Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2013

MATINA NIKA////REQUIEM ΓΙΑ ΜΙΑ ΦΙΛΙΑ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΝΩΡΙΣ








Η Φαίδρα και η Αριάδνη αγάπησαν παράφορα. Ήταν κι οι δυο όμορφες. Ήταν κι οι δυο θλιμμένες. Αλλά δεν ήταν αδελφές. Κουβαλούσε η καθεμιά της μάνας της το απωθημένο. Κουβαλούσαν κι από μια ανακωχή, αλλά δεν το φανέρωνε η μια στην άλλη. Κι οι πατεράδες τους είχαν πεθάνει την ίδια χρονιά, τη χρονιά που τα πανιά βάφτηκαν μαύρα κι έγινε το φευγιό μέρος του μακιγιάζ τους.
Κάθε πρωί σκέτος καφές, δυνατό τσάι και τρεις σταλαματιές ακατέργαστη γλύκα. Το γέλιο τους αγορασμένο σε τεύχη, στο μαγαζάκι που είναι λίγο πιο πέρα από το σιδηροδρομικό σταθμό. Έδιναν ραντεβού στην αποβάθρα για να μη χαθούν. Κάτι πολύ πιθανό τόσο φευγάτες κι αλλοπαρμένες που ήταν κι οι δυο.
«Μα καλά, τον clochard με το χαρτοκιβώτιο δεν τον είδες; Δίπλα στεκόμουν»
«Σου έχω πει ότι δε βλέπω καλά».
«Συγγνώμη, το ξέχασα».
«Να παίρνεις το κινητό σου».
«Το ξέχασα κι αυτό. Σου έχω πει πως είμαι αφηρημένη».
Κι έτσι όπως τα τραίνα, που πάντα ακολουθούν τον ίδιο τυφλοσούρτη, η Φαίδρα και η Αριάδνη έδιναν ραντεβού στην αποβάθρα, από τη μεριά του πεζόδρομου, δίπλα στους άστεγους και τα αδέσποτα. Μα πώς να φυλαχτεί κανείς από τις αναθυμιάσεις; Ριζώνουν οι βρομιάρες στα πνευμόνια και τα καίνε, καίνε και τα μάτια. Τα δάκρυα τουλάχιστον ήταν τζάμπα , τζάμπα κι ο τσιγαρόβηχας.
«Καπνίζεις πολύ».
«Είναι το καταφύγιό μου».
«Είναι το άλλοθι σου».
Μετά το πρώτο τηλεφώνημα, άντε πάλι πίσω στις ομίχλες και τους δαιδάλους. Έχει πολλά αδιέξοδα αυτός ο λαβύρινθος, είναι δύσβατος και γλιστράει, είναι και το θεριό απέθαντο, μην πιστεύετε στο παραμύθι. Ούτε κι εκείνες που το μάχονταν από τα γεννοφάσκια τους δεν μπόρεσαν να το κάνουν καλά. Ψέματα είναι όλα και τερατολογίες για να το παίζει ο Θησέας καρδιοκατακτητής εις τους αιώνας των αιώνων.
Αργότερα το επόμενο τηλεφώνημα.
«Είπα να κάνω ένα διάλειμμα. Καταγίνομαι από το πρωί με αυτή τη μετάφραση. Έχει κάτι ορολογίες εντελώς ανεκδιήγητες».
«Πες μου».
«Εβραίικη παραφιλολογία και άθλια γραμμένη εκτός των άλλων. Μας γάνωσαν το μυαλό από τα παιδάτα μας. Για ποια Κόλαση και ποια Εδέμ μιλάνε, την Εύα και το μήλο το
δαγκωμένο και του φιδιού το κέρατο; Δεν τους άρεσαν βλέπεις τα Ηλύσια Πεδία και τα Τάρταρα, ήθελαν να μας βαφτίσουν χριστιανούς, να μας αλλάξουνε την πίστη και να κάνουμε από πάνω και το σταυρό μας».
«Μα κι εμείς όλα στο κέρατο του βοδιού θέλουμε να τα κρύβουμε. Από τότε. Από την εποχή του Μινώταυρου. Ευφυές το καμουφλάρισμα με τον φλοράλ πρίγκιπα και την ωραία Παριζιάνα με τα βυζάκια έξω».
«Τα λες καλά μικρή. Θα μπορούσες να τα γράψεις καλύτερα. Έχεις ταλέντο, κάνε κάτι».
«Δεν ξέρω πως γίνεται. Και δεν μου περισσεύουν δυνάμεις να περπατήσω στο άγνωστο. Είναι όλα σωρός κουβάρι μέσα στο κεφάλι μου. Άσε που πάντα θέλω να ξεμπερδεύω μια ώρα αρχύτερα».
«Εγώ θα σε μάθω πως να ξετυλίγεις σωστά το μίτο. Έχε μου εμπιστοσύνη».
Το απόγευμα ζεστή σοκολάτα. Αντικαταθλιπτική. Και εξαιρετικό υποκατάστατο όπως πιστοποιούν πολλές επιστημονικές μελέτες και άλλες θηλυκές σε ανδρανάπαυση.
«Έρωτα κάνεις;»
«Δεν μου πέτυχε η βαφή. Έκανα λάθος στη δοσολογία».
«Δεν πειράζει. Οι άντρες προτιμούν τις ξανθές. Στο υπογράφω ως μελαχρινή».
«Όλες οι γυναίκες στις τοιχογραφίες της Κνωσού είναι μελαχρινές».
«Έχεις εμμονή με τη μυθολογία».
«Ξεναγός ήμουν Αριάδνη. Από το επάγγελμα μου έμεινε η διαστροφή».
«Το ξέχασα».
«Άλλωστε κι εσύ με μυθοπλασίες ασχολείσαι».
«Εμένα εξακολουθεί να είναι αυτό το επάγγελμά μου».
«Θα σε βοηθήσω να μεταφράσεις το δίσκο της Φαιστού».
«Μη μου ξαναμιλήσεις για Κρήτη και Κρητικούς. Να μεταφράσεις ότι θες μόνη σου. Η ζωή μου είναι δικιά μου, δικές μου και οι επιλογές μου».
Καινούρια χρονιά και μια μεγάλη αγκαλιά. Κι άλλη μια. Κόκκινο μαλακό πουλόβερ. Κόκκινα νύχια και smokey eyes. Στην Πειραιώς σέρνονται φωσφορικά φίδια, στο βάθος η Ακρόπολη φωταγωγημένη, ο Εριχθόνιος στο κιβώτιο, η Έρση κι η Άγλαυρος που γκρεμίστηκαν από το βράχο.
«Δεν θα σ’ αφήσω να αυτοκτονήσεις, η Πάνδροσος σώθηκε, δε θα με αφήσεις να βαδίζω στα τυφλά».
«Σ’ ευχαριστώ που υπάρχεις».
«Σ’ ευχαριστώ που είσαι αυτή που είσαι».
Στους δρόμους όλους σέρνεται το παρελθόν μεταμφιεσμένο. Αλλάζει χρώματα, ονόματα , εποχές.
Η Αριάδνη προδόθηκε.
Η Φαίδρα κρεμάστηκε.
Άλλοι το λένε προπατορικό αμάρτημα κι άλλοι εκδίκηση της Αφροδίτης.
Η Φαίδρα και η Αριάδνη αγάπησαν παράφορα.
Τον ίδιο άντρα.

Η Φαίδρα και η Αριάδνη αγάπησαν παράφορα. Ήταν κι οι δυο όμορφες. Ήταν κι οι δυο θλιμμένες. Αλλά δεν ήταν αδελφές. Κουβαλούσε η καθεμιά της μάνας της το απωθημένο. Κουβαλούσαν κι από μια ανακωχή, αλλά δεν το φανέρωνε η μια στην άλλη. Κι οι πατεράδες τους είχαν πεθάνει την ίδια χρονιά, τη χρονιά που τα πανιά βάφτηκαν μαύρα κι έγινε το φευγιό μέρος του μακιγιάζ τους.
Κάθε πρωί σκέτος καφές, δυνατό τσάι και τρεις σταλαματιές ακατέργαστη γλύκα. Το γέλιο τους αγορασμένο σε τεύχη, στο μαγαζάκι που είναι λίγο πιο πέρα από το σιδηροδρομικό σταθμό. Έδιναν ραντεβού στην αποβάθρα για να μη χαθούν. Κάτι πολύ πιθανό τόσο φευγάτες κι αλλοπαρμένες που ήταν κι οι δυο.
«Μα καλά, τον clochard με το χαρτοκιβώτιο  δεν τον είδες; Δίπλα στεκόμουν»
«Σου έχω πει ότι δε βλέπω καλά».
«Συγγνώμη, το ξέχασα».
«Να παίρνεις το κινητό σου».
«Το ξέχασα κι αυτό. Σου έχω πει πως είμαι αφηρημένη».
Κι έτσι όπως τα τραίνα, που πάντα ακολουθούν τον ίδιο τυφλοσούρτη, η Φαίδρα και η Αριάδνη έδιναν ραντεβού στην αποβάθρα, από τη μεριά του πεζόδρομου, δίπλα στους άστεγους και τα αδέσποτα. Μα πώς να φυλαχτεί κανείς από τις αναθυμιάσεις; Ριζώνουν οι βρομιάρες στα πνευμόνια και τα καίνε, καίνε και τα μάτια. Τα δάκρυα τουλάχιστον ήταν τζάμπα , τζάμπα κι ο τσιγαρόβηχας.
«Καπνίζεις πολύ».
«Είναι το καταφύγιό μου».
«Είναι το άλλοθι σου».
Μετά το πρώτο τηλεφώνημα, άντε πάλι πίσω στις ομίχλες και τους δαιδάλους. Έχει πολλά αδιέξοδα αυτός ο λαβύρινθος, είναι δύσβατος και γλιστράει, είναι και το θεριό απέθαντο, μην πιστεύετε στο παραμύθι. Ούτε κι εκείνες που το μάχονταν από τα γεννοφάσκια τους δεν μπόρεσαν να το κάνουν καλά. Ψέματα είναι όλα και τερατολογίες για να το παίζει ο Θησέας καρδιοκατακτητής εις τους αιώνας των αιώνων.
Αργότερα το επόμενο τηλεφώνημα.
«Είπα να κάνω ένα διάλειμμα. Καταγίνομαι από το πρωί με αυτή τη μετάφραση. Έχει κάτι ορολογίες εντελώς ανεκδιήγητες».
«Πες μου».
«Εβραίικη παραφιλολογία και άθλια γραμμένη εκτός των άλλων. Μας γάνωσαν το μυαλό από τα παιδάτα μας. Για ποια Κόλαση και ποια Εδέμ μιλάνε, την Εύα και το μήλο το
δαγκωμένο και του φιδιού το κέρατο; Δεν τους άρεσαν βλέπεις τα Ηλύσια Πεδία και τα Τάρταρα, ήθελαν να μας βαφτίσουν χριστιανούς, να μας αλλάξουνε την πίστη και να κάνουμε από πάνω και το σταυρό μας».
«Μα κι εμείς όλα στο κέρατο του βοδιού θέλουμε να τα κρύβουμε. Από τότε. Από την εποχή του Μινώταυρου. Ευφυές το καμουφλάρισμα με τον φλοράλ πρίγκιπα και την ωραία Παριζιάνα με τα βυζάκια έξω».
«Τα λες καλά μικρή. Θα μπορούσες να τα γράψεις καλύτερα. Έχεις ταλέντο, κάνε κάτι».
«Δεν ξέρω πως γίνεται. Και δεν μου περισσεύουν δυνάμεις να περπατήσω στο άγνωστο. Είναι όλα σωρός κουβάρι μέσα στο κεφάλι μου. Άσε που πάντα θέλω να ξεμπερδεύω μια ώρα αρχύτερα».
«Εγώ θα σε μάθω πως να ξετυλίγεις σωστά το μίτο. Έχε μου εμπιστοσύνη».
Το απόγευμα ζεστή σοκολάτα. Αντικαταθλιπτική. Και εξαιρετικό υποκατάστατο όπως πιστοποιούν πολλές επιστημονικές μελέτες και άλλες θηλυκές σε ανδρανάπαυση.
«Έρωτα κάνεις;»
«Δεν μου πέτυχε η βαφή. Έκανα λάθος στη δοσολογία».
«Δεν πειράζει. Οι άντρες προτιμούν τις ξανθές. Στο υπογράφω ως μελαχρινή».
«Όλες οι γυναίκες στις τοιχογραφίες της Κνωσού είναι μελαχρινές».
«Έχεις εμμονή με τη μυθολογία».
«Ξεναγός ήμουν Αριάδνη. Από το επάγγελμα μου έμεινε η διαστροφή».
«Το ξέχασα».
«Άλλωστε κι εσύ με μυθοπλασίες ασχολείσαι».
«Εμένα εξακολουθεί να είναι αυτό το επάγγελμά μου».
«Θα σε βοηθήσω να μεταφράσεις το δίσκο της Φαιστού».
«Μη μου ξαναμιλήσεις για Κρήτη και Κρητικούς. Να μεταφράσεις ότι θες μόνη σου. Η ζωή μου είναι δικιά μου, δικές μου και οι επιλογές μου».
Καινούρια χρονιά και μια μεγάλη αγκαλιά. Κι άλλη μια. Κόκκινο μαλακό πουλόβερ. Κόκκινα νύχια και smokey eyes. Στην Πειραιώς σέρνονται φωσφορικά φίδια, στο βάθος η Ακρόπολη φωταγωγημένη, ο Εριχθόνιος στο κιβώτιο, η Έρση κι η Άγλαυρος που γκρεμίστηκαν από το βράχο.
«Δεν θα σ’ αφήσω να αυτοκτονήσεις, η Πάνδροσος σώθηκε, δε θα με αφήσεις να βαδίζω στα τυφλά».
«Σ’ ευχαριστώ που υπάρχεις».
«Σ’ ευχαριστώ που είσαι αυτή που είσαι».
Στους δρόμους όλους σέρνεται το παρελθόν μεταμφιεσμένο. Αλλάζει χρώματα, ονόματα , εποχές.
Η Αριάδνη προδόθηκε.
Η Φαίδρα κρεμάστηκε.
Άλλοι το λένε προπατορικό αμάρτημα κι άλλοι εκδίκηση της Αφροδίτης.
Η Φαίδρα και η Αριάδνη αγάπησαν παράφορα.
Τον ίδιο άντρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου