Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

ΔΗΜΗΤΡΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ///// ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ






ΣΥΣΣΙΤΙΑ


Εκεί αφημένο, πάνω στην καρέκλα,
Το σακάκι που κουβάλησε τη μέρα μου
Το ένα μανίκι ρίχνει προς το πάτωμα
Σαν σκύλος μακριά παρατημένος
Που σκάβει με το πόδι του να κρύψει
Το φρέσκο κόκαλο της εξορίας.
Αλλά δεν άφησα στις τσέπες παρά κέρματα.
Αύριο θα ‘χω να πληρώσω τα δάχτυλα
Που δίνουνε τα εισιτήρια στο ποτάμι
Με τέτοιους φλύαρους κορυδαλλούς απ’ το δάσος,
Απ’ όπου πέρασε το ένστικτο της ομίχλης
Αναβοσβήνοντας το φως.
Με το σκοτάδι το βαθύ του κυνηγού
Θα βγει η αλεπού απ’ τις παντόφλες.
Ύπνο κακό, σώμα με σώμα,
Οσφραίνεται ανάμεσα στα παπλώματα.
Περνάνε, λέει, πάνω απ’ τ’ απάτητα φύλλα
Κάποιοι που πάνε για συσσίτιο
Με το μυαλό στα χαρτοκούτια της στρωμνής τους,
Μήπως κλαπούν, μήπως τ’ αναστατώσει
Αέρας από κρύα πανωφόρια,
Καθώς  γυρνάνε σε σπίτι  χρεωμένο
Να κοιμηθούνε μέσα στα κλαριά…


 ****

ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΗΣ ΣΕ ΕΞΟΡΙΑ


«Εσείς που έρχεστε από τα χώματά μου,
Πείτε μου αν ζει ο φεγγαρόσκυλος του πόθου,
Αν σέρνει ακόμη την αλυσίδα του
Τις νύχτες που θρηνούν οι πάμπτωχοι
Κάτω απ’ τους τσίγκους τής ταράτσας.
Τρυπάει τα κόκαλά τους η λύσσα
Και οι άτιμες σκέψεις το στήθος τους
Ή έχτισε η άνοιξη τα σπίτια
Και λάμπει το χορτάρι εκεί
Που ήταν πρώτα ανοιχτά τα στόματα;
Περνάει  ακόμη ένα στεφάνι αγριοπούλια
Όταν χτυπάει στο σχολείο διάλειμμα
Και  αρχίζει η ονειροχαλασιά;
Πέθανε, ζει, τι κάνει τέλος πάντων,
Το φαρμακομάγαζο, το κρυφαλώνι,
Η ερημόπετρα ανάμεσά τους,
Όπου καθόντουσαν οι άρρωστοι και διάβαζαν
Τη συνταγή, πριν πάνε να αλωνίσουν,
Μ’ ένα σπουργίτι μπρος κι ένα πίσω τους
Για τη δίδυμη στιγμή που θα φτάσουν;
Εσείς, που έρχεστε από τα μέρη μου,
Είναι ακόμη εκεί ο αραχνοκέφαλος
Με τα μαυρόφυλλα  της τράπουλας στο χέρι;
Εγώ  στα τραγούδια τούς κέρδιζα
Κι εκείνοι πάντα στην αγάπη
-Οι εραστές είναι παιδιά της πράξης-,
Με μια κουβέρτα έφυγα.
Αχ, λόγια μου φτιαχτά,  διπλογράμματα,
Σε μια  και μόνη σκυφτή βουβαμάρα,
Καθώς βαδίζει η εξορία τον χρόνο της,
Ως τον επαναπατρισμό,
Μην  προσπερνάτε!  Ζει, θα ζήσει
Το θαλασσί φτερό που σχεδίασε
Με τόσα γέλια τον πατρικό ουρανό; »


**** 


ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ



Φαντάσου, στέκει ακόμη ο βοσκός
Δίπλα στο πιο παλιό ποτάμι που θυμάμαι
Μ’ ένα αριστοκρατικό παράπονο,
Ας πούμε σαν διωκόμενος προφήτης!
Κάμποση λάσπη κατεβαίνει απ’ το βουνό
Κι αυτός εκεί, στον έρωτά του για Παράδεισο,
Περιμένει να βοσκήσουνε τ’ άστρα…
Πόσο αργά γερνούν, πόσα λίγα μαθαίνουν
Οι άνθρωποι ενώ σιγοπεθαίνουνε.
Με μάτια διάπλατα και υγρές βλεφαρίδες
Ακούνε των διαβόλων το τραύλισμα,
Κάθε πρωί σκύβει στ’ αυτί τους η Κόλαση.
Κι αυτοί εκεί, με τα παιχνίδια, τα βιβλία τους,
Τόσο γενναία, τόσο πένθιμα νέοι…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου