Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Τρίτη 6 Αυγούστου 2013

notationes/////AYΓΟΥΣΤΟΣ 2013//////ΔΙΠΛΟ ΤΕΥΧΟΣ

Μέσα στον Αύγουστο...ένα διπλό notationes για πρώτη φορά!Καλή ανάγνωση!




ΓΕΩΡΓΙΑ ΤΡΟΥΛΗ

http://varelaki.blogspot.gr/2013/08/notationesay-2013.html



ΕΥΤΕΡΠΗ ΚΩΣΤΑΡΕΛΗ

http://varelaki.blogspot.gr/2013/08/notationesay-2013_6937.html


ΒΑΓΙΑ ΚΑΛΦΑ
http://varelaki.blogspot.gr/2013/08/notationesay-2013_8102.html




ΠΑΝΟΣ ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
http://varelaki.blogspot.gr/2013/08/notationesay-2013_1133.html



ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΓΚΙΤΣΗ
http://varelaki.blogspot.gr/2013/08/notationes-2013.html



ΜΑΡΙΑ ΠΙΣΙΩΤΗ
http://varelaki.blogspot.gr/2013/08/notationes-2013_6.html


ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ
http://varelaki.blogspot.gr/2013/08/notationes-2013_3811.html



ΠΟΛΥ  ΧΑΤΖΗΜΑΝΩΛΑΚΗ
http://varelaki.blogspot.gr/2013/08/notationesay-2013-ena.html




ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ
http://varelaki.blogspot.gr/2013/08/notationesay-2013_9196.html


ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ
http://varelaki.blogspot.gr/2013/08/notationesay-213.html


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΡΩΑΔΙΤΗΣ
http://varelaki.blogspot.gr/2013/08/notationesa-2013.html


ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΑ
http://varelaki.blogspot.gr/2013/08/notationesay-2013_6074.html

ΝΙΚΟΣ ΤΑΚΟΛΑΣ
http://varelaki.blogspot.gr/2013/08/notationesay-2013_6189.html

 ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΑΥΡΙΔΟΥ
http://varelaki.blogspot.gr/2013/08/notationesay-2013_7667.html

ΑΝΝΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ
http://varelaki.blogspot.gr/2013/08/notationesay-2013_3635.html

ΤΖΟΥΤΖΗ ΜΑΤΖΟΥΡΑΝΗ
http://varelaki.blogspot.gr/2013/08/notationes-2013_1120.html

ΦΡΟΣΩ ΧΑΤΖΗΝΑ
http://varelaki.blogspot.gr/2013/08/notationesay-2013_9073.html

 ΙΩΑΝΝΑ ΜΟΥΣΕΛΙΜΙΔΟΥ
http://varelaki.blogspot.gr/2013/08/notationes.html


ΕΛΕΝΗ ΚΟΦΤΕΡΟΥ
http://varelaki.blogspot.gr/2013/07/notationesa-2013e-to.html

ΛΙΛΙΑΝ ΜΠΟΥΡΑΝΗ
http://varelaki.blogspot.gr/2013/08/notationesay-2013_6281.html

ΑΡΧΟΝΤΟΥΛΑ ΔΙΑΒΑΤΗ
http://varelaki.blogspot.gr/2013/08/notationesay-2013_3758.html

ΔΩΡΑ ΚΑΣΚΑΛΗ
http://varelaki.blogspot.gr/2013/08/notationesay-2013_8708.html

ΘΩΜΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
http://varelaki.blogspot.gr/2013/08/notationes-2013_8499.html

ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ
http://varelaki.blogspot.gr/2013/08/notationes-2013_5440.html

ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΒΡΟΥΣΓΟΣ
http://varelaki.blogspot.gr/2013/08/notationesay-2013_2468.html


ΣΟΦΙΑ ΜΠΕΚΙΩΤΗ
http://varelaki.blogspot.gr/2013/08/notationes_6.html
 


'Αλλα τεύχη του notationes  μπορείτε να διαβάσετε εδώ:

http://varelaki.blogspot.gr/p/blog-page_10.html

http://varelaki.blogspot.gr/2013/06/notationesioynio-2013_16.html

http://varelaki.blogspot.gr/2013/07/notationes-2013.html















notationes///ΣΟΦΙΑ ΜΠΕΚΙΩΤΗ///ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Λήθη



Είδα στο δρόμο τη Λήθη.
Είναι κενά τα μάτια της
δεν έχει εγκέφαλο ούτε μνήμη
Σαν κέρινο ομοίωμα
βγαλμένο απ'τη σπηλιά του,
σε ξεγελά με την ακινησία της.
Κάνεις λίγο κοντά,
να την παρατηρήσεις,
και σε αρπάζει-μ'όλο το δικαίωμα,
αφού άφησες να λιώσει ο καιρός.









Αριστερόχειρη Νέα Γραφή



Δε σου αρέσει λες η γενιά μου. 
Τη βρίσκεις άκρως άκομψη κι ανίδεη. 
Έτσι λοιπόν με σιγουριά με καταδίκασες.
 Μου'κοψες το δεξί μου χέρι το καλό 
και μ'άφησες τ'αριστερό
 να βγάζω φάλτσους στίχους. 
Σεβαστέ μου παλιέ ποιητή,λείπει στην ποίησή μου,λες, 
η απαραίτητη ιδιομορφία.
Σεβαστέ μου παλιέ ποιητή,δε μ'ένιωσες.


notationes///AYΓΟΥΣΤΟΣ 2013///ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΒΡΟΥΣΓΟΣ///ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ





στη Χρύσα

Η Πείνα

Ο τόπος της ελπίδας,
είναι το ανεκπλήρωτο,
το ατελές.

Αν θα χορτάσεις
τι θα απογίνει η πείνα;

Ας έρθουν,
οι φύλακες της αιώνιας τροφής
σηκωτό να σε πάρουν,
και πεινασμένο.

Ας έρθουν,
οι Φύλακες της Αιώνιας Τροφής
Σηκωτό να Με πάρουν,
και Πεινασμένο!


*********



Στην Άκρη της Γλώσσας



Άνοιγε το στόμα,

παλλόταν το λαρύγγι,

ξεπρόβαλλε ο ουρανίσκος.

Κι όλο το παράπονο

– από κάθε σημείο του ορατού κι αόρατου κορμιού –

μαζευόταν εκεί,

στην άκρη της γλώσσας.

Όμως δεν ακουγόταν κιχ.

Εξόν ενός απαλού μουγκρίσματος,

καμία λέξη,

κανένας ήχος διακριτός.

Πέραν του ήπιου βογκητού,

το παράπονο όλο

τελμάτωνε στο όριο της γλώσσας.

Κινούνταν, η βαριά γλώσσα,

ν’ αποτινάξει από πάνω της,

τον τόσο λόγο που μαζεύτηκε,

όμως υποχώρησε ανίκανη.

Όλη αυτή η θέληση να γίνει λόγος

παρέμεινε θέληση.

Κι επέστρεψε εκεί

απ’ όπου δεν έφυγε,

προσθέτοντας λίγο ακόμα παράπονο

στην άκρη αυτή, της γλώσσας.

Μουγκρίζει το ζώο,

για άλλη μια φορά

και σιωπά. 


**************** 


Ειρηναίος Βρούσγος

notationes ///ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2013///ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ///ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ










Το ποίημα που ζητά να του δοθεί υπόσταση


Εσύ καθόσουν σε μια πολυθρόνα
και διάβαζες ποίηση (W.H. Auden ήταν, νομίζω)
Eγώ οκλαδόν στο πάτωμα
ακουμπούσα με τον αγκώνα μου
το γόνατό σου.
Χάζευα-δεν ξέρω -και σε κοιτούσα.
Κανένας μας δεν μιλούσε.

(Αυτό ,άπ' ότι θυμάμαι, είδα χθες βράδυ στο όνειρό μου) 





*************



Ερωτικό


Σκαρφαλώνεις πάνω στα μέλη του,
χορεύεις στην κοιλιά του,
γλείφεις τον φαλλό του,
γράφεις ποιήματα για τον φαλλό του,
περπατάς πάνω στο κεφάλι του,
ρουφάς τις πληγές του στωικά
μέχρι να τις γιατρέψεις...


notationes////ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2013///ΘΩΜΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ///ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ






*************



Αμήχανοι εκ γενετής



Αμήχανοι εκ γενετής

Δεν ξέρουμε
Τι να κάνουμε
Το στόμα και τα χέρια μας
Και καπνίζουμε τον ένα φόβο
Πάνω στον άλλο


Δεν ξέρουμε
Να μιλάμε και να γράφουμε
Και χρησιμοποιούμε την ποίηση
Αυτή τη διάλεκτο των νεκρών
Κάνοντας σήματα καπνού στο πουθενά


Δεν ξέρουμε
Να φιλάμε και ν’ αγγίζουμε
Κι έγινε η αγάπη
Στάχτη που τίναξε
Απ’ τα ρούχα του ο Θεός





Θωμάς Ιωάννου από τη συλλογή Ιπποκράτους 15, 2011



notationes///AYΓΟΥΣΤΟΣ 2013////ΔΩΡΑ ΚΑΣΚΑΛΗ///Κεκοιμημένοι




Όταν ήμασταν μικρές

βάζαμε τις κούκλες ξαπλωτές
μες στο ξύλινο σεντούκι
δώρο της γιαγιάς 
για το γάμο της μαμάς
που κατέληξε σφαγείο.

Κοιμητήριο το λέγαμε
τη συνθήκη κοροϊδεύαμε
της ενήλικης παραδοχής
το πρωί σηκώναμε τις λαζαρίνες
και σκαρώναμε κομπίνες
στης χαράς το θεωρείο.

Kι όταν μεγαλώσαμε
είπαμε πως ζευγαρώσαμε
σε τριάρι ευρύχωρο τέντες parking
και μπαλκόνι
θέα ανεμπόδιστη
στης ζωής το μαυσωλείο.

Μα
τώρα
θέλω να ξηλώσω τη θλίψη
απ' τα μάτια μας·
να ποντιστούμε στον Αργοσαρωνικό
που γεμίζει το κενό
ανάμεσά μας.
Και να πουλήσω σ' έμπορο περαστικό
δυο τάφους από ύφασμα ακρυλικό
τους καναπέδες της μοναξιάς μας.

notationes///AYΓΟΥΣΤΟΣ 2013///ΑΡΧΟΝΤΟΥΛΑ ΔΙΑΒΑΤΗ///ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ







Δημιουργικότητα ή ο ΗΥ ξέρει


 
Κάθε πρωί ρωτάω τον υπολογιστή μου
όπως η μητριά της Χιονάτης τον καθρέφτη της
ποια είμʼ εγώ, ποιοι είστʼ εσείς,
κι αυτός μου απαντάει όλο και πιο ελλειπτικά
μέχρι που σήμερα
δε μου απάντησε καθόλου.
Δε με θυμόταν γενικά
-διαταραχή της μνήμης-
Η γνωστή εκφυλλιστική ασθένεια.
Κι έτσι ξαναγυρίζω
-ανάστροφη φορά της βινταιοταινίας-
ξαναγυρίζω στο κρεβάτι μου
τον εαυτό μου
να επινοήσω ξανά
εσάς
τον κόσμο.

notationes////AYΓΟΥΣΤΟΣ 2013///ΛΙΛΙΑΝ ΜΠΟΥΡΑΝΗ///ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ








πτερόεσσα θλίψη

ας μην γελιόμαστε.

ο καθένας με τις σφαίρες του.

ο καθένας στον δικό του πόλεμο.

καμιά φορά

σταματάμε τα διερχόμενα

τουριστικά λεωφορεία

και ζητάμε παυσίπονα

από τους επιβάτες.

για μιαν αναμνηστική φωτογραφία

μας χαρίζουν

ακόμη και τον πυροσβεστήρα.

ύστερα

μας επιτρέπουν να πεθάνουμε

ανενόχλητοι.

αυτός ο ήλιος που δεν δύει

δεν είναι ήλιος.

είναι τα καντήλια μας,

της λύπης το αργό πετρέλαιο

που φλογίζει

τους μακρείς λαιμούς των φουγάρων.

αυτό το ναυάγιο

που μισοκοιμάται στο ένα πλευρό

δεν είναι ναυάγιο.

είναι το σπασμένο σου γόνατο,

το δεξί μου δάχτυλο

το ακρωτηριασμένο

κι αυτές οι σελίδες οι λευκές

πάνω στο σεντόνι

κάποιας ζωής χαμένα επεισόδια,

ανέκδοτες των ονείρων

στιχομυθίες.

*******************


ένεκα βαρύτατων ελαφρυντικών



να το γράψετε! είπα

δεν το έκανε μόνος

είχε συνεργούς

εξ αίματος

και εξ αγχιστείας

ατράνταχτο άλλοθι

μερικά ανθεκτικά

σπερματοζωάρια,

συνάψεις,

κλιμακτηρίους,

την τρίτη εκδοχή

του Schwangau

και μάρτυρα κανέναν.

θα μπορούσε βέβαια

να έχει γαυγίσει ο σκύλος

αν δεν ήταν τυφλός.

οι γέροι ξέρουν

πού δίνουν τα γλειφιτζούρια.

αθώος.

notationes///ΙΩΑΝΝΑ ΜΟΥΣΕΛΙΜΙΔΟΥ///ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΘΕΡΙΝΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙΟ


Δυο στάλες πόθου
κύλησαν στις μασχάλες.
Μεσημέρι στεγνό
με την αξίνα του φόβου
κάθετη στο φως.











ΚΑΘ' ΥΠΝΟΝ

Οι κόγχες καρφωμένες στον καθρέφτη
διαστέλλονται.
Σκίζουν τον σαρκώδη ιστό
της μνήμης.
Σπαράγματα πόνου
σμιλεύουν το σώμα-
ραγίζει η στιγμή.
Και καθώς αίμα
το χνούδι του ύπνου
απαλά
να γλείφει
το βλέμμα.

notationes///AYΓΟΥΣΤΟΣ 2013///ΦΡΟΣΩ ΧΑΤΖΗΝΑ////«Η τρελή με τη ροδιά»









 


    



Νύχτωσε βαθιά.
Κλείσε το φως
Μη με δει 
κανείς

Απόψε έπεσε το φεγγάρι μέσα στον καθρέπτη σου.
Σήκω και κοίτα στο μπαλκόνι .
Στο τζάμι του παραθυριού ήρθα κρυφά
Απ΄τη ροδιά του κήπου μου πήρα τους χυμούς
Και ζωγράφισα μια καρδιά
Σ' όλο το τζάμι
Σαν υπνοβάτης σήκω, έλα!
Άλειψε τα χείλη μου με το δικό σου μεθυστικό χυμό

Κ Ρ Υ Φ Α

Εγώ φεύγω Άντρα μου
«Πολύ κάθισες», θα μου πεις
«Φύγε θέλω να κοιμηθώ»
Θα σβήσεις, ξέρω, την καρδιά με το χέρι σου
...μη τη δει κανείς....
(Τι έκανε πάλι η τρελή ),  θα σκεφτείς

Ο χυμός θα ποτίσει στο δέρμα σου
Α ν ε ξ ί τ η λ α
Το ρούχο που φοράς θα ποτίσει
Α ν ε ξ ί τ η λ α
Μη το βγάλεις

Έτσι , θα κουβαλάς στον ύπνο σου

Τα αμαρτωλά όνειρά μου.

notationes///ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2013///ΤΖΟΥΤΖΗ ΜΑΤΖΟΥΡΑΝΗ/////"Μ'ΑΚΟΥΣ; ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΕ ΕΝΑ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟ ΕΡΑΣΤΗ"






ΣΗΜΑΔΙΑ ΣΤΟ ΧΑΡΤΗ.


Ποιας τυχερής γυναίκας το κορμί διαβάζεις απόψε, αγάπη μου;
Θυμάσαι, όταν ξαπλώναμε, τα κορμιά μας  έμοιαζαν με τους χάρτες που απλώνουν οι ταξιδιώτες, για να χαράξουν την πορεία τους;
Και μετά περιδιαβαίναμε με τα σώματά μας στα ταξίδια της ψυχής.
Απόψε, καθένας μας κάνει το δικό του ταξίδι.
Άλλους αστερισμούς έχει ο δικός σου χάρτης.
Αλλού κοιτάει η πυξίδα μου.
Θυμάσαι αυτό το μικρό ασημένιο καραβάκι που σου είχα χαρίσει; Σου ’χα γράψει πάνω στην κάρτα του κουτιού “Ταξίδεψέ με”... Κι εσύ με πήγες στην κόλαση!
Απ' το ναυάγιο αυτού του καραβιού, άρπαξα μια σανίδα, γραπώθηκα πάνω της και ναυαγός ακόμα ψάχνω για στεριά.
Εσύ σαν τους ποντικούς, είχες εγκαταλείψει το πλοίο πριν βουλιάξει.
“Πνιγόσουν” είπες... και βγήκες στη στεριά.
Δεν ήσουν για ταξίδια τελικά εσύ.
Φοβήθηκες ν’ ανοίξεις πανιά. Σε κράτησαν πίσω τα “σίγουρα”. “Μια ήσυχη ζωή”, είπες.
Απ’ αυτές που ίσως να μυρίζουν και λίγο μούχλα;
Τη θαλασσινή αύρα δεν την άντεξες.
Μόνη μου έμεινα ν’ αντιμετωπίσω την καταιγίδα.
Μόνη μου παλεύω με τα κύματα ακόμα.
Αλλά εγώ ταξιδεύω...


-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- 


ΤΑ 17 ΣΚΑΛΟΠΑΤΙΑ.


Δεκαεπτά σκαλοπάτια άλλαξαν μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα όλη μου τη ζωή.
Τόσα μας χώριζαν από το "χαίρω πολύ", μέχρι την στιγμή που σαν τρελοί και οι δύο, ανεβήκαμε από το σαλόνι στον πρώτο όροφο, και βουτήξαμε ξαφνικά, σε έναν ωκεανό πρωτόγνωρου πάθους.
Οι ώρες έπαψαν να μετράνε πια, ο χρόνος σταμάτησε, ο χώρος γύρω μας έσβησε.
Όλα χάθηκαν ξαφνικά.
Και μείναμε μόνο εμείς οι δύο, πάνω στο κρεβάτι, σ' έναν αγώνα, χωρίς νικητές και νικημένους.
Απ' έξω ακούγονταν η βροχή, που χτυπούσε ρυθμικά στο πλακόστρωτο, και τα κορναρίσματα των αυτοκινήτων.
Μέσα, μόνο οι ανάσες μας.
Βαριές και γρήγορες στην αρχή, ξέπνοες μετά, και στο τέλος, ρυθμικές και αποκαμωμένες.
Ξημέρωνε πια, όταν σηκώθηκες να φύγεις.
Με σκέπασες με το μπουρνούζι μου, αυτό που είχε ήδη πάρει την μυρωδιά σου, και με άφησες κοιμισμένη.
Ήταν μεσημέρι σχεδόν όταν ξύπνησα και από τότε, ακόμα αναρωτιέμαι και ψάχνω να βρω τους κανόνες αυτού  του παιχνιδιού.


--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------  

notationes///AYΓΟΥΣΤΟΣ 2013///ΑΝΝΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ///ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ




                             



ΤΟ ΑΛΛΟΘΙ ΤΟΥ ΑΛΦΑ



Απόρριψη.

Χθες βράδυ την κέντησαν στο κορμί μου.

Απομόνωση.

Σφράγισα τον πυρήνα της ψυχής.

Απαγόρευση.

Τα όνειρα είναι παράνομα!

Απελπισία.

Έχει γίνει πια το alter ego μου.

Απουσία.

Έχω ήδη βάλει στον εαυτό μου.

Ανάμνηση.

Μία μαύρη τρύπα στην φαντασία.

Αγανάκτηση.

Βγήκα επιτέλους απʼ τον λήθαργο.

Αποχώρηση.

Δραπέτευσα  απʼ το παρελθόν.

Απαγκίστρωση.

Από τον παλιό, αδύναμο εαυτό μου.

Αναζήτηση.

Ψάχνω για την χαμένη «Ιθάκη».

Απάντηση.

Σʼ ατέλειωτα ερωτηματικά.

Αποτοξίνωση.

Απʼ όσα ματώνουν τον νου.

Ανάταση.

Όχι του χεριού, αλλά του μυαλού.

Ανάσταση.

Αναρωτιέμαι αν θα ΄ρθει...

------------------------------------------





H ΓΕΝΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ



Μας τύλιξαν με τον μανδύα της λιτότητας.

Αυθαίρετα.

Η συγκατάθεσή μας περιττή.

Κι ύστερα μας βάπτισαν «παιδιά της κρίσης».

Λέξη κλειδί η κρίση.

Αυτή αποκαθηλώνει τα όνειρα.

Θέλει να τα σκοτώσει.

Γίναμε τώρα οι σύγχρονοι «άθλιοι».

Αυτοί που θα γευτούν την φυλακή

για ένα καρβέλι ψωμί.



ΑΝΝΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ

notationes////AYΓΟΥΣΤΟΣ 2013///ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΑΥΡΙΔΟΥ///ΔΥΟ ΚΕΙΜΕΝΑ


ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ


Το πατρικό της στον πρώτο όροφο νεόκτιστης –τα χρόνια εκείνα- οικοδομής, λίγα μέτρα από το χώμα. Ξεχώριζε ανάμεσα στα χαμηλά σπίτια με τις μεγάλες αυλές. Σκόνη πολύ και φασαρία τα καλοκαίρια. Το χειμώνα βούλωναν τα φρεάτια και πλημμύριζε ο τόπος. Μικρό, στενό δρομάκι, οδηγούσε σε αλάνα γεμάτη πέτρες κι είχε δυο βράχους στην είσοδο σαν πολεμιστές που φύλαγαν το σκοτεινό βασίλειο. Μαζευόταν παιδομάνι τα απογεύματα από τις γύρω γειτονιές κι ο τόπος γινόταν μια απέραντη παιδική χαρά. Φωνές, πανηγυρισμοί, καβγαδάκια, παράξενοι ήχοι, κουδουνάκια από ποδήλατα, μπάλες που χτυπούσαν ξανά και ξανά στους τοίχους, ποδοβολητά από κυνηγητό, κρυφτό, λάστιχο, σχοινάκι, ζαβολιές και πειράγματα  τάραζαν τον απογευματινό καφέ των ενηλίκων. Άλλοι τούς έβαζαν τις φωνές κι άλλοι χαμογελούσαν νοσταλγικά. Την εντυπωσίαζε πόση μελαγχολία μπορούσε να κρύψει εκείνο το χαμόγελο. Δεν έπαιζαν ποτέ όλοι μαζί, αλλά δεν έπαιζαν ποτέ και χωριστά. Ήταν μια παρέα κι ας μην ήξεραν καλά καλά τα ονόματα των περισσότερων. Ακόμα και τώρα είναι στο μυαλό της τα πρόσωπα, η χροιά της φωνής, τα βλέμματα, τα ονόματα όμως όχι. Δεν είχαν σημασία τότε, ίσως ούτε και τώρα, η αίσθηση ήταν που μετρούσε κι εκείνο το μοίρασμα κάθε απόγευμα, χειμώνα, καλοκαίρι.
 Είχε δυο δέντρα με χοντρούς κορμούς στο πεζοδρόμιο απέναντι από την οικοδομή, ακακίες. Φαινόταν από το παράθυρο του δωματίου της. Διάλεξε αυτό το δωμάτιο, όταν μετακόμισαν στο σπίτι, μόνο και μόνο γιατί μπορούσε να βλέπει εκείνα τα δέντρα. Κάθε άνοιξη φούντωναν κι έβγαζαν παράξενα ροζ  λουλούδια, χνουδωτά, στροβιλίζονταν στον άνεμο και κάθονταν στα μαλλιά της. Κολλούσαν παντού, στα τζάμια, στα πλακάκια, στα πλαστικά έπιπλα στο μπαλκόνι. Κατεργάρηδες που τρύπωναν στις γωνιές και έμεναν εκεί ως να μαραθούν από θλίψη.  Έδεναν το λάστιχο με τη φίλη της γύρω από τους κορμούς και παίζανε με τις ώρες. Δεν το καλοθυμάται το παιχνίδι, τους κανόνες του, μόνο πως ήταν δύσκολο το έκτο βήμα γιατί σ’ αυτό έχανε κάθε φορά. Έπρεπε να πατήσει ταυτόχρονα με τα δύο πόδια τη μία και την άλλη πλευρά του λάστιχου και μετά να τα εναλλάξει. Σ’ αυτή την εναλλαγή το ένα πόδι, το δεξί συνήθως, έκανε τα δικά του και πάει η σειρά της. Ο συγχρονισμός ήταν ανέκαθεν το αδύναμο σημείο της. Δεν μπορούσε να δίνεται σε δύο πράγματα ταυτόχρονα. Σε ένα δινόταν παράφορα κι απόλυτα. Το λάστιχο ήταν γεμάτο κόμπους. Κάθε μέρα το δένανε και μετά δεν μπορούσαν να το λύσουν. Κόψε, ξανακόψε, μίκραινε και στο τέλος το πετούσαν. Λάστιχο άλλαζαν, δέντρα ποτέ. Χοροπηδούσαν πάνω κάτω μετρώντας, γελούσαν, θύμωναν, μάλωναν, μόνιαζαν. Που και που έριχνε κλεφτές ματιές στο παράθυρο, εκεί στεκόταν συνήθως ο πατέρας με ένα βιβλίο στο χέρι. Μέσα στην ανεμελιά του παιχνιδιού αναζητούσε την ασφάλεια της παρουσίας του. Πέρασε καιρός  να το καταλάβει…
Μετά από μερικά χρόνια ασφαλτοστρώθηκε το δρομάκι, χτίστηκαν δυο τρεις ακόμα πολυκατοικίες πιο ψηλές και πιο μεγάλες από τη δική της, οι βράχοι απομακρύνθηκαν, καθάρισε η αλάνα από τις πέτρες κι έγινε λεωφόρος με νησίδα στη μέση. Τα όρια του βασιλείου της πια ήταν ρευστά, αλλά παρέμενε ακόμα η μαγεία του, όποιος έστριβε στο στενό την ένιωθε κι έλεγαν πολλοί πως είναι ακόμα ένα απομεινάρι της παλιάς γειτονιάς. Εργάτες του δήμου φύτεψαν κι άλλα δέντρα σε βαθιές τρύπες κατά μήκος των πεζοδρομίων. Μεγάλωσαν, φούντωσαν, δημιούργησαν μια αψίδα από φυλλώματα. Ανάμεσά τους τα δέντρα της, τα αγαπημένα δέντρα των παιδικών της χρόνων, άπλωναν ρίζες, άπλωναν κλαδιά. Άπλωσε κι αυτή αλλού τα όνειρά της, άλλαξε γειτονιά, έφυγε από το πατρικό. Γέμισαν οι δρόμοι αυτοκίνητα και τα παιδιά λιγόστεψαν. Δεν ακούγονταν πια φωνές, αλλά φρεναρίσματα, κόρνες κι εξατμίσεις. Θαρρείς το σκηνικό ετοιμαζόταν για κείνη την άνοιξη που περίσσεψε ο θάνατος. Ήρθε κι έμεινε καιρό, χτύπησε πολλές πόρτες, μπήκε και βγήκε σε πολλά σπίτια κι ας κλείδωναν πια τα βράδια. Χάθηκε τότε κι ο πατέρας. Μα τα δέντρα της ήταν εκεί κι ας άλλαζαν όλα γύρω τους, άλλοτε θλιμμένα, άλλοτε χαρούμενα, όμως εκεί σταθερά. Κάθε φορά που επισκεπτόταν το πατρικό, τα κοιτούσε ώρες πίνοντας καφέ, τα άκουγε να της ψιθυρίζουν, τους μιλούσε.
………………………………………………………………………………………….
Πέρυσι έκανε μήνες να πάει στην παλιά γειτονιά, για καιρό αραίωσε συνειδητά τις επισκέψεις της, είχε εξάλλου πάμπολλες δικαιολογίες, δουλειά, εξεταστική, μια ερωτική απογοήτευση. Η αλήθεια είναι πως απέφευγε συστηματικά τα μάτια της μάνας της, αλλά την αλήθεια αυτή ούτε στον εαυτό της δεν την ομολογούσε. Όταν επιτέλους το αποφάσισε και πήγε, δυο μαύρες τρύπες έχασκαν στο απέναντι πεζοδρόμιο. Τι απέγιναν τα δέντρα; Τα δέντρα της; Ανέβηκε δυο δυο τα σκαλιά, άνοιξε την πόρτα κι ούτε καλημέρα δεν είπε. Η μάνα στην κουζίνα έψηνε καφέ. Τρόμαξε στην αρχή, πήγε να χαμογελάσει, έμεινε το χαμόγελο κρεμασμένο στην άκρη από τα χείλη της, καθώς στρίγγλισε λαχανιασμένη από τα σκαλιά τη μόνη ερώτηση που την έκαιγε.

-    Μάνα, τι έγιναν τα δέντρα;
-    Τα έκοψαν οι υπάλληλοι του δήμου. Κούφια ήταν. Δεν είχαν ζωή.
-    Πως κούφια; Άνθιζαν. Πρασίνιζαν.
-    Κούφια σου λέω. Μόνο τις ρίζες δυσκολεύτηκαν να βγάλουν.
-    Γιατί ζούσαν, φώναξε. Ζούσαν! Και την πήραν τα κλάματα.
 Σάστισε η μάνα.
 -    Μα πως κάνεις έτσι; Σύνελθε! Σαν μωρό κάνεις για δυο δέντρα. Κοντεύεις τα σαράντα. Μεγάλωσε πια!
Έκλαψε ώρα πολύ με λυγμούς, η μάνα δεν καταλάβαινε, μα την αγκάλιασε και σταμάτησε να μιλά. Ψέλλιζε κάθε τόσο … τα δέντρα μου… τα δέντρα μου… και ρουφούσε τη μύτη της. Κάποια στιγμή απόκαμε κι αφέθηκε απλά στη στοργή εκείνης της αγκαλιάς. Δεν μπορούσε παρά να αποδεχθεί το αμετάκλητο. Αποτραβήχτηκε μετά, πήρε μερικές ανάσες, σκούπισε τα μάτια, τράβηξε τα μαλλιά της από το πρόσωπο κι άναψε τσιγάρο. Χαμογέλασε καθησυχαστικά στη  μάνα.

-    Άντε, κάνε και σε μένα ένα καφεδάκι. Όλα καλά είναι. Μεγάλωσα ξανά.

Κουβέντιασαν ώρα πολύ για άσχετα θέματα, για μαθήματα, για το πτυχίο, για απλήρωτους λογαριασμούς, για την κόρη της γειτόνισσας που χώρισε και για την άλλη που επιτέλους απέκτησε το πρώτο της παιδί. Κουβέντιασαν  σαν να μην είχε προηγηθεί τίποτα παράξενο. Μόνο πάνω στην πόρτα, πριν το φιλί και την ατάκα θα σε πάρω τηλέφωνο μόλις φτάσω σπίτι, η μάνα ρώτησε διστακτικά αν είναι καλά, για να επιβεβαιώσει πως το ξέσπασμα πέρασε κι όλα ξαναβρήκαν τους γνώριμους ρυθμούς. Έγνεψε καταφατικά χωρίς να την κοιτάζει ψαχουλεύοντας την τσάντα της. Φεύγοντας στάθηκε ώρα πάνω από τις μαύρες τρύπες. Θαμμένη εκεί όλη η παιδική της αθωότητα. Είχε την παρόρμηση να σκάψει, να χώσει τα χέρια της βαθιά στο χώμα, ώσπου να τη βρει. Δεν το έκανε. Καλύτερα έτσι, σκέφτηκε. Καλύτερα. Διέσχισε αργά το δρομάκι και βγήκε στη λεωφόρο. Χώθηκε στο πρώτο ταξί που βρήκε. 
-    Που πάμε, κοπελιά;
-    Σπίτι.
 Ο ταξιτζής κάτι μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του και ξαναρώτησε προσπαθώντας να ακουστεί, όσο πιο ευγενικός γινόταν. Συνήλθε, χαμογέλασε και του είπε δυνατά τη διεύθυνση.
………………………………………………………………………………………………….
 Την άνοιξη έβαλαν στις άδειες τρύπες δυο καινούρια δενδρύλλια. Δεν έπιασαν. Ξεράθηκαν γρήγορα. Και τα επόμενα το ίδιο.
-    Μην προσπαθείτε, ήθελε να τους φωνάξει. Μην προσπαθείτε. Κανείς δεν υπάρχει να τα ποτίσει μνήμες.







 ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ


Ορατότητα περιορισμένη. Ίσως είναι μια λύση. Ανέτοιμο το βλέμμα να αρνηθεί τα όνειρα.
Μιάμιση ώρα ταξίδι. Παλιό, κακοσυντηρημένο λεωφορείο. Κάθε πρωί αξημέρωτα γαμώτο. Κάθε πρωί παλιές λαμαρίνες που τρίζουν και ξινή μυρωδιά.
Υγρασία στα τζάμια σαν βροχή.
Θάλασσα σκοτεινή. Με γοητεύει.
Μπλεγμένα λόγια, εικόνες, μουσικές. Δε θυμάμαι.
Πως έφτασα ως εδώ; Με ποιες αρνήσεις; Ποιες αποδοχές;
Καταχνιά. Δικαιολογία για παραιτήσεις. Κοντόθωρες προοπτικές. Κοντόθωρα όνειρα.
Να αγοράσω ψωμί. Να τηλεφωνήσω στη μαμά. Να ποτίσω τη γλάστρα.
Κι ένα καινούριο βιβλίο οπωσδήποτε.
Να σταματήσω να πιστεύω όσα μου λένε. Μονίμως αφελής. Ευκολόπιστη.
Χαζή; Ας μου δείξω επιείκεια.
Να μην ξαναερωτευτώ. Μόνο να με ερωτεύονται.
Γίνεται;
Αυτό το σημάδι στο γόνατο δεν θα φύγει ποτέ. Θεαματική πτώση στην άσφαλτο. Παιδί ήμουν.
Ούτε αυτά τα σημάδια θα φύγουν. Θεαματικές πτώσεις στη ζωή. Δεν ήμουν παιδί πια.
Ορατότητα περιορισμένη.
Δεν φταις εσύ. Εγώ πήρα τη γραμμή και την προέκτεινα.
Δεν φταις εσύ. Εγώ γέμισα χρώμα το περίγραμμα.
Ένα καινούριο βιβλίο οπωσδήποτε. Και μόνο να με ερωτεύονται.
Ορατότητα περιορισμένη.
Κι η ομίχλη μια τεράστια γομολάστιχα.
Ευτυχώς.
(Μάλλον...)


notationes///AYΓΟΥΣΤΟΣ 2013///ΝΙΚΟΣ ΤΑΚΟΛΑΣ

Από το Μικρό Συναισθηματολόγιο

 Μαζώχτηκαν ολούθε του ντουνιά οι ποιητάδες και οι λογοκόποι, μιαν ακόμα φορά, να ξεγεννήσουν την ιστορία απʼ τα ανεμογκάστρια της. Ποίηση ή λογοτεχνία; Λόγος ή αίσθηση; Πνεύμα ή ζωή; 
Κι άλλος που τόλεγε πως καλύτερα να γράφεις πεζά, για να ξεφύγεις επιδεξιότερα τα θαλασσοπέλαγα και τα βυθοπέλαγα του ακατάληπτου λυρισμού κι άλλος που τόλεγε πως άμα η ποίηση είναι σωστή, το βέλος που σαϊτεύει την καρδιά θα την πετύχει, όση ομίχλη και νάχει. Κι έλεγαν κι έλεγαν, ως το επόμενο ανεμογκάστρι..... 








Μάνα

 "Πεθαίνω μάνα", έκανε ο πειρατής, πέφτοντας απ' το κεντρικό κατάρτι, λαβωμένος θανάσιμα στο στέρνο από πυρωμένο βέλος. Στο ακαριαίο πέσιμο έσπασε τη μαύρη θανατερή σημαία του καραβιού. "Πεθαίνω μάνα", ξανακούστηκε μέσα στις κλαγγές των ξιφών και το βήξιμο της μπομπάρδας ακατανόητα, αφού ποτέ δε γνώρισε τους γονείς του.....

notationes///AYΓΟΥΣΤΟΣ 2013///ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΑ///ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ






ΞΕΧΝΟΥΣΕ ΤΗ ΜΙΖΕΡΙΑ

Κοσμοσυρροή, το αδιαχώρητο γινόταν|
στην υπαίθρια συναυλία.
Κάθε τραγούδι για χαρά ή καημό,
κάθε τραγούδι μια μέθη,
μια ανανέωση του ερωτισμού, της λίμπιντο ήταν.
Ο φημισμένος τραγουδιστής
αδιάλειπτα μαγνήτιζε με την ιδιόρρυθμη φωνή του,
ερωτισμό εξέπεμπε.
Η ανθρωποθάλασσα, το τεράστιο πλήθος
μέσα από τις διακυμάνσεις του ερωτισμού των τραγουδιών
ανέβαινε στα ουράνια,
ξεχνούσε τη μιζέρια, τις πληγές,
τα μύρια βάσανά του.

notationes///AΥΓΟΥΣΤΟΣ 2013///ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΡΩΑΔΙΤΗΣ///ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ





Πολιτική ορθότητα


 Αφουκράζομαι την πολιτική ορθότητα
μυρωδιά σ΄αποχωρητήριο άπλυτο 
συνομωσία ύπουλη και κρυφή 
απόηχοι από συλλήψεις και θανάτους
 απλών ανθρώπων του λαού 
με σημάδια λουλουδιών στο μέτωπο
 με τις φωνές τους που ενοχλούν 
όλους τους χωρίς έπαρση χρήστες 
της αρχαιόπληκτης νομιμότητας

 κι είναι σαν να παραμονεύει 
ο φόβος κάθε πρωί στις εισόδους 
καθώς οι ίσκιοι των προλεταρίων 
καραδοκούν να κυριεύσουν 
τους ιστούς των ψηλών δέντρων 
να δώσουν χαρά στα παιδιά του
ς που μαραζώνουν σ' ένα αόριστο μέλλον
 πάνοπλο από ύπουλα εμπορεύματα 
μετρημένες γνώσεις
 κι αποθέματα έτοιμων τροφών 

όλα μοιάζουν με όμορφα αρχαία αγάλματα 
μαρμάρινους κίονες στο αέναο 
με στιγμιαίες εκφράσεις σε φόντο προγονικό 
κούροι και κόρες με καμώματα
 να μας γυρίζουν πίσω για να κυλούν 
τα δάκρυά μας παρελθοντολογικά 


**********************************


Απόντες θαμώνες



 Οι χοάνες του
καθημερινού εφιάλτη 
χτυπιέσαι 
στα τοιχώματά τους

με ενθυμήματα 
και σχέδια επιστροφής
 σε πρότερα τραγούδια
 και στενά δρομάκια 

καραδοκούν 
οι μάταιοι κύκλοι
των πεπαλαιωμένων αντίλαλων 

 αγκαλιά με ζωγραφιές
 κι αστραφτερά φώτα
 στις γκαλερί του μισεμού 
μ' αποσκιρτήματα
 άδειο λαϊκό καφενείο 
με απόντες θαμώνες 

 καθώς πασχίζεις ν' αγκαλιάσεις 
τα πυρπολημένα χνάρια
της επανάστασης 
απ' τα νιάτα σου τα πρώτα. 


 25/6/2007