Τον είχαν σαπίσει στο ξύλο, αλλά αυτός τίποτα, άχνα δεν έβγαζε από το στόμα του.
- «Πες ρε αρχίδι, ρε παλιόπουστα του κερατά, ποιοι άλλοι κοπρίτες ήταν μαζί σου;»
Κουβέντα ο Μητράρας, τους άκουγε και μια ανέκφραστη λύπη, ανάμεικτη με οργή ζωγραφιζόταν στα μάτια του, γεγονός που τον έκανε να αποφεύγει να τους κοιτάζει κατάματα αφού διακρίνονταν ανάγλυφα στο βλέμμα του η περιφρόνηση που ένιωθε, πράγμα που τους ερέθισε, με αποτέλεσμα να τον κτυπάνε ακόμη πιο δυνατά. Για πρώτη φορά στη ζωή του συνειδητοποίησε τότε πως οι θρασύδειλοι, όταν δεν τους φοβάσαι, ταράζονται και αυτό τους κάνει ακόμη πιο επιθετικούς.
- «Θα υπογράψεις ρε;», φώναζαν μέσα στο αυτί του και οι μπουνιές έσκαγαν με γδούπο στο πρόσωπο, στο σώμα του και ιδιαίτερα στη ψυχή του.
Τη νύχτα, αποκαμωμένος πια απ’ το ξύλο, αναρωτιόταν αν είναι το μοίρασμα της ενοχής που κάνει τόσους πολλούς να βασανίζουν κάποιον τόσο πολύ και μάλιστα έναν δεμένο πισθάγκωνα.
Την επόμενη μέρα μπήκαν στο κελί και το μπουνίδι άρχισε με την επίδειξη ενός χαρτιού που του ζήταγαν να υπογράψει.
- «Σήμερα ή υπογράφεις παλιόπουστα ή πεθαίνεις», είπε αυτός που φέρονταν ως αρχηγός της μικρής ομάδας των “καλών παιδιών”. Τα μάτια του είχαν πρηστεί, δεν έβλεπε ούτε δέκα πόντους μπροστά του.
- «Θα υπογράψω», ψέλλισε ξαφνιάζοντάς τους, «δώστε μου το στυλό».
Μια παγερή σιωπή σκέπασε το μικρό κελί. Ούτε οι ίδιοι μπορούσαν να πιστέψουν στα αυτιά τους αυτό που μόλις είχαν ακούσει. Ο “αρχηγός” επειδή του άλλαζε τους όρους της δρομολογημένης ανάκρισης και οι άλλοι επειδή τους χάλαγε το προγραμματισμένο πάρτι ξυλοδαρμού.
- «Κιότεψες παλίοπουστα, ε;» ακούστηκε η φωνή του αρχηγού, «φέρτε ένα στυλό ρε», συμπλήρωσε φωναχτά.
Τόσο απρόσμενη τους φαίνονταν αυτή η κατάληξη που ούτε στυλό δεν είχαν φροντίσει νάχουν μαζί τους. Του έπιασαν το χέρι και το τοποθέτησαν πάνω στο χαρτί. Εκείνος έβαλε με κόπο κάτι σαν τζίφρα στη κάτω άκρη του χαρτιού και τις σκαπουλάρισε κείνη την ημέρα με μια κλωτσά μόνο στο στήθος. Έπεσε αναίσθητος.
Ένα χρόνο μετά, μπροστά στον πρόεδρο του στρατοδικείου με την παλάμη πάνω στο ευαγγέλιο, έλεγε «Ορκίζομαι να πω την αλήθεια και μόνο την αλήθεια…».
- «Τί έχεις να απολογηθείς κατηγορούμενε;» ρώτησε ο πρόεδρος του δικαστηρίου.
- «Όλα είναι ψέματα κύριε πρόεδρε», απάντησε με παρρησία εκείνος.
- «Μα πώς είναι ψέματα;» επανήλθε ο πρόεδρος, «εδώ έχει την υπογραφή σου».
- «Ποια υπογραφή μου, για κοιτάξτε καλά κύριε πρόεδρε», απάντησε ο Μητσάρας.
Φέρνει ο πρόεδρος το έγγραφο (το χαρτί) μπροστά στα χοντρά του γυαλιά και διακρίνει έκπληκτος ότι στο μέρος της υπογραφής ήταν γραμμένη η φράση “Όλα Ψέματα”. Γυρίζει προς τον κύριο μάρτυρα κατηγορίας, τον “αρχηγό”, που παρίστατο στη δίκη και του λέει: «Τί είναι αυτό κύριε υπομοίραρχε;»
Ο τελευταίος, σαν να τον είχε χτυπήσει κεραυνός, κοίταζε μία τον κατηγορούμενο, μία τον πρόεδρο και μία χαρτί. Κάγκελο!
Ο Μητσάρας αγέρωχος με ένα αδιόρατο ειρωνικό μειδίαμα στα χείλη και τη λύπη να μην μπορεί να αποφασίσει μεταξύ θλίψης και συγκαλυμμένης οργής, απευθυνόμενος στον υπομοίραρχο-μάρτυρα που τα είχε χαμένα, τον ρωτάει «…δεν θα απαντήσεις κυρ υπομοίραρχε;»
- «Μην παραφέρεστε, κατηγορούμενε», τον επανέφερε ο στρατοδίκης εισαγγελέας. Χαμογελώντας αμήχανα δε, έγειρε το μέτωπό του στον πρόεδρο του δικαστηρίου και κάτι του ψιθύρισε στο αυτί. Το λόγο πήρε ευθύς αμέσως ο πρόεδρος.
- «Το δικαστήριο απαλλάσσει τον κατηγορούμενο από τις κατηγορίες και του επιβάλλει να παρουσιάζεται κάθε πρώτη και δεκάτη έκτη του μηνός στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα της γειτονιάς του. Λύεται η συνεδρίασις», ανακοίνωσε με λύπη, ενώ το «γκουπ» από το ξύλινο σφυρί ακούστηκε άψυχο αυτή τη φορά, σαν επιστέγασμα μιας παρωδίας που η έλλειψη χιούμορ την έκανε απελπιστικά θλιβερή.
Αποχωρώντας ο Μητσάρας, υπό φρούρηση και με τις χειροπέδες ακόμα, στάθηκε μπροστά στον αποσβολωμένο βασανιστή, τον “αρχηγό”, τον κύριο υπομοίραρχο και σουφρώνοντας τα χείλη σαν ήθελε να του δώσει ένα φιλί στη μούρη, τον ρώτησε χαμογελαστά «…λοιπόν, κυρ υπομοίραρχε;»
- «Έξυπνο, αλλά δεν τελειώσαμε ακόμα παλιόπουστα» του απαντάει εκείνος χαιρέκακα.
- «Ναι! Ελπίζω να ξαναβρεθούμε, δεν ξέρεις πως θα το χαρώ», ανταπάντησε ο Μητσάρας.
Πέρασαν δώδεκα χρόνια έκτοτε, ίσως και παραπάνω. Μεταπολίτευση, δημοκρατία και άλλα αχτένιστα και κατσαρά. Ήταν Πάσχα. Ο Μητσάρας πίσω από τον πάγκο του χασάπη έκοβε παϊδάκια. Ξαφνικά το χέρι που κράταγε τη χατζάρα σαν αμείλικτη ρομφαία έμεινε μετέωρο στη θέα ενός μεσόκοπου πελάτη που φόραγε ένα παλιό κουστούμι και μια κακοδεμένη αταίριαστη γραβάτα στο λαιμό και που, με σιχασιάρικο τρόπο, σαν να ακουμπάει μίασμα, διάλεγε τα καλύτερα κομμάτια κρέατος από τον πάγκο του Μητσάρα.
- «Είναι φρέσκο;» τον ρωτάει.
- «Φρεσκότατο, όπως η μνήμη μου», του απαντάει ο Μητσάρας.
- «Και ντόπιο;» ξαναρωτά αυτός.
- «Καμάρι της “πατρίς” κι αυτό σαν κι εσένανε κυρ υπομοίραρχε μου» του απαντάει ο Μητσάρας.
Ακούγοντας το “υπομοίραρχε” ο πελάτης έστρεψε με απορία το βλέμμα του στο πρόσωπο του Μητσάρα.
- «Δεν με θυμάσαι;» τον ρώτησε ο Μητσάρας και πλησίασε τη μούρη του κοντά, κρατώντας ακόμα στο χέρι του τη μεγάλη χαντζάρα.
- «Ποιος είσαι;» τον ρώτησε, προσπαθώντας να θυμηθεί ο υπομοίραρχος.
- «Σκύψε να σου πω στο αυτί το μυστικό για το καλό κρέας», συνέχισε ο Μητσάρας και στο πρόσωπό του κόχλαζε η εκδίκηση.
Εύπιστα και αφελώς ο τέως υπομοίραρχος και νυν πελάτης έσκυψε προς τον πάγκο και τότε ο Μητσάρας με μια κίνηση τον αρπάζει από τη γραβάτα και τον φέρνει σούρνοντας πάνω στο κούτσουρο.
- «Είμαι ο παλιόπουστας» του λέει, «δεν με θυμάσαι;» και με μια κίνηση απόλυτης ακρίβειας του γραπώνει τον καρπό, σα να χούφτωνε μπούτι χοιρινό για να το πετσοκόψει και, σηκώνοντας τη χαντζάρα ψηλά, τη κατέβασε με δύναμη ένα χιλιοστό μακριά από τα απελπισμένα δάκτυλα του πελάτη, του υπομοίραρχου, του “αρχηγού” που εντωμεταξύ σε κλάσματα του δευτερολέπτου είχε θυμηθεί τα πάντα και ήδη έτρεμε από το φόβο του.
- «Μα σε παρακαλώ…», ψέλλισε, μυξοκλαίγοντας.
- «Α, με παρακαλάς τώρα, ε;», απάντησε ατάκα ο Μητσάρας, εν μέσω συναδέλφων χασάπηδων που παρακολουθούσαν το συμβάν χωρίς (ούτε κατά διάνοια) να τολμήσουν να παρέμβουν.
Έπειτα, αφήνοντας τη χαντζάρα καρφωμένη στο κούτσουρο να συμβολίζει μια διαθέσιμη απειλή, σήκωσε τον πελάτη από τον πάγκο, τον ίσιωσε, τον καθάρισε από τα αίματα των κρεάτων, έπιασε μια χασαπόκολα, τη γέμισε με τα παϊδάκια, αυτά που είχε διαλέξει ο υπομοίραρχος και, γυρίζοντας προς το μέρος του, βγάζει από το θηκάρι του το μικρό κοφτερό μαχαίρι και με μια απότομη κίνηση του κόβει τη γραβάτα, σύρριζα στο λαιμό. Την τεντώνει, την απλώνει νευρικά γύρω από την κόλα με τα παϊδάκια και τη δένει φιόγκο.
- «Με θυμήθηκες λοιπόν κύριε υπομοίραρχε, ε;», επισήμανε, ρωτώντας καθώς το μάτι του γυάλιζε εφιάλτες. «Στο είχα πει πως θα ξαναβρεθούμε».
- «Ναι, ναι, ναι!... Θυμήθηκα… συγνώμη…», συνέχισε να ψελλίζει αυτός.
- «Μπράβο καμάρι της πατρίς. Αυτό το πακέτο κρέας είναι δώρο από μένα να το κάνεις ψητό στο φούρνο. Άντε τώρα να σκουπίσεις τα σκατά σου και καλή ανάσταση», συμπλήρωσε, χτυπώντας τον φιλικά στον ώμο, σπρώχνοντάς προς την έξοδο του κρεοπωλείου.
- «Τί έγινε ρε Μήτσο; τί ήταν αυτός;» τον ρώτησε ο συνέταιρός του, ο Κώστας.
- «Κάτι παλιά χρωστούμενα.., μη δίνεις σημασία», απάντησε ο Μητσάρας. «Άντε να δουλέψουμε τώρα, να βγάλουμε και κάνα φράγκο, μέρες που είναι. Ξεχρεώσαμε Κώστα, πάει κι αυτό!».
Επιστρέφοντας πίσω από το πάγκο του, σαν να μη είχε προηγηθεί τίποτα και με την ικανοποίηση να αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, αλλά και με φωνή δόκιμου ντελάλη άρχισε φωνάζει: «Έσπασε η πατρίς σήμερα κύριοι! Περάστε, τζάμπα τα δίνουμε, τσάμπα! Έσπασεεε… άντε και καλή ανάσταση!».
Ανήμερα του Πάσχα ο Μητσάρας με το αρνί στη σούβλα μισοφαγωμένο, το κοκορέτσι και τη γαρδουμπά (που κρατούσε πάντα για το τελευταίο κρασί), χόρεψε μερακλωμένος ζεμπέκικο στην πίσω αυλή του σπιτιού, σπάζοντας πιάτα στο κεφάλι του, λεβέντικα και επιδεικτικά όπως έκανε πάντα όταν μεράκλωνε. Μόνο που αυτή τη φορά, ασυνήθιστο γι αυτόν, μέθυσε και άρχισε ξαφνικά να κλαίει γοερά, επαναλαμβάνοντας μονότονα και πνιγμένος σε λυγμούς «έ, όχι και παλιόπουστας ρε παιδιά… εγώ; ο Μητσάρας με το όνομα… είναι άδικο ρε, έγκλημα είναι…»._