Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

notationes /// NOEMBΡΙΟΣ -ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014 /// ΕΥΤΥΧΙΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ /// ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ



                                       



ΡΕΖΕΝΤΑ 



Εκείνη:

-Δεν ομοιοκαταληκτούσανε ποτέ
τα λόγια μου με τη φωνή μου.
Κι ήμουν αυτό που αρνιόμουν
ηχώ από βράχια που έπεφταν
ίχνη γεμάτη μιας αφής
που όμως της λείπαν δάχτυλα
-κάποιος μετράει
επάνω στο σεντόνι τα λεφτά του
τα βρίσκει πάντοτε λειψά-
μια επανάληψη αστροφεγγιάς
κι ύστερα πάλι το άδειο 


και όταν λέμε άδειο
δεν εννοούμε τη σιωπή
αλλά να ζεις το αταίριαστο
κι άφαντος να ’ναι ο κήπος. 


Εκείνος: 


-Μην παραδίνεσαι, μικρή μου Ρεζεντά
ανέλπιστα κάποια στιγμή
τα αδύνατα μπορούν να γίνουν δυνατά 


κι ας αναβοσβήνει σταθερά τα φώτα της
η ηλικία του καθρέφτη
- θα λήξει κάποτε κι αυτή
σύντομη σαν διήγηση
με έκβαση προβλεπόμενη -
κι ας είναι αφηρημένοι οι δικαστές
και σιωπηλοί οι άγιοι μες στα εορτολόγια. 


Η απάντηση θα ’ρθει μια βραδιά
όταν οι επιζήσαντες σχίσουν μεμιάς
του κόσμου όλα τα σεντόνια
-τι θά’βρουν τότε
να φορέσουν τα φαντάσματα
ποια τύψη θα εφεύρει ο θάνατος
για να μας διεκδικήσει; 


Εκείνη: 


-Μα τι κουβέντες κύριε
τι απερισκεψία
κι αν όσα αισιόδοξα μου υπόσχεστε
αίφνης πραγματοποιηθούν
-για τα σεντόνια, λέω, τα σχισμένα-
τότε όλο αυτό το θέατρο σκιών
πού θα παιχτεί
κι εμείς που ως γνωστόν
φοβόμαστε το χιόνι
χωρίς μία παράσταση 


πώς θα περάσουμε το απόγευμα
πριν τη Μεγάλη Νύχτα; 


Το Επιδόρπιο, 2012, Εκδόσεις Κέδρος 


 ***********




ΒΕRLIN ALEXANDERPLATZ 



Κανονικά, με λένε Σόνια.
Μίτσε, με βάφτισε ο Φραντς
- μονόχειρας, μα ξέρει ν’ αγκαλιάζει.
Τη μέρα προτιμώ να υπνοβατώ.
Με ένα νόμισμα κρυμμένο στο μαντίλι
περνάω βιαστικά έξω από τα προάστια
σκιές ευκίνητες πουλώ στην Alexanderplatz
στα ενυδρεία σπάζω τις φυσαλίδες
κι αφού των πληκτικών επεισοδίων
διασχίζω την ομίχλη
βρίσκομαι σώα σαν νεκρή
στο τέλος της θλιμμένης ιστορίας. 



Η πλατεία γέμισε μεμιάς αρωματοπωλεία.
Έξω απ’ τις χαραμάδες των πληγών
πλημμύρα ακυβέρνητη
λεβάντα και θυμίαμα
γαζία και λιβάνι. 



Όμως, εγώ
πάντοτε αλήθεια σού έλεγα, Φραντς.
Ω, μα και βέβαια μπορούσα
μόνο εσένα ν’ αγαπώ
ο άλλος ήτανε παιδί, μπορεί και γέρος
μην τα σκαλίζεις τώρα πια
ήπιε απλώς ένα κονιάκ
έβαλε φωτιά στα μαλλιά της μαριονέτας
κι έπειτα εξαφανίστηκε. 



Κι άφησε, Φραντς
τι θες κι ανοίγεις τώρα το πορτάκι
άστο μες στο κλουβί του το πουλί
μη μου το πνίγεις
πονάω Φραντς, με σφίγγεις, Φραντς
χύθηκε κάτω όλο το νερό
ποτέ ξανά τιτίβισμα
ποτέ ξανά μισή αγκαλιά
γέμισε πούπουλα ο αέρας, Φραντς
δε σε ακούω πια
πούπουλα και φτερά
δε σε πονάω πια
μόνο φτερά
δε με πειράζει τώρα πια… 



Οι άνθρωποι στο δάσος
πεθαίνουν πάντα από ντροπή 



Το Επιδόρπιο, 2012, Εκδόσεις Κέδρος 


 ***********


'OΡΟΦΟΣ ΜΕΙΟΝ ΕΝΑ 



Ο θάνατος από βραδύς μας έφραζε το δρόμο
κι εγώ που από μικρό παιδί
τα έτρεμα τα καλοκαίρια
θα μου έφτανε, έλεγα, μία χειρονομία
ένα ανέλπιστο κλείσιμο λογαριασμών
όπως
όταν γυρίζεις το φλιτζάνι του καφέ
κι όλα τα φίδια
οι εχθροί και οι κλεισμένοι δρόμοι
λιωμένες απειλές κατρακυλούν
μέσα στο νεροχύτη. 



Όμως σιδηρουργείο η ζωή
και βάρος αμετάθετο η τελευταία λέξη
όταν σε αίθουσες αναμονής ηλεκτρικές
αδύναμα κορμιά κρέμονται στους καλόγερους
και πανωφόρια αδειανά
μπαίνουν ν’ ακτινοβοληθούν. 



Τους μήνες που κοιμάται ο κάβουρας
κοντεύω να πιστέψω
πως ίσως και να με ακούς
πως κάπως Σε συγκίνησα κι εγώ.
Ύστερα, λέω, θα φταίει που δε γνωρίζω
τη διάλεκτο των περιστεριών
μπορεί το ασταθές του χαρακτήρα μου
ίσως κι εκείνη η καθ’ έξιν υπνηλία μου
τις Κυριακές στον όρθρο. 



Όμως κακά τα ψέματα
ήρθε ο καιρός
τον πετροπόλεμο να συνηθίσουμε
τώρα που χτύπησαν μεσάνυχτα
κι η χρυσαφένια άμαξα
ξανάγινε κολοκύθα. 


Όροφος μείον ένα, 2008, Εκδόσεις Καστανιώτη 



 ***********




ΧΗΜΕΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑ 



Μπορεί να έφταιγε
εκείνο το χυδαίο πλήθος των τύψεων
που απεγνωσμένα μ’ έψαχνε
στην άκρη της γιορτής
ξεθωριασμένα ρούχα να με ντύσει. 


Και δε μιλώ γι’ αυτό που
η παιδική απελπισία επινοεί
όταν σαν από γλύκισμα κλεμμένο
τρίμματα ερήμου προσπαθείς
κάτω απ’ τη γλώσσα σου να κρύψεις. 


Τις αμαξοστοιχίες με τα σβηστά βαγόνια
πολύ μετά θα ανακάλυπτα. 


Μιλώ για όσα προηγήθηκαν
στους κάτασπρους διαδρόμους
που βγάζουνε σ’ ανηφοριές
με οιδήματα λουλούδια
φαινόλης και ιωδίου ευωδιές
και δάση
με φορητούς μεταλλικούς κορμούς
- τσαμπιά του αλουμινόχαρτου -
να στάζουν τα φαρμάκια τους
στο αφελές σου αίμα
να μάθει αυτό που ήθελε οικειότητες
και άλλα τραταρίσματα
μ’ αυτόν τον ψεύτη θεατρώνη
που πάνω που τα λόγια σου
φαρσί τ’ αποστηθίζεις
έρχεται και - κακήν κακώς -
έξω σε βγάζει από το έργο. 



Όροφος μείον ένα, 2008, Εκδόσεις Καστανιώτη 




 ***********




'Ο,ΤΙ ΔΕ ΓΙΑΤΡΕΨΑ 



Τώρα που τα πράγματα
πάνε να γίνουν οι αλληγορίες των πραγμάτων
επιτέλους η γραφή των κυμάτων
γίνεται ευανάγνωστη. 



Θα μου πεις…
Και οι σκιές που κυνηγούνε τα παιδιά;
Οι υαλογραφίες στους σταθμούς;
Τα ανυπεράσπιστα προάστια της λήθης
από το ανεκπλήρωτο φωταγωγημένα; 



Ό,τι δε γιάτρεψα αυτό με προσδιορίζει.
Κι η ερημιά ευρύχωρη
κι η νύχτα να γυαλίζει από τα δάκρυα
κι ο έρωτας επικλινής
για να γλιστρούν οι σημασίες. 



Να φανταστείς
σε είχα περάσει για εκδρομή
κι εσύ ήσουν μόνο ανάμνηση
μάλλον πολύβουη σιωπή
χέρι δεξί που έσωζε και άκρη του γκρεμού
-μπορεί κι ο ίδιος ο γκρεμός. 



Γι’ αυτό λοιπόν μη μου ξεχνιέσαι στα όνειρα
φανάρια οι δρόμοι τους δεν έχουν
μονάχα σμήνη μελισσών
ρήτορες αναλφάβητους
άνεργους κηπουρούς
και στη γωνία απόκοσμη
την ίδια πάντοτε γριά παιδούλα
απελπισμένα να ρωτά: 


Αν δε χρειάζεστε την Κυριακή σας, κύριε
μπορείτε να μου τη δώσετε; 


Ν’ ανθίζουμε ως το τίποτα, 2004, εκδόσεις Καστανιώτη 




 ***********

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου