πάντα!
Καθένας τους ριζωμένος στο χώμα εκτιμούσε πολύ τα δεσμά του! Δεσμά ελευθερίας άρχισαν να τα καλούν, ο ένας μετά τον άλλο. Τον πρώτο καιρό μάλιστα μπορούσαν και να τα διαχειριστούν: μπορούσαν να συρθούν λίγο παραδίπλα χωρίς να κοπιάσουν ιδιαίτερα, να ανασηκωθούν ανάλογα με το περιθώριο που τους άφηναν οι ρίζες που κρέμονταν από τα χέρια, να κοιτάζουν πότε αριστερά, πότε στο κέντρο και πότε δεξιά, στο ύψος που πάντοτε έδειχναν να προτιμούν. Αυτή ήταν ζωή!
Ο καιρός όμως περνούσε, όπως ο Νόμος το είχε για τα καλά ξεκαθαρίσει. Κι οι άνθρωποι γίνονταν όλο και πιο δυσκίνητοι, αφού οι ρίζες βυθίζονταν ολοένα βαθύτερα στο χώμα· και μάκραιναν και πλάταιναν τόσο που άγγιζαν η μια την άλλη κι ο χώρος δεν ήταν αρκετός για όλους. Τόσο συνωστισμό στα χαμηλά η φύση δεν τον αντέχει. Φόβος άρχισε να ρέει στις ρίζες τους, ενώ ό, τι είχε απομείνει από εκείνους πάνω από τη γη είχε χάσει κάθε του δύναμη, το φως της μέρας που όλους τους έθρεφε, πλέον τους είχε εγκαταλείψει. Πού και πού αχνοφαίνονταν οι ανταύγειες της μέρας, απομεινάρι μιας άλλης εποχής και τι νοσταλγία, Θεέ μου.
Αχ και να μπορούσαν να γυρίσουν πίσω τον χρόνο! Δε θα επέτρεπαν ποτέ ξανά να σκύψουν τόσο πολύ, τόσο που να μην μπορούν πια να σηκωθούν, – έτσι σιγοψιθύριζαν μεταξύ τους. Κι όμως είχαν για καιρό όλο τον χρόνο και τη μέρα βασίλισσα να τους φωτίζει και να τους εμπνέει, τόσο δεδομένη, ωστόσο, γι’ αυτό και ανυπόφορη. Ευτυχώς, που δεν μπορούσαν να τον γυρίσουν πίσω, δεν τους έφταιγε σε τίποτα ούτε εκείνος ούτε το φως της.
Κι έζησαν χαμοκοιτώντας στο σκοτάδι που τόσο τους ταίριαζε αναζητώντας μια δεύτερη ευκαιρία που εύχονταν να μην έρθει...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου