“Δεν είναι μόνο τα γόνατα που ματώνουν, είναι και τα αυγά”.
Τούτη την σκέψη έφτιαξε το μυαλό της, με το που άνοιξε με τα δακτυλάκια της το ήδη ραγισμένο τσόφλι του αυγού, και αποκαλύφτηκε η ψίχα από μέσα. Το ασπράδι είχε λερωθεί από την πορφυρή μπογιά, το μισό αυγό είχε γίνει κόκκινο, και μάλιστα, εκεί που ήταν από πάνω τα σπασίματα του κελύφους, το διέτρεχαν τώρα γραμμές άλικες, ολόιδιες με φλέβες ανοιγμένες. “Για δες”, σκέφτηκε, “σαν να τρέχει αίμα απ’ το άσπρο, όπως κι απ’ τα γόνατά μου όταν τα γδέρνω”.
Η μάνα της είχε πριν δυο ώρες βγάλει δυο ντουζίνες από αυγά από την κατσαρόλα. Τα έπιανε με την τρυπητή κουτάλα τρία τρία και τα απίθωνε στη μεγάλη πιατέλα παραδίπλα, ενώ εκείνα άχνιζαν, και τα τζάμια των παραθύρων της κουζίνας είχαν θολώσει από το βράσιμο. Της είχε πει η μάνα της να περιμένει οπωσδήποτε πρώτα να κρυώσουν , και να μην τα πιάσει πιο πριν, γιατί θα καιγόταν στα δάκτυλα και θα έπρεπε μετά να της κάνει “φου φου” για να μην κλαίει.
Τώρα είχαν κρυώσει αυτά, και η μάνα τα είχε ήδη γυαλίσει ένα ένα με ένα πανάκι νοτισμένο με λάδι. Σιχαινόταν η μικρή τη μυρωδιά του ξυδιού την ώρα που το νερό κόχλαζε. Δεν το ήθελε με τίποτα το ξύδι στις σαλάτες και στις φακές, και παρακάλαγε τους μεγάλους να μην της το βάζουν, και ας “έκανε καλό”, όπως της έλεγαν.
Και τώρα, που στο σχολείο στα θρησκευτικά ,έμαθε ότι οι Ρωμαίοι στρατιώτες έβαλαν στην άκρη του δόρατος ξύδι για να κεντρίσουν τα πλευρά του Χριστού στο Σταυρό, τόσο χειρότερα ανακατευόταν που το μύριζε , και με τη φαντασία της έβλεπε εικόνες με εκατόνταρχους να κάνουν κακά πράγματα και τους αποστόλους να κλαίνε από δίπλα.
Τα φρεσκοβαμμένα αυγά γυάλιζαν λαμπρά μετά την επάλειψη με λάδι από τα ικανά χέρια της μητέρας, και ήταν κρύα και στεγνωμένα τώρα, έτοιμα να δεχτούν την τελική παρασημοφόρηση, δουλειά που είχε ανατεθεί λοιπόν στη μικρή. Της είχαν πάρει για το καθήκον αυτό από το μπακάλικο δεκάδες μικρές χαλκομανίες, και θα τις κόλλαγε τώρα, μία μία και υπομονετικά, πάνω στα αυγουλάκια.
‘Ηταν μακρόστενα ωοειδείς αυτές, και τόσο δα μικρούλες , ωστόσο μπορούσε να δει καθαρά τις ζωγραφιές επάνω, που ήταν δυο ειδών. Η μια ζωγραφιά ήταν ο Χριστός με τα άμφιά του να ευλογεί, και ένας ήλιος με ακτίνες να λάμπει από πίσω, ενώ η άλλη ζωγραφιά ένας Χριστός με έναν κόκκινο μανδύα και τον Σταυρό στο χέρι να ίπταται. Στη μια ζωγραφιά ο Χριστός ήταν καστανός και στην άλλη ξανθός. ‘Οταν είχε ρωτήσει τους γονείς της τι χρώμα τελικά είχαν από τα δύο τα μαλλιά του Ιησού, δεν πήρε ικανοποιητική απάντηση.
Τώρα , ενώ η μάνα ξάπλωσε να ξεκουραστεί, άρχισε να παίρνει ένα ένα αυγό και να κολλάει τις χαλκομανίες επάνω. Μερικές τις κατάφερνε καλά, άλλες έμπαιναν στραβά γιατί γλίστραγαν, άλλες κόβονταν και χάλαγε η εικόνα. Είχε πάρει ρητή εντολή να μην φάει κανένα βαμμένο αυγό γιατί “θα έβγαζε σπυριά αν τα έτρωγε πριν την Ανάσταση”, και ακόμα, να μην ξεφλουδίσει κανένα, για να μείνουν όλα ανέπαφα για το πασχαλινό τραπέζι.
Αλλά την έτρωγε η περιέργεια. Μερικά αυγά είχαν συγκρουστεί μεταξύ τους στο βράσιμο, και ήταν ήδη τραυματισμένα, πονεμένα, με τσακισμένο το κέλυφος, έτοιμα να παραδώσουν το πνεύμα, μετά από αυτό που περάσανε στο πουργκατόριο της κατσαρόλας. Ενώ τους έβαζε τις χαλκομανίες, δεν άντεξε στον πειρασμό να σπάσει το ετοιμόρροπο τσόφλι στο πιο ταλαιπωρημένο . Θα της έμενε το κουσούρι τούτο μια ζωή : μόνιμα θα έψαχνε να διακρίνει τι βρίσκεται κάτω από το κέλυφος των πραγμάτων.
‘Εξυσε το ήδη σπασμένο τσόφλι λοιπόν, και το είδε το ψαχνό από κάτω καταματωμένο, πληγιασμένο, με τις φλέβες να χάσκουν ανοιχτές και να αιμορραγούν, και το ασπράδι να είναι το μισό κόκκινο, και ακόμα – ακόμα, κιτρινομωβ στον πάτο, εκεί που ξεμυτούσε ο πετρωμένος κρόκος. Τα αυγά ομολογούσαν με τα βασανιστήρια όλα τα μυστικά τους.
Δεν είχε ακόμα παραστάσεις από άλλες, πιο δυσάρεστες αιμορραγίες,ή βάσανα, και τη Μ.Πέμπτη αυτή, το μόνο αηδιαστικό και ενοχλητικό ήταν η αίσθηση του ξυδιού που γέμιζε την ατμόσφαιρα.
Ο μόνος μόχθος της ζωής ήταν το σχολειό, τα διαβάσματα, και η ορθογραφία που ήταν κοπιαστική, μα πανέμορφη, γεμάτη πνεύματα και τόνους. Βέβαια είχαν μια περίεργη αγριάδα και στις τάξεις οι καιροί, κάπου στις αρχές του ’70, ( και εκτός και από την έξω από το σπίτι αγριάδα, που η μικρή δεν ήταν σε θέση να την κατανοήσει) : οι δάσκαλοι βαράγανε με βέργα τα μικρά χεράκια των μαθητών, λες και τα χεράκια αυτά, που ακόμα αμαρτίες πάνω τους δεν έφεραν, έπρεπε για κάτι σοβαρό να λογοδοτήσουν και τιμωρηθούν. Η ίδια δεν έτρωγε ποτέ ξύλο, αλλά τη μια και μοναδική φορά που τις της έβρεξε η κυρία, νόμιζε για μέρες μετά ότι η βέργα άφησε σημάδι στην παλάμη της. Τελικά ήταν δυο παράλληλες γραμμές, από τις φυσικές γραμμές που είναι ζωγραφισμένες στα χέρια των ανθρώπων , αυτές ‘της μοίρας’.
Στο υπόλοιπο του απογεύματος, απελευθερωμένη μέσα στις διακοπές του Πάσχα από τα μαθήματα , αλλά και από τις έγνοιες για οποιοδήποτε μελλούμενο, ή για οποιαδήποτε ‘Μεγάλη Παρασκευή’ πλην εκείνης της επομένης ημέρας, συνέχισε να εφαρμόζει τις χαλκομανίες με επιμέλεια, κρύβοντας άτσαλα το ανοιγμένο αυγό σε μερικές χαρτοπετέτες, πετώντας το ύστερα στα σκουπίδια, έχοντας την αφελή εντύπωση ότι η μητέρα της δεν θα το ανακάλυπτε εκεί.