Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

notationes /// NOEMBΡΙΟΣ -ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014 /// ΠΕΤΡΟΣ ΠΟΛΥΜΕΝΗΣ /// ΤΡΙΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ





                                                     





Ποιητική επανεκκίνηση

 


Από τη δεκαετία του '80 έγιναν αισθητές δύο διακριτές τάσεις στη σύγχρονη ποιητική γραφή: η άμορφη και η ομοιόμορφη ποίηση. Στα άμορφα ποιήματα δεν υπάρχει κάποια ιδιαίτερη φροντίδα για τη μορφή τους. Ο αναγνώστης διαβάζει λίγο-πολύ οικείες γλωσσικές διατυπώσεις, σε ευθυγράμμιση με την καθομιλουμένη γλώσσα, χωρίς κάτι να τον ξενίζει, και ίσως να τον απομακρύνει από την ποιητική γραφή. Απουσιάζουν τα πλέγματα γλωσσικής γοητείας, όπως τα αποκαλεί ο Ελύτης, αν και λανθάνει ενίοτε ένας διασκελισμός ή μία μεταφορά.
   Στις καλύτερες περιπτώσεις επιτυγχάνεται μία ατμόσφαιρα. Ενδεικτικά είναι αρκετά ποιήματα του Χάρη Βλαβιανού ή η πρόσφατη συλλογή «Τέσσερις εποχές» του Κώστα Μαυρουδή. Δεν πρέπει εδώ να συγχέεται η άμορφη ή πεζολογική ποίηση με την πεζόμορφη. Η τελευταία, αν και χωρίς στιχούργηση με φανερή τομή (σπάσιμο του στίχου), ενσωματώνει μια εικονοποιητική φαντασία, δραματουργική ανάπτυξη, πύκνωση νοημάτων ή αιφνίδιες μεταφορές. Κάτι που συμβαίνει, για παράδειγμα, σε ποιήματα του Αργύρη Χιόνη ή του Επαμεινώνδα Γονατά.
Αρκετές μπορεί να είναι οι επιφυλάξεις έναντι της άμορφης ποίησης, όπως περί του πώς εν τέλει οριοθετείται ένα ποίημα από τις, για παράδειγμα, ημερολογιακές σημειώσεις ενός πεζογράφου. Παρ' όλ' αυτά η άμορφη ποίηση θέτει κρίσιμα ερωτήματα για τη γλώσσα της ποίησης. Οπως για τις μεταβάσεις -ενίοτε ακροβατικές- από την κοινή γλωσσική χρήση σε ένα γλωσσικό ιδίωμα. Από την καθημερινότητα, σε μια ποιητική παρέκκλιση. Η δε στάση ενώπιον τέτοιων μεταβάσεων, τόσο γλωσσικά όσο και βιωματικά, είναι ικανή να δημιουργήσει ένα συγκεκριμένο ποιητικό ύφος. Εναν διακριτό τρόπο στις λέξεις και την πλέξη τους, σπάζοντας την πλήξη. Μόνο τυχαίο δεν είναι ότι βρέθηκαν στο κέντρο των φιλοσοφικών ερευνών του Βιτγκενστάιν.
Ως αντίδραση στην άμορφη ποίηση, σχεδόν ταυτόχρονα, εμφανίζεται η ομοιόμορφη ποίηση. Ενδεικτικό είναι το έργο ποιητών όπως οι Καψάλης και Κοροπουλης, έχοντας τη συνηγορία κριτικών δοκιμίων του Μπερλή. Η πλευρά ετούτη δίνει έμφαση στη μορφή ενός ποιήματος, μόνο που επιδιώκει μια εξωτερική ομοιομορφία, όπως αυτή προκύπτει από τη συμμόρφωση με παραδοσιακά μετρικά σχήματα: αυστηρή εφαρμογή μέτρων και ομοιοκαταληξίας. Αναδεικνύει την ανάγκη για συνάφεια ποίησης και τραγουδιού, καθώς και την επιστροφή σε αναγνωρίσιμες, πάνω-κάτω, κοινές φόρμες. Με το πάθος του ζηλωτή αναθεματίζονται ρεύματα, όπως μοντερνισμός, συμβολισμός, υπερρεαλισμός, επαναφέροντας παράλληλα τον Παλαμά στην κορυφή του ποιητικού μας Παρνασσού. Γόνιμο ή όχι το ρεύμα ετούτο, θα φανεί από τα ποιήματα που γράφτηκαν ή θα γραφτούν υπό την επήρειά του. Φυσικά, τίποτα δεν αποκλείει την εμφάνιση εκείνης της ποιητικής ιδιοφυΐας -ενός Σολωμού του 21ου αιώνα- που με τους απαστράπτοντες στίχους του θα μας κάνει να ξεχάσουμε ποιος στίχος ριμάρει με ποιον, ή πώς οργανώνεται το σονέτο και η τερτσίνα. Πάντως η ομοιόμορφη ποίηση έχει μια χρησιμότητα: μας υπενθυμίζει ότι ένα ποίημα δεν είναι λέξεις ατάκτως ερριμμένες επί χάρτου, ή πόσο δραστικός μπορεί να είναι στη σάτιρα ένας ομοιοκατάληκτος στίχος.
Τα δύο αυτά άκρα, άμορφης και ομοιόμορφης ποίησης, έχουν έναν κοινό παρονομαστή. Εμφανίζουν εαυτόν, ρητά ή υπόρρητα, ως εγγύηση για την επιστροφή του αναγνωστικού κοινού στην ποίηση. Ομως η απαίτηση για την ποίηση είναι πρωτίστως μία: να είναι αληθινή. Να συνομιλεί δημιουργικά με την κρυσταλλωμένη ποιητική παράδοση, εμπλουτίζοντας τον τρόπο των λέξεων. Να χαρίζει ποιήματα-μικρογραφίες ψυχής και κόσμου, στο όριο αυτών. Ουσιώδες είναι εδώ το ερώτημα του Κονδύλη, που σκόπιμο είναι να απασχολεί όποιον γράφει και διαβάζει: τι λέει ένα κείμενο και αν έχει κάτι να πει. Εφ' όσον δε η ποίηση είναι η κατ' εξοχήν τέχνη του τρόπου των λέξεων, θα προσθέταμε το εξής: πώς το λέει. Ο δε τρόπος των λέξεων επηρεάζεται από το ίδιο το περιεχόμενο, αλλά και το ανατροφοδοτεί. Φυσικά η ποιητική δημιουργία της γενιάς του '80 -γενιάς του ούτως καλούμενου ιδιωτικού οράματος- δεν εξαντλείται στα δύο άκρα άμορφης και ομοιόμορφης ποίησης, σε αυτές τις δύο όχθες. Ανάμεσά τους βρίσκεται η πλατιά κοίτη της εύμορφης ποίησης. Στην κοίτη αυτή αναπτύσσονται λογής λογής ρεύματα και δίνες, κλείνοντας μέσα τους μια μαστοριά χωρίς την προσφυγή στην παραδοσιακή μετρική. Ενίοτε χαρίζουν μεστά στιγμιότυπα βίου, αποσπώντας τη συγκίνηση. Από τον ρέοντα αχό των στίχων ξεχωρίζουν αξιόλογες ποιητικές φωνές με μια ιδιαίτερη αίσθηση: Χουλιαράκης, Πασχάλης, Γώτης και άλλοι πολλοί.
Πρόκληση αποτελεί εδώ η χαρτογράφηση των υδάτων της μεταγένεστερης ποιητικής γενιάς, με τις όποιες συνέχειες ή εκτροπές παρουσιάζει. Κάνοντας λόγο για την επομένη της γενιάς του '80 -αξιοποιώντας πεπατημένες γραμματολογικές διακρίσεις- η αναφορά γίνεται σε ποιήτριες και ποιητές που πρωτοδημοσίευσαν έργο τους λίγο πριν-λίγο μετά το γύρισμα της χιλιετίας, με περίπου τρεις ή τέσσερις συλλογές στο ενεργητικό τους, γεννημένοι από το 1965 έως το 1975 (συν-πλην δύο έτη). Χρησιμοποιώντας μία λέξη από την πρόσφατη πολιτική επικαιρότητα, ας τους ονομάσουμε γενιά της επανεκκίνησης. Ποιήτριες και ποιητές επηρεασμένοι αναπόφευκτα από την ψηφιακή εποχή και τα γυρίσματα στο κοινωνικό τοπίο, από την άνοδο στην πτώση. Αναζητώντας τι ακριβώς επανεκκινεί στην ποιητική γραφή η γενιά ετούτη, πρέπει κανείς να πλοηγηθεί εν πολλοίς σε σκιερά κι αχαρτογράφητα νερά. Κάτι οφειλόμενο και σε μια κριτική νωθρότητα, αφού απουσιάζει μια στοιχειωδώς επαρκής προσέγγιση. Μια προσέγγιση στραμμένη στα ίδια τα κείμενα, με φανερά τα κριτήριά της και τις ορίζουσες του ποιητικού χώρου. Μία προσέγγιση που θα διακινδυνεύσει ν' απαλλαχθεί, κατά το δυνατόν, από το ρόλο του καθενός στο λογοτεχνικό σινάφι, τις σχέσεις επιρροής και ισχύος. Ανοίγοντας, αν μη τι άλλο, ένα διάλογο γύρω από τον τρόπο που μια δέσμη ποιητικής ενέργειας πέφτει στο πρίσμα της σημερινής συνθήκης, και διαθλώμενη ανοίγεται σε διαφορετικά χρώματα -με συγκλίνουσες ή αποκλίνουσες αποχρώσεις- πάνω σε μια εποχή ρευστή, όσο και η ποίηση που σήμερα γράφεται. 


                                                      
                                                                   





 Ποιητικές διαστάσεις





Ποιες είναι οι ορίζουσες ενός ποιητικού χώρου, που αφ' ενός υποδεικνύουν μια προσέγγιση ενώπιον ενός ποιήματος, αφ' ετέρου επιτρέπουν τη χαρτογράφηση τάσεων στην ποιητική γραφή; Μία από τις πλέον αποκαλυπτικές και συζητημένες διακρίσεις οφείλεται στον Ελύτη.Στο δοκίμιό του για την ποιητική του Ρωμανού του Μελωδού κάνει τη διάκριση επίπεδης και πρισματικής ποίησης και δι' αυτής χαρτογραφεί την ελληνική ποιητική δημιουργία. 
Τα πρισματικά ποιήματα «κυματούνται» και δίνουν δεσπόζουσα θέση σε φραστικές μονάδες αυτοδύναμης ακτινοβολίας, εκπληρώνοντας την αποστολή τους και με τα «καθ' έκαστον» μέρη της ποιητικής γραφής, ενώ στην επίπεδη απουσιάζουν οι γλωσσικές εξάρσεις και το ποίημα προσεγγίζεται ως «όλον».
 
Στον πρώτο πόλο (της επίπεδης ποίησης) βρίσκεται ο Καβάφης και ο Σεφέρης, στο δεύτερο (της πρισματικής) ο Κάλβος, ο Αισχύλος, ο Ρωμανός (πιθανότατα κι ο Ελύτης), και κάπου στη μέση στέκει ο Σολωμός. Το στίγμα εκάστου ποιητή εξαρτάται από την πυκνή ή όχι εμφάνιση των φραστικών μονάδων με αυτοδύναμη ακτινοβολία. Για να κατανοήσουμε τούτες τις μονάδες, είναι διαφωτιστικό ένα άλλο κείμενο του Ελύτη, οι «Σημειώσεις ενός λυρικού», στο οποίο επιχειρεί μία, όπως ο ίδιος την ονομάζει, «κωδικοποίηση της ποιητικής εκφραστικής»: περιγραφή ευθεία, περιγραφή πλαγία, συγκινησιακός αρμός, στοχασμός λυρικός, αναπαρθενευτική σύνταξη, παρομοιώσεις πρώτου έως και τρίτου βαθμού, εικόνες πρώτου εώς και τρίτου βαθμού, πλέγματα γλωσσικής γοητείας. Η διάκριση του Ελύτη είναι μεν αποκαλυπτική, αλλά δίνει έμφαση σε μία μόνο διάσταση της ποιητικής γραφής: στον τρόπο των λέξεων. Προκειμένου εδώ να χαρτογραφηθεί η νεότερη ποιητική γενιά, εκείνη της επανεκκίνησης, το στίγμα ενός ποιητικού έργου θα αναζητηθεί σε ένα χώρο τεσσάρων διαστάσεων. Οι πρώτες τρεις διαστάσεις είναι πιο απτές και διαμορφώνουν τον οικείο χώρο στην αποτίμηση, λίγο-πολύ, κάθε ποιήματος: τρόπος, αναφορά, επιρροές. Η τέταρτη διάσταση είναι ίσως η πιο σημαντική, αλλά και ριψοκίνδυνη όσον αφορά την απόπειρα κάποιου να τη διατυπώσει με λέξεις. Αφορά την αίσθηση που αποπνέει ένα ποιητικό έργο.
  Ξεκινώντας με τον ιδιαίτερα κρίσιμο τρόπο των λέξεων σε ένα ποίημα, αυτός περικλείει διακρίσεις όπως οι προαναφερθείσες του Ελύτη, ή συναφείς, όπως η διάκριση μεταξύ άμορφης, ομοιόμορφης και εύμορφης ποίησης («Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», «7» 2.3.2014). Ομως μια προσέγγιση της ποιητικής γραφής θα ήταν λειψή, χωρίς έμφαση στο τι εν τέλει λέει ένα ποίημα. Εκείνο δε για το οποίο μιλά, επηρεάζει τον τρόπο των λέξεων, οι οποίες με τη σειρά τους ανατροφοδοτούν το εκάστοτε περιεχόμενο. Αναζητώντας την αναφορά ενός ποιήματος -τη θεματική του- αυτή εξακτινώνεται σε τρεις κατευθύνσεις: εαυτός, άλλα πρόσωπα και αντικείμενα.
Ποιος ρόλος «κλέβει» την παράσταση κάθε φορά; Το υποκείμενο και τα βιώματά του, πρόσωπα του άμεσου περίγυρου ή ο κοινωνικός σχηματισμός; Πώς εισέρχονται τα αντικείμενα και ενίοτε συμβολοποιούνται, είτε πρόκειται για φυσικά τοπία είτε για το μικρόκοσμο μιας πόλης; Τα προηγούμενα ερωτήματα δείχνουν ορισμένες προκλήσεις στην αναζήτηση της αναφοράς ενός ποιήματος. Το δε πεδίο αναφοράς δηλώνει και την απόπειρα ερμηνείας, αυξάνοντας τις απαιτήσεις για μια σύνθεση. Κατά πόσο δηλαδή ένα ποίημα αποπειράται να συλλάβει κάτι από την ανθρώπινη κατάσταση σε μια εποχή.
Η τρίτη διάσταση αφορά τις επιρροές ενός ποιήματος και πώς εν τέλει αναμετράται με την κρυσταλλωμένη ποιητική παράδοση. Εφ' όσον η ποίηση εκλαμβάνεται ως ένα είδος τέχνης που υπόκειται σε μία εξέλιξη, η προσοχή στρέφεται και στις ποιητικές συγγένειες ενός ποιήματος, τι συνδυάζει, τι προσπερνά, ή τι απορρίπτει. Υπ' αυτό το πρίσμα, έχει σημασία ο κατά Μπλουμ παράξενος αιφνιδιασμός που ενίοτε προσφέρει ένα λογοτεχνικό κείμενο, η εναλλαγή ανάμεσα στο οικείο και το ανοίκειο. 
  
  Οι τρεις διαστάσεις (τρόπος, αναφορά, επιρροή) προσδιορίζουν έναν τρισδιάστατο χώρο απτό και διυποκειμενικό, ο οποίος διαμορφώνει ένα αναγνωστικό πεδίο συμφωνίας ή διαφωνίας, ακόμα και αντιπαράθεσης, για ένα ποιητικό έργο. Μας απομακρύνει κατά το δυνατόν από τις κακοτοπιές ενός κοινοτισμού, στον οποίο το ίδιο το κείμενο παίζει ισότιμο ρόλο (αν όχι υποδεέστερο) με την παρουσία του συγγραφέα στη λογοτεχνική κοινότητα και τις συνάφειες που εκεί αναπτύσσει. Αλλά η τέταρτη διάσταση είναι ίσως η πιο σημαντική. Η αίθηση που αποπνέει ένα ποιητικό έργο είναι κάτι πιο υποκειμενικό, είτε ως δημιουργία είτε ως πρόσληψη, και μόνο εύκολη δεν είναι η διατύπωσή της με λέξεις. Συνήθως αυτήν αναζητούμε στην ποίηση, και η αναγνώρισή της προϋποθέτει μία κάποια εξοικείωση με τις προηγούμενες τρεις διαστάσεις, τις χειροπιαστές και διυποκειμενικές.
Οι τέσσερις διαστάσεις (τρόπος, αναφορά, επιρροές, αίσθηση) δεν είναι σε στεγανά μεταξύ τους, αλλά συνδιαμορφώνονται. Η δε σχέση των τριών πρώτων με την πιο αινιγματική τέταρτη, θα μπορούσε να φωτιστεί κάπως μέσα από τη σχέση της επιγένεσης. Η έννοια της επιγένεσης ανιχνεύεται στο Περί Ψυχής του Αριστοτέλη και είναι από τις πλέον δημοφιλείς στη σύγχρονη φιλοσοφία του νου.
Η αίσθηση επιγίγνεται στον τρόπο, την αναφορά και τις επιρροές. Ενα κείμενο με λογοτεχνικές αξιώσεις προϋποθέτει (ενδεχομένως σε διαφορετική αναλογία) κάποια «τριβή» με τις τρεις πρώτες διαστάσεις. Από τούτη την τριβή αναδύεται. Αλλά ούτε εξαντλείται ούτε ανάγεται εκεί. Η αίσθηση ενός ποιήματος αποτελεί ένα μυστηριώδη τόπο για τον οποίο δεν μπορείς εύκολα να μιλήσεις, αλλά τον πλησιάζεις διαισθητικά.
Ενα κριτικό έργο, όσο και αν είναι διαφωτιστικό και απαραίτητο για την ανίχνευση των χειροπιαστών διαστάσεων σε ένα ποίημα, επιτελεί μια προεργασία ώστε να συλληφθεί «πλαγίως», διά της σιωπής ή της δείξεως, η όποια ξεχωριστή του αίσθηση. Σα να είναι εκείνη η βιτγκενσταϊνική ανεμόσκαλα, την οποία αφού απαραιτήτως την ανέβεις, μετά οφείλεις να την πετάξεις για να δεις το ποίημα σωστά. Για να το νιώσεις.
Εχοντας λοιπόν για αποσκευή αυτές τις τέσσερις διαστάσεις, ως ορίζουσες του ποιητικού χώρου, μπορούμε μέσα από τα ίδια τα κείμενα να ρυθμίσουμε ανάλογα τον εξάντα μας, και εποπτεύοντας το νυχτερινό ουρανό της σύγχρονης ποιητικής δημιουργίας να ανιχνεύσουμε την Ανδρομέδα, τον Ωρίωνα, τις Πλειάδες και άλλους αστερισμούς σε κοντινές ή μακρινές περιοχές.


                                                                           


Η διάθλαση των παίδων

 

 Κάνοντας λόγο για ποιητική γενιά της επανεκκίνησης, η αναφορά περιλαμβάνει το ποιητικό έργο όσων πρωτοδημοσίευσαν λίγο πριν - λίγο μετά το γύρισμα της χιλιετίας, έχουν εκδώσει τουλάχιστον 3-4 συλλογές, ώστε να ανιχνεύεται ένα ποιητικό πρόσωπο, και γειτνιάζουν κάπως ηλικιακά, οπότε μοιράζονται ορισμένες παραστάσεις, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση με όσους γεννήθηκαν μεταξύ 1965 και 1975 (συν πλην 2 έτη).

  Ερωτήματα όπως, για παράδειγμα, αν ο Αγης Μπράτσος (γεννηθείς το 1963) ή ο Δημήτρης Ελευθεράκης (γεννηθείς το 1978) ανήκουν στη γενιά της επανεκκίνησης, περνάνε σε δεύτερο πλάνο, ακόμα και αν η απάντηση είναι καταφατική. Οι αρχικές οριοθετήσεις επιδιώκουν να λειτουργήσουν υποστηρικτικά και όχι ως προκρούστεια κλίνη, δίνοντας προτεραιότητα στα κείμενα και τη συνακόλουθη χαρτογράφηση ρευμάτων. Κάτι που θα άξιζε να επαναληφθεί έπειτα από μια δεκαετία, ενσωματώνοντας τις όποιες αναθεωρήσεις στα ονόματα καθώς εξελίσσεται η γραφή τους.
Η χαρτογράφηση προϋποθέτει μιαν αποσαφήνιση στις ορίζουσες του ποιητικού χώρου. Αυτές προσδιορίστηκαν ως προς τέσσερις διαστάσεις: τρόπος, αναφορά, επιρροές, αίσθηση (βλ. «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», Επτά, 20.4.2014). Περιοριζόμενοι στις πρώτες τρεις -πιο διυποκειμενικές- διαστάσεις (τρόπος, αναφορά, επιρροή), είναι δυνατό να φανούν ομοιότητες, διαφορές και αναλογίες στην έκφραση. Δύο ποιητές, για παράδειγμα, με ομοιότητα ως προς τον τρόπο, μπορεί να έχουν διαφορετικό πεδίο αναφοράς. Ή εκκινώντας από παρόμοια επιρροή, να πηγαίνουν προς διαφορετικές κατευθύνσεις, ανάλογα με το πώς αναμετρώνται μαζί της. Οπότε το σχήμα των τεσσάρων διαστάσεων μας επιτρέπει, αφ' ενός να προσδιορίσουμε το στίγμα ενός ποιητικού έργου, αφ' ετέρου να συλλάβουμε την πολυρρυθμία στη γενιά της επανεκκίνησης. Στη συνέχεια, μια πιο δύσκολη διερεύνηση αφορά τις γειτνιάσεις στο στίγμα ενός εκάστου ποιητή, αναδεικνύοντας τυχόν ομαδοποιήσεις ή ρεύματα.
Δίνοντας έμφαση σε αυτές τις γειτνιάσεις, και ξεκινώντας από τον κρίσιμο τρόπο των λέξεων, μια πρώτη διαπίστωση είναι η επανεκκίνηση του φορμαλισμού, ως μέλημα της μορφής. Στίχοι απέριττοι με αιφνίδιες συναντήσεις λέξεων, όπως φανερώνονται στα εύμορφα και λεπταίσθητα ποιήματα των Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου, Θεώνης Κοτίνη, Κατερίνας Ηλιοπούλου, Πάνου Δρακόπουλου, Γιάννη Ευθυμιάδη, Γιώργου Παναγιωτίδη, ή στις ρυθμικές μεταπτώσεις της Αριστέας Παπαλεξάνδρου. Στον ίδιο φορμαλισμό εντάσσεται, έστω και ως οριακή περίπτωση, η συνέχιση της ομοιόμορφης ποίησης ως επιστροφή στην παραδοσιακή στιχουργική. Το νήμα των Καψάλη, Κοροπούλη και Λάγιου ξετυλίγουν οι Δημήτρης Κοσμόπουλος και Κώστας Κουτσουρέλης. Η δε άμορφη ποίηση, στην οποία ο στίχος συμπλέει με την καθημερινή γλωσσική χρήση, αν και ατονεί, εκπροσωπείται, για παράδειγμα, από ποιήματα της Μαρίας Τοπάλη.
Ομως εδώ ο φορμαλισμός επανεκκινεί ταυτόχρονα και το αίτημα της αναφοράς έξωθεν του υποκειμένου, κάνοντας σταδιακά τη μετατόπιση, από μιαν ερμητική αυτοαναφορά (έντονο χαρακτηριστικό στη γενιά του '80) προς μια εξωστρέφεια. Οι Γιάννης Στίγκας και Σταμάτης Πολενάκης μάς θυμίζουν κάτι ξεχασμένο στη σύγχρονη ποίηση: με λίγες λέξεις-πινελιές μπορούν να σκιαγραφηθούν πρόσωπα και μεστά τους χαρακτηριστικά. Στα δε αντίστοιχα ποιήματα επιβάλλονται σαφής ειρμός και ξεκάθαρα περιγράμματα, χωρίς ο αναγνώστης να χάνεται στου μοντερνισμού τα ενίοτε χαώδη διάκενα μεταξύ των στίχων, ενώ φιλοξενούνται φωνές από διαφορετικές αφηγηματικές γωνίες. Επιπλέον, όψεις του κοινωνικού σχηματισμού, από καίριες στιγμές ή συμβολικές καταστάσεις του παρόντος χρόνου, εισέρχονται σε ποιήματα των Δημήτρη Αγγελή, Δημήτρη Κοσμόπουλου και Κώστα Κουτσουρέλη. Στους δύο πρώτους μέσα από μια θρησκευτική πνοή, στον τελευταίο μέσα από έναν κονδυλικό μηδενισμό.
 
  Βέβαια, ο υπαρξιακός πυρήνας παραμένει στη γενιά της επανεκκίνησης, σε ποικιλία αποχρώσεων. Ο ερωτισμός στη Λένα Σαμαρά ή την Ελσα Κορνέτη, ο αισθαντισμός στον Βασίλη Ρούβαλη, δίπλα στον γκρεμό ο Δημήτρης Περοδασκαλάκης, στίχοι-αναμμένα κάρβουνα στον Γιάννη Αντιόχου, χαμηλόφωνοι ψυχικοί κραδασμοί στον Αργύρη Παλούκα, μνήμη και φυσιολατρεία στον Γιώργο Λίλλη, η εναλλαγή τρυφερότητας και ειρωνείας στο ρεαλισμό της Γιώτας Αργυροπούλου. Ομως πέραν της μετάβασης από την ερμητική αυτοαναφορά σε έναν περιεχομενικό φορμαλισμό, το κρίσιμο ερώτημα για τους ποιητές της επανακκίνησης θέτει εμμέσως ένας εξ αυτών, ο Γιάννης Λειβαδάς, σε ένα δοκίμιό του για τη γενιά του '30: υπάρχει κάτι το αυτοφυές στη γραφή τους;
Αναζητώντας αυτό το κάτι, έχοντας ως αφετηρία την τέταρτη -υποκειμενική- διάσταση της ποιητικής γραφής, μπορεί να απομονωθεί μια αίσθηση διάθλασης. Στη διάθλαση ως φυσικό φαινόμενο, μια ενεργειακή δέσμη εκτρέπεται ή διασπάται, καθώς περνά από στρώματα διαφορετικής σύστασης. Τούτο ανιχνεύεται σε ορισμένες ποιήτριες ή ποιητές που ήδη αναφέρθηκαν, όπως για παράδειγμα στον Πάνο Δρακόπουλο. Γίνεται ακόμα πιο εμφανές σε κείμενα όπως αυτά της Φοίβης Γιαννίση. Η γραπτή ποιητική έκφραση διαθλάται στην ηχητική εκφορά, ή στην παράθεση με ομόρριζα κείμενα της αρχαιότητας. Κάπως έτσι, λέξεις εναλλάσσονται από το παρασκήνιο στο προσκήνιο, ένας διαφορετικός φωτισμός συντελείται, νέες σκιάσεις αναδεικνύονται. Κάτι ανάλογο ανιχνεύεται σε κείμενα του Βασίλη Αμανατίδη. Εδώ η ποιητική ενέργεια, περνώντας από την ψηφιακή εποχή και τις μεταγλώσσες της, σπάει σε δεκάδες φωνές.
Ταυτόχρονα όμως η διάθλαση, ως θλάση μιας ευπιστίας, γεννά μέσα από τις σπασμένες φωνές το αίτημα μιας ενότητας, μιας αφήγησης έστω και με άλφα μικρό, υπερβαίνοντας τον επιμερισμό της μεταμοντέρνας συνθήκης ή τα γραφικά παιχνίδια λέξεων. Το ποιητικό έργο γίνεται όλο και πιο αρτιωμένο καλλιτεχνικά αν από τα διάσπαρτα χρώματα σχηματιστεί ένα ουράνιο τόξο, ικανό να εκτοξεύσει τη συγκίνηση στον ορίζοντα της ποίησης. Ικανό να δημιουργήσει ποιητικό ύφος. Τούτο το αίτημα, ή μάλλον στοίχημα, είναι πιο ορατό στις διαθλάσεις του Σωτήρη Σελαβή (σε άλλο μήκος κύματος από εκείνες των Γιαννίση και Αμανατίδη). Τα περάσματά του από την παραδοσιακή μετρική στα πεζόμορφα ποιήματα συνυπάρχουν με ένα λόγο συμπαντικό. Η επιδιωκόμενη ενότητα δεν μοιάζει με εκείνη του ρομαντισμού, αφού η ποίηση δεν αντιδρά στον επιστημονικό λόγο αλλά τον οικειοποιείται (όπως συμβαίνει με την αστρονομία στον Σελαβή), περιλαμβάνεται στα δικά της θραύσματα, προκειμένου να αποτεθούν όλα σε έναν καμβά, συνεισφέροντας σε μια εποπτική θέα της ανθρώπινης περιπέτειας. Κάπως έτσι, η γενιά της επανεκκίνησης, διά του περιεχομενικού φορμαλισμού και της διαθλώμενης ποιητικής ενέργειας, αναμετράται με την εποχή της και τις δίνες που περιέχει.



 ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ  ΕΔΩ:
1: Ποιητική επανεκκίνηση http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=418063 2: Διαστάσεις του ποιητικού χώρου http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=426306 3: Η διάθλαση των παίδων http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=443037

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου