Το
Νόμπελ Λογοτεχνίας με όρους σινεφίλ θα μπορούσε να αντιστοιχεί στα
βραβεία Όσκαρ. Με την ίδια περίπου αγωνία περιμένουν κάθε χρόνο οι
απανταχού βιβλιόφιλοι την ανακοίνωσή του. Φέτος την τιμή να βραβευθεί
είχε η Καναδή Άλις Μονρό. Η δέκατη τρίτη μόλις γυναίκα που τιμήθηκε με
το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, από την αφετηρία του θεσμού, που
χρονολογείται από το 1901. Ας θυμηθούμε ποιες ήταν αυτές οι εκλεκτές
κυρίες της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ρίχνοντας μια σύντομη ματιά στη ζωή
και το έργο τους.
Το δρόμο για τις γυναίκες στα βραβεία Νόμπελ Λογοτεχνίας άνοιξε το 1909 η Σουηδή Σέλμα Λάγκερλεφ
(20/11/1858 – 16/3/1940). Αιτία της βράβευσής της στάθηκε “η αναγνώριση
του υψηλού ιδεαλισμού, η ζωηρή φαντασία και η πνευματικότητα που
χαρακτηρίζει τα γραπτά της”. Πιο γνωστό της έργο που ακόμα και σήμερα
παραμένει δημοφιλές είναι “Το θαυμαστό ταξίδι του Νιλς Χόλγκερσον”,
βιβλίο που έχει μεταφραστεί σχεδόν σε όλες τις γλώσσες, έχει μεταφερθεί
στην τηλεόραση και στο θέατρο κι έχει γνωρίσει τεράστια επιτυχία ως
παιδική σειρά κινουμένων σχεδίων. Άλλα της βιβλία που έχουν μεταφραστεί
στην ελληνική γλώσσα είναι: “Ο αυτοκράτορας της Πορτογαλίας” (Ακρίτας,
2010), “Η φωλιά” (Ακρίτας, 2009), “Τα χριστουγεννιάτικα τριαντάφυλλα”
(Ακρίτας, 2007), “Άνθρωποι και ξωτικά” (Ζαχαρόπουλος Σ.Ι., 2006), “Ο
θρύλος του Γαίστα Μπέρλινγκ” (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1998) κ.ά.
Ακολουθεί
ένα μικρό απόσπασμα από “Το θαυμαστό ταξίδι του Νιλς Χόλγκερσον”: Για
πολλή ώρα, το αγόρι ήταν τόσο ζαλισμένο που δεν καταλάβαινε τίποτα. Ο
αέρας σφύριζε, οι φτερούγες χτυπούσαν, τόσος ήταν ο θόρυβος, που έμοιαζε
κατακλυσμός. Δεκατρείς αγριόχηνες πετούσαν γύρω του. Όλες μαζί
φλυαρούσαν και χτυπούσαν τα φτερά τους. Είχαν θαμπώσει τα μάτια του, τ’
αυτιά του βούιζαν, δεν καταλάβαινε αν τα πουλιά πετούσαν ψηλά ή χαμηλά,
και κατά πού πήγαιναν.Τέλος ο Νιλς ήρθε στον εαυτό του και συλλογίστηκε
πως έπρεπε να ρωτήσει να μάθει πού τον πήγαιναν. Μα πώς θα είχε το
θάρρος να κοιτάξει κάτω;”
Πέρασαν δεκαπέντε χρόνια για να ξαναβρεθεί σε αυτή την τιμητική θέση γυναίκα, όταν το 1926 το βραβείο απονεμήθηκε στην Ιταλίδα Γκράτσια Ντελέντα
(27/9/1871 – 15/8/1936). Σύμφωνα με την επιτροπή η βράβευση έγινε “για
την πλαστική και λεπτομερή εικονοπλασία της ζωής της Σαρδηνίας, τόπου
καταγωγής της, και τη συμπάθεια με την οποία αντιμετωπίζει γενικά όλα τα
ανθρώπινα προβλήματα”. Έργα της που κυκλοφορούν στα ελληνικά είναι:
“Καλαμιές στον άνεμο” (Καστανιώτης, 2010), “Στάχτη” (Ροές, 2008), “Ηλίας
Πορτολού” (Printa, 2000). Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το βιβλίο
“Καλαμιές στον άνεμο”: “Το φεγγάρι ανέβαινε μπροστά του και οι φωνές του
απόβραδου ειδοποιούσαν τους ανθρώπους ότι η μέρα τους είχε τελειώσει.
Ήταν η ρυθμική φωνή του κούκου, το τραγούδι των πρώιμων τριζονιών, ο
στεναγμός κάποιου πουλιού· ήταν ο αναστεναγμός των καλαμιών και η φωνή,
όλο και πιο καθάρια, του ποταμού. Πάνω απ’ όλα όμως ήταν μια πνοή, ένα
λαχάνιασμα όλο μυστήριο που έμοιαζε να βγαίνει μέσα από την ίδια τη γη.
Ναι, η μέρα του δουλευτή είχε τελειώσει, άρχιζε όμως η φανταστική ζωή
των
αερικών, των νεράιδων, των περιπλανώμενων ξωτικών”.
Η επόμενη γυναικεία διάκριση για το χώρο της λογοτεχνίας ήρθε μόλις δύο χρόνια μετά, το 1928, στη Νορβηγίδα Σίγκριντ Ούντσετ
(20/5/1822 – 10/6/1949), για “τις δυνατές της περιγραφές για τη ζωή
στις Βόρειες Χώρες, ιδιαίτερα την εποχή του Μεσαίωνα”. Το πιο γνωστό της
έργο είναι το “Kristin Lavransdatter”, μια τριλογία που παρουσιάζει τη
ζωή της γυναίκας από όταν γεννιέται μέχρι τη στιγμή που πεθαίνει. Το
έργο αυτό έχει μεταφερθεί στον κινηματογράφο σε σκηνοθεσία της Λιβ
Ούλμαν. Η Ούντσετ έδωσε νέα πνοή στο μυθιστόρημα, καλλιεργώντας τον
εσωτερικό μονόλογο. Δεν υπάρχουν έργα της μεταφρασμένα στα ελληνικά.
Ακολούθησαν δέκα χρόνια και το Νόμπελ Λογοτεχνίας βρέθηκε στα χέρια της Αμερικανίδας Περλ Σ. Μπακ
(26/6/1892 – 6/3/1973), για να τιμηθούν “οι πλούσιες και αληθώς επικές
περιγραφές της ζωής των χωρικών στην Κίνα, καθώς και για τα βιογραφικά
της αριστουργήματα”. Έργα της που κυκλοφορούν στα ελληνικά είναι: “Το
παιδί μου δε μεγάλωσε ποτέ”, “Οι γιοι”, “Δράκου γέννα”, “Ανατολικός και
δυτικός άνεμος”, “Μαντάμ Βου”, “Η μάνα” (Γκοβόστης, 1971), “Η σκλάβα”,
“Η υπόσχεση”, “Ο πατριώτης” (Δαμιανός, 1971), “Περήφανη καρδιά”
(Γκοβόστης, 1990), “Κάτω από το βλέμμα του Βούδα” (Γκοβόστης, 1995), “Ο
μαγικός δρόμος” (Άγκυρα, 1996) κ.ά. Το βιβλίο της “The good earth”
σημείωνε το 1931 τις περισσότερες πωλήσεις ανάμεσα στα βιβλία
μυθοπλασίας, ενώ το 1932 της χάρισε το Βραβείο Πούλιτζερ.
Το απόσπασμα
που διάλεξα, αντιπροσωπευτικό του ύφους της, είναι από τη “Μάνα”: “Ναι,
είναι αλήθεια ότι όλες οι μέρες ήταν όμοιες για τη μάνα, αλλά ποτέ της
δεν τις βρήκε στενόχωρες ή πληκτικές κι ήταν αρκετά ευχαριστημένη με το
πέρασμά τους. Αν κανένας τη ρωτούσε, θ’ άνοιγε διάπλατα εκείνα τα
φωτεινά της μάτια και θα έλεγε: «Μα η γης αλλάζει από τη σπορά μέχρι τη
συγκομιδή κι έπειτα είναι και το ωρίμασμα της σοδειάς από τη γη μας, και
η πληρωμή των σπόρων στον ιδιοκτήτη για τη γη που νοικιάζουμε, κι είναι
και οι γιορτές και οι σχόλες και η Πρωτοχρονιά, ναι, ακόμα και τα
παιδιά αλλάζουν και μεγαλώνουν, και βρίσκω απασχόληση φτιάχνοντας κι
άλλα, και για μένα δεν υπάρχει τίποτα που να μην αλλάζει και όλα
αλλάζουν αρκετά για να με κάνουν να δουλεύω από την αυγή ώσπου να πέσει
το σκοτάδι, τ’
ορκίζομαι»”.
To 1945, η Χιλιανή Γκαμπριέλα Μιστράλ
(7/4/1889-10/1/1957) γίνεται η πρώτη γυναίκα ποιήτρια που της
απονέμεται το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, ενώ -επιπλέον- αποτέλεσε την
πρώτη εκπρόσωπο από τη λογοτεχνία της Λατινικής Αμερικής που γνώρισε
αυτή τη διάκριση, επειδή ξεχώρισε για “το λυρισμό της ποίησής της και τα
δυνατά αισθήματα που αυτά προκαλούσαν στους αναγνώστες”. Υπήρξε
εκπαιδευτικός, διπλωμάτης και ενεργή φεμινίστρια. Στην ποίησή της
πρωταγωνιστούν θέματα όπως η φύση, η απώλεια, η λύπη, το ταξίδι, η
αγάπη, ενώ γίνονται εμφανείς οι επιρροές της ταυτότητας της Λατινικής
Αμερικής. Στα ελληνικά κυκλοφορούν “Τα καλύτερα ποιήματά της” (Εκάτη,
2008). Εδώ ακολουθεί το ποίημα “Η δασκάλα” σε μετάφραση Ρίτας
Μπούμπη-Παππά (Γιάννη Γουδέλη, Οι Νομπελίστες της Λογοτεχνίας, τόμος Γ):
“Με τα ζεστά μαλλιά του παίζω / που τα χωρίζω και τα ισιώνω / και λες
κρατώ μες στα σγουρά του / των Μάγιας της διασποράς τον πόνο. / Δώδεκα
χρόνια που ‘χω αφήσει / τ’ αδρό μεξικανόπουλό μου / μα εγώ ακόμα το
χτενίζω / είτε ξυπνή είτε στ’ όνειρό μου. / Μάνας αγάπη είναι εκεί πέρα /
πιασμένη απ’ τα γόνατά μου, / μια λύτρωση στα παιδιά πάνω / που δε μ’
αφήνει να πεθάνω”.
Ποιήτρια και
δραματουργός ήταν και η επόμενη γυναίκα που το 1966 βρέθηκε να
μοιράζεται το βραβείο μαζί με τον Ισραηλινό συγγραφέα Σμούελ Γόσεφ
Άνιον. Η Γερμανίδα, λοιπόν, Νέλλυ Ζαχς (10/12/1891 – 12/5/1970)
κέρδισε το Νόμπελ για “τη δύναμη που έχουν τα έργα της να εκφράζουν τη
δυστυχία των Εβραίων” – δηλώνοντας, μάλιστα, η ίδια πως “εκπροσωπεί την
τραγωδία του εβραϊκού λαού”. Ποιήματά της στα ελληνικά θα βρείτε στις
συλλογές: “Τέσσερις νομπελίστες ποιητές” (Λεξίτυπον, 2007) και “Σύγχρονη
γερμανόφωνη ποίηση” (Γαβριηλίδης, 1983). Από τη δεύτερη συλλογή είναι
και το ποίημα “Φλεγόμενα αινίγματα”: “Αυτή τη νύχτα / Έστριψα σε μια
σκοτεινή / Πλάγια οδό / Τότε τοποθετήθηκε η σκιά μου / Μες στο χέρι μου
/ Αυτό το κουρασμένο κομμάτι ρούχου / Ήθελε να φορεθεί / Και το χρώμα
Τίποτε μου μίλησε / Είσαι απ’ την άλλη μεριά”.
Πέρασαν
είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια για να ξαναβρεθεί σε αυτή την τιμητική θέση
γυναίκα. Το 1991, λοιπόν, ήταν η χρονιά που επελέγη η Νοτιοαφρικανή Ναντίν Γκόρντιμερ
(20/11/1923) για να της απονεμηθεί το βραβείο για το σύνολο του έργου
της και ιδιαίτερα για “το μεγάλο καλό που έχουν προσφέρει τα κείμενά της
στην ανθρωπότητα”. Συγγραφέας και πολιτική ακτιβίστρια συνέδεσε τη ζωή
και το έργο της με τους αγώνες εναντίον του ρατσισμού και του καθεστώτος
του Άπαρτχαϊντ. Έχει εκδώσει σειρές διηγημάτων και μυθιστορήματα, τα
οποία έχουν μεταφραστεί σε όλο τον κόσμο. Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα
βιβλία: “Ένας τυχαίος εραστής” (Καστανιώτης, 2010), “Ο συντηρητής”
(Καστανιώτης, 2010) (έργο για το οποίο το 1974 κέρδισε το Βραβείο
Μπούκερ), “Το όπλο του σπιτιού” (Καστανιώτης, 2009), “Ο Μπετόβεν ήταν
κατά το 1/16 μαύρος” (Καστανιώτης, 2008), “Ξύπνα” (Καστανιώτης, 2006),
“Λεηλασία και άλλες ιστορίες” (Καστανιώτης, 2005), “Μια ιδιοτροπία της
φύσης” (Καστανιώτης, 2005), “Κανείς να μη με συνοδεύεσει” (Οδυσσέας,
1995), “Η ιστορία του γιου μου” (Καστανιώτης, 1992) κ.ά. Μερικά μικρά
αποσπάσματα ενδεικτικά του ύφους και της θεματολογίας της βρίσκουμε στο
“Ένας τυχαίος εραστής”: “(οι φίλοι δε διστάζουν καθόλου να σε ρωτήσουν
ποιος είσαι κι από πού έρχεσαι- αυτή είναι η αντίστροφη όψη της
μπουρζουά ξενοφοβίας). …. “Ντρέπεται για τους γονείς της – εκείνος
νομίζει ότι ντρέπεται γι’ αυτόν. Αφουγκράζεται την ντροπή της που
ντρέπεται γι’ αυτούς: την ντροπή της που εκείνος είδε τι ήταν κάποτε, τι
είναι ακόμα”.
Και μετά την
πρώτη Νοτιοαφρικανή γυναίκα που κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας,
σε δύο μόλις χρόνια ήρθε η σειρά να βραβευθεί και η πρώτη έγχρωμη
συγγραφέας. Το 1993, η Αμερικανίδα Τόνι Μόρισσον (18/2/1931)
γνωρίζει άλλη μια μεγάλη διάκριση, καθώς ήδη το 1988 της είχε απονεμηθεί
το βραβείο Πούλιντζερ για το βιβλίο της “Αγαπημένη”, ενώ το Βραβείο
Νόμπελ Λογοτεχνίας της δόθηκε ως συνολική αναγνώριση του έργου της και
συγκεκριμένα “για την περιγραφική της δεινότητα και την ποιητική της
ευγλωττία, με τα οποία καταφέρνει να δώσει ζωή σε μια σημαντική πλευρά
της αμερικάνικης πραγματικότητας”. Με ακαδημαϊκή καριέρα σε
αφροαμερικάνικες σπουδές και δημιουργική γραφή, έχει ακόμα υπάρξει
κριτικός λογοτεχνίας και από το 1981 είναι μέλος του American Academy of
Arts and Letters. Έχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα, παιδικά κι ένα
θεατρικό. Έργα της έχουν μεταφραστεί στις περισσότερες γλώσσες. Στα
ελληνικά κυκλοφορούν: “Έλεος” (Νεφέλη, 2009), “Αγάπη” (Νεφέλη, 2007),
“Το τραγούδι του Σόλομον” (Οδυσσέας, 2005), “Παράδεισος” (Νεφέλη, 1998),
“Sula” (Νεφέλη, 1997), “Γαλάζια μάτια” (Νεφέλη, 1995), “Τζαζ” (Νεφέλη,
1994). Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από τα “Γαλάζια μάτια”:
“…Γαλάζια µάτια. Καινούργια, γαλάζια µάτια, είπε. Σα ν” αγόραζε
παπούτσια. «Θα ήθελα ένα ζευγάρι καινούργια γαλάζια µάτια». Πρέπει να
Σου τα ζητούσε πολύ καιρό Κύριε και δεν της είχες απαντήσει. Γι’ αυτό κι
εγώ έκανα εκείνο που Εσύ δεν έκανες, δεν θα µπορούσες, δεν θα ήθελες να
κάνεις: κοίταξα αυτό το άσχηµο µαύρο κοριτσάκι και το αγάπησα. Έπαιξα
το ρόλο Σου. Και ήταν µια πολύ καλή παράσταση! Εγώ, εγώ προκάλεσα ένα
θαύµα. Της έδωσα τα µάτια. Της έδωσα τα γαλάζια, γαλάζια, δυο γαλάζια
µάτια. Μπλε κοβαλτίου. Μια λωρίδα παρµένη απ’ ευθείας από το δικό Σου
γαλάζιο ουρανό. Kανένας άλλος δεν θα δει τα γαλάζια της µάτια. Μόνο
εκείνη. Και θα ζήσει ευτυχισμένη…”.
Το 1996, ύστερα από τριάντα ολόκληρα χρόνια, έχει ξανά την τιμητική της η γυναικεία ποίηση, με την Πολωνή Βισουάβα Σιμπόρσκα
(2/7/1923 – 1/2/2012) να κερδίζει το Νόμπελ Λογοτεχνίας για “την ποίησή
της που μέσα από ένα ειρωνικό πρίσμα επιτρέπει σε ένα είδος ιστορικού
και βιολογικού περιεχομένου να βγει στο φως με όρους ανθρώπινου
ρεαλισμού”. Οι συμπατριώτες της συνήθιζαν να λένε για το έργο της πως
“συνδυάζει την κομψότητα του Μότσαρτ με την ορμή του Μπετόβεν”. Με
σπουδές σε φιλολογία και κοινωνιολογία, εμφανίστηκε στη λογοτεχνία για
πρώτη φορά το 1945. Όταν της δόθηκε το Νόμπελ είχε να παρουσιάσει εννέα
ποιητικές συλλογές και τέσσερα βιβλία με δοκίμια. Επίσης, τιμήθηκε με το
Φιλολογικό Βραβείο της Κρακοβίας (1995), το Πολωνικό Κρατικό Βραβείο
για την Τέχνη (1963), το Βραβείο Γκαίτε (1991) και το Βραβείο Χέρντερ
(1995). Στο έργο της εστιάζει στο φόβο, την ανασφάλεια και γενικά σε
εκφάνσεις της ανθρώπινης φύσης, στοιχεία που κάνουν τα ποιήματά της πιο
επίκαιρα από ποτέ. Στα ελληνικά κυκλοφορούν: “Επιλεγμένα ποιήματα”
(Δωδώνη, 2006), “Μια ποιητική διαδρομή” (Σόκολη-Κουλεδάκη, 2003), “Τέλος
και αρχή. Κάθε ενδεχόμενο” (Κούριερ Εκδοτική, 1997) κ.ά. Το ποίημα που
ακολουθεί βρίσκεται στη συλλογή “Μια ποιητική διαδρομή” κι έχει τον
τίτλο “Τίποτα δεν είναι δώρο”, σε μετάφραση Βασίλη Καραβίτη: “Τίποτα δεν
είναι δώρο, όλα βασίζονται στο δάνειο. / Πνίγομαι στα χρέη ως στ’ αυτιά
μου. / Θα πρέπει να πληρώσω για τον εαυτό μου / με τον εαυτό μου, / να
παραιτηθώ απ’ τη ζωή μου για τη ζωή μου. / Να πως έχουν κανονίσει τη
συμφωνία: / μπορώ να επανακτήσω την καρδιά, / το συκώτι επίσης / και το
κάθε μου δάχτυλο στο χέρι και στο πόδι. / Πολύ αργά για ν’ ακυρώσω τους
όρους, / τα χρέη μου θα ξεπληρωθούν / και θα με γδύσουν απ’ το δέρμα μου
/ ή, για την ακρίβεια, θα με γδάρουν. / Κυκλοφορώ στον πλανήτη μας / σ’
έναν συνωστισμό από άλλους χρεώστες. / Μερικοί είναι σαμαρωμένοι το
φορτίο / της εξόφλησης για τις φτερούγες τους. / Άλλοι, θέλοντας και μη,
/ έχουν να δώσουν λογαριασμό για το κάθε φύλλο τους. / Κάθε ιστός μέσα
μας βρίσκεται / στη στήλη της χρέωσης. / Ούτε ένα πλοκάμι ή ένα βλαστάρι
/ πρόκειται να διατηρηθεί. / Η απογραφή, μ’ άπειρες λεπτομέρειες, /
υποδηλώνει ότι θ’ απομείνουμε / όχι μόνο μ’ άδεια χέρια / αλλά ακόμα και
χωρίς χέρια. / Δεν μπορώ να θυμηθώ που, πότε και γιατί / επέτρεψα σε
κάποιον ν’ ανοίξει / αυτόν τον λογαριασμό στ’ όνομα μου. / Αποκαλούμε τη
διαμαρτυρία για όλ’ αυτά / ψυχή. / Και είναι το μόνο κονδύλι / που
απουσιάζει απ’ τη λίστα”.
Το 2004 το Νόμπελ Λογοτεχνίας απονέμεται στην Αυστριακή Ελφρίντε Γέλινεκ
(20/10/1946) για “τη μουσική ροή του λόγου και του αντίλογου σε
μυθιστορήματα και θεατρικά έργα, τα οποία με ασυνήθιστο γλωσσολογικό
ζήλο αποκαλύπτουν τον παραλογισμό των στερεοτύπων της κοινωνίας και τη
δύναμή τους να υποδηλώνουν”. Με σπουδές σε μουσική, σύνθεση, θέατρο και
ιστορία της τέχνης, το 1967 έγραψε το πρώτο της μυθιστόρημα το
“Liebhaberinnen” (“Οι ερασιτέχνιδες”). Η πολιτική φιλοσοφία της Γέλινεκ,
ιδιαίτερα η στάση της απέναντι στο φεμινισμό και οι απόψεις της για τα
αυστριακά πολιτικά κόμματα, είναι πολύ σημαντικά για την κατανόηση του
έργου της. Βασικά θέματα στο μυθιστορηματικό και θεατρικό έργο της
Γέλινεκ είναι η γυναικεία σεξουαλικότητα, η κακοποίησή της και ο πόλεμος
των φύλων γενικά. Στα τελευταία έργα της, έχει σε κάποιο βαθμό εστιάσει
το βλέμμα της στην κοινωνική κριτική και στις δυσκολίες της Αυστρίας να
λογαριαστεί με το ναζιστικό της παρελθόν. Έχει κερδίσει διάφορα
διακεκριμένα βραβεία, όπως το Βραβείο Georg Büchner (1998), το Βραβείο
Müllheim Dramatists 2002 και 20004), το Βραβείο Φραντς Κάφκα (2004). Το
τελευταίο της μυθιστόρημα, “Neid” (2007), κυκλοφόρησε ελεύθερα στο
διαδίκτυο, σηματοδοτώντας την απόφασή της να διαρρήξει τα δεσμά με το
εμπορικό εκδοτικό κύκλωμα. Βιβλία της που κυκλοφορούν στα ελληνικά είναι
τα: “Απληστία” (2007), “Οι αποκλεισμένοι” (2001), “Λαγνεία” (1999), “Η
πιανίστρια” (1997), όλα από τις εκδόσεις Εκκρεμές. To μυθιστόρημά της
“Die Klavierspielerin” (“Η πιανίστρια”, 1983), μεταφέρθηκε στον
κινηματογράφο το 2001 από τον συμπατριώτη της Μίκαελ Χάνεκε (με τίτλο “Η
δασκάλα του πιάνου”), με την Ιζαμπέλ Ιπέρ στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Το
απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το βιβλίο της “Εκ βαθέων (Συνομιλία με
την Κατρίν Λεσέρ)” (Εκκρεμές): “Κ.Λ.: Η γυναίκα, δηλώνετε, δεν είναι
μόνο δούλα στο κοινωνικό και σεξουαλικό επίπεδο, αλλά επίσης είναι
«προλετάρια της γλώσσας». Ε.Λ.: Ναι, σ’ αυτήν τη διαπίστωση έφθασα
κυρίως όταν έγραψα τη Λαγνεία. Αρχικά ήθελα να γράψω ένα είδος
αντιιστορίας της Ιστορίας του ματιού [Histoire de l’œil] του Georges
Bataille. Φρονούσα ότι μια γυναίκα μπορούσε να σχεδιάσει να γράψει για
το άσεμνο. Δυστυχώς οφείλω να παραδεχτώ ότι προφανώς αυτό είναι
αδύνατον. Η “γλώσσα” του άσεμνου είναι ανδρική, πρόκειται για μια γλώσσα
που την έχει επενδύσει εξολοκλήρου ο άνδρας, και όπου η γυναίκα είναι
αυτή που αποκαλύπτεται, αυτή που προσφέρεται, όπου ο άνδρας είναι αυτός
που καταναλώνει το σώμα της γυναίκας. Το σχέδιό μου δεν ήταν να γράψω
ένα απλό πορνογράφημα, αλλά να παραγάγω μια κοινωνική κριτική, σαν αυτήν
του Georges Bataille ή, πριν απ’ αυτόν, του μαρκήσιου de Sade. Ο Sade
επιδόθηκε σε μια καυστική κριτική της γαλλικής προεπαναστατικής
κοινωνίας. Κατ’ εμέ, η καλή πορνογραφία είναι η πορνογραφία της
κοινωνίας. Διότι η ίδια η κοινωνία είναι πορνογραφική. Διότι πάντοτε
είχε κάτι να κρύψει. Και αυτό ακριβώς της αποσπώ. Της αποσπώ αυτόν τον
πέπλο, και δείχνω το άσεμνο. Την άσεμνη εργασία των γυναικών.”
Το 2007 το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας απονέμεται στην Ντόρις Λέσινγκ
(22/10/1919), η οποία γεννήθηκε στην Περσία από Άγγλους γονείς και
μεγάλωσε στη Ζιμπάμπουε. Η διάκριση αυτή της ήρθε για να τιμηθεί ως
”επική συγγραφέας της γυναικείας εμπειρίας, η οποία με σκεπτικισμό,
πάθος και ιδεαλιστική δύναμη υπέβαλε έναν διχασμένο πολιτισμό σε
εξονυχιστική έρευνα”. Ως συγγραφέας έχει διακριθεί όχι μόνο για τα
μυθιστορήματά της αλλά και για τα διηγήματα και τα δοκίμιά της. Η Ντόρις
Λέσινγκ δεν έπαψε να βλέπει τη συγγραφή ως αλληλένδετη με την πολιτική
της στράτευση υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων των
γυναικών. Βιβλία της που κυκλοφορούν στα ελληνικά είναι: “Οι γιαγιάδες”
(Καστανιώτης, 2013), “Το χρυσό σημειωματάριο” (Καστανιώτης, 2011), “Το
πέμπτο παιδί” (Καστανιώτης, 2010), “Το πιο γλυκό όνειρο” (Καστανιώτης,
2009), “Η σχισμή” (Καστανιώτης, 2008), “Αναμνήσεις ενός επιζώντος”
(Καστανιώτης, 2007), “Η καλή τρομοκράτισσα” (Οδυσσέας, 2007), “Μάρα και
Νταν” (Λιβάνης, 2002), “Ο απεσταλμένος στον πλανήτη 8″ (Κέδρος, 1999),
“Ένας άντρας και δύο γυναίκες” (Λιβάνης, 1997), “Αγάπη ξανά” (Λιβάνης,
1996) κ.ά. Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από συνέντευξή της που
παραχώρησε στο Θανάση Λάλα (“Το Βήμα”, 22/11/1998): “Θ.Λ.: «Το να γράφει
κανείς είναι και αυτό ένα ταξίδι»; Ν.Λ.: «Ισως, μόνο που δεν πιστεύω
καθόλου ότι μπορεί κανείς να συγκρίνει αυτά τα δύο είδη ταξιδιού. Η
συγγραφή είναι μια καθαρά εσωτερική διαδικασία. Είναι ένα ταξίδι προς τα
μέσα, ένα εσωτερικό ταξίδι. Με τη γραφή σκαλίζεις συνεχώς μέσα σου για
να δεις ουσιαστικά πώς σκέφτεσαι, τι αισθάνεσαι. Γι’ αυτό μου αρέσει να
γράφω: μαθαίνω πράγματα για τον εαυτό μου αλλά και γενικότερα που δεν
φανταζόμουν ποτέ ότι θα μπορούσα να τα μάθω. Ανακαλύπτω μια γνώση που
κουβαλούσα τόσα χρόνια μέσα μου χωρίς να ξέρω ότι την κουβαλάω. Θα μου
πείτε πώς γίνεται αυτό; Και όμως γίνεται γιατί η γνώση δεν έχει βάρος
για να μας υπενθυμίζει την ύπαρξή της. Η γνώση είναι αβαρής, είναι
αεράκι… Αν δεν ανοίξουμε εμείς το παράθυρο, δεν πρόκειται να φυσήξει
μέσα στα μυαλά μας… Γι’ αυτό λατρεύω το γράψιμο. Με το γράψιμο μαθαίνω
πάντα κάτι που υπάρχει και όμως ώσπου να το ανακαλύψω το αγνοούσα»”.
Δύο χρόνια μετά, το 2009, το Νόμπελ Λογοτεχνίας απονέμεται στη Γερμανίδα Χέρτα Μύλλερ
(17/8/1953) γιατί “με την πυκνότητα της ποίησής της και την ειλικρίνεια
της πρόζας της, σκιαγραφεί το σύμπαν των μη-ευνοημένων”, σύμφωνα πάντα
με την ανακοίνωση της Σουηδικής Ακαδημίας. Το έργο της έχει τιμηθεί,
μεταξύ άλλων, με τα βραβεία Aspekte (1984), Ricarda-Huch Preis (1989),
Marieluise-Fleisser Preis (1989), Kranichsteiner Literaturpreis (1991),
Heinrich Von Kleist (1994) και Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας (1995). Το
έργο της έχει θέμα τις άμεσες συνέπειες της κομμουνιστικής δικτατορίας
στην ζωή των υπηκόων, πάντα και παντού. Βιβλία της που κυκλοφορούν στα
ελληνικά είναι: “Το αγρίμι της καρδιάς” (Καστανιώτης, 2013), “Η αλεπού
ήταν και τότε ο κυνηγός” (Καστανιώτης, 2011), “Ο άγγελος της πείνας”
(Καστανιώτης, 2010), “Μετέωροι ταξιδιώτες” (Ηρόδοτος, 1993) κ.ά.
Το απόσπασμα
που ακολουθεί είναι από “Το αγρίμι της καρδιάς”: “Τα κορίτσια ήθελαν
φούμο στα μάγουλα, φούμο για τις βλεφαρίδες στο πρόσωπο, όχι όμως άλλο
φούμο από τα εργοστάσια. Μονάχα πολλά αραχνοΰφαντα καλσόν, επειδή οι
πόντοι έφευγαν τόσο εύκολα, και τα κορίτσια έπρεπε να τους πιάνουν στους
αστραγάλους και στους μηρούς. Να τους πιάνουν και να τους κολλάνε με
βερνίκι για τα νύχια.
Θα είναι
δύσκολο να κρατήσεις άσπρα τα πουκάμισα ενός κυρίου. Αν μετά από τέσσερα
χρόνια εκείνος έρθει μαζί μου στην ξηρασία, η αγάπη μου θα είναι αυτή
που θα το έχει κάνει. Αν με τα άσπρα του πουκάμισα καταφέρνει να
τυφλώνει τους περαστικούς στο χωριό, η αγάπη μου θα είναι αυτή που θα το
έχει κάνει. Κι αν γίνει κύριος, ο κουρέας θα έρχεται σπίτι του και θα
βγάζει τα παπούτσια του μπροστά στην πόρτα. Θα είναι δύσκολο να
κρατήσεις τα πουκάμισα άσπρα μέσα σε όλη αυτή τη βρομιά και με τους
ψύλλους να πηδάνε,
γράφει η Λόλα”.
Φτάσαμε στο 2013 και η δέκατη τρίτη γυναίκα που της απονέμεται το Νόμπελ Λογοτεχνίας είναι η Καναδή Άλις Μoνρό
(10/7/1931) ως “δεξιοτέχνις του σύγχρονου διηγήματος”. Συγκεκριμένα η
Ακαδημία αναφέρει στο σκεπτικό της ότι “η Μονρό ως συγγραφέας
χαρακτηρίζεται απο τον τελειοποιημένο ρυθμό στην αφήγηση, την καθαρότητα
και τον ρεαλισμό στην ψυχολογία των ηρώων της”. Από το 1968 που
εκδόθηκε η πρώτη της συλλογή διηγημάτων έχει εκδώσει πάνω από 12
συλλογές. Έχει βραβευθεί τρεις φορές με την υψηλότερη λογοτεχνική
διάκριση στον Καναδά, το Governor General’s Literary Award. Έχει επίσης
τιμηθεί από την Ένωση Κριτικών των ΗΠΑ κι έχει λάβει το βραβείο Rea για
την προσφορά της στο διήγημα. Το 2009 κέρδισε το βραβείο Man Booker
International για το σύνολο του έργου της. Η κριτική επιτροπή του
βραβείου, ανέφερε: “Με κάθε διήγημά της, η Μονρό καταφέρνει να φτάσει το
βάθος και την ακρίβεια που οι πιο πολλοί μυθιστοριογράφοι καταφέρνουν
με το σύνολο του έργου τους· διαβάζοντάς την, μαθαίνεις πάντα κάτι που
δεν είχες ποτέ σκεφτεί”. Έχει μάλιστα παρομοιαστεί ως “ο Τσέχωφ της
Αμερικής”. Βιβλία της που κυκλοφορούν στα ελληνικά είναι: “Πάρα πολλή
ευτυχία” (Μεταίχμιο, 2010) και “Μ’ αγαπάει δεν μ’ αγαπάει” (Μεταίχμιο,
2003).
Το απόσπασμα
που ακολουθεί είναι από το διήγημα “Πέρασε η αρκούδα το βουνό” από τη
συλλογή “Μ’ αγαπάει δεν μ’ αγαπάει”: “«Πάντα κάπως έτσι είναι» είπε ο
Γκραντ στο γιατρό. «Μια φορά άφησε το γούνινο παλτό της σε μια αποθήκη
και το ξέχασε τελείως. Ήταν τότε που πηγαίναμε κάπου ζεστά τους
χειμώνες. Ύστερα είπε ότι το είχε κάνει ασυναίσθητα επίτηδες, είπε πως
ήταν σαν αμαρτία που την αφήνεις πίσω σου. Έτσι την έκαναν να νιώθει
κάποιοι άνθρωποι για τις γούνες».
Προσπάθησε
χωρίς επιτυχία να εξηγήσει και κάτι ακόμα – να εξηγήσει πώς η έκπληξη
και οι συγγνώμες της Φιόνα για όλα αυτά έμοιαζαν κάπως σαν ρουτινιάρικο
φλερτ, όχι σαν να έκρυβαν κάποια προσωπική διασκέδαση. Σαν να είχε μπει
σε μια περιπέτεια που δεν την περίμενε. Ή σαν να έπαιζε κάποιο παιχνίδι
στο οποίο ήλπιζε ότι θα λάβαινε κι εκείνος μέρος. Πάντα είχαν τα
παιχνίδια τους – ασυνάρτητους διαλόγους, φανταστικούς χαρακτήρες. Με
κάποιες από τις αυτοσχέδιες φωνές της, τιτιβίσματα ή καλοπιάσματα (αυτό
δεν μπορούσε να το πει στο γιατρό), η Φιόνα είχε μιμηθεί με ανεξήγητο
τρόπο τις φωνές γυναικών του- που δεν τις είχε γνωρίσει ποτέ, ούτε είχε
μάθει γι’ αυτές”.
Αγγελική ΛάλουΛάλου