Ο ΤΥΦΛΟΣ
Βολεύτηκε στην αρχή με το μπαστούνι.
Το κρατούσε μπροστά
αποφεύγοντας τα εμπόδια.
Κάποτε αποφάσισε την εγχείριση.
Βρίσκοντας το φως του,
έκανε το μπαστούνι ρόπαλο.
*******
ΠΕΡΛΕΣ
Ι.ΕΙΚΟΝΑ
Νύχτα
κι η μοναξιά στην άσφαλτο
βαρύ ξανοίγει βήμα.
ΙΙ.ΜΟΝΑΔΙΚΗ
Πλήθος μεγάλο
που η συνάντηση μαζί σου
σκορπισε.
ΙΙΙ.ΤΟ ΑΛΛΟ ΠΙΟΤΟ
Κι οι δύο μεθήσαν:
Αυτός μες τη νύχτα.
Αυτή με τη νύχτα.
ΙΙV.ΑΣΥΜΦΩΝΙΑ
Η πόρτα μου δε χτυπά
κι ας χτυπά η καρδιά μου
για σένα.
V.TA ΨΩΝΙΑ ΜΟΥ
Γυρνώ απέξω βιαστικός
να ξετυλίξω
ποιήματα.
VI. AYTAΠΑΤΗ
Ν΄ ακούμπαγε στο μάγουλο
το χέρι σου
χωρίς χαστούκι.
VII.AΠΟΜΑΧΟΣ
Καπνό κοιτούσε
καραβιού.Τώρα κοιτά
του τσιμπουκιού του.
VII.AΓΩΝΙΣΤΗΣ
Δε σταματούσε να μιλά
παρά σαν του΄παν
να προδώσει.
{Ο ΤΥΦΛΟΣ ΜΕ ΤΟ ΜΠΑΣΤΟΥΝΙ }
*******
ΕΡΗΜΟ ΠΟΙΗΜΑ
Όσο το γράψιμο διαρκούσε
ένιωθε κούραση ,μα και χαρά.
Το ποίημα γραφόταν
σα να΄χτιζε σπίτι.
Κάθε καινούργιος στίχος
κι έν ακαινούργιο δωμάτιο.
Εδώ το υπόγειο,εκεί η κάμαρα.
Τώρα το σαλόνι με φώτα κι έπιπλα λαμπρά.
Κι ο ποιητής να στριφογυρνά έκπληκτος,
να μπαινοβγαίνει από στίχο σε στίχο
σαν από δωμάτιο σε δωμάτιο,
ζ΄ντας ολόκληρη ζωή μέσα του.
Όταν το ποίημα τελειώσει,
σαν σπίτι κι αυτό θα κλειδωθεί
μ΄ελάχιστα πράγματα μέσα του αφημένα.
Τα άλλα-τα πολλά-
τα παίρνει φεύγοντας ο ποιητής μαζί του.
[ΤΑ ΆΛΛΑ ΕΜΠΟΔΙΑ ]
Βολεύτηκε στην αρχή με το μπαστούνι.
Το κρατούσε μπροστά
αποφεύγοντας τα εμπόδια.
Κάποτε αποφάσισε την εγχείριση.
Βρίσκοντας το φως του,
έκανε το μπαστούνι ρόπαλο.
*******
ΠΕΡΛΕΣ
Ι.ΕΙΚΟΝΑ
Νύχτα
κι η μοναξιά στην άσφαλτο
βαρύ ξανοίγει βήμα.
ΙΙ.ΜΟΝΑΔΙΚΗ
Πλήθος μεγάλο
που η συνάντηση μαζί σου
σκορπισε.
ΙΙΙ.ΤΟ ΑΛΛΟ ΠΙΟΤΟ
Κι οι δύο μεθήσαν:
Αυτός μες τη νύχτα.
Αυτή με τη νύχτα.
ΙΙV.ΑΣΥΜΦΩΝΙΑ
Η πόρτα μου δε χτυπά
κι ας χτυπά η καρδιά μου
για σένα.
V.TA ΨΩΝΙΑ ΜΟΥ
Γυρνώ απέξω βιαστικός
να ξετυλίξω
ποιήματα.
VI. AYTAΠΑΤΗ
Ν΄ ακούμπαγε στο μάγουλο
το χέρι σου
χωρίς χαστούκι.
VII.AΠΟΜΑΧΟΣ
Καπνό κοιτούσε
καραβιού.Τώρα κοιτά
του τσιμπουκιού του.
VII.AΓΩΝΙΣΤΗΣ
Δε σταματούσε να μιλά
παρά σαν του΄παν
να προδώσει.
{Ο ΤΥΦΛΟΣ ΜΕ ΤΟ ΜΠΑΣΤΟΥΝΙ }
*******
ΕΡΗΜΟ ΠΟΙΗΜΑ
Όσο το γράψιμο διαρκούσε
ένιωθε κούραση ,μα και χαρά.
Το ποίημα γραφόταν
σα να΄χτιζε σπίτι.
Κάθε καινούργιος στίχος
κι έν ακαινούργιο δωμάτιο.
Εδώ το υπόγειο,εκεί η κάμαρα.
Τώρα το σαλόνι με φώτα κι έπιπλα λαμπρά.
Κι ο ποιητής να στριφογυρνά έκπληκτος,
να μπαινοβγαίνει από στίχο σε στίχο
σαν από δωμάτιο σε δωμάτιο,
ζ΄ντας ολόκληρη ζωή μέσα του.
Όταν το ποίημα τελειώσει,
σαν σπίτι κι αυτό θα κλειδωθεί
μ΄ελάχιστα πράγματα μέσα του αφημένα.
Τα άλλα-τα πολλά-
τα παίρνει φεύγοντας ο ποιητής μαζί του.
[ΤΑ ΆΛΛΑ ΕΜΠΟΔΙΑ ]