Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Κυριακή 14 Απριλίου 2013

notationes///AΠΡΙΛΙΟΣ 2013///Δ.Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑΣ ///ΠΟΙΗΣΗ



ΚΑΘΕ ΦΥΛΛΟ


          Στη Λίλιαν Σ.

Ένα φύλλο της νύχτας με ανιχνεύει
Μου βρίσκει μεριές που δεν τις είδε ποτέ ουρανός
Κι άλλες ανάλαφρες σα χιλιάδες πεταλούδες
Που πριν τις αγγίξει ένα δάχτυλο βάφουν ρεματιές

Άλλες έτοιμες να ραγίσουν και να τρέξει νερό και δάκρυ
Κι άλλες όπου η τρέλα και η σύνεση μαλλιοτραβιούνται
Η μια τύψη της άλλης

Και με ανιχνεύει με ανιχνεύει ένα φύλλο της νύχτας
Κάθε φορά με σκορπίζει ξέφτια εμένα το μυρωδάτο
     από αναμνήσεις άμφιο
Και με ανιχνεύει μπαίνοντας μέσα μου νερό δηλητηριώδες
Που με ξεπλένει με το φαρμάκι του

Και κάθε φύλλο που με ανιχνεύει
Εγώ το τρέφω στα βάθη μου
Και δεν το αφήνω να σαπίσει.

Από το βιβλίο: Δ.Π. Παπαδίτσας, «Ποίηση, 2», Εκδόσειις Γνώση, Αθήνα 1981, σελ. 95. 

 IVΑπό πού έρχεται η νύχτα; Πώς μπορεί και μπαίνει μες στα δέντρα
Σαν τη βροχή στο χώμα; Εσύ που είσαι δίπλα μου
Και δεν μπορώ να σ’ αφήσω και να φύγω διότι
Η ψυχή μου είναι σκελετός πουλιού που βρέθηκε εντός σου
Κοίτα με. Μήπως δεν μπορείς βλέποντας με να με στεγνώσεις
Σαν να 'μαι ένα βρεμένο ρούχο κι εσύ το μεσημέρι;
Πώς να φύγεις; Η βροχή σε καρφώνει πάνω μου με χιλιάδες καρφιά
Έγινα εκείνο που θυμάσαι σ’ όλη σου τη ζωή
Είμαι κι ο αγέρας όταν είσαι φωτιά.

Από την ποιητική συλλογή Νυχτερινά (1956)






Χαμηλοφώνως


Διότι είσαι το πρώτο εφετινό χελιδόνι που μπήκε απ' το
      φεγγίτη έκαμε τρεις γύρους στο ταβάνι και ήσουν κα-
      τόπιν όλα μαζί τα χελιδόνια
Διότι είσαι μια μεριά ήρεμη της θάλασσας όπου το κύμα
Kόβει κομμάτια το φεγγάρι και το ρίχνει στην ψιλή άμμο
Διότι τα χέρια μου είναι άδεια σαν καρύδια που η ψίχα
      τους φαγώθηκε από παράσιτα
Kι εσύ τα γέμισες με τα μαλλιά σου και το μέτωπό σου
Διότι στα μαλλιά σου περνώ τα δαχτυλά μου όπως περνάει
      ο αγέρας από φύλλα κυπαρισσιού
Διότι είμαι ένα σπίτι εξοχικό κι έρχεσαι μόνη το καλοκαίρι
      και κοιμάσαι
Kαι ξυπνάς πότε-πότε τα μεσάνυχτα ανάβεις τη λάμπα και
      θυμάσαι
Διότι θυμάσαι
Γι' αυτό σ' αγαπώ κι ανάμεσα στα τελευταία πουλιά είμα-
      στε μαζί
Kι απέναντί μας η θάλασσα φθείρεται ν' ανεβοκατεβαίνει
      τα δέντρα
...πως πηγαίναμε σε μια κατηφοριά της Bάρκιζας
Kι ένα γύρω οι χρωματιστές πέτρες μάς ακολουθούσαν

Γιατί όταν σκύβω πάνω από πηγάδια βλέπω την επιφάνεια
      του νερού και λέω: νά το ριζικό κι η ματιά της
Γιατί βλέπαμε μαζί τρεις τσιγγάνες κίτρινες τυλιγμένες
      απ' το κόκκινο -σαν τα μάτια τού μπεκρή- λυκόφως
Kαι είπαμε νά το ριζικό νά οι αγάπες βγήκαν στους δρό-
      μους για τον επιούσιο

Γιατί βλέπαμε μαζί τις τρεις τσιγγάνες
Nά 'ρχονται και να χάνονται
Γι' αυτό σ' αγαπώ
Kι ανάμεσα στα τελευταία πουλιά
Eίσαι κείνο που γλύτωσε απ' τα σκάγια

Γιατί είμαι γεμάτος από σένα και μπρος από κάθε τι
      από σκέψη από αίσθηση κι από φωνή
Eίναι κάτι δικό σου που σαν αθλητής τερματίζει πρώτο
Γιατί τα βλέφαρά σου είναι βρύα σε σχισμάδες βράχων
Γι' αυτό σ' αγαπώ.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου