Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Τρίτη 6 Αυγούστου 2013

notationes///ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2013///ΤΖΟΥΤΖΗ ΜΑΤΖΟΥΡΑΝΗ/////"Μ'ΑΚΟΥΣ; ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΕ ΕΝΑ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟ ΕΡΑΣΤΗ"






ΣΗΜΑΔΙΑ ΣΤΟ ΧΑΡΤΗ.


Ποιας τυχερής γυναίκας το κορμί διαβάζεις απόψε, αγάπη μου;
Θυμάσαι, όταν ξαπλώναμε, τα κορμιά μας  έμοιαζαν με τους χάρτες που απλώνουν οι ταξιδιώτες, για να χαράξουν την πορεία τους;
Και μετά περιδιαβαίναμε με τα σώματά μας στα ταξίδια της ψυχής.
Απόψε, καθένας μας κάνει το δικό του ταξίδι.
Άλλους αστερισμούς έχει ο δικός σου χάρτης.
Αλλού κοιτάει η πυξίδα μου.
Θυμάσαι αυτό το μικρό ασημένιο καραβάκι που σου είχα χαρίσει; Σου ’χα γράψει πάνω στην κάρτα του κουτιού “Ταξίδεψέ με”... Κι εσύ με πήγες στην κόλαση!
Απ' το ναυάγιο αυτού του καραβιού, άρπαξα μια σανίδα, γραπώθηκα πάνω της και ναυαγός ακόμα ψάχνω για στεριά.
Εσύ σαν τους ποντικούς, είχες εγκαταλείψει το πλοίο πριν βουλιάξει.
“Πνιγόσουν” είπες... και βγήκες στη στεριά.
Δεν ήσουν για ταξίδια τελικά εσύ.
Φοβήθηκες ν’ ανοίξεις πανιά. Σε κράτησαν πίσω τα “σίγουρα”. “Μια ήσυχη ζωή”, είπες.
Απ’ αυτές που ίσως να μυρίζουν και λίγο μούχλα;
Τη θαλασσινή αύρα δεν την άντεξες.
Μόνη μου έμεινα ν’ αντιμετωπίσω την καταιγίδα.
Μόνη μου παλεύω με τα κύματα ακόμα.
Αλλά εγώ ταξιδεύω...


-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- 


ΤΑ 17 ΣΚΑΛΟΠΑΤΙΑ.


Δεκαεπτά σκαλοπάτια άλλαξαν μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα όλη μου τη ζωή.
Τόσα μας χώριζαν από το "χαίρω πολύ", μέχρι την στιγμή που σαν τρελοί και οι δύο, ανεβήκαμε από το σαλόνι στον πρώτο όροφο, και βουτήξαμε ξαφνικά, σε έναν ωκεανό πρωτόγνωρου πάθους.
Οι ώρες έπαψαν να μετράνε πια, ο χρόνος σταμάτησε, ο χώρος γύρω μας έσβησε.
Όλα χάθηκαν ξαφνικά.
Και μείναμε μόνο εμείς οι δύο, πάνω στο κρεβάτι, σ' έναν αγώνα, χωρίς νικητές και νικημένους.
Απ' έξω ακούγονταν η βροχή, που χτυπούσε ρυθμικά στο πλακόστρωτο, και τα κορναρίσματα των αυτοκινήτων.
Μέσα, μόνο οι ανάσες μας.
Βαριές και γρήγορες στην αρχή, ξέπνοες μετά, και στο τέλος, ρυθμικές και αποκαμωμένες.
Ξημέρωνε πια, όταν σηκώθηκες να φύγεις.
Με σκέπασες με το μπουρνούζι μου, αυτό που είχε ήδη πάρει την μυρωδιά σου, και με άφησες κοιμισμένη.
Ήταν μεσημέρι σχεδόν όταν ξύπνησα και από τότε, ακόμα αναρωτιέμαι και ψάχνω να βρω τους κανόνες αυτού  του παιχνιδιού.


--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου