Παράξενο
έρχεται (και δεν έρχεται) το φετινό
φθινόπωρο.
Θερμοκρασίες
χλιαρές, 26 βαθμοί και γύρω στο 24% η ανεργία,
που μπορεί να 'ναι και 30%.
Αδιάφορες οι
διαφημίσεις, δεν απευθύνονται στους παρίες, απευθύνονται σε ηλίθιους πώς να
μιλάνε περισσότερο στο τηλέφωνο πώς να αλλάξουν αυτοκίνητο, φεγκ-σούι – κινητό.
E, και;
Λίγοι
άνθρωποι μπαινοβγαίνουν στα μαγαζιά των συνοικιών, οι σειρήνες βουίζουν πάνω
απ' τα κεφάλια μας σε όλη την επικράτεια
για σκληρά
μέτρα
σκληρά μέτρα
μια
κομαντατούρ Βρυξελλών.
Έντρομοι
πολιτικοί σκύβουν τη ράχη τους όλο και πιο πολύ, τι να σου κάνουν κι αυτοί;
ξετίναξαν τη χώρα χρόνια τώρα! τώρα πρέπει εμείς να στηρίξουμε τα γκόλντεν
μπόυς να μην πέσουν, τις τράπεζες για να μας τα παίρνουν, τις άγιες Οικογένειες
να αγιάζουν, μουντός καιρός, σκυφτός λαός, χλιαρός και αμήχανος πέρασε ο
Αύγουστος. Η μελαγχολία των διακοπών με νευρικά τα επιτόκια.
Αμφίβολο αν
η Ελλάδα είναι το φάρμακο για όσα μας κάνει. Αμφίβολο αν ο καλός Θεός της Ελλάδας
είναι ο λαός της. Αραιώνει το σθένος.
Οι συναντήσεις
είναι διμερείς: δεν ξέρεις αν η χώρα βγήκε αρτιμελής. Ξεριζώνουμε και δεν
φυτεύουμε. Μα, και τριμερής συνάντηση: δεν ξέρεις αν η χώρα βγήκε αρτιμελής.
Μίσος και
νευρικότητα, ο περιπτεράς (ανοίγει το επάγγελμα) κοιτάζει αλαφιασμένος, ο άλλος
αγοράζει τσιγάρα με εφ' όπλου λόγχη, και τα παιδιά οδηγούνται στο ικρίωμα με
τις ιερεμιάδες.
Στεγνές
ψυχές έχουν αναλάβει από επίσημες θέσεις στο υπουργείο Παιδείας -τα σέβη μας- και
στο Οικονομικών να πουλήσουν το μέλλον τους στα σκλαβοπάζαρα και ο Αύγουστος
έμεινε άοπλος.
Όχι ο
«Αύγουστος» των ΜΜΕ, ο μέσα μας Αύγουστος, που νεκρός θα εκτεθεί στις γκαλερύ, ένας
μπόντυ Αύγουστος να τον φτύνει η πληρωμένη τέχνη και να τον περιφέρει προς
άγραν εισιτηρίων, δώσ' μου και μένα, μπάρμπα επιδότηση
φέρε και σε
μένα, κουφάλα μια χορηγία
χο-χο-χορηγία
χο-χο-χοντρή,
έχω
βιογραφικό από γη και ύδωρ, ρε Μαικήνα γιατί με παραλείπεις;
Ακρώρεια να
κουρνιάσεις δεν έχει.
Κάθε βδομάδα, όμως,
οχυρώνω δυο μέρες με βιβλία, Σάββατο και Κυριακή και δαγκώνουν τη σκακιέρα,
πύργος ο Σκαμπαρδώνης, ίππος η Μαστοράκη, τρελός ο Χαριτόπουλος κι απέναντι τα
μαύρα με έναν Βυζαντινό, τον Καρυωτάκη και τον Δικαστή Τι, απαντούν με Αρθουρ
Γκόρντον Πυμ... παρακοιμώμενοι, new age ταλιμπάν, το στίγμα μου, η -κιόλας-
κούρασή μου...
Δεν ακούω·
διαθέτω άσυλο· έξω απ' το στρατόπεδο αρχίζει να βρέχει και οι βασανισμένες
ψυχές ησυχάζουν ακούγοντας τα παραμύθια της βροχής - ακροπατούν οι φύλακες
άγγελοι για να σκεπάσουν με τη σιωπή τους τον ήχο των νομισμάτων και τον αχό
των όπλων
να ησυχάσει
ο κόσμος, να 'ρθει η νύχτα και να πάρει αγκαλιά τα ορφανά από Αγάπη, να τους
παίξει ένα ωραίο φιλμ με χάπι εντ κι εφτά νεράιδες καβάντζα για ώρα ανάγκης.
Σιγά
που δεν θα κλάψω…