Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Τρίτη 20 Μαρτίου 2012

ΜΙΚΡΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ /ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ 2012,





  


                      


                                              




                                      
                       









                            ''Θυμάμαι παιδί  που έγραψα τον πρώτο στίχο μου.
                                 Από τότε ξέρω ότι δεν θα πεθάνω ποτέ-
                                 αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα''



                                   [Τάσος Λειβαδίτης]
                                            

         

     

 
 


Εκτύπωση όλων                                          
Σε νέο παράθυρο

ΧΑΡΗΣ    ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ





58








΄Ολες οι λέξεις που ισχυρίζονται
 ότι εξημερώνουν τον θάνατο λένε ψέμματα.
 Τα χέρια σου όμως που τώρα κρατάνε
 την τεφροδόχο με τις στάχτες της είναι αληθινά.
 Όλες οι λέξεις που ισχυρίζονται
 ότι παγιδεύουν τηv ομορφιά λένε ψέματα.
 Τα χείλη σου όμως που τώρα γεύονται
 μές  στο σκοτάδι τα δικά της είναι αληθινά.
 Ολες  οι λέξεις που ισχυρίζονται
 ότι αλώνουν τη σιωπή λένε ψέματα.
 Το ποίημα όμως που τώρα έρχεται στο φως
 καταλύοντας τη λευκότητα  είναι αληθινό.
 


 Κρατιέσαι από τις λέξεις,λες και η θάλασσα έχει κλαδιά.
 Όμως βουλιάζεις διαρκώς.Το στόμα σου είναι ήδη κάτω από το νερό.








[  από το βιβλίο  Σονέτα της Συμφοράς ]

**********************************






ΑΜΑΛΙΑ ΡΟΥΒΑΛΗ







Ζωή κι αυτή



Ό,τι χώρεσε από ζωή,
χώρεσε.
Τώρα στριφώνω τα ξεφτίδια
για να μην ξηλωθεί
και το λίγο που απομένει.


«’Επεα πτερόεντα», εκδ. Τυπωθήτω, 2009





*************










ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ







Η διαρκής έκπληξη εκείνων των ερώτων







Ακόμη ένα, αλλά γρήγορο σώμα
το κλέος των προσφορών του
μέσα στο σκοτάδι γίνεται Κυβέλη
ή κατά τις περιστάσεις, Εκάτη
ένα σπίτι γεμάτο πυρσούς
έτοιμο ν΄ ανάψει
οι σπασμοί έχουν αρχίσει από νωρίς
δάχτυλα ερευνούν απερίσπαστα χάος


                                         --


Ποιο είναι το αρμόδιο ρήμα,
μήπως souffler;
Αλλά αρκεί για μια τόσο βαθιά πράξη;


                                          --


Θηλάζει συχνά η ίδια το στήθος της-έξοχα!
Όχι από βουλιμία,
Αλλά από αυτοπεποίθηση πάντα.


                                       --


Με το μισό κορμί να γέρνει ήδη
πάνω από το χαντάκι της έξωσης
οι δανειστές να κορυβαντιούν προ πολλού
εμείς ψάχνουμε στο χάρτη νέες πηγές
τροφή στα έσχατα των ηπείρων
περισσότερο αποδημητικά πλέον
παρά σημασίες δίποδες.


                                          --


Θα επιστρέψω,
Σίμων ο Μάγος ή απλώς Αλέκος Π.
θα επιστρέψω μέσα στο φως της αλάνθαστης
πτώ
σης.


                                                     --


Πώς το έχει πει ο Κομπαγιάσι Γιατάρο,
πιο γνωστός ως Ίσσα
πριν από δύο αιώνες
«Εκεί που ο πέλεκυς λαθεύει
εκεί κάνει τη φωλίτσα του το φρόνιμο πουλί»


έτσι κι εμείς θα σκαλίσουμε στη φλούδα του πεύκου
«Άσχετοι με τα θαύματα,
 εδώ θα χτίσουμε μαζί ένα- ένα τα φιλιά».


                           --


Οι κλειδώσεις μας ποτέ δεν θα πονέσουν
όσο βάζουμε λίγο μέλι στους αφαλούς
από εκεί ως το μεδούλι μπορεί να φτάσει
κι από εκεί ως τους αστερισμούς του Αυγούστου
να μας δείξει


                                    --


Μπορούμε ν΄ αντέξουμε, σήμερα τουλάχιστον,
κι άλλη, δίπατη πραγματικότητα
και το αντίθετό της μαζί
είμαστε από κεράσια
ξαφνικά αδάμαντες.


                                         --


κάτι από την επανάληψη
κάτι από την επανάληψη
έρχεται ο οργασμός να δέσει με το όνειρο της Ρουθ.


                                               --


...καθώς κουταβάκια τρέχουμε
πάνω κάτω στο χαλί της όρεξης και της έκστασης
όμως
τα ασταθή βηματάκια της Πάρκινσον
τα κραυγαλέα σινιάλα της γεροντικής άνοιας
τα σφαγμένα βλέμματα της Αλτσχάϊμερ
ας τα συνηθίσουμε όλα αυτά
από τώρα που τρέχουμε σαν  κουταβάκια
πάνω κάτω στο χαλί της όρεξης και της έκστασης...


                                                   --


Παρεισφρέουν πάλι οι γλουτοί
κι αναστατώνουν για τα καλά
τη σύνταξη της νύχτας.
                                                      --


Από τον μονόλογο της Ευρυδίκης
καθώς κατεβαίνει ήρεμη την Πατησίων
προλαβαίνω ν΄ ακούσω:
«.κι η απόσταση που χωρίζει την αριστερή κλείδα
από τις υποσχέσεις του ουρανού
μισή ώρα μόνο με τα πόδια είναι
και μας φαίνεται αιώνας.»


                                                             


4 Μαρτίου 2012

 **************




ΤΟΛΗΣ  ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ






 ΔΥΟ ΛΕΞΕΙΣ ΕΞΙ   ΓΡΑΜΜΑΤΑ






 το όνειρο είναι όνειρο
 αυτό είναι σ΄αγαπώ


 από το άλφα ως το ωμέγα του
 αυτό είναι σ΄αγαπώ


 δυο λέξεις που κανείς
 δεν πρόφερε ως τώρα
 και μόλις ανακάλυψα εγω


με την ομίχλη
με το άρωμα του ονείρου
ομως απτές,πραγματικές
όπως η γη
όπως η ανάσα σου


εσύ τρομάζεις και γω τρέμω
μα σ΄αγαπώ
μ΄όλα τα γράμματα
μ΄όλα τα ρήματα
τα επιφωνήματα
με τη σιωπή μου
σ΄αγαπώ




[Από το Μυστικό Αλφάβητο]






*****************






ΓΙΩΡΓΟΣ   ΜΠΛΑΝΑΣ




Η ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ






Καλύτερα να συντριβούν τ΄αστέρια   όλα
στη ραχη μου΄καλύτερα ν΄αρπάξουν
φωτιά οι θάμνοι και τα δέντρα,να χωθούν
βαθιά  στη δίψα οι πηγές,να λάμψει
στα μάτια μου η αρετή του έμφυτου τέλους
μια χούφτα θάρρος σκοτεινό
στο ασάλευτο καβούκι της σιωπής,
παρά αυτή η ευτελής συνήθεια να βάζουν
τα πράματα στη θέση τους.Ποιά θέση;
Έχουν σκεφτεί πως ολα αυτά
που αγνοεί η σκέψη τους τα ξέρει η άγνοιά μου;
Πώς είναι βέβαιοι  πού βρίσκεται η θέση
μιας χελώνας σαν κι εμένα;Kαν δεν έχουν
καβούκι πάντα έκθετοι στα πάντα.Κι όμως τίποτα
πάντα ούτε ερπετά ούτε πουλιά,ούτε ζώα
Φόβος και μίσος δίποδο,που θατελειώσει δυστυχώς
έρποντας για να βρει τη θέση του.Τη θέση!








*******************************






ΠΑΥΛΙΝΑ ΠΑΜΠΟΥΔΗ




(...)
-Τσίου; ρώτησε 
Ξυπνώντας ξαφνιασμένο το κοτσύφι
Τέλειωσε ο κόσμος;


-Θα ξαναρχίσει είπα
Όπως πάντα


(Έστω 
Μόνο για μια στιγμής ζευγάρωμα θεού
Στον ύπνο
Με το μαύρο θηλυκό του)


-Τσίου σφύριξε το κοτσύφι


-Αρκεί απάντησα


Το σπίτι αναλήφτηκε 
Λοιπόν θα μείνω ο κήπος


Θα τρώω μόνο σπόρους θα πίνω βροχή 
Ένα αντικείμενο από χώμα
Ένα υποκείμενο από πέτρα
Ένα κείμενο σπαραγμένο
Από φτερά


-Τσίου
Έκανε τότε το κοτσύφι σιγανά
Κι αποκοιμήθηκε  






Aπό ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟΥΣ 40 ΔΡΟΜΟΥΣ, Ροές, 2011










*******************










 ΓΙΩΡΓΟΣ  ΛΙΛΛΗΣ




ΤΙΜΩΜΕΝΟΣ




Ήπια αχαλίνωτα το δηλητήριο της υπερηφάνειας
από τις σάρκινες κούπες σου, αφήνοντας
τα σκονισμένα μου ρούχα στην ζυγαριά σου.
Κρυμμένος πίσω από τον αχτιδωτό άξονα του ήλιου
όταν σπέρνει την μέρα από τα ανατολικά και βάφει
την ψυχή με πνοή. Σε εμπιστεύομαι.
Κι ας είναι η δύναμη των ανέμων με το μέρος
του πέτρινου δικαστή, του δημιουργού
που δεν φανερώνεται. Όταν έρθει ο καιρός
και μάθω την αντοχή, στο υπόσχομαι
θα παρατείνω τις ζωές μας στην αιωνιότητα
μακριά από τον λεηλατημένο αυτό κόσμο
ουδέτεροι και ευθείς, σαν αίτημα
διαρκείας σ΄ έναν ολοκληρωμένο παράδεισο.
Σε θέλω με μεγάλα χέρια. Ταπεινή αλλά λαίμαργη
για ζωή.






*********************






ΣΩΤΗΡΗΣ  ΣΕΛΑΒΗΣ






Αυτό μονάχα: Μια σπιθαμή χωμάτινο βράδυ
να ζητάς, του ρόδου την άγρυπνη ιερότητα
τη μυστική του συνεννόηση -μες στο σκοτάδι-
μ' ένα χέρι, την ερωτευμένη ανθρωπότητα.


Μέσα στο ψόφιο φως του κήπου δεν αρκεί
ακόμη μια παρήγορη κοσμητική ανθολογία·
η ομορφιά δεν έχει νόημα αν σύρριζα κοπεί·
απ' τα αγκάθι ξεκινά η πολυπέταλη λατρεία.


Ώστε: Κι ας είν' το ρόδο της ρόδο του Ισπαχάν
όταν, με μάτια βυθού, γείρει αυτή να σε φιλήσει
μια κίνηση: Αποσιώπησε τα χείλη της. Κι αν
τ' αγκυλωμένο χάδι σου πάλι αποζητήσει


ναι, τότε μπορείς γι' αγάπη να μιλήσεις
και το ρόδο των χειλιών της να μαδήσεις.




[Σονέτο/από ποιητική συλλογή που είναι υπό έκδοσιν]






*****************






ΧΑΡΙΤΙΝΗ  ΞΥΔΗ






Η ξέρα


  Έτσι έγειρες στη πρώτη άμμο 
 που πέρασε κάτω από τη γλώσσα σου
   χωρίς να την ονομάσεις
 Πίσω απ΄τα βλέφαρα οι στέπες
  Δεν θα το σκοτώσεις το θηρίο
 Μόνο θα ψιθυρίσεις <ψέματα>
 επειδή πλανεύτηκες από μια ξέρα
 Έτσι προσευχήθηκες στον πρώτο
   τυχόντα θεουλη
 που πέρασε μέσα σπό τα δάχτυλά σου 
 χωρίς  να τον πιστέψεις
  Κάτω απ΄το δέρμα σου οι στέπες
  Δεν θα τον κομματιάσεις τον φάρο
   μόνο θα ουρλιάξεις  < ψέματα> 
  επειδή πυροβόλησες την πέτρα του
  Εσύ που γύρεψες μόνο ένα ψαθάκι
  σινιάλο από αταξίδευτο καράβι
  μεθυσμένο  γράμμα ξημερώματα
   κι εκείνον τον ερειπωμένον ανεμόμυλο
   στο τέλος του χωματόδρομου
  στην άκρη ακρη του κόσμου
  πλάι στη θάλασσα με τα παραμύθια
  Ετσι σε πήρε ο καιρός βαθύς
  χωρίς ψαθάκι άστεγο και  άνεργο
  με τη σελίδα λευκά να σκεπάζει
        το κεφάλι σου 
 Μ΄ένα μολύβι να σου φυλάει τα δόντια
 Ένα δέντρο ανάμεσα στα γένια σου
   Και τη χαρά βαλσαμωμένη σ΄ενα
     ξένο χαμόγελο.


 
 
***********************


ΕΥΤΥΧΙΑ  ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ



ΧΑΡΑΖΕΙ ΤΟ ΧΕΡΙ ΠΑΕΙ ΝΑ ΠΕΙ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ



στο βιβλίο μου ζωγραφίζω ένα τρίγωνο.

στην επάνω γωνία ο θεός, στην αριστερή η γάτα μου,

στη δεξιά το μολύβι.

είν’ ένα μαγικό τρίγωνο

γιατί

σε μια προέκταση της μνήμης μου

ανεπιθύμητη

οι γραμμές ατονούν και χαλαρώνουν και κινούνται πέρα δώθε
κι ο θεός γίνεται μαύρη ιέρεια, η γάτα μου πάνθηρας,

το μολύβι μου στυλό.

ο πάνθηρας αχόρταγος· ποθεί την ιέρεια.

το στυλό ανεξίτηλο· τον εκδικείται.

έτσι αφανίζονται τα άκρα

και σώζεται

μονάχο του το θηλυκό

ανίδεη από εξουσία

κέρδισε μια μάχη που αγνοούσε.

λευκός θίασος — έλαχε σ’ εμένα.

κάποιο δώρο θα ’ταν της ανάγκης,

που με το ραβδάκι της τώρα με βάζει να

παριστάνω την τρελή.



Απροπόνητη

αφήνομαι σε κάτι που καλπάζει σαν τα γιατρικά μου κόβω

τα χαρτιά μου σκίζω τα θαυματουργά μου, μια κρύπτη

είσαι —Grotta Azzurai 1— και κάτι σαν γραμμή χαράζει

νέα στραβή, κάτι συμβαίνει με το σχήμα αυτό —τρίγωνο

διαβολικό— δεν ζωγραφίζεται.




[Από το βιβλιο <Μαύρη Μωραλίνα>]








*****************






 ΠΕΤΡΟΣ ΓΚΟΛΙΤΣΗΣ




 "Η φαγάνα"




Το κρανίο μου ζέχνει ακόμα


με βγάλαν
μας αλλάζουν θέση


οι φαγάνες σκάβαν


η κυρά Φ. λίγο πιο πέρα




το κρανίο χωρίστηκε


απ' το σώμα


μια σακούλα μπλε πλαστική


είδα την κνήμη


με λίγο καλσόν




μεταφέρουν το νεκροταφείο




το κρανίο σου σ' ένα ξύλινο ράφι


τρίζει ενώ σκάβει η φαγάνα  .






*****************






ΒΑΛΗ  ΤΣΙΡΩΝΗ




Φοράνε τις ποινές των ενδυμάτων και οι λέξεις
σκοντάφτοντας μες τα σπασμένα ποδήλατα των φράσεων
Ένα ποίημα σαν τη ρωγμή των καταρτιών υποφερτό
Ετούτο μόνο, ενσυνείδητα, μπορεί να ερμηνεύσει τις ανάσες μας...
Οι φουσκωμένες παπαρούνες των λέξεων
Συνένοχα προελαύνουν στις αρτηρίες της σκέψης
Αχνίζουν οι στίχοι, ταπετσαρίες πρωινών
σκορπίζοντας τις λευκοφορεμένες σκέψεις
που-μοναδικές αυτές
την οιδιπόδεια μοίρα της ύπαρξης διέψευδαν
Και οι ιστορίες αντιφέγγουν τους ανθρώπους
Φορώντας ολόκληρες τις περικεφαλαίες των στίχων
εύθραυστα ξεκουράζοντας νοήματα
στις σιωπές και στις προθήκες …
Μια παρουσία ακτήμονα
ντυμένη αχόρταγα μια ύπαρξη
με ριζωμένα βλέφαρα στους ώμους της δικής μας…
Ένας ήλιος ολόσωμος στα βράχια του μυαλού
τυλιγμένος τα υπαίθρια μάτια της σκέψης
κι όλα τα λόγια εδώ αναδεύτηκαν
ατμώδη στους βυθούς των κοχυλιών...
Σε ένα ξημέρωμα υπερφίαλο αρμύρας
Διέσχιζε τις λέξεις, αποκαθηλώνοντας το ποίημα….
 


**************************




               ΑΣΗΜΙΝΑ   ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ




                Και τώρα που έφυγες , Μάγια;


               Πλαγιάζεις μέσα στη θάλασσα
               Η θάλασσα είναι θάλασσα
               πάντα λυτρωτικά σπουδαία
               Κι η στάχτη σου είναι θάλασσα πια




                Μάγια έγινες θάλασσα
  •      κι εκείνος δεν το ξέρει

  •      Το χυμένο πόρτο
         ο χώρος βρώμικος
         και ανάστατος
         κι εσύ γυμνή
         και σκόρπια
         τα βιβλία του τριγύρω
         χιλιουπογραμμισμένα
         με κόκκινους
         πράσινους
         μπλε μαρκαδόρους
         -να μην χάσεις τη σοφία του-

  •      Ήθελες να κρατάς στα χέρια σου
         τον Ποιητή πιο πολύ παρά τον άνθρωπο
         -ή στα μάτια σου αυτές οι ιδιότητες ήταν μία;

  •      Tί υφής ήταν αυτή η γοητεία που δεν ξεπέρασες;
  •       Kαι έμοιαζες με πληγωμένο πουλί
          λευκό
          επικίνδυνα όμορφο
          απόκοσμο
          και μακρινό

  •      Μάγια έφυγες
         και κείνος δεν το ξέρει

  •      Τα γεμάτα σου ημερολόγια
         οι πίνακες του Μontiliani
         τα χάπια στο κομοδίνο σου
         το αποχαιρετιστήριο γράμμα προς συγγενείς
         μια σκισμένη τράπουλα-
         απ΄όταν προσπαθούσε να σου μάθει χαρτιά...

  •      Δεν θα μάθει  πως εφυγες
         παρά μονάχα αν εκδοθείς...


              [πρωτη δημοσιευση  19/2/2012]




             [Από ανέκδοτη ποιητική συλλογή]








***********************






ΕΚΤΩΡ ΠΑΝΤΑΖΗΣ


Ρόδο στο νερό
Αρκεί με αλήθεια να μπεις στην πηγή είναι θαύμα
Βρίσκομαι εκεί που σε χάνω που μ έχεις κλέψει από μένα
Εσύ πιο αμίλητη από Καρυάτιδα καθώς νεωκόρος
σβήνει τα πολυέλεα ψηλά σε ποιόν Ερεχθέα τάζεις;
Μωρό μου φάλτσο φωτιστική μας ύλη
είσαι ποτάμι σε άλλη κοίτη είσαι γυναίκα σε άλλη κλίνη
Αρκεί με αλήθεια να μπεις στην πηγή είναι θαύμα
Η χώρα μου μέσα σε εσπέριες λεμονιές χτισμένη
λεμόνια κίτρα φύλλα η χώρα μου εσύ ένα μουσκεμένο ρόδο
όνειρο μου νυχθημερινό καθρέφτης στο νερό
τρεχούμενο τρέμει τις μορφές στο πάντα ρει ένα ρίγος
Αρκεί με αλήθεια να μπεις στην πηγή είναι θαύμα
Βρίσκομαι εκεί που σε χάνω που μ έχεις κλέψει από μένα
εσύ πιο αμίλητη από Καρυάτιδα μουσκεμένο μου ρόδο
καθώς καθρέφτης στο νερό τρέμει τις μορφές στο πάντα ρει ένα ρίγος

******************


ΧΡΥΣΑ ΜΑΣΤΟΡΟΔΗΜΟΥ
Μεγέθη


Oι άνθρωποι
δυσανάλογα μεγέθη
που να φτάσουν
το ίδιο μέγα μέγεθος επιθυμούν


Μεγέθη που επιβάλλουν
οι περιστάσεις,
οι καταστάσεις
και ο κακός μας ο καιρός.
από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή "Κλειδιά στο τραπέζι"

*****************




 XAΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ




Ματαιοδοξία ποιητού






Είναι μεσημέρι και μου τηλεφωνεί
εκείνος ο εκδότης (γνωριζόμαστε εξάλλου
και μου 'ναι, στ' αλήθεια, πολύ συμπαθής) 
που έχει δυο μήνες τώρα τα ποιήματά μου


και μου λέει πόσο του αρέσουν, που όλο
με τα μικρά και τα ασήμαντα ασχολούνται
(ένα κυκλάμινο, αναφέρει, ένα λευκό φανελάκι,
ένα ρήμα που το προτιμώ ασυναίρετο)


κι ότι τα πήρε στο σπίτι του για να τα διαβάζει,
μα η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, οι τάσεις της εποχής,
η οικονομική κρίση και οι γράφουσες Ελληνίδες
δεν του επιτρέπουν να τα εκδώσει.


Κι εγώ πιστεύω κάθε λέξη που μου λέει
κι ας μην μπορώ να θυμηθώ πότε έχω γράψει
για κείνο το κυκλάμινο (είναι γνωστό εξάλλου
πως εγώ τα τριαντάφυλλα αγαπάω).   



********************** 




 ΑΝΝΑ  ΝΙΑΡΑΚΗ




άνοιξη όπως έρωτας


Πάνω στο χέρι σου άνθισαν και φέτος οι κισσοί,
αυτοί που φουντώνουν και βάφουν την πλάτη σου και το όνειρο πράσινα
και στο κεφάλι σου μπλέχτηκαν μπουμπούκια αμυγδαλιάς με τα μαλλιά σου.
Περιμένεις τα χελιδόνια λες, να έρθουν, φωλιές να χτίσουν από κλαδάκια
και χορτάρι στο στήθος σου, να τραγουδούν τα πρωινά σουίτες και άριες.
Δυο βασιλικοί φύτρωσαν στα πόδια σου, ψηλώνουν κάθε μέρα
και εκεί κάπου στο μέρος της καρδιάς μια πορτοκαλιά φάνηκε.
Να την μπολιάσω, ζήτησες, με την απώλεια,
σαγκουίνια να βγουν, με χυμό κόκκινο, να βάψουν τον έρωτα.


(ανέκδοτο)


 


*************************




 ΝΙΚΟΣ   ΕΡΗΝΑΚΗΣ




 Το μέλλον θα μας βιώσει




Mας κλείσαν στα καλύτερα τους σπίτια
Nα μην είμαστε κίνδυνος για κανέναν πια
Mας φιλοξένησαν σε παλάτια
Eίναι ήρεμοι που δεν είμαστε εκεί έξω
Nα τους απειλούμε
Ξέρουν πως εδώ πονάμε μόνοι
Και πως είμαστε δυνατοί
Μόνο όταν δεν είμαστε μόνοι
Μας σκόρπισαν σε μέρη απόμακρα
Μας κλέψαν τις λέξεις μας
Μας φόρεσαν τις μάσκες τους
Υποδύθηκαν τους έρωτες μας
Χόρεψαν τα τραγούδια μας
Μέρχι που η μουσική τους 
Δεν μας θύμιζε τίποτα πια


Που να ξέραν όμως


Πως οι μύθοι θα νικάνε πάντα τους αριθμούς
Πως το μέλλον θα μας βιώσει
Η καύτρα μας θα καίγεται για πάντα
Σαν τις ιερές λίμνες
Eίμαστε ο καπνός του κρύου στο ζεστό
Και κανείς δεν είναι ευτυχισμένος μακριά μας
Είναι ωραία η βόλτα
Φωτιά και χρόνος
Μια αθώα διαστροφή
Μια αστική ιεροτελεστεία
Κι όταν κάνουμε ευχές
Πετάμε κέρματα σε υπονόμους
Tα συντριβάνια μοιάζαν από πάντα ρηχά
Κι ας είπαν πως θα έπεφταν κεραυνοί να μας κάψουν
Δεν έπεσε κανένας
Μπορεί και να τους γοητεύσαμε
Και ίσως ναι,
Το συμπάν τελικά να έχει λίγο από τη γεύση μας
Που να ξέραν λοιπόν
Πως εμείς κοιταζόμαστε τα βράδια μέσα από καθρέφτες και τα λέμε
Γεννάμε νέες λέξεις
Χορεύουμε ξανά αρχαίες μουσικές
Κάνουμε βουτιές
Έχουμε τους τρόπους μας να ερωτευόμαστε
Οπλιζόμαστε
Και τους περιμένουμε
Αναζητώντας την πραγματικότητα που θα νικήσει το όνειρο
Τους περιμένουμε να μας ανοίξουν τις πόρτες
Νομίζοντας πως μας έχουν ημερέψει
Για να ξεχυθούμε στον άνεμο
Και να γίνουμε ανάσα
Χωρίς να μας φοβίζουν
‘Οπλα, φυλακές και κατάρες


Αναμένουμε τους εξόριστους
Δεν υπάρχουν ανάγκες
Δεν χρειάζονται νόμοι


Η σάρκα μας απολογήθηκε
Το μυαλό μας ποτέ


Συνεχίζουμε να πέφτουμε
Παραμένοντας υποχρεώμενοι στο θάνατο


Εμείς
Και τώρα


Βρισκόμαστε στα σύνορα
Έχει χελιδόνια εδώ


Είχαμε να θυσιάσουμε και θυσιάσαμε


Ας περπατήσουμε
Κι ας μην έφτασε ποτέ κανείς


Κουβαλάμε μαζί το μεθυσμένο μας μέλι


Κι αν μόνο ο θάνατος και το τίποτα μας έχουν απομείνει
Τότε στο θάνατο και στο τίποτα θα βρούμε την ελπίδα


Είχαμε από πάντα μαζί μας τον ήλιο
Και από ότι βλέπω ο ήλιος είναι ακόμα εδώ








*************************************************






Ν.Γ.ΛΥΚΟΜΗΤΡΟΣ




ΕΡΩΤΙΚΗ ΡΑΨΩΔΙΑ ΣΤΟ ΠΑΡΟΝ


Όταν τα αγκομαχητά μας συντονίζονται,
όταν οι ανάσες μας βαραίνουν,
όταν τα κορμιά μας πάλλονται,
τότε είναι, ίσως, η μοναδική στιγμή
που μπορώ να αφεθώ και να ξεχάσω τα πάντα.
Ξέρω πως δε θα ʼχω ποτέ ξανά
(κι ίσως να μην είχα ποτέ)
εκείνο το ανέμελο βλέμμα του εφήβου
που κοιτά το αντικείμενο του πόθου του
με μια ανεπιτήδευτη αθωότητα
αλλά μου φτάνει
που είμαστε εδώ μαζί τώρα. 






**********************************

β.κουστουδας


Ενώ εσυ δεν ήσουν εκεί

Και ενώ εσύ δεν ήσουν εκεί ,
είδα να σε ορίζουν μανιασμένες θύελλες
και κύματα μιας άγριας θάλασσας
να πλέκουν γαλαξίες τα μαλλιά σου ,
κι είδα τρικυμίες μέσα στην ψυχή σου
που με ναυάγησαν σε όλους
τους ωκεανούς του απέραντου ,


είδα τα αστρικά φαντάσματα των ανθρώπων
να με κοιτούν με απορία ,
τον κόσμο ολόκληρο μέσα στα μάτια σου
τον είδα να πεθαίνει και να ανασταίνεται ,
με μιαν ανάσα ,με ένα τίποτα ,


και ενώ εσύ δεν ήσουν εκεί ,
με κάθε τρόπο σε ένιωσα


και μέσα σε ένα θλιμμένο όνειρο
γεύτηκα την ανελέητη μοναξιά


των ξεχασμένων θεών ,
των πεθαμένων ανθρώπων....


Και ενώ εσύ δεν ήσουν εκεί ,
είδα τη μορφή σου υγρή


να πνίγεται μέσα στις αργές μεταμορφώσεις της ,


και άγριες καταιγίδες να γράφουν τα μαύρα σύννεφα
πάνω στα βλέφαρα σου


και αστρικά παράδοξα να γεμίζουν τρυφερά
τις ατελείωτες νύχτες μου ,


και ενώ εσύ δεν ήσουν εκεί ,
ένιωσα μέσα μου βαθιά την αγάπη
να με πλημμυρίζει....


***************
ΣΤΕΛΛΑ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ


Η άνοιξη σ' οδήγησε. Σωστά;
Κοίτα!
Κοίταξε το πουλί, το χελιδόνι
πώς φτερουγάει την άνοιξη
Ακάματο να χτίσει τη φωλιά
κλαράκι κι άχυρο κι αγάπη ζώσα
Κι ας την αφήσει πάλι έρμαιο
του φονικού χειμώνα και του σφετεριστή
δήθεν αδύναμου σπουργίτη
Είναι η χρεία του χαρά
κι ευγνωμοσύνη το κελάηδισμά του
αποδημητικό κατά περίσταση
από κλαδί και σ' άλλο ποίημα
Κάποτε και στα τροπικά μου όνειρα
μοσχοβολάει ανθούς το λάλημά του


Κι εσύ
που τα 'χες όλα -από γενέσεως αφής-
κι οι μοίρες σου σε φίλησαν
μ' αισθήματα σφοδρά κι ακμαία χάρη
δεν έστερξες στον ήλιο ένα χαμόγελο


Όλο ν' ανασκαλεύεις το χαμό
τον πόνο μιας αγέννητης πληγής
μόνη γητειά σου η νάρκη
Οι νύχτες σου μισές, ο ύπνος λίγος
αφύσικος, μετέωρος και άσπλαχνος
ο ουρανός σου
Γκρεμίζεις τα φυλλώματα απ' τα χέρια μου
δέντρο γυμνό ξεραίνομαι και σπάω
Σπλαχνίσου το πουλί
δώρα σου φέρνει
απ' τα μακρινά σου κύτταρα
ήχους από ποτάμια βουερά
στις εκβολές της μνήμης
μακριά από του χάους την ορμή
Μια διαδρομή στο φως
να καίει και να ζεσταίνει
το βάθος κάθε λέξης κάθε αγγίγματος


Επίμονη θαρρείς η φετινή λιακάδα
σαν ένα μήνυμα να εικάζει
γνέφοντας απαλά στην Άνοιξη
τους κόσμους σου ν' ανοίξει
Ν' αποδημήσεις πέρα
απ' αυτή
τη μέση ανάγνωση


Από τη Συλλογή Μάσκα Οξυγόνου, εκδ. Γαβριηλήδη, 2011.



***********



 BAΣΙΛΙΚΗ ΝΕΥΡΟΚΟΠΛΗ



Κύριε ελέησον


Ελέησε Κύριε τις θλίψεις που βουρκώνουν τα νέφη
Ελέησε Κύριε τη φωνή που σφάζει τη σιγή
Ελέησε Κύριε το τυφλό βλέμμα στα αόρατα
Ελέησε Κύριε τα κλειστά δάχτυλα στα δώρα
τα όχι της αδυναμίας
τα ναι της υποχώρησης
τα ίσως των συμβιβασμών


Ελέησε Κύριε
την άγονη καρδιά μου
το νωθρό μου νου
το άρρωστο σώμα μου


Ελέησε την άγνοια,
τη σκληρότητα,
τη μισανθρωπία μου
-δικά μου τα χειρότερα όλα-


Κύριε, Κύριε, αχ Κύριέ μου
τι να πρωτοελεήσεις
δεν ξέρω να πω
δεν ξέρω να ζητήσω
ούτε και να ονομάσω δύναμαι
τις μισές μου λέξεις
τις άναρθρες κραυγές
ή την αγλωσσία μου;


Βρες ένα νήμα Εσύ απ' το κουβάρι μου
και τράβα το απαλά -να μη πονέσω
σαν ουρά χαρταετού
στον ουρανό της Αγάπης σου
κι αν μείνει στο τέλος η μια άκρη μου στο χώμα
κράτα την άλλη Εσύ ψηλά και σταθερά
πνεύσε Πνοή μου, Αύρα μου και πάλι
ν' ανασάνει η κλωστή μου απ' την αρχή


λύσε τους κόμπους Κύριε
ένωσε Κύριέ μου τα σπασμένα
χρωμάτισέ με Αγαπημένε
και ελέησέ με Κύριε


κοίταξέ με
χάιδεψέ με
πάρε με αγκαλιά



************

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου