Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

Μνήμη Γιάννη Βαρβέρη (Ποιήματα)

[πηγή εκδόσεις Κέδρος/facebook]

Κλινική  

Μου είπε επί λέξει:
–      Άμα πεθάνω
πώς θα ζήσω
χωρίς εσένα;

Περί του αντιθέτου

Σ’ αγάπησε, μου λες, πολύ
ποτέ σου δεν σε απάτησε, βεβαιώνεις.

Έχω στοιχεία
αλλά το πιο ισχυρό
είναι πως πρέπει να σ’ αφήσω ερωτευμένη.

Πρωθύστερο, Ι

Όταν μπορώ
χωρίς να σε ρωτήσω
πετάω πράγματα
μικρή αξίας
που κάποτε θα σε θυμίζουν.

Έτσι κι αλλιώς
εφόσον ζεις
αν σου ‘λεγα το λόγο
θα ‘χες συμφωνήσει.

Καμένα αρχεία

Αν έρθει η ώρα
τα χρόνια που έχεις κρύψει
στην ταυτότητα
θ’ απαιτήσω
να τα ζήσεις.

Quiproquo

Στις λίγες μας κοινές εξόδους
κανένας δε γυρίζει να σε δει.
Ούτε απλοί σου γνώριμοι
δε ζούνε πια.
Έμεινες μόνο με όσους
σε αναγνωρίζουν
βλέποντάς με.

Από τη συλλογή Βαθέος γήρατος (Κέδρος, 2011)

ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΖΕΚΙΛ

Λοιπόν γιατρέ
κάθε πρωί
δοχείο σώμα
εντός του οποίου

εντός του οποίου
υγρό μυαλό
και τα λοιπά
και τα λοιπά.

Όμως γιατρέ
το βράδυ
δοχείο μυαλό
εντός του οποίου
υγρό το σώμα
αλλάζει σχήματα
και παίρνει στάσεις
και κυλάει καμπύλα
και μεταμορφώνεται.

Πείτε μου πείτε μου γιατρέ
τι στέρεο αντίδοτο προτείνετε
για σώματα που υγραίνονται τις νύχτες
κι απομένουν
μέχρι δακρύων υγρά
ως το πρωί;

Από τη συλλογή Στα ξένα (Κέδρος, 2001)


Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΔΕΝ ΠΙΝΕΙ ΣΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΥΣ

                                                                                              Στον Γιώργο Μαρκόπουλο

Χθες είδα πάλι στον ύπνο τον πατέρα. Καθόμασταν οι δυο μας σ’ ένα τραπέζι με καρό τραπεζομάντιλο.  Κάποιος μας έφερε δυο ποτηράκια και κρασί. – Είσαι καλά; του λέω.  – Καλά, καλά, και μου ‘πιασε το χέρι.  –  Άντε στην υγειά σου, είπε. Σήκωσε το ποτήρι, τσούγκρισε και το άφησε πάνω στο τραπέζι. – Δεν πίνεις; ρώτησα.  – Εσύ να πιείς, απάντησε. Εγώ δε θέλω να ξεχάσω.

Από τη συλλογή Πεταμένα λεφτά (Κέδρος, 2005)

ΕΝ ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΛΟΓΩ
1975

ΘΑΝΑΤΟΣ  

Συντάσσω κάθε πρωί ευάρμοστα το θάνατό μου
τον στοιχειοθετώ τον παρεμβάλλω σ’ όλους τους χώρους
τον εσωκλείω σε φακέλους τον στρίβω τσιγάρο
τον πυροδοτώ.
Όλος αλκή ακονίζομαι
στο ξυραφάκι που διαρκεί και διαρκεί.

ΤΟ ΡΑΜΦΟΣ
1978

ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΜΟΥ  

Δε μου ανήκει στίχος κανένας. Οι φίλοι μου τους χειρούργησαν όλους.
Οι ακέραιοι φίλοι μου Μπρασένς και Φερρέ. Και οι άλλοι.
Και δεν είναι κεφάλι τούτο, είναι μίσος.
Και τα πλαστικά κρινάκια της μαμάς τ’ απόθεσα στην πύλη του Πολυτεχνείου.
Δεν είναι κεφάλι τούτο που δεν ξεχωρίζει το τόξο απ’ το βέλος.
Έτσι και να σκοτώσω δε θα το χαρώ
δε θα μάθω ποτέ με τι σκότωσα.
Δεν είναι κεφάλι τούτο που καπνίζει
κορδελίτσες χορεύτριες οριεντάλ
σάρκες κι οστά ιδεών κι απολαμβάνει.
Πήρα κι εγώ το σκαρπέλο και το συγύρισα
βγήκα επιτέλους στον αγώνα
ξεκάλτσωτος με πέδιλα της κακιάς ώρας και σγουρό μαλλί σίγουρο.
Μα πάλι δε διαβάζονται οι στίχοι μου˙
μέσα κι έξω όλοι μου οι στίχοι
ραβδώσεις της ζέβρας κι εγώ δεσμοφύλακας.
Όπως απέξω έτσι και μέσα βρήκα
του Σαρτρ το χαλικάκι
στο μάτι τους
και στο δικό μου μάτι τον ίδιο λύκο βρήκα
να βυζαίνει και να μη σηκώνομαι.

Τι άλλο να θέλει το ποίημα
παρά να περάσεις την κλωστή στη βελόνα
–      κι αλήθεια τη νύχτα γεμίζει κλωστές το δωμάτιο  –
ακόμα κι ο Όμηρος τα κατάφερε, σκέφτομαι˙
αλλά πού βελόνα να τρυπήσω τη νύστα στον κρόταφο…

ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ
1982

ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΕΝΟΣ ΠΑΛΑΙΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ  
                                                                       
Ο Θάνατος μεγαλώνει…
Στην αρχή δε φαντάστηκα…

28 Δεκεμβρίου: η γιαγιά.
Με τη φουρκέτα, που καθάριζε βύσσινα.
Μετά, 17 Ιουλίου: η χρυσή καδένα του πατέρα.

Λίγο λίγο ήρθαν κι άλλοι. Διακριτικά.
Μ’ ένα ξενόκουμπο, μ’ ένα δίσκο της Μένδρη
με κάτι. Την ορισμένη μέρα
ξέθαβα το θυμητάρι
κλειδωνόμουνα στο δωμάτιο.
και πενθούσα καπνίζοντας.

Έξω οι φίλοι παντρεύονταν, κάναν παιδιά.
Εγώ, ούτε είδηση. Τακτοποιούσα μονάχα:
6 Μαρτίου, 16 Αυγούστου, 30 Νοεμβρίου…
Αγύρτες, άγιοι κι ωραίες
παίρναν τη θέση τους
και σφάλιζαν τις μέρες.

Κι έτσι μ’ έκλεισαν πια στο δωμάτιο
σαν τα βρέφη
που σφίγγουνε κάτι στο χέρι τους
και κανείς κανείς δεν μπορεί να τους το πάρει
με κρατάνε στη φούχτα τους
κι έχω γίνει εδώ μέσα
ο τρυφερότερος
όλων σας.

ΠΙΑΝΟ ΒΥΘΟΥ
1991

ΕΓΩ ΚΟΙΤΑΖΩ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΜΟΥ  

Σε βλέπω τώρα που γερνάς
και είσαι η μόνη εναπομείνασα
με τις παλιές εκείνες πούδρες που αντιστέκονται
με το κουμκάν της Τρίτης
το κολιέ τα σκουλαρίκια του ΄50
και μου θυμίζει τις καλές εποχές
που όλοι οι δικοί μας ζούσαν
και ρυθμίζατε το μέλλον μου
με τόση ασφάλεια ανυποψίαστη.
Σε βλέπω και με πιάνει πανικός
να, ότι ζεις
κι απ’ ώρα σ’ ώρα
ότι ραγίζεις
και σου το λέω σαν να ‘φταιγες εσύ
και μου απαντάς
διώχνε τις μαύρες σκέψεις όλοι κάποια μέρα
άντε σινεμαδάκι να ξεσκάσεις
κοίταξε το μέλλον σου

Έλα λοιπόν, φύγε κι εσύ λοιπόν
φύγε να μείνω μόνος με το μέλλον μου
μια και το μόνο μέλλον μου είναι
να γίνουν όλα γύρω παρελθόν.

ΑΚΥΡΟ ΘΑΥΜΑ
1996

ΜΑΣΚÉ  

Στον τελευταίο χορό μεταμφιεσμένων
καθένας θα ντυθεί το τολμηρότερο.
Εδώ τις έχω τις στολές
αναποφάσιστες:
Άγγλος αποικιοκράτης στην Ινδία
συγκλητικός του Κόμμοδου με πλήρη γούστα
λόρδος απρόσιτος σε ιπποδρομίες του Άσκοτ
κρουπιέρης μεγιστάνων στο Λας Βέγκας
ποιητής μιας ρίζας άδικης, ξεριζωμένης.

Αν όμως οι άποικοι ξεσηκωθούν;
Κι αν τα’ όργιο κλείσει μ’ εντολή σφαγής;
Τι πλήξη ο διαρκής θρίαμβος των αλόγων μου!
Πάντα θα παίζουνε και πάντα θα μοιράζω;
Και πώς να μου ριζώσει η ρίζα για καλά,
αν πρώτα δεν την κόψω από τη ρίζα;

Α μπα. Μ’ ό,τι φοράω θα πάω.
Κανείς δεν αναγνώρισε ποτέ
έναν εκ γενετής συνταξιούχο.

Από τη συγκεντρωτική συλλογή Ποιήματα 1975-1996 (Κέδρος, 2000).













Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου