Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

notationes IOYΛΙΟΣ - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2014 /// ΔΩΡΑ ΚΑΣΚΑΛΗ /// ΜΙΚΡΟ ΔΙΗΓΗΜΑ




                                                    









 Happy nest
Το κοιτάζω. Θαρρώ με κοιτάζει κι αυτό. Έχουμε ραντεβού στην κουζίνα τρία βράδια τώρα. Εγκλωβίζεται στον ανοξείδωτο νεροχύτη και πολεμάει με τα νυχάκια του ν' ανέβει τη λεία και υγρή επικράτεια του μετάλλου. Με κοιτάζει άραγε; Η μόνη, επίμονη σκέψη, όσο προσπαθώ να κρατηθώ στην ενδιάμεση κατάσταση του υπνωτικού ξύπνιου, στο δικό μου νεροχύτη που μεταβολίζει την απορία της ημέρας σε μία νυχτερινή ψυχεδελική ψυχρολουσία.
Το ψυχρό του αίμα, θερμαίνεται για λίγο απ' το φόβο; Δεν ξέρει τις προθέσεις μου ούτε κι εγώ τις δικές του. Ίσως μόνο ότι θέλει να σωθεί στο πρόχειρο καταφύγιο πίσω από τις πατάτες. Είμαι γι' αυτό το ανέκφραστο ζωντανό, μια προσωρινή αινιγματική θεά. Δεν ξέρει σίγουρα με πόσο δέος μπαίνω μέσα στην κουζίνα για να ξεδιψάσω με το χλιαρό νερό που κόβει βόλτες στις παλιές σωληνώσεις. Το σπίτι μετά τη δύση παραδίδεται στα βλαττοειδή που επιμολύνουν τα αποφάγια πάνω στο τραπέζι, τις ασκεπείς ντομάτες, το μισάνοιχτο σακουλάκι με τις φρυγανιές. Εγώ απομονώνομαι στο πίσω δωμάτιο και κλείνω τις χαραμάδες με παλιά σεντόνια και άπλυτες μαξιλαροθήκες.
Δεν ξέρει την κοινή μοίρα όλων των πολιορκημένων.
Τα πρωινά ανακαταλαμβάνω το χώρο. Με τον τρόπο του αιχμαλώτου που προαυλίζεται, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι του ανήκουν τα βήματα που κάνει. Ανασαίνω ανάμεσα στα άλλα σώματα, συσκευάζω λέξεις σε προτάσεις, καταπίνω τεμάχια μαγειρεμένου κρέατος και χοντροκομμένων φρούτων. Οι κατσαρίδες, παντός μεγέθους, άπτερες, βραχύπτερες, ξανθές, σκουροκάστανες, οπισθοχωρούν πίσω από το σπασμένο πλακάκι της μπανιέρας. Εξαφανίζεται κι αυτό, μάλλον έχει στήσει μονιά στο πλυντήριο πιάτων, που χαλασμένο από τριετίας τελεί χρέη πιατοθήκης.
Σαμιαμίδι σαν παιδικός γλωσσοδέτης. Είναι τόσο λευκό μέσα στο νεροχύτη που δεν μου κάνει καρδιά να το βρίσω «μολυντήρι». Και σέβεται τη συνθήκη του φόβου που έχω κάνει με τα άλλα ζωντανά αυτού του σπιτιού. Τουλάχιστον για τρεις νύχτες.
Ξημερώνοντας η τέταρτη μέρα, το βρίσκω μέσα στην μαγαρισμένη κούπα του καφέ μου. «Μην το πειράξεις, είναι ευτυχία», μου λέει σέρνοντας το δεξί πόδι της. Ουρικό οξύ, αλλά εμένα μου αρέσει να το λέω «ποδάγρα», να αποκτάει όνομα όταν υποφέρει και να συνεχίζει ανώνυμο τη δουλειά του τον άλλο καιρό. Κάθεται με δυσκολία στο τραπέζι της και απλώνει βούτυρο πάνω στις φρυγανιές, μοιράζεται το φαγητό της με τα βλαττοειδή που έχει κάνει οικόσιτα χρόνια τώρα.
Σαπουνίζω τα πρώτα πιάτα στον δίδυμο νεροχύτη, αλληθωρίζοντας στον αγώνα του να σωθεί από τους αφρούς, όπως φουσκώνουν στο σωλήνα κι εκβάλλουν στο δικό του χώρο. Όταν τελειώνω, γυρίζω στη μεριά του τη βρύση και φτιάχνω χείμαρρους που το σπρώχνουν μέχρι το σιφόνι. Με την θεϊκή εντολή της ημέρας, σταματώ τη θεομηνία όταν βλέπω τα νυχάκια του να χαλαρώνουν πάνω στις ραβδώσεις του μετάλλου και το λευκό κορμί του να γλιστρά στον σκοτεινό καταπιόνα.
Πλανάρω μια σειρά από λέξεις, χαμηλότονες. Δεν χρειάζεται νʼ ακούσει. Δεν μπορεί.
«Η Ευτυχία, σίγουρα ωραιότερο όνομα από το «Μολυντήρι», δεν μένει πια εδώ».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου