Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Κυριακή 19 Αυγούστου 2012

Γιάννης Αντιόχου/// Στη Γλώσσα Του

 Γιάννης Αντιόχου, Στη Γλώσσα Του, Γαβριηλίδης, 2005

This is the end


 Πρώτη φωνή:

Επειδή αυτός ο κόσμος μπήγει τα χέρια του στη νύχτα μου
Και βουλώνει τρύπες με τα φτερά των πουλιών
Κάτω απ’ τη Σελήνη, που τρίτη μέρα τώρα αδειάζει
-Αν και κακό τούτο θεωρείται από τους μάγους του χωριού-

 Εγώ, σ’ επικαλούμαι

Επειδή και η ζωή και ο θάνατος δεν φοράνε τίποτα
Και μονοπόδαρος βαδίζει ο τελευταίος προσπερνώντας με
Σ’ ένα δωμάτιο παραθαλάσσιο
Σε μια πόλη που μοιάζει με τίποτα
Εγώ, σ’ επικαλούμαι

Επειδή η γυναίκα που διαλέγω
Ανανεώνει επαναληπτικά το περίγραμμα της στη διαδρομή του χρόνου
Και μ’ ίδια μάτια και μαλλιά
Στο κρεβάτι μου τα πόδια της ανοίγει
Εγώ, σ’ επικαλούμαι


 Δεύτερη φωνή:


 Σκουριάσανε οι σάλπιγγες
Τρυπήσανε τα τύμπανα
Και οι ασφάλειες των τριών αμπέρ ραγίσανε
Telos
Τhis is the end
Κι ας ξέρω τα κηρύγματά σου Ακατονόμαστε Θεέ της Επιθυμίας
Δυσλεκτικέ Βασιλιά της Νόησης


 Μπου!...ο μπαμπούλας παιδί μου
Ωχού!...μ’ αρέσει και το επαναλαμβάνω
Μπου κι Ωχού! Θάνατε νεκρέ, Ιππότη της ποίησης του Θεού
Ω! Πως τινάζεις την αλήθεια απ’ το ψηλό προπύργιο του οίκου Του
Και καβαλάς τον κεραυνό που σκίζει στη μέση τη ζωή μου
Ω! Πως αιωρείσαι πάνω απ’ τα μαύρα βαλτοτόπια του έρωτα
Που έρπει στους λαγόνες των σωμάτων διαρρηγνύοντας τη σάρκα
Ω! Πως τρελαίνεις το χοντροκομμένο κεφάλι του γραμματικού
Που κολλάει στις γενικές προστακτικές
Που ποτέ δεν μπόρεσε να βάλει
την απαγορευμένη αύξηση στη δική του προστακτική

 
Διαρκές παρόν, κι ο μακάριος Βούδας ευτυχισμένος κλωθογυρίζει το κομπολόι με τις 108 χάντρες του
Ω! Πως ξεχειλίσανε οι υπόνομοι
Απ’ τα συσσωρευμένα λέπια των γεροντικών σωμάτων
Που σαν τις εποχές αιώνια αναχωρούν
Επιστρέφοντας στις φιλολογικές συγκεντρώσεις, στις κηδείες και τα μνημόσυνα
Με λουλακί μαλλιά και γκρίζες πουκαμίσες
Με αυτή τη μυρωδιά της σήψης
Όπως η γάτα που πάτησα στην Εθνική Οδό
Κι εξαιτίας τούτου,

 Ένα καμιόνι από το χθες, φορτωμένο με γελάδια
Εκσφενδόνισε –θαρρώ έναν κοπρόλιθο- στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου μου
Ω! Πως κοιμήθηκαν εχθές δυο σώματα πολύ ερωτευμένα
Και βύζαξαν την ησυχία της πιο αποδημητικής τους νύχτας
Δίχως ν’ αγγίξουν μια στιγμή, ένα όνειρο, την αιωνιότητα
Ω! Πως να μην ονομάσεις τον εαυτό σου τυχερό
Σαν ξέρεις πως είσαι Αυτός
Ο χωρίς ιδεολογία
Ο χωρίς πιστεύω
Ο χωρίς περίγραμμα
Μόλις που προφταίνεις να πληρώσεις την παράταση της ληξιπρόθεσμης οφειλής σου
Κι ακόμα δεν έχεις μάθεις να χρησιμοποιείς το καινούργιο νόμισμα



 Πρώτη φωνή:



Επειδή ο πυρήνας σου συντήκεται
Κι αυτό δεν είναι όνειρο
Επειδή οι βιογράφοι σου συλλέγουν
Τα κυπαρισσόμηλα που βάστηξες στις χούφτες
Τα νερατζόφυλλα που έτριψες στις μασχάλες
Τις ίνες των σωμάτων που κατακρεούργησες
- Αν είναι δυνατόν! Με το μυαλό -
Επειδή σ’ αρέσει να μη φοράς εσώρουχα
Ταξιδεύοντας στην περιπλανώμενη φύση του μικρόκοσμου σου
Ανάβοντας κεριά μέσα σε άδεια καύκαλα
Χτυπώντας με το σφυρί ένα καρφί στο βρεγματικό οστό

Τίποτα δεν μπορεί ν’ αρπάξει την ψυχή σου

 
 Δεύτερη φωνή:

 Όλη τη νύχτα καρτερούσα
Μες σε φυλλώματα και δάση εξωτικά
Με λογής ζευγάρια ματιά ζώων, πουλιών κι εντόμων
Κι είδα ένα μαονένιο φέρετρο πολυτελείας
Να κουβαλά το σώμα μου
Και τους συγγενείς μου κλαίγοντας γοερά, ολοφυρόμενους
Να ουρλιάζουν, να χτυπιούνται και να ξεσκίζονται
Και τους φίλους μου να μένουν βουβοί κι απορημένοι
Που μόλις εχθές αγόρασα τα καινούργια ρούχα της πρεμιέρας
Κι η μοναξιά με κρέμασε απ’ τον ιστό της ελληνικής υστεροφημίας
-Κανείς νεκρός δεν νοιάζεται-
Σαράντα μέρες θα μείνω
Θα σας βλέπω να με τιμάτε με κόλλυβα, τρισάγια κι ευχές υπέρ αναπαύσεως
Μετά δεν ξέρω...

 Μα αν μάθω
Θα σας ψιθυρίσω ένα μεγάλο ψέμα
Όπως αυτό που εσείς μηνύσατε στα παιδιά σας, στους συζύγους σας, στη μάνα σας, στον πατέρα σας

Θα ψιθυρίσω μες στον λαβύρινθο του αυτιού σας
Την προφητεία της μαλλιαρής μου μοναξιάς
Αυτής της αρκούδας που τη σέρνει ο γύφτος απ’ το χαλκά της μύτης
Που της παίζει το ντέφι και χορεύει μες στο απόγευμα της στάχτης
Που την λούζει με πράσινο σαπούνι ποτάσας
Και την ξύνει με σκληρό συρμάτινο χτένι για ν’ αφαιρέσει τα τσιμπούρια
Απομυζητικά παράσιτα με κοιλιές πρησμένες απ’ το αίμα
Στο πετσί μου η κηλίδα μιας πληγής
Η πετρελαιοκηλίδα της Μεσογείου
Βαφτίζει την Ανθρωπότητα


 Πρώτη φωνή:

Σε προσκαλώ Θεέ σε δείπνο
Ήδη έχω προβεί σ’ όλες τις απαραίτητες ετοιμασίες
Κεριά αναμμένα
Σερβίτσια απλωμένα
Πρώτο πιάτο η ίδια η ζωή
Κυρίως πιάτο το ανυπόφορο όνομα Σου
Και για επιδόρπιο η φοβερή μου επιθυμία
Κάτσε Θεέ στο θρόνο Σου

 Στην κεφαλή της τράπεζας
Ως προφήτης Σου θα σου σερβίρω
Τον μαύρο εγκέφαλο της ανθρωπότητας
Περασμένο στο μπλέντερ
Αραιωμένο μ’ αίμα και αιώνιο πόλεμο
Πόλεμο παγκόσμιο, εμφύλιο, ατομικό, πυρηνικό
Θεέ Μου με καλαμάκι θα απολαύσεις το απεριτίφ του κόσμου Σου
Να τον χαίρεσαι τον κόσμο Σου
Η ψυχή διαφεύγει Θεέ Μου μέσα από τούτη την τρύπα του ποιήματος
Η μαύρη τρύπα μιας οργής
Το μαύρο γεγονός ενός διαρκούς θανάτου
Το μαύρο σαγόνι μου που βγάζει γένι
Το μαύρο πέπλο του χιονιού που σκέπασε το καλοκαίρι
Η μαύρη γάτα που ‘σκισε τη μοίρα
Το κοινό μαύρο της κατάστασης
Γεμίζει το κελί της ύπαρξης μου με το τίποτα
Εντέλει το μαύρο τίποτα!

 
 Δεύτερη φωνή:

Μέσα στο μαύρο ο μπαμπούλας
Σε τρομάζει με το ξαφνικό του μπου!
Κρυμμένος μέσα στις παιδικές ντουλάπες
Αλεξιπτωτιστής τ’ ονείρου σου
Πτώση μ’ ανοιχτή ομπρέλα από τον πύργο της Βαβέλ
Επίπεδα διαδοχικά


Οι φυλές των ανθρώπων
Τα γένη, οι ράτσες, οι επιμιξίες, τα φύλα, ο ποιητής
Που γράφει αυτό το ποίημα
Παζαρεύοντας το τέλος του με μια αλλοδαπή χορεύτρια
Μ’ έναν μαυροντυμένο μπάρμαν μ’ έξυπνα μάτια
Και τον προτεταμένο δείκτη του χεριού που μετρά τα δευτερόλεπτα του

ανύπαρκτου χρόνου πάνω στα λακκάκια των παρειών του
Δεν ζωγραφίζεται αυτό το πρόσωπο
Δεν αποτυπώνεται ούτε με φωτογραφική μηχανή, ούτε με βιντεοκάμερα
Μόνο αναδύεται μεσ’ απ’ την μαύρη λίμνη του μυαλού
Ως πρόσωπο υδραργυρικό
Πτώση μ’ ανοιχτή ομπρέλα από το Empire State Building
Ωωπ! Ωωπ! Οι στρατιές των μυρμηγκιών στις πλάκες του πεζοδρομίου της 5ης Λεωφόρου και της 34ης Οδού
Πτώση από τα 1453 πόδια
Το σωτήριο έτος της άλωσης μεταγραμμένο εις ύψος στη νέα μητρόπολη
Ωωπ! Ωωπ! Κατάπια την σφυρίχτρα του αστυνόμου
Την κάνη του περιστρόφου του
Γι’ αυτή τη μαύρη τρύπα του ποιήματος



Πρώτη φωνή:

Νερό που ρέει στις χαράδρες του βουνού
Νερό που γλείφει την πέτρα διεισδύοντας στον ασβεστόλιθο, στην άργιλο, στην ιλύ
Νερό που ποτίζει τους κρεμαστούς κήπους της Βαβυλώνας
Κι η μεγαλύτερη πόρνη
- λευκό νερό –
Κυλάει μέσα στις φλέβες μου.
Το νερό των Πάντων
Ο χρόνος των Πάντων
Καθώς μετρά αντίστροφα
Δέκα...πέντε...τρία...δύο...έν
α
Τα παγωμένα δάχτυλα
Απ’ την κορφή ως τα νύχια λευκοντυμένη, η πόρνη των Αρχάτ
Ξαπλώνει στο οροπέδιο του Σουμέρου
Εισπράττοντας το Ντάρμα της Ύπαρξης


 Οφείλω να πληροφορήσω τον Ουίλλιαμ πως ο Α Πουκ δεν είναι εδώ
Έφυγε με το διαστημόπλοιο του Αρχαίου των Ημερών
Εγκαταλείποντας την ανθρωπότητα στα δολοφονικά χέρια του Θεού
Του Πάπα του Πατριάρχη
Τυλίγοντάς την με ζουρλομανδύα

Σκίζοντας τα φτερά της πεταλούδας
Ξεδοντιάζοντας την αιματοδιψή νυχτερίδα
Ξεμαλλιάζοντας την κεφαλή της Μέδουσας
Γεμίζω οικιακές σακούλες σκουπιδιών με τα σύμβολα της ζωής μας

Μιλώ για τη ζωή μας, μ’ ακούς;


  Δεύτερη φωνή:

Θέλω να ξέρεις ψυχή μου
Πως ο ήλιος είναι χρυσή λίρα
Και το φεγγάρι ασημένιο δολάριο
Θέλω να ξέρεις ψυχή μου
Πως ο άντρας είναι η σπίθα
Και η γυναίκα η φωτιά
Θέλω να ξέρεις ψυχή μου
Πως ο χρόνος είναι λευκό διαμάντι
Και ο χώρος κόκκινο ρουμπίνι
Θέλω να ξέρεις ψυχή μου
Πως το κλειδί του σύμπαντος
Έλιωσε από τον έρωτα

Μιλώ για τη ζωή μας, μ’ ακούς;


Πρώτη φωνή:

Σε βλέπω στην TV
Σ’ ακούω στα FM
Συντονίζομαι στο ping του modem σου
User Authenticated
Κατά βάθος χρήστης imitation
Με κλεμμένο username και password
Με ένα φτηνιάρικο σακβουαγιάζ γεμάτο gadgets
Γεμάτο Ομορφιά!
Ομορφιά που απλώσαμε σαν γραμμή καπνού
Περικλείοντας με φράχτη την σφαίρα της Γης



 Πόσο ευτυχισμένοι ήμασταν!
Σαν πεθάναμε
Όλοι ρώτησαν:

 «Μπορούμε να φιλήσουμε τις ψυχές τους;»
Αντ’ αυτού κατάπιαν ηρεμιστικά και αγχολυτικά με τη σέσουλα
Κι ο ύπνος τους έγινε πίνακας πάνω στα μνήματα του νεκροταφείου
Τυπώθηκε σε αντίγραφα μεταξοτυπίας
Κρεμάστηκε σε σαλόνια 5Χ5 ασφυκτικός
Και κάθε που οι άνθρωποι μαζεύονταν
Επ’ ευκαιρία μιας επετείου
Γέμιζαν τα μνήματα μ’ ανθρώπους ναρκωμένους
Τόσοι πολλοί
Που γέμισαν ως απάνω τους τοίχους της Αιωνιότητας

Αυτή είναι η Κόλαση Θεέ


Δεύτερη φωνή:

Ο άνθρωπος κάμει θαύματα
Ο άνθρωπος πλάθει σκιές


Αν μπορέσετε γδάρτε όλους τους αμνούς της γης
Σφάξτε τους μόσχους τους σιτευτούς
Αποκεφαλίστε τ’ αρσενικά νήπια
Κάψτε τα βιβλία όλου του κόσμου

There’s a starman waiting in the sky
He’d like to come and meet us
But he thinks he’d blow our minds


Πρώτη και Δεύτερη Φωνή:


Έι ωωπ! Έι ωωπ! Οι λέξεις ατελείωτες
Διελκυστίνδα
Έι ωωπ! Έι ωωπ! Κράτα γερά, μας παίρνει ο Θεός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου