Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ- ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

EΝΑΣ ΑΣΤΕΓΟΣ

Η αλήθεια ειναι πως σκοτώνει
αρκούδα αυτό το κρύο κι η Σταδίου κατεβάζει
φαρμάκι,αλλά θα βγει το βράδυ:θα έρθουν
τα σκυλιά.έχω ψαρέψει
από τον κάδο στην Ομήρου
δύο χάμπουργκερ μισά,
θα τα φάνε,θα ζαρώσουν εδώ δίπλα,
θα ζεσταθούν,θα ζεσταθώ.
Ε,όχι να πεθάνω από την αθλιότητά τους
πριν πεθάνω από το κρύο!
Δεν πάνε.ας πάνε σπίτια τους,
ας τσακωθούν
με τις γυναίκες τους για τα παιδιά
και με τα παιδιά για το σχολείο,
ας δουν στην τηλεόραση
να τους βρίζουν,ας φάνε μέχρι σκασμού,
ας χαμηλώσουν την θέρμανση
πριν πάνε στο κρεβάτι κι ας πεθάνουν
από βλακεία πριν πεθάνουν από τη ζέστη.
Εγώ θα είμαι εδώ και θα ονειρεύομαι
τις απογευματινές εφημερίδες:
Υπουργός πέθανε από τη ζέστη,
εν μέσω πολικού ψύχους!

Ε,πως!Αυτό το κρύο είναι δικό μου,
περάσαμε πολλά μαζί.
Δεν με πειράζει.

*************

ΑΠΟΛΟΓΙΑ

Δηλητηρίασαν τον Μεγαλέξανδρο,
σταύρωσαν το Χριστό,
άλωσαν την Κωνσταντινούπολη,
αποκήρυξαν γραπτά την Επανάσταση του Γένους,
έβαλαν στη φυλακή τον Κολοκοτρώνη,
ευνούχισαν τον Οδυσσέα Ανδρούτσο,
δολοφόνησαν τον Καποδίστρια,
έβαλαν τους κομμουνιστές να κάνουν
αντάρτικο,πληρώνουν τους αναρχικούς
να σπάζουν τζάμια και να καίνε
κάδους στην Αθήνα,κατέστρεψαν
τα υποβρύχια που αγόρασε το Ναυτικό μας,
εξευτέλισαν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας
στην τελευταία επέτειο της 28ης Οκτωβρίου,
έβαλαν φωτιά επανειλημμένως
σε βιβλιοπωλεία Ελλήνων πατριωτών,
επινόησαν την απάτη του πανε πιστημιακού ασύλου
για να καταστρέψουν το ελληνικό πνεύμα,
κατέκλεψαν το κράτος για να ενοχοποιήσουν
τους πολιτικούς μας,διέβρωσαν τα πάντα,
δεν κόβουν αποδείξεις,αρνούνται να πληρώσουν
τους φόρους,διαπλέκονται και γενικώς
κάνουν τα πάντα για να αφανίσουν
το Γένος των Ελλήνων.
Ετσι ήταν πάντα οι Τούρκοι.
Ως άνδρας του ένδοξου ελληνικου
Λιμενικού Σώματος δηλώνω κατηγορηματικά
πως σέβομαι τις διατάξεις
της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
που απαγορεύουν τα βασανιστήρια και πως
δεν θα τις παραβίαζα ποτέ.Εξάλλου εγώ
δεν έχωσα το γκλομπ εκεί που ισχυρίζεστε
για να τον βασανίσω,
αλλά για να τον τιμωρήσω.

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

NΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ-ΠΟΙΗΣΗ

Διερώτηση για να μην κάθομαι άνεργος

Ποτέ στ΄αλήθεια δεν το΄μαθα
τί είναι τα ποιήματα
Είναι πληγώματα
ειν΄ομοιώματα
φενάκη
φρεναπάτη;

Φρενάρισμα ίσως;
ταραχώδη κύματα;
τί είναι τα ποιήματα;
Eίν΄εκδορές απλά γδαρσίματα;
Eίναι σκαψίματα;
Eϊναι ιώδιο;Eίναι φάρμακα;
Eίναι γάζες επίδεσμοι
παρηγοριά ή διαλείμματα;
Πολλοί τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα
Εγώ τα λέω ενθύμια φρίκης.

*****
ΗΧΗΡΟ

Σύρματα τιμημένα της ζωής μου
οπού με ζώνετε τόσα χρόνια
σκλάβος ανέβηκα ως τ΄αστέρια
τη ζωωδία των ανθρώπων έχοντας ακυρώσει
μέσ΄στην ορμή για ποίηση
μέσ΄στην ορμή για έρωτα
σύρματα της ζωής μου.

*******

ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ ΕΙΣ ΥΨΟΣ

Ευτύχησα μόνος μου.
Χωρίς ιερότητα χωρίς υγεία.
Μερίζοντας τρόμους
ανώφελα μεγάλα κομμάτια
σήμερα πεθαίνω
αύριο πεθαόινω
Στον άγιο αριθμό των ανέργων
είμαι πάντοτε μέσα.
Διεθνής κι ακάθεχτος
υποφέρομαι
στη θρησκεία του σκούληκα.
Επώνυμο:Πλήρης.

********


Νίκος Καρούζος

Μη με διαβάζετε όταν δεν έχετε
παρακολουθήσει κηδείες αγνώστων
ή έστω μνημόσυνα.
Όταν δεν έχετε
μαντέψει τη δύναμη
που κάνει την αγάπη
εφάμιλλη του θανάτου.
Όταν δεν αμολήσατε α'ι'τό την Καθαρή Δευτέρα
χωρίς να τον βασανίζετε
τραβώντας ολοένα το σπάγγο.
Όταν δεν ξέρετε πότε μύριζε τα λουλούδια
ο Νοστράδαμος.
Όταν δεν πήγατε τουλάχιστο μια φορά
στην Αποκαθήλωση.
Όταν δεν ξέρετε κανέναν υπερσυντέλικο.
Αν δεν αγαπάτε τα ζώα
και μάλιστα τις νυφίτσες.
Αν δεν ακούτε τους κεραυνούς ευχάριστα
οπουδήποτε.
Όταν δεν ξέρετε πως ο ωραίος Modigliani
τρεις η ώρα τη νύχτα μεθυσμένος
χτυπούσε βίαια την πόρτα ενός φίλου του
γυρεύοντας τα ποιήματα του Βιγιόν
κι άρχισε να διαβάζει ώρες δυνατά
ενοχλώντας το σύμπαν.
Όταν λέτε τη φύση μητέρα μας και όχι θεία μας
Όταν δεν πίνετε χαρούμενα αθώο νεράκι.
Αν δεν καταλάβατε πως η Ανθούσα
είναι μάλλον η εποχή μας.
ΠΡΟΣΟΧΗ
ΧΡΩΜΑΤΑ
Μη με διαβάζετε
όταν
έχετε
δίκιο.
Μη με διαβάζετε όταν
δεν ήρθατε σε ρήξη με το σώμα...
Ώρα να πηγαίνω
δεν έχω άλλο στήθος.

Κάτι παλιά χρωστούμενα του Ντίνου Λυρικού





  1. Τον είχαν σαπίσει στο ξύλο, αλλά αυτός τίποτα, άχνα δεν έβγαζε από το στόμα του.
    - «Πες ρε αρχίδι, ρε παλιόπουστα του κερατά, ποιοι άλλοι κοπρίτες ήταν μαζί σου;»
    Κουβέντα ο Μητράρας, τους άκουγε και μια ανέκφραστη λύπη, ανάμεικτη με οργή ζωγραφιζόταν στα μάτια του, γεγονός που τον έκανε να αποφεύγει να τους κοιτάζει κατάματα αφού διακρίνονταν ανάγλυφα στο βλέμμα του η περιφρόνηση που ένιωθε, πράγμα που τους ερέθισε, με αποτέλεσμα να τον κτυπάνε ακόμη πιο δυνατά. Για πρώτη φορά στη ζωή του συνειδητοποίησε τότε πως οι θρασύδειλοι, όταν δεν τους φοβάσαι, ταράζονται και αυτό τους κάνει ακόμη πιο επιθετικούς.
    - «Θα υπογράψεις ρε;», φώναζαν μέσα στο αυτί του και οι μπουνιές έσκαγαν με γδούπο στο πρόσωπο, στο σώμα του και ιδιαίτερα στη ψυχή του.
    Τη νύχτα, αποκαμωμένος πια απ’ το ξύλο, αναρωτιόταν αν είναι το μοίρασμα της ενοχής που κάνει τόσους πολλούς να βασανίζουν κάποιον τόσο πολύ και μάλιστα έναν δεμένο πισθάγκωνα.

    Την επόμενη μέρα μπήκαν στο κελί και το μπουνίδι άρχισε με την επίδειξη ενός χαρτιού που του ζήταγαν να υπογράψει.
    - «Σήμερα ή υπογράφεις παλιόπουστα ή πεθαίνεις», είπε αυτός που φέρονταν ως αρχηγός της μικρής ομάδας των “καλών παιδιών”. Τα μάτια του είχαν πρηστεί, δεν έβλεπε ούτε δέκα πόντους μπροστά του.
    - «Θα υπογράψω», ψέλλισε ξαφνιάζοντάς τους, «δώστε μου το στυλό».
    Μια παγερή σιωπή σκέπασε το μικρό κελί. Ούτε οι ίδιοι μπορούσαν να πιστέψουν στα αυτιά τους αυτό που μόλις είχαν ακούσει. Ο “αρχηγός” επειδή του άλλαζε τους όρους της δρομολογημένης ανάκρισης και οι άλλοι επειδή τους χάλαγε το προγραμματισμένο πάρτι ξυλοδαρμού.
    - «Κιότεψες παλίοπουστα, ε;» ακούστηκε η φωνή του αρχηγού, «φέρτε ένα στυλό ρε», συμπλήρωσε φωναχτά.
    Τόσο απρόσμενη τους φαίνονταν αυτή η κατάληξη που ούτε στυλό δεν είχαν φροντίσει νάχουν μαζί τους. Του έπιασαν το χέρι και το τοποθέτησαν πάνω στο χαρτί. Εκείνος έβαλε με κόπο κάτι σαν τζίφρα στη κάτω άκρη του χαρτιού και τις σκαπουλάρισε κείνη την ημέρα με μια κλωτσά μόνο στο στήθος. Έπεσε αναίσθητος.

    Ένα χρόνο μετά, μπροστά στον πρόεδρο του στρατοδικείου με την παλάμη πάνω στο ευαγγέλιο, έλεγε «Ορκίζομαι να πω την αλήθεια και μόνο την αλήθεια…».
    - «Τί έχεις να απολογηθείς κατηγορούμενε;» ρώτησε ο πρόεδρος του δικαστηρίου.
    - «Όλα είναι ψέματα κύριε πρόεδρε», απάντησε με παρρησία εκείνος.
    - «Μα πώς είναι ψέματα;» επανήλθε ο πρόεδρος, «εδώ έχει την υπογραφή σου».
    - «Ποια υπογραφή μου, για κοιτάξτε καλά κύριε πρόεδρε», απάντησε ο Μητσάρας.
    Φέρνει ο πρόεδρος το έγγραφο (το χαρτί) μπροστά στα χοντρά του γυαλιά και διακρίνει έκπληκτος ότι στο μέρος της υπογραφής ήταν γραμμένη η φράση “Όλα Ψέματα”. Γυρίζει προς τον κύριο μάρτυρα κατηγορίας, τον “αρχηγό”, που παρίστατο στη δίκη και του λέει: «Τί είναι αυτό κύριε υπομοίραρχε;»
    Ο τελευταίος, σαν να τον είχε χτυπήσει κεραυνός, κοίταζε μία τον κατηγορούμενο, μία τον πρόεδρο και μία χαρτί. Κάγκελο!
    Ο Μητσάρας αγέρωχος με ένα αδιόρατο ειρωνικό μειδίαμα στα χείλη και τη λύπη να μην μπορεί να αποφασίσει μεταξύ θλίψης και συγκαλυμμένης οργής, απευθυνόμενος στον υπομοίραρχο-μάρτυρα που τα είχε χαμένα, τον ρωτάει «…δεν θα απαντήσεις κυρ υπομοίραρχε;»
    - «Μην παραφέρεστε, κατηγορούμενε», τον επανέφερε ο στρατοδίκης εισαγγελέας. Χαμογελώντας αμήχανα δε, έγειρε το μέτωπό του στον πρόεδρο του δικαστηρίου και κάτι του ψιθύρισε στο αυτί. Το λόγο πήρε ευθύς αμέσως ο πρόεδρος.
    - «Το δικαστήριο απαλλάσσει τον κατηγορούμενο από τις κατηγορίες και του επιβάλλει να παρουσιάζεται κάθε πρώτη και δεκάτη έκτη του μηνός στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα της γειτονιάς του. Λύεται η συνεδρίασις», ανακοίνωσε με λύπη, ενώ το «γκουπ» από το ξύλινο σφυρί ακούστηκε άψυχο αυτή τη φορά, σαν επιστέγασμα μιας παρωδίας που η έλλειψη χιούμορ την έκανε απελπιστικά θλιβερή.

    Αποχωρώντας ο Μητσάρας, υπό φρούρηση και με τις χειροπέδες ακόμα, στάθηκε μπροστά στον αποσβολωμένο βασανιστή, τον “αρχηγό”, τον κύριο υπομοίραρχο και σουφρώνοντας τα χείλη σαν ήθελε να του δώσει ένα φιλί στη μούρη, τον ρώτησε χαμογελαστά «…λοιπόν, κυρ υπομοίραρχε;»
    - «Έξυπνο, αλλά δεν τελειώσαμε ακόμα παλιόπουστα» του απαντάει εκείνος χαιρέκακα.
    - «Ναι! Ελπίζω να ξαναβρεθούμε, δεν ξέρεις πως θα το χαρώ», ανταπάντησε ο Μητσάρας.

    Πέρασαν δώδεκα χρόνια έκτοτε, ίσως και παραπάνω. Μεταπολίτευση, δημοκρατία και άλλα αχτένιστα και κατσαρά. Ήταν Πάσχα. Ο Μητσάρας πίσω από τον πάγκο του χασάπη έκοβε παϊδάκια. Ξαφνικά το χέρι που κράταγε τη χατζάρα σαν αμείλικτη ρομφαία έμεινε μετέωρο στη θέα ενός μεσόκοπου πελάτη που φόραγε ένα παλιό κουστούμι και μια κακοδεμένη αταίριαστη γραβάτα στο λαιμό και που, με σιχασιάρικο τρόπο, σαν να ακουμπάει μίασμα, διάλεγε τα καλύτερα κομμάτια κρέατος από τον πάγκο του Μητσάρα.
    - «Είναι φρέσκο;» τον ρωτάει.
    - «Φρεσκότατο, όπως η μνήμη μου», του απαντάει ο Μητσάρας.
    - «Και ντόπιο;» ξαναρωτά αυτός.
    - «Καμάρι της “πατρίς” κι αυτό σαν κι εσένανε κυρ υπομοίραρχε μου» του απαντάει ο Μητσάρας.
    Ακούγοντας το “υπομοίραρχε” ο πελάτης έστρεψε με απορία το βλέμμα του στο πρόσωπο του Μητσάρα.
    - «Δεν με θυμάσαι;» τον ρώτησε ο Μητσάρας και πλησίασε τη μούρη του κοντά, κρατώντας ακόμα στο χέρι του τη μεγάλη χαντζάρα.
    - «Ποιος είσαι;» τον ρώτησε, προσπαθώντας να θυμηθεί ο υπομοίραρχος.
    - «Σκύψε να σου πω στο αυτί το μυστικό για το καλό κρέας», συνέχισε ο Μητσάρας και στο πρόσωπό του κόχλαζε η εκδίκηση.
    Εύπιστα και αφελώς ο τέως υπομοίραρχος και νυν πελάτης έσκυψε προς τον πάγκο και τότε ο Μητσάρας με μια κίνηση τον αρπάζει από τη γραβάτα και τον φέρνει σούρνοντας πάνω στο κούτσουρο.
    - «Είμαι ο παλιόπουστας» του λέει, «δεν με θυμάσαι;» και με μια κίνηση απόλυτης ακρίβειας του γραπώνει τον καρπό, σα να χούφτωνε μπούτι χοιρινό για να το πετσοκόψει και, σηκώνοντας τη χαντζάρα ψηλά, τη κατέβασε με δύναμη ένα χιλιοστό μακριά από τα απελπισμένα δάκτυλα του πελάτη, του υπομοίραρχου, του “αρχηγού” που εντωμεταξύ σε κλάσματα του δευτερολέπτου είχε θυμηθεί τα πάντα και ήδη έτρεμε από το φόβο του.
    - «Μα σε παρακαλώ…», ψέλλισε, μυξοκλαίγοντας.
    - «Α, με παρακαλάς τώρα, ε;», απάντησε ατάκα ο Μητσάρας, εν μέσω συναδέλφων χασάπηδων που παρακολουθούσαν το συμβάν χωρίς (ούτε κατά διάνοια) να τολμήσουν να παρέμβουν.
    Έπειτα, αφήνοντας τη χαντζάρα καρφωμένη στο κούτσουρο να συμβολίζει μια διαθέσιμη απειλή, σήκωσε τον πελάτη από τον πάγκο, τον ίσιωσε, τον καθάρισε από τα αίματα των κρεάτων, έπιασε μια χασαπόκολα, τη γέμισε με τα παϊδάκια, αυτά που είχε διαλέξει ο υπομοίραρχος και, γυρίζοντας προς το μέρος του, βγάζει από το θηκάρι του το μικρό κοφτερό μαχαίρι και με μια απότομη κίνηση του κόβει τη γραβάτα, σύρριζα στο λαιμό. Την τεντώνει, την απλώνει νευρικά γύρω από την κόλα με τα παϊδάκια και τη δένει φιόγκο.
    - «Με θυμήθηκες λοιπόν κύριε υπομοίραρχε, ε;», επισήμανε, ρωτώντας καθώς το μάτι του γυάλιζε εφιάλτες. «Στο είχα πει πως θα ξαναβρεθούμε».
    - «Ναι, ναι, ναι!... Θυμήθηκα… συγνώμη…», συνέχισε να ψελλίζει αυτός.
    - «Μπράβο καμάρι της πατρίς. Αυτό το πακέτο κρέας είναι δώρο από μένα να το κάνεις ψητό στο φούρνο. Άντε τώρα να σκουπίσεις τα σκατά σου και καλή ανάσταση», συμπλήρωσε, χτυπώντας τον φιλικά στον ώμο, σπρώχνοντάς προς την έξοδο του κρεοπωλείου.

    - «Τί έγινε ρε Μήτσο; τί ήταν αυτός;» τον ρώτησε ο συνέταιρός του, ο Κώστας.
    - «Κάτι παλιά χρωστούμενα.., μη δίνεις σημασία», απάντησε ο Μητσάρας. «Άντε να δουλέψουμε τώρα, να βγάλουμε και κάνα φράγκο, μέρες που είναι. Ξεχρεώσαμε Κώστα, πάει κι αυτό!».
    Επιστρέφοντας πίσω από το πάγκο του, σαν να μη είχε προηγηθεί τίποτα και με την ικανοποίηση να αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, αλλά και με φωνή δόκιμου ντελάλη άρχισε φωνάζει: «Έσπασε η πατρίς σήμερα κύριοι! Περάστε, τζάμπα τα δίνουμε, τσάμπα! Έσπασεεε… άντε και καλή ανάσταση!».

    Ανήμερα του Πάσχα ο Μητσάρας με το αρνί στη σούβλα μισοφαγωμένο, το κοκορέτσι και τη γαρδουμπά (που κρατούσε πάντα για το τελευταίο κρασί), χόρεψε μερακλωμένος ζεμπέκικο στην πίσω αυλή του σπιτιού, σπάζοντας πιάτα στο κεφάλι του, λεβέντικα και επιδεικτικά όπως έκανε πάντα όταν μεράκλωνε. Μόνο που αυτή τη φορά, ασυνήθιστο γι αυτόν, μέθυσε και άρχισε ξαφνικά να κλαίει γοερά, επαναλαμβάνοντας μονότονα και πνιγμένος σε λυγμούς «έ, όχι και παλιόπουστας ρε παιδιά… εγώ; ο Μητσάρας με το όνομα… είναι άδικο ρε, έγκλημα είναι…»._

Ν.Λ.

[Αφιερωμένο στον Περικλή Κοροβέση, στο Χρήστο Μίσιο και στον πατέρα μου]



Τσιγάρα βερεσέ...του Αλεξη Καζαντζίδη

Μια ζωή ίσα βάρκα-ίσα νερά στα οικονομικά του ο κ. Σπύρος, αλλά στα μάτια του κόσμου γύρω του: «ευκατάστατος» καθ' ότι όπως έλεγε η μάνα του η Λάκαινα «ας με λένε Βοϊβοντίνα κι ας πεθαίνω από την πείνα». Της ίδιας σχολής λοιπόν και ο κ. Σπύρος, πάντα αξιοπρεπής και στην τρίχα περπάτησε στον βίο του καθαρός και λουσμένος, ώστε αν τον βρει η στραβή να μη ρεζιλευθεί, αλλά ωραίος ως Ελλην «απιέναι».

Ωσπου, συνταξιούχο πλέον, τον κ. Σπύρο τον μπάταρε (και) αυτή η κυβέρνηση! Περικοπές από 'δώ, φόροι από 'κεί, τέλη, έκτακτες εισφορές, καπάκι νέοι φόροι, κλονίσθηκε ο κ. Σπύρος.

Βεβαίως δεν ήταν η πρώτη του, δεν ήταν άμαθος, στην πιάτσα (εργαζόμενος) από φοιτητής κι ύστερα στην αγορά ιδιωτικός υπάλληλος, κι άλλες φορές στο παρελθόν είχε ζορισθεί ο κ. Σπύρος, αλλά πάντα καβαντζάριζε, έκανε τα κουμάντα του, υπήρχε προοπτική, ξεκεφάλωνε.

Τώρα ο κ. Σπύρος δεν βλέπει αλλά και δεν έχει καμιά προοπτική. Οι απώλειες που υφίσταται είναι τελεσίδικες και το αργό πετσόκομμα στο οποίο υποβάλλεται ατελείωτο. Κι επί πλέον -το χειρότερο- ες μάτην! Ο κ. Σπύρος αισθάνεται και πια γνωρίζει ότι το υστέρημά του δεν συμβάλλει στο κοινό καλό και στην ανόρθωση της πατρίδας, αλλά ότι υπεξαιρείται από τους ίδιους χρυσοκάνθαρους που συνεχίζουν να πλουτίζουν, ενώ συνεχίζουν επίσης να οδηγούν στην πτώχευση τα πάντα, και τους ανθρώπους και τα πράγματα, της πολιτείας τα πράγματα.

Σύννους ο κ. Σπύρος. Κατηφής. Κι ίσως για πρώτη φορά απόμακρος απ' τη χαρά της ζωής -ενίοτε τρίζει τα δόντια του- «για έναν μαλάκα ρε γαμώτο» συχνά μονολογεί.

Ο κ. Σπύρος για πρώτη φορά στη ζωή του, στα 65 του ψώνισε τσιγάρα βερεσέ από το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς του στα Σεπόλια. Δανεικά από φίλους δεν υπήρχαν πια να πάρει -δάνεισαν όλοι ο ένας τον άλλον οι φίλοι ό,τι είχαν και δεν είχαν- δεν είχαν πλέον, στον άσσο ο κ. Σπύρος, έκανε την ανάγκη για το τσιγάρο μισή ντροπή δική του μισή του ψιλικατζή, ζήτησε απ' τον κ. Γιώργο τον Αλβανό, δυο πακέτα Μάλμπορω βερεσέ, «αμέσως, γκύριε Σμπύρο», του είπε ο κ. Γιώργος, του έδωσε τα τσιγάρα κι άνοιξε ένα μαύρο μακρουλό τεφτέρι όπου τα έγραψε (εις άπταιστον αλβανική, υποθέτω, «γκυριος Σμπυρος, Μαλμπορο δύο»).

Την επομένη και τη μεθεπομένη ο κ. Σπύρος πλήρωσε τα δύο πρώτα πακέτα, αλλά πήρε βερεσέ τα επόμενα -ώσπου προς το τέλος της βδομάδας με τα πακέτα πια στα οκτώ, λέει ο κ. Γιώργος ο ψιλικατζής στον κ. Σπύρο τον νεόπτωχο:

«Ομως, γκυρίε Σμπύρο, θα τα πληρώσεις τα τσιγάρα στο τέλος, ε;»...

Εως θανάτου η θλίψη του κ. Σπύρου...

ENA ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΠΥΡΟΒΟΛΑΚΗ

Φαντάσου


Φαντάσου.

Μια πεταλούδα από σκοτάδι

θανατωμένη με αψέντι και τριαντάφυλλα,

καρφιτσωμένη στην καρδιά σου από έναστρες σιωπές.

Στο Κιλιμάντζαρο στήσαμε τις παντιέρες των ονείρων.

Δείξαμε σε ήλιους με Αλτσχάιμερ , πως να ανατέλλουν.

Στου δέρματος την αυτοκρατορία η αφή βγήκε απόψε με το βραδινό σου άρωμα,

για να θυμάμαι,

τον κεραυνό που κέρναγαν τα δυο σου χείλη,

τα ολοκαυτώματα της ευτυχίας,

το κάτι που απομένει πίσω σαν πεθαίνουν οι πυροτεχνουργοί

Χαλάσματα συναισθημάτων.

και το γαλάζιο σου μακό που αρπάξανε οι ουρανοί.

Θα τους πεθάνω με του σπαραγμού μου τη βροχή.

Φαντάσου.

Να εκδικούμαι ένα χελιδόνι.

Μίας φυγής το φτεροκόπημα.

Τέλος.

Μια λέξη που αγαπά η λησμονιά.

Φαντάσου σημαίες να ανεμίζουν πάνω από τη σαβάνα.

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ Θ.ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟ του Πανου Σταθόγιαννη

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ - "Δεν έχω άλλον τρόπο λύτρωσης παρά τις ιστορίες που αφηγούμαι..."


ΠΗΓΗ:Πάνος Σταθόγιαννης – ‘‘ΠΕΡΙΣΤΥΛΟΝ’’. Περιοδική έκδοση του Π.Ο.Υ. στο Υπουργείο Πολιτισμού, τεύχος 06, Δεκέμβριος 2008./



Συζητήσαμε κοντά τρεις ώρες με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο – έναν από τους ελάχιστους ‘‘παγκόσμιους’’ Έλληνες. Μαζί μου ήταν και η Ντοστένα Λαβέρν από το γαλλικό περιοδικό ‘‘Les saisons d’ Alsace’’, που ετοιμάζει ένα αφιέρωμα σ’ αυτόν και το έργο του. Λύθηκε γρήγορα. Μίλησε για χίλια πράγματα. Για τη ζωή του, τις ταινίες του, τις μνήμες του, το όραμά του ως δημιουργού– σκέψεις, βιώματα, μικροπεριστατικά. Ούτε που κατάλαβα πώς πέρασε η ώρα. Αργότερα, στο σπίτι μου, απομαγνητοφωνώντας τον για τις ανάγκες του περιοδικού, είχα την αίσθηση ότι έπρεπε να χειραγωγήσω έναν ωκεανό. Αδύνατον. Είχα στα χέρια μου περισσότερο υλικό για βιβλίο, παρά μια απλή συνέντευξη. Ίσως το κάνω κάποτε. Να κάποια ‘‘πρώιμα’’ κι ανεπεξέργαστα αποσπάσματα.

Πώς άρχισε να κάνει κινηματογράφο στην Ελλάδα

Ήταν καλοκαίρι του 1964. Είχα τελειώσει τις σπουδές μου στη Γαλλία και επέστρεψα στην Ελλάδα για να δω τους δικούς μου. Το λεωφορείο από το αεροδρόμιο με άφησε στο Σύνταγμα. Κατευθύνθηκε με το σάκο στον ώμο προς το σπίτι μου. Έπεσα πάνω σε μια φοιτητική διαδήλωση. Η αστυνομία είχε πέσει πάνω στα παιδιά και τα έδερνε. Εγώ δεν είχα καμία σχέση με αυτά που συνέβαιναν, έτσι συνέχισα το δρόμο μου. Ε, έφαγα ξύλο. Μου σπάσανε τα γυαλιά. Γύρισα στο σπίτι μου πολύ αναστατωμένος. Ένιωσα σαν να βρισκόμουν μπροστά σ’ ένα δίλημμα – ‘‘σ’ ενδιαφέρει αυτός ο τόπος ή όχι;’’ Είχα πει στη φίλη μου την Τώνια Μαρκετάκη που μου είχε προτείνει να κάνω κριτική κινηματογράφου στην εφημερίδα ‘‘Αλλαγή’’ ότι είχα έρθει στην Ελλάδα για να φύγω. Την άλλη μέρα την τηλεφώνησα και της είπα ότι θα μείνω. Κι έμεινα. Για να καταλάβω. Έκανα τις πρώτες μου ταινίες (‘‘Αναπαράσταση’’, ‘‘Μέρες του ’36’’ και ‘‘Θίασος’’) για να καταλάβω την Ελλάδα

Πώς γνώρισε την Ελλάδα.

Ναι. Την έμαθα σχεδόν χωριό-χωριό κάνοντας ρεπεράζ για τις ταινίες μου. Μέχρι τότε δεν τη γνώριζα καθόλου. Ήμουν παιδί του άστεως και των καυσαερίων. Ξεκίνησα ταξίδια μου στην ‘‘μέσα’’ Ελλάδα με την ‘‘Αναπαράσταση’’, μια ταινία που μιλάει για μια χώρα όπου οι άντρες έχουν φύγει στη Γερμανία και στα ερείπια των χωριών κυκλοφορούσαν μόνο γυναίκες. Πήγα στην Κέρκυρα για να διαβάσω τη δικογραφία. Μετά πήγα στο χωριό όπου είχε γίνει το έγκλημα. Κάθισα στο καφενείο. Οι ντόπιοι που ντρέπονταν γι’ αυτό που είχε συμβεί στο χωριό τους μαζεύτηκαν και με κοίταζαν ακίνητοι. Κατάλαβα ότι έπρεπε να φύγω όσο το δυνατόν γρηγορότερα και να ψάξω άλλο μέρος. Έφτασα απόγευμα και με ψιλόβροχο στη Ζίτσα, στα Ζαγόρια. Κανείς στους δρόμους. Μόνο κάτι μαυροφορεμένες γυναίκες χάνονταν σαν οπτασίες μέσα στους τοίχους των σπιτιών που από την υγρασία ήταν κατάμαυροι. Το μαύρο πάνω στο μαύρο. Εκπληκτικό πράγμα. Στο καφενείο, ένας γέρος μόνος του τραγουδούσε – ‘‘Μωρή κοντούλα λεϊμονιά, με τα πολλά λεμόνια…’’ Αυτό το ταξίδι μου στην Ελλάδα συνεχίζεται ακόμα.

Το ελληνικό κοίταγμα του κόσμου.

Νομίζω ότι το βλέμμα μου είναι ελληνικό. Ίσως γι’ αυτό να είναι και παγκόσμιο. Όταν μιλάει κανείς για μία χώρα με έναν τρόπο που δεν είναι αποκλειστικός, μιλάει για κάτι περισσότερο από μία χώρα. Ό Όμηρος, για παράδειγμα, μιλάει για μια ιστορία που αφορά την Ελλάδα, αλλά στην πραγματικότητα φτιάχνει μια ιστορία του κόσμου. Το ίδιο κάνουν και οι μεγάλοι συγγραφείς. Ο Ντοστογιέφσκι, ας πούμε, το γεγονός ότι είναι Ρώσος δε σημαίνει ότι δεν αφορά και εμένα. Μας αφορά όλους. Είναι φωνή του κόσμου.

Με ποιον τρόπο είναι Έλληνας.

Κατ’ αρχήν, έχω μια βαθιά σχέση με αυτό που λέγεται γλώσσα. Έχει δίκιο ο Χάιντεγκερ, όταν λέει ότι ‘‘η μόνη μας ταυτότητα είναι η γλώσσα’’. Κι εννοώ τη γλώσσα έτσι όπως την άκουγα από τη μητέρα μου και τη γιαγιά μου. Αυτή η τελευταία, μάλιστα, δε μου έλεγε ποτέ παραμύθια. Μου έλεγε ιστορίες από την Τουρκοκρατία που την είχε ζήσει και η ίδια. Θυμάμαι ακόμα τον τρόπο που μιλούσε, τον τρόπο που μεθόδευε τον λόγο της, δίνοντάς του μια μουσική χροιά. Δε μου έλεγε ιστορίες, μου τραγουδούσε ιστορίες. Ιστορίες που δεν είχαν τίποτα το ρεαλιστικό και γίνονταν μύθοι.

Οι μύθοι στο έργο του.

Ζούμε σ’ έναν τόπο που είναι γεμάτος πέτρες και σπασμένα αγάλματα. Και μύθους που κυκλοφορούν από αιώνες, σημαδεύουν τη λογοτεχνία, σημαδεύουν την τέχνη, σημαδεύουν και τη ζωή των ανθρώπων, γιατί διαρκώς αναπαράγονται. Η ‘‘Αναπαράσταση’’ δεν είναι τίποτε άλλο από μια καταγραφή ενός μύθου που ξαναπαίχτηκε και στις μέρες μας. Δεν μπορώ να απαλλαγώ από αυτούς. Κάποτε με νανούριζαν, σήμερα με τρέφουν ακόμα. Οι Ατρείδες, ο Οδυσσέας, η Ελένη…

Οι έννοιες ‘‘επιστροφή’’, ‘‘σύνορα’’, ‘‘σπίτι’’ που επανέρχονται σχεδόν εμμονικά στις ταινίες του.

Στο ‘‘Μετέωρο βήμα του πελαργού’’ λέει ένας ήρωάς μου – ‘‘πόσα σύνορα πρέπει να περάσουμε για να πάμε σπίτι μας;’’ Για μένα τα σύνορα έχουν μια διάσταση υπερβατική. Μιλάω για τα σύνορα της γνώσης, της αγάπης, του είναι. Το σπίτι, πάλι, είναι ένα σημείο ισορροπίας, ένα σημείο αρμονίας ανάμεσα στον εαυτό μας και τον εαυτό μας, ανάμεσα στον εαυτό μας και τον κόσμο. Το σπίτι μπορεί να είναι κάτι άλλο από εκεί που είμαστε, από αυτό που είμαστε, από αυτό που είναι η ζωή μας. Η καινούργια μου ταινία ‘‘Η σκόνη του χρόνου’’ τελειώνει με την αποστροφή – ‘‘Γυρίζουμε σπίτι’’. Δε λέει – ‘‘Γυρίζουμε στην Ελλάδα’’. Το σπίτι είναι ένα ‘‘κάτι’’ κι ένα ‘‘κάπου’’ που δεν το ξέρουμε ακόμα. Το σπίτι είναι ένα ‘‘κάτι’’ που δεν το έχουμε βρει ακόμα. Γι’ αυτό και δε σταματάμε να το ψάχνουμε. Το σπίτι είναι το ‘‘αληθινό’’ και ταυτόχρονα η ‘‘αναμονή του αληθινού’’.

Η τέχνη του κινηματογράφου.

Παλιότερα ο κινηματογράφος εθεωρείτο η τέχνη που συγκέντρωνε και ανακεφαλαίωνε χαρακτηριστικά από τις υπόλοιπες τέχνες – τη ζωγραφική, την ποίηση, τη μουσική, την αρχιτεκτονική κλπ. Ένα είδος σούμας. Δεν νομίζω ότι είναι έτσι. Κάνει, βέβαια, αναφορές στις άλλες τέχνες, αλλά μόνο αναφορές. Ο Παζολίνι χώριζε τον κινηματογράφο σ’ αυτόν της ποίησης και σ’ αυτόν της πρόζας. Αν υποθέσουμε ότι ισχύεις αυτός ο διαχωρισμός, τότε μπορούμε να πούμε ότι ο Φελίνι ανήκει στον κινηματογράφο της ποίησης και ο Αντονιόνι σ’ αυτόν της πρόζας. Όσον αφορά εμένα τώρα – η προηγούμενη ταινία μου (‘‘Το λιβάδι που δακρύζει’’) έχει μια καθαρά ποιητική ματιά, ενώ αυτή που κάνω τώρα είναι καθαρά αφηγηματική.

Η απουσία ‘‘ελληνικής σχολής’’ στον κινηματογράφο.

Η Ελλάδα έχει σημαντική ποίηση, μεγάλα επιτεύγματα στο χώρο της μουσικής, λιγότερα στο μυθιστόρημα και στη ζωγραφική και λίγα στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Είμαστε ένας λαός που οι μεγάλες του ‘‘εκρήξεις’’ έγιναν στη μουσική και την ποίηση. Εκεί ανοίξαμε πραγματικά καινούργιους δρόμους, γίναμε παγκόσμιοι. Ο κινηματογράφος είναι ίσως δυσκολότερη υπόθεση. Δε χρειάζεται απλώς μολύβι και χαρτί. Χρειάζεται υποδομή, εργαστήρια και μεγάλα κεφάλαια για να κάνεις κάτι. Γι’ αυτό και άνθισε σε χώρες ανεπτυγμένες, που είχαν τη δυνατότητα μέσα από τη βιομηχανία τους να βγει και η τέχνη. Πάρτε για παράδειγμα τη Γαλλία με τους αδελφούς Λυμιέρ. Υπήρχε μια προϊστορία εκεί. Στην Ιταλία, πάλι, ο πρώτος μεγάλος κινηματογραφιστής, ο Παστρόνε, εμφανίζεται το 1914. Αλλά και οι λεγόμενες ‘‘Ανατολικές χώρες’’ ανέπτυξαν κινηματογραφικές σχολές τον καιρό της εκβιομηχάνισής τους και του σοσιαλισμού. Να μην ξεχνάνε πώς όταν στην Ιταλία είχαμε Αναγέννηση, εδώ είχαμε Τουρκοκρατία. Όταν εμφανίστηκε ο κινηματογράφος, στην Ελλάδα δεν υπήρχε ούτε καν αστικός πληθυσμός. Χωριάτες ήταν και οι Αθηναίοι. Αλλά και αργότερα, με το 1922, την προσφυγιά, τα σύνορα να πάνε πέρα-δώθε, τη γενικευμένη αβεβαιότητα, η χώρα μας δεν μπορούσε, δεν είχε την πολυτέλεια να παράγει σινεμά.

Οι κινηματογραφικοί του προπάτορες.

Όταν ήμουν στο Παρίσι, δούλευα στην ταινιοθήκη. Είχα δει τα πάντα. Τότε ήταν η μεγάλη περίοδος της ‘‘νουβέλ-βάγκ’’. Έτσι, έχω όλες τις επιρροές που μπορεί κανείς να φανταστεί. Αν, όμως, πρέπει να ξεχωρίσω κάποιους, θα έλεγα τους Όρσον Ουέλς, τον Φρίντριχ Βίλελμ Μουρνάου και τον Καρλ Ντράγιερ. Έχω βάλει μια σκηνή στο ‘‘Βλέμμα του Οδυσσέα’’ όπου δύο δημοσιογράφοι πίνουν και τους μνημονεύουν. Η Αγία Τριάδα. Αλλά δεν μπορώ να πω ότι είχα άμεσες επιρροές, με την έννοια της μαθητείας. Μιλάω περισσότερο για τη στάση τους απέναντι στον κινηματογράφο ή το πώς έλυναν κάποια προβλήματα. Ήταν για μένα κάτι σαν δρόμος. Όταν περπατάς σ’ έναν δρόμο, δεν κάνεις το ίδιο που έκαναν ή κάνουν και οι άλλοι που τον περπάτησαν ή τον περπατούν. Μπορεί να πει κανείς για τα ‘‘πλάνα-σεκανς’’, τα συνεχή, χωρίς άλλα εμβόλιμα πλάνα, που έκανε ο Αντονιόνι. Όμως το πρώτο ‘‘πλάνο-σεκάνς’’ το έκαναν πρώτοι οι αδελφοί Λυμιέρ. Μια εποχή τα έκανε και ο Γιάντσο. Όμως αυτό που κάνω εγώ είναι πιο ‘‘σπρωγμένο στην άκρη’’. Το ζήτημα είναι και παραμένει το πώς χρησιμοποιεί κανείς το χώρο, τον χρόνο και την αφήγηση για πράγματα που οι άλλοι μιλούν με άλλους τρόπους. Ο Προυστ έγραφε με μεγάλες προτάσεις. Ο Ντος Πάσος με κοφτές και σύντομες. Δεν έχει σημασία αν αφηγείσαι έτσι ή αλλιώς. Σημασία έχει τι σύνθεση παράγεται με αυτό. Και, σε τελική ανάλυση, ποια μουσική.

Ο κινηματογράφος σήμερα.

Ζούμε στη εποχή της ταχύτητας. Αυτό, όμως, σημαίνει μικρότερες δυνατότητες απορρόφησης. Έχει δημιουργηθεί μια πολύ παράξενη αμφίδρομη σχέση. Από τη μία όλοι ζητούν κάτι γρήγορο και εύπεπτο κι από την άλλη έχουν βαρεθεί το γρήγορο και το εύπεπτο. Αλλά δεν αναζητούν και το πιο σύνθετο, το πιο περίπλοκο. Πιστεύω ότι σιγά-σιγά ο κινηματογράφος θα γίνει κάτι όπως η όπερα. Δηλαδή, ένα γεγονός κλειστών χώρων, που θα παίζεται ως γεγονός. Όταν οι ταινίες περάσουν ακόμα και στα κινητά τηλέφωνα, θα έχει χαθεί για πάντα η έννοια τού παρακολουθώ μια ταινία, μέσα στην οποία μπαίνω μαγικά και ο ίδιος. Όταν καταργηθεί η σκοτεινή αίθουσα και η οθόνη, η μαγεία θα έχει χαθεί. Θα είναι απλώς μια πληροφοριακή ιστορία. Μια ανεκδοτολογική ιστορία.

Η κρίση της τέχνης, η κρίση της κοινωνίας.

Δεν υποφέρει μόνο ο κινηματογράφος, υποφέρει και η λογοτεχνία, υποφέρει και η μουσική, υποφέρουν τα πάντα. Σήμερα, στην Αμερική των μεγεθών του Στάινμπεκ και του Φόκνερ, μεγαλύτερος συγγραφέας θεωρείται ο Ροθ. Τι να πούμε... Τα πάντα σήμερα είναι εναντίον της τέχνης. Κι όταν λέμε ότι ο κινηματογράφος βρίσκεται σε κρίση, είναι επειδή παύει να είναι τέχνη. Σήμερα έχει χαθεί αυτό που παλιότερα ονομάζαμε ‘‘σημείο αναφοράς’’. Φτωχαίνουν τα σημεία αναφοράς – γίνονται αυτά που προτείνει η τηλεόραση και οι εφημερίδες. Φτωχαίνει η δημόσια ζωή. Φτωχαίνει η πολιτική. Δεν υπάρχει χειρότερη στιγμή στην πολιτική ιστορία της Ευρώπης από τη σημερινή, έτσι όπως η πολιτική ασκείται από τους Μπερλουσκόνι, Σαρκοζί, Μπράουν, για να μην αναφερθώ στους δικούς μας εδώ… Δεν είναι πλέον ζήτημα Αριστεράς-Δεξιάς. Δεξιός ήταν κι ο Ντεγκόλ. Είχε όμως ένα μέγεθος. Είναι ποτέ δυνατόν η Ιταλία –ποια; η Ιταλία!– να ψηφίζει Μπερλουσκόνι; Καταργήσαμε τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά από τα σχολεία. Χαλάσαμε έτσι τη σχέση μας με το παρελθόν. Πώς θα μάθει ο σημερινός Έλληνας τη μεγάλη του διαδρομή στο χρόνο. Όλα γίνονται ένα παρόν. Ένα ‘‘τώρα’’. Όμως, το ‘‘τώρα’’ είναι φτωχό.

Η αριστερά.

Παραμένω αριστερός, αλλά τώρα πια δεν ξέρω τι είναι Αριστερά. Δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι αυτή τη στιγμή η Αριστερά έχει ταυτότητα. Στην καινούργια μου ταινία (‘‘Η σκόνη του χρόνου’’) ένας από τους κεντρικούς της ήρωες ταυτίζεται με έναν από τους δικούς μας που δεν μπόρεσε να αντέξει την έκπτωση της Αριστεράς. Μιλάω για τον Δεσποτίδη. Ήταν τραγική η τελευταία φορά που τον είδα. Ήταν στη μέση της Σταδίου και προσπαθούσε να σταματήσει ένα ταξί. Λιώμα στο μεθύσι. Ουσιαστικά ο Δεσποτίδης αυτοκτόνησε. Το ίδιο δεν έγινε και με τον Νίκο Πουλαντζά, που ήταν συμφοιτητής μου στο πανεπιστήμιο. Πήγαινε να κάνει μάθημα, μαρξισμό, όμως από κάτω οι φοιτητές του ήταν πια διαφορετικοί. Είχαν αρχίσει να τον ειρωνεύονται. Είχε χάσει τη βάση πάνω στην οποία είχε στηρίξει όλη του την καριέρα κι όλη του τη ζωή. Κι αυτή η βάση ακόμα δεν έχει ξαναστηθεί.

Μνήμες από άλλους σκηνοθέτες.

Όλο κάτι ‘‘γέροι’’ μ’ αγαπούσαν.

…Ο Κουροσάβα με λάτρευε. Αλληλογραφούσαμε, μου έστελνε τις καινούργιες του ταινίες. Όταν στην Ιαπωνία παίχτηκε ο ‘‘Μεγαλέξαντρος’’ αυτός με υποδέχτηκε. Καθόμαστε και μιλούσαμε με τις ώρες για την ποιότητα του άσπρου και του μαύρου και πώς μπορούμε να το πετύχουμε στις ταινίες μας…

…Ο Μπέργκμαν έλεγε για τον ‘‘Μελισσοκόμο’’ ότι θα μείνει στην αιωνιότητα, γιατί είναι μια παραβολή πάνω στην καλλιτεχνική δημιουργία, όπου στο τέλος ο καλλιτέχνης πεθαίνει δολοφονημένος από το ίδιο του το έργο…

…Όταν πρωτοσυναντήθηκα με τον Φελίνι, μου έσφιξε το χέρι και μου είπε – ‘‘Έλπιζα ότι θα ήσασταν λιγότερο νέος’’…

…Ο Αντονιόνι ήταν ντροπαλός. Καθόμαστε σ’ ένα τραπεζάκι και συζητούσαμε. Εκείνος δε με κοίταζε. ‘‘Από μακριά, μοιάζατε σαν ερωτευμένοι’’, μου είπε μετά η γυναίκα μου. Ήρθε άρρωστος να δει το‘‘Μετέωρο βήμα του Πελαργού’’ στη Ρώμη. Στη σκηνή του γάμου, με τη νύφη από τη μία πλευρά του ποταμού και τον γαμπρό από την άλλη, δάκρυσε…

Αναδράσεις θεατών.

…Στο Μουσείο της Χιροσίμα με πλησίασε ένας Κορεάτης φυγάς και κλαίγοντας και φωνάζοντας μου είπε ότι ο ‘‘Θίασος’’ ήταν η ιστορία του, η ιστορία της δικής του ζωής…

…Ένα πρωί, καθώς πήγαινα στο γραφείο μου, στα Εξάρχεια, με πλησίασε ένας νεαρός, ένα ντρογκάκι, με κοίταξε με κάτι μελαγχολικά μάτια που δε θα ξεχάσω ποτέ και μου είπε – ‘‘Ευτυχώς που υπάρχετε’’…

…Ψάχναμε σ’ ένα χωριό της Πίνδου με τον Φίλο μου Μικέ Καραπιπέρη το χωριό του ‘‘Μεγαλέξαντρου’’. Σ’ ένα καφενείο, μου είπε ο καφετζής ότι είχε δει στην Πρέβεζα όλες μου τις ταινίες. Μετά στράφηκε σ’ έναν παππού. ‘‘Μπάρμπα’’, του λέει, ‘‘θυμάσαι που πήγαμε και είδαμε εκείνη την ταινία με μια γυναίκα που σκότωσε τον άντρα της;’’ ‘‘Ναι’’, έγνεψε εκείνος. Τρελάθηκα. Τι να κατάλαβε άραγε, αναρωτήθηκα. Τον ρώτησα. ‘‘Δεν κατάλαβα και πολλά’’, μου απάντησε εκείνος, ‘‘αλλά είναι δικό μας πράμα’’…

Μετά την ‘‘Τριλογία της Ελένης’’.

Κάποτε διάβαζα πολύ. Κυριολεκτικά κατάπινα τα βιβλία. Τώρα διαβάζω λίγο. Έχω αρχίσει να ψάχνω εμένα. Προσπαθώ να με διαβάσω. Έχω την αίσθηση ότι δεν έχω πει ακόμα αυτό που θα ’θελα να πω, δεν έχω πει ακόμα βαθιά προσωπικά μου πράγματα. Δεν ξέρω αν θα προλάβω, αλλά είναι ώρα να το κάνω. Δε μιλάω για κάποιον απολογισμό, αλλά για την ανάγκη που νιώθει κανείς να μιλήσει πράγματα που πρέπει να πει. Σαν να έχεις κάτι στην άκρη του στόματος και να θέλεις πολύ καιρό να το πεις, αλλά δεν το λες, και κάποια στιγμή βγαίνει. Λέει κάπου ο Σεφέρης – ‘‘Είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια, γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά’’.

Μια τελευταία φράση.

Στην ταινία που κάνω τώρα, ο Ουίλιαμ Ντεφόε που παίζει τον ρόλο του σκηνοθέτη συναντιέται με την πρώην σύζυγό του επ’ ευκαιρία των γενεθλίων της κόρης τους. Εκείνη τον μέμφεται, λέγοντάς του – ‘‘Τι ήμουνα για σένα; Μια σκιά που σε ακολουθούσε…’’. Εκείνος της απαντάει – ‘‘Το ήξερες απ’ την αρχή. Εγώ δεν έχω άλλο τρόπο λύτρωσης παρά τις ιστορίες που αφηγούμαι. Είναι το μοναδικό μου σπίτι Ειδάλλως χάνομαι…’’

/Πάνος Σταθόγιαννης – ‘‘ΠΕΡΙΣΤΥΛΟΝ’’. Περιοδική έκδοση του Π.Ο.Υ. στο Υπουργείο Πολιτισμού, τεύχος 06, Δεκέμβριος 2008./

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2012

ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ- ΠΟΙΗΣΗ

ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΣΙΓΗ

Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν΄ακουμπάτε την πίκρα σας,
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας

κοκκικίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
έστω και μια φορά;
είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;
******

ΜΕ ΚΑΤΑΝΥΞΗ

Ελα να ανταλλάξουμε κορμί και μοναξιά.

Να σου δώσω απόγνωση ,να μη είσαι ζώο,
να μου δώσεις δύναμη,να μην είμαι ράκος.
Να σου δώσω συντριβή ,να μην είσαι μούτρο,
να μου δώσεις χόβολη,να μην ξεπαγιάσω.

Κι ύστερα να πέσω με κατάνυξη στα ποδια σου,
για να μάθεις πια να μην κλωτσάς.

******

1. Σάββατο βράδυ
χωρίς δουλειά
μπατηρημένο κορμί
Σάββατο βράδυ
Χωρίς έρωτα


2. Το φιλί
ενώνει πιο πολύ
απ΄το κορμί
γι΄αυτό το αποφεύγουν
οι πιο πολλοί.

3. Το γατί μου
δε χορταίνει μόνο με χάδια
θέλει και φαί.
Το κορμί μου
δεν χορταίνει μόνο με φαί
Θέλει και χάδι.

****

ΕΡΩΤΑΣ

Νὰ σοῦ γλείψω τὰ χέρια, νὰ σοῦ γλείψω τὰ
πόδια –
ἡ ἀγάπη κερδίζεται μὲ τὴν ὑποταγή.
Δὲν ξέρω πῶς ἀντιλαμβάνεσαι ἐσὺ τὸν ἔρωτα.
Δὲν εἶναι μόνο μούσκεμα χειλιῶν,
φυτέματα ἀγκαλιασμάτων
στὶς μασχάλες,
συσκότιση παραπόνου,
παρηγοριὰ σπασμῶν.
Εἶναι προπάντων ἐπαλήθευση τῆς μοναξιᾶς μας,
ὅταν ἐπιχειροῦμε νὰ κουρνιάσουμε σὲ
δυσκολοκατάχτητο κορμί.

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

Αρνήθηκε το κρατικό βραβείο ο Ντίνος Χριστιανόπουλος

Αρνήθηκε το κρατικό βραβείο ο Ντίνος Χριστιανόπουλος: «Δε θέλω ούτε τα βραβεία, ούτε τα λεφτά τους»

Την πρόθεσή του να μην παραλάβει το βραβείο του Υπουργείου Πολιτισμού αλλά ούτε και το χρηματικό έπαθλο που το συνοδεύει γνωστοποίησε ο γνωστός ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος. Η αντίδραση του ποιητή ήταν άμεση μόλις έγινε γνωστή η είδηση της βράβευσής του με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου του.

«Ούτε θα εμφανιστώ ούτε θα απλώσω το χέρι για να το πάρω. Δεν θέλω ούτε τα βραβεία ούτε τα λεφτά τους». Κατ' αυτόν τον τρόπο σχολίασε στο ΑΠΕ- ΜΠΕ τη διάκρισή του, ο 81χρονος ποιητής της Θεσσαλονίκης Ντίνος Χριστιανόπουλος, παραπέμποντας σε παλιότερο κείμενό του (1979) με τον εμβληματικό τίτλο «Εναντίον».

«Είμαι εναντίον της κάθε τιμητικής διάκρισης απ' όπου και αν προέρχεται. Δεν υπάρχει πιο χυδαία φιλοδοξία από το να θέλουμε να ξεχωρίζουμε. Αυτό το απαίσιο "υπείροχον έμμεναι άλλων", που μας άφησαν οι αρχαίοι. Είμαι εναντίον των βραβείων γιατί μειώνουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου …» αναφέρει, μεταξύ άλλων, σ' εκείνο το κείμενό του ο Ντίνος Χριστιανόπουλος.


Πηγή: TVXS, fairbooks.gr

Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας 2011

Ανακοινώθηκαν τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας 2011 (αφορούν στις εκδόσεις έτους 2010) στα οποία κατέληξε η Επιτροπή Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας από τον «βραχύ κατάλογο» των υποψήφιων προς βράβευση έργων. Παράλληλα, όπως επιτάσσει η νέα νομοθεσία που διέπει τον θεσμό των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας (ν. 3905/2010), δίνεται στη δημοσιότητα το σκεπτικό βράβευσης της αρμόδιας Επιτροπής για κάθε κατηγορία.

ΜΕΓΑΛΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
Απονέμεται κατά πλειοψηφία στον Ντίνο Χριστιανόπουλο για το σύνολο του έργου του.
ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ
Απονέμεται ομόφωνα στον Θωμά Κοροβίνη για το έργο του με τίτλο «Ο γύρος του θανάτου», εκδόσεις Άγρα.
ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ - ΝΟΥΒΕΛΑΣ
Απονέμεται κατά πλειοψηφία στον Χρήστο Οικονόμου για το έργο του με τίτλο «Κάτι θα γίνει, θα δεις», εκδόσεις Πόλις.
ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΟΙΗΣΗΣ
Απονέμεται ομόφωνα στον Γιώργο Μαρκόπουλο για το έργο του με τίτλο «Κρυφός κυνηγός», εκδόσεις Κέδρος.
ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΟΚΙΜΙΟΥ - ΚΡΙΤΙΚΗΣ
Απονέμεται ομόφωνα εξ ημισείας στην Γεωργία Γκότση για το έργο της με τίτλο «Η διεθνοποίησις της φαντασίας - : Σχέσεις της ελληνικής με τις ξένες λογοτεχνίες τον 19ο αιώνα», εκδόσεις Gutenberg και στην Βενετία Αποστολίδου για το έργο της με τίτλο «Τραύμα και μνήμη - : Η πεζογραφία των πολιτικών προσφύγων» εκδόσεις Πόλις.
ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ - ΒΙΟΓΡΑΦΙΑΣ - ΧΡΟΝΙΚΟΥ - ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
Το Βραβείο Χρονικού - Μαρτυρίας απονέμεται κατά πλειοψηφία στον Γιώργο Χ. Θεοχάρη για το έργο του με τίτλο «Δίστομο - : 10 Ιουνίου 1944 - Το ολοκαύτωμα», εκδόσεις Σύγχρονη Έκφραση.
ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΡΩΤΟΕΜΦΑΝΙΖΟΜΕΝΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Απονέμεται ομόφωνα εξ ημισείας στον Mιχάλη Γεννάρη για το έργο του με τίτλο «Πρίγκιπες και δολοφόνοι», εκδόσεις Ίνδικτος και στον Θοδωρή Ρακόπουλο για το έργο του με τίτλο «Φαγιούμ», εκδόσεις Μανδραγόρας.
ΕΙΔΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΣΕ ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΟΑΓΕΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΤΟ ΔΙΑΛΟΓΟ ΠΑΝΩ ΣΕ ΕΥΑΙΣΘΗΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ
Δεν απονέμεται.
Υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή απαρτίζεται από τους κ.κ.: Νίκο Δαββέτα, Συγγραφέα και Κριτικό Λογοτεχνίας (Πρόεδρος) Λίζυ Τσιριμώκου, Καθηγήτρια Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκη (Αντιπρόεδρος) Χρίστο Αστερίου, Συγγραφέα, Δημήτρη Καργιώτη, Επίκουρο Καθηγητή Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Τίνα Μανδηλαρά, Κριτικό Λογοτεχνίας, Δημήτρη Μίγγα, Συγγραφέα, Ανδρέα Μήτσου, Συγγραφέα, Λίνα Πανταλέων, Κριτικό Λογοτεχνίας.

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2012

Ν. Γ. Λυκομήτρος -ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ζήτημα επιλογής

Ο έρωτας είναι ένας οδοστρωτήρας
που ισοπεδώνει τα πάντα στο διάβα του.
Αν του αντισταθείς, θα σε κάνει να το μετανιώσεις.
Κι αν ενδώσεις, θα υποφέρεις περισσότερο όταν τον χάσεις.
Τελικά τι είναι προτιμότερο:
Να βουτήξεις στο ηφαίστειο και να σε κάψει η λάβα
ή να στέκεσαι αιωνίως πάνω απ' τον κρατήρα;

από τη συλλογή Ιχνηλάτες του τέλους, 2010

Καταδίκη

Λιγοστό το φως σε μια γωνιά του δωματίου.

Ατελείωτες διαδοχικές εικόνες στην οθόνη.

Ο ήχος του αυτοκινήτου που απομακρύνεται.

Βιβλία,σημειώσεις,γράμματα,ευχετήριες κάρτες.

Απομεινάρια ενός μακρινού παρελθόντος.

Μακάβριος ο ύπνος των ανθρώπων.

Σέρνεις το κουρασμένο σου κορμί μέχρι το κρεβάτι.

Αναπνέεις αργά και σταθερά μα κυρίως αθόρυβα.

Προσπαθείς να ουρλιάξεις αλλά σωπαίνεις.

Σου πήρε καιρό να καταλάβεις ότι

η δική σου καταδίκη είναι η μοναξιά.


από τη συλλογή Ιχνηλάτες του τέλους, 2010

ΔΕΛΤΙΟ ΘΥΕΛΛΗΣ

Οι μικροαστοί συνεχίζουν να ζουν
τους ανούσιους έρωτές τους.
Απορώ πώς αντέχουν ο ένας τον άλλο.
Η δυσοσμία του πλαστικού τους φιλιού
φτάνει μέχρι εδώ.
Μέσα στα γυαλιστερά τους κουτάκια με ρόδες
περιφέρονται στους δρόμους της πόλης αγκαλιασμένοι
-μια επίφαση συντροφικότητας-
ενώ το τέλος τους είναι προδιαγεγραμμένο.
Τώρα κείτονται νεκροί στην άσφαλτο.
Το αίμα τους
ειναι η μοναδική τους προσφορά στο βωμό του έρωτα.

από τη συλλογή Ιχνηλάτες του τέλους, 2010




Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2012

AΜΑΛΙΑ ΡΟΥΒΑΛΗ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ

500 ΜΕΤΡΑ ΑΝΑΣΑ

Οι αποστάσεις,

στενός κορσές

στ’ αθλητικά μας παπούτσια’

κοψοχρονιά

μας δώσαν τη ζωή


κοψοχρονιά μας τήνε πήραν.

Καρφωμένοι

πια

στο ίδιο βήμα

αβάδιστο.


Τομές

‘Ατμητο

το μεσοκάραβο

σηματωρός ονείρων

υγρού και σκότους

ασέληνο στερέωμα

\
η αράγιστος μνήμη

Χωρίς κλύδωνα

χωρίς υπογεγραμμένη

χωρίς επικλήσεις

κλιτικής

Χωρίς εμάς.../_

Ή

μ’ εμάς; -/

με

τους βοστρύχους

υγραμένους

και μακρυσμένους

στις στροφάδες των καιρών;-/ ·

Των καιρών;/?
Ιαν.2012
©ΑΜΑΛΙΑ ΡΟΥΒΑΛΗ/AMALIA ROUVALIS
***************
Kόκκινο

Μπρος μου κόκκινο

Βαθυκόκκινο

Βάραθρο

Επιβίωση;

Στο βάθος του

αίμα

βαθυκόκκινο αίμα

μικρές φουσκάλες

κραυγάζουν.

Αιφνιδιασμός:

Είδα κόκκινο,

βαθυκόκκινο

σαν αίμα

σαν επιβίωση.

Εξακολουθώ να επιμένω:

Τα πράγματα είναι κόκκινα

ή δεν είναι.

Τα πράγματα είναι μαύρα

ή δεν είναι.

Εγώ, γιατί είμαι άσπρη;

Φεβ. 2010

****************

Παιχνίδια του νου

Αγγίζω
απαλά
το πνεύμα
του είναι.
Πλησιάζω
ισχνά
την εικόνα
του εσύ
Κοιτάζω
δειλά
το χρώμα
της ευγλωττίας
στα χέρια.
Μυρίζω
αχνά
την οσμή
του εμείς.

Ένα πέπλο
πυκνό
μου υπαγόρευσε
την απόσταση.
Οκτ. 2011


Αναρωτιέμαι
Σκαμμένες
κόγχες
χυμένα
μάτια
Αναρωτιέμαι
Γιατί γκρεμίζεται ο κόσμος
όταν το
σύμπαν
μου
προμηνύει
τα
καλούδια τ’ ουρανού.
Αναρωτιέμαι
πώς
αδειάσαν οι κόγχες ξαφνικά
πριν να
έρθει καν ο καταρράκτης.
Αναρωτιέμαι
γιατί
δεν επαρκεί ο εαυτός μου
για ν’
αστράψει ο ήλιος.
Χυμένα
μυαλά
στην
άσφαλτο.
Αναρωτιέμαι
γιατί
πάμε του χαμού.
Όταν οι
ουρανοί
ανοίξαν
στο απόλυτο γαλάζιο
για να
υποδεχτούν
το
είναι
περιμάζεψα
τα μυαλά
χώθηκα
στην άσφαλτο
κι
αναδύθηκα
στους
ουρανούς.
Ακόμα
αναρωτιέμαι.
Ιούλης
2011
Αραχτή

Με παίρνω αγκαλιά
για να παρηγορήσω
τις αδυναμίες μου.
Παράτησα την ύπαρξή μου
αραχτή στον χρόνο

Τώρα πια, κανείς δεν έρχεται να μου πει:

«είσαι ολόκληρη».
(από την υπό έκδοσιν συλλογή "Ποίηματα αδέσποτα, ατάκτως ερριμμένα).

©ΑΜΑΛΙΑ ΡΟΥΒΑΛΗ/AMALIA ROUVALIS

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

ΜAΡΙΑ ΚΑΤΣΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ

ΘΕΛΩ ΝΑ ΦΩΝΑΞΩ


Θέλω να φωνάξω στον κόσμο
Να σπάσει τις τηλεοράσεις του
Θέλω να φωνάξω στον κόσμο
Να τα παρατήσει όλα και να βγει
Στο δρόμο να φωνάξουμε μαζί
Ν’ αδειάσει τους τραπεζικούς λογαριασμούς
Να σταματήσει να καταναλώνει θάλασσα, αέρα, γη
Θέλω να φωνάξω στον κόσμο
Να ζητήσει πίσω την ελευθερία που πούλησε
Για μια BWM, για μια οθόνη plasma, για ένα i-pod
Για τη μεταμοντέρνα πρέζα του
Μ’ ακούτε;
Είστε όλοι σας πρεζάκηδες των MHz και των φούρνων μικροκυμάτων
Είστε το δημιούργημα των ηλεκτρικών κενώσεων
Μιας κοπρολάγνας εξουσίας
Τροφή για τη μαύρη τρύπα που ονομάζεται πλανήτης Γη
Πουλημένοι!

Από την ποιητική συλλογή "Ποιήματα για τσακισμένες καρδιές και σαλεμένα μυαλά"[Εκδ.Γαβριηλιδης]

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2012

Ντίνος Χριστιανόπουλος-ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ντίνος Χριστιανόπουλος: «Είμαι ένας ευτυχεσμένος άνθρωπος>>


Δεν του αρέσουν οι ταμπέλες και οι χαρακτηρισμοί, αυθαιρετώντας τον χαρακτηρίζω αιρετικό, απόμακρο, δηκτικό. Προσωπική μου εκτίμηση, ο Χριστιανόπουλος θα αφήσει έργο πίσω του, ίσως αντίστοιχο του Καβάφη, που ναι μεν υπήρξε μαθητής του όπως ο ίδιος ομολογεί, αλλά διαφοροποιήθηκε ως προς το είδος ποίησης και προσέγγισης της θεματολογίας.

Κατεβήκατε στις πλατείες με τους «Αγανακτισμένους»;
«Δεν βγαίνω, δεν ξέρω και δεν βλέπω γιατί αγανακτούν, δεν μπορώ να καταλάβω τι ζητούν. Για να ζουν και με τα λιγότερα σημαίνει ότι οι περικοπές έγιναν σε παχυλούς μισθούς. Δεν μας είπαν ποτέ πώς και με ποια μέσα και ποιες προϋποθέσεις διορίστηκαν. Ας μην λέμε ότι φταίνε μόνο οι κυβερνήσεις που μεταξύ μας είναι αχρείες αλλά φταίμε και εμείς που ενώ είμαστε φτωχομπινέδες επιμένουμε να ζούμε σαν νεόπλουτοι. Περίπου να πάθουμε καλά. Δεν βγαίνω στους δρόμους, δεν ακούω ραδιόφωνο, δεν διαβάζω εφημερίδα και νοιώθω περίπου …. ευτυχεσμένος. …ναι, ναι σωστά ακούσατε.. Ζω με λιγότερα από 600 ευρώ, χωρίς να θέλω πολυτέλειες, αυτοκίνητα και σπίτια. Και με ολίγους παράδες μπορώ και ζω».


Είστε ο μοναδικός επίτιμος καθηγητής στη Φιλοσοφική του Αριστοτελείου χωρίς διδακτορικό.
«Επεδίωξα να γίνω επίτιμος καθηγητής χωρίς διδακτορικό στο τμήμα της Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο γιατί τόσα χρόνια με ζάλιζαν. Αρνήθηκα να γίνω καθηγητής κατηγορηματικά προ πολλών δεκαετιών. Δεν βλάπτει ούτε είναι τίποτα σοβαρό, δεν πρόκειται να διδάξω και προπάντων δεν πρόκειται να εισπράξω μία! Δεν θέλω το κράτος αφέντη στο κεφάλι μου. Γι αυτό και υπήρξα ο μοναδικός ποιητής στους 1000 που αρνήθηκα την σύνταξη ποιητή-λογοτέχνη του Κράτους. Μακριά από τις κυβερνήσεις.

Γιατί αρνείστε το εκπαιδευτικό σύστημα;
«Είμαι αντίθετος με το εκπαιδευτικό σύστημα γιατί είναι κουραφέξαλα και δόξα τω θεώ που δεν ανακατεύτηκα σε όλη αυτή τη γελοιότητα. Και δεν τα λέω τώρα, τα έλεγα πριν από μισό αιώνα. Αρνήθηκα να υπηρετήσω αυτήν την άθλια και ελεεινή παιδεία. Ήμουν ικανός να ζητιανέψω έξω από τον Λαμπρόπουλο, αρκεί να ήμουν μακριά από την άθλια παιδεία. Όταν πήρα το πτυχίο μου διορίστηκα βιβλιοθηκάριος στη δημοτική βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης για 8 χρόνια όπου στη συνέχεια παραιτήθηκα. Τότε άνοιξα δικό μου γραφείο διορθώσεων δοκιμίων στη Θεσσαλονίκη. Και έβγαλα λίγα λεφτουδάκια και χωρίς να γίνω ζητιάνος πέτυχα τον πρώτο στόχο να μην γίνω εκπαιδευτικός. Πρόκοψα στη λογοτεχνία γιατί αυτός ήταν ο καημός μου (και όχι η ύποπτη εκπαίδευση γιατί χώνουν το χέρι τους εκεί διάφοροι άσχετοι) και στην ποίηση που είναι πολύ δύσκολο πράγμα. Αυτή είναι και η μεγάλη μου ευχαρίστηση. Πρόκοψα στην ποίηση αλλά δεν έβγαλα λεφτά».

Σε τι άλλο αντιτίθεστε;
«Είμαι αντίθετος προς κάθε καθεστώς και το λέω και ας μην με ακούει κανείς, μακριά από τις σχέσεις με τις κυβερνήσεις. Η όλη θλιβερή όψη της σημερινής θλιβερής πραγματικότητας δείχνει ότι ο καιρός έχει γυρίσματα. Είμαι εναντίον κάθε μορφής εξουσίας. Εφημερίδας, διοικήσεως κλπ.».

Έχετε τελικά εκφραστεί αρνητικά για τους Ελύτη-Σεφέρη;
«Έχω κάποιες επιφυλάξεις και για Ελύτη και για Σεφέρη παρ’όλο που είναι καλοί ποιητές και ήταν φίλοι μου ο Ελύτης περισσότερο. Είχαν όπως είναι πολύ φυσικό τις κάποιες μετριότητές του. Τίποτα παραπάνω. Μερικοί δημοσιογραφίσκοι, χαμένα κορμιά πήραν αυτές τις μικροεπιφυλάξεις, τις εξόγκωσαν και με απέδειξαν ως φανατικό εχθρό ή υπονομέα των νομπελιστών. Αυτά είναι του κώλου, με συγχωρείτε. Δεν έχω καμία κακία και ζήλεια για αυτούς. Όταν μεταφράστηκαν τα ποιήματά μου στα σουηδικά έδωσα συνέντευξη σε κάποιο ραδιοφωνικό σταθμό όπου μεταξύ άλλων εκφράστηκα αρνητικά για το Νόμπελ ως διεθνές βραβείο λέγοντας ότι αμφισβητώ την ειλικρίνεια αυτών που δίνουν το Νόμπελ, γι αυτό μακριά από το Νόμπελ. Έδωσαν Νόμπελ στον Τσόρτσιλ, έναν πολιτικό και στον Ρίτσο- αν και διαφωνώ μαζί του- έδωσαν το βραβείο Λένιν που είναι για τους πολιτικούς και όχι το Νόμπελ που είναι για την λογοτεχνία. Και αντί να λυσσιάξουν οι σουηδοί με όσα τους είπα, η σουηδική ραδιοφωνία δέχτηκε αναρίθμητες επιστολές που έγραφαν: «να αγιάσει το στόμα του» Συνεπώς ζούμε σε οργανωμένες παραπληροφορήσεις. Υπάρχουν γενικώς υπερτιμημένες αξίες στην ποίηση, αλλά γίνεται ένα παλαντζάρισμα. Αυτοί που κυριαρχούν τώρα δεν πιστεύω ότι θα κυριαρχήσουν και μετά από 30 χρόνια. Κάποιοι τώρα τους ανεβάζουν και τους προωθούν».

Ο Παλαμάς πολέμησε τον Καβάφη.
«Τεράστιο θέμα αυτό. Ο Παλαμάς άλλοτε ήταν λυσσασμένος απέναντι στον Καβάφη και άλλοτε πιο μετριοπαθής στις δηλώσεις του. Φοβούνταν τον Καβάφη διότι διαισθανόταν ότι το μέλλον ανήκει στον Καβάφη που κατέκτησε την παγκόσμια αποδοχή. Ο μεγάλος Παλαμάς κατέρρευσε και αυτό είναι γεγονός. Δεν ενδιαφέρει πια κανέναν η κόντρα μεταξύ τους. Ο Καβάφης όπως είχα πει και στο παρελθόν, καλπάζει! Ξέρεις τι θα πει να πληθαίνουν οι άνθρωποι που σ’αγαπούν και σε πιστεύουν? Ας αναλογιστούμε πόσοι σήμερα έχουν αυτή την τύχη».

«Βαθιά πληγή από φρικτό μαχαίρι» έλεγε ο Καβάφης για την τέχνη της ποιήσεως. Για εσάς η ποιητική σας συλλογή «Η πιο βαθιά πληγή», τι είναι;
«Συλλογή πατριωτικών ποιημάτων που λατρεύτηκε στην Κύπρο και που η απάντηση μου - που αφορούσε στον Κίσινγκερ- έκανε πάταγο. Αυτό το σκατόμουτρο ο Κίσινγκερ που χώρισε την Κύπρο στα δύο, είχε το θράσος να διαψεύσει ό,τι δήλωσε για το σούβλισμα της Ελλάδας εφαρμόζοντας ένα σατανικό σχέδιο. Έχω και τέτοιες αγάπες και αποδοχές από τους απλούς ανθρώπους της Κύπρου που όταν την επισκέφθηκα – θα το πιστέψετε;- μου φιλούσαν τα χέρια! Διότι τα περισσότερα πατριωτικά ποιήματα είναι από σαβούρες έως σκατά».

Ποιο είναι το λάθος των Ελλήνων;
«Ότι είμαστε κλέφτες και πρέπει να το αποδεχτούμε. Στο γαλλικό λεξικό έλληνας σήμαινε κλέφτης, κάναμε αγώνα για να το εξαλείψουμε από το λεξικό, αλλά σήμερα πια είναι κοινοτοπία και εν μέρει έχουν δίκιο που οι ξένοι τρώγονται με τα ρούχα τους για μας. Και άλλα φρικτά και τρομερά ελαττώματα έχουμε, αλλά εκεί θα σκαλώσουμε; Όλοι οι λαοί έχουν τα κουσούρια τους. Αγνοούμε το μεγαλείο των περασμένων ετών. Ας μην παρασυρόμαστε από τις σημερινές κακοήθειες αγνοώντας το παλιό μεγαλείο. Αυτό που πρέπει να λάβουν υπόψη τους οι ψευτοκουλτουριάρηδες είναι ότι ο ελληνισμός παρά τα κουσούρια του θριάμβευσε πάνω στη διάδοση των πολιτιστικών αρετών. Αυτό είναι ένα συγχωροχάρτι για όλα τα πιθανά ελαττώματά μας. Αν συνεχίσουμε έτσι, η χασούρα θα συνεχιστεί σε όλα τα επίπεδα και στο Αιγαίο και στη Θράκη. Ένας λαός 3000 ετών έχει σημεία κάμψης όπως είναι αναπόφευκτο. Το θέμα είναι πως είμαστε αμετανόητοι».

Έχετε εκδώσει συλλογή για τον Βασίλη Τσιτσάνη.
«Ο Τσιτσάνης έγραψε 700 τραγούδια, πολλά από αυτά δεν είναι καλά. Τα 187 που έχω συμπεριλάβει στην πρόσφατη συλλογή μου που αφορά στον Τσιτσάνη είναι αριστουργήματα όπου σε αυτά στηρίζεται και το μεγαλείο του, όταν δηλαδή ήταν νεαρός στην πρώτη του περίοδο. Υπήρξε παιδί –θαύμα και όπως ήταν αναμενόμενο, όσο μεγαλώνουν τα παιδιά-θαύμα αποχρωματίζονται. Ο Τσιτσάνης έχασε στη μισή του ζωή το βασικό του έργο και η όλη αξία του στηριζόταν στη φήμη του και λιγότερο στην πρόσφατη δημιουργία του. Αλλά δεν παύει ο Τσιτσάνης να είναι κολοσσός. Αυτά που έχω συγκεντρώσει στη συλλογή μου είναι αυτά που - να το θυμηθείτε - θα μείνουν στις επόμενες γενιές».

«Το φιλί ενώνει πιο πολύ από το κορμί
για αυτό και το αποφεύγουν οι πιο πολλοί».

«Μπαίνετε στα χωράφια της ποίησης. Η ποίηση είναι πολύ δυσκολότερη και αποδοτικότερη ιστορία που όμως θα αντέξει στο μέλλον ως υψηλής κλάσης. Κάποιο άλλο άτιτλο μικρό μου ποίημα «Τα πρόβατα απήργησαν, ζητούν καλύτερες συνθήκες σφαγής» ήταν γραμμένο σε τοίχους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης και δεν τόλμησε κανείς να τα σβήσει»


Έρωτας: ποιος ο ρόλος του στη ζωή σας;
«Στα νιάτα μου έπαιξε σημαντικό ρόλο. Πρόλαβα όσο ήταν καιρός και έγραψα ερωτικά ποιήματα τότε, τώρα μαράθηκα. Είναι αρκετά για να αντέξουν έναν αιώνα».


Το ποιο ακραίο πράγμα που κάνατε όταν ερωτευτήκατε;
«Ζητάτε πάρα πολλά και πολλά από αυτά τα έχω ξεχάσει. Πάντως θα σας πω μερικά πράγματα τα οποία να τα πάρετε πολύ σοβαρά: το ‘‘έχω ερωτευτεί’’ είναι μεγάλο πρόβλημα όσον αφορά την ποίηση, διότι έγραψα τα καλύτερα ποιήματά μου για τυχαία και σποραδικά ερωτικά ερεθίσματα, ενώ μεγάλοι μου έρωτες που με συγκλόνισαν πέρασαν απαρατήρητοι από την ποίησή μου. Αυτό είναι μια μεγάλη πραγματικότητα, επομένως άλλο πράγμα ο έρωτας και άλλο η ποίηση σε όλα τα επίπεδά της. Ένας τυχαίος ψευτοέρωτας μπορεί να αφήσει αριστουργήματα πίσω του και ένας συγκλονιστικός να μην αφήσει χνάρι!


«…γιατί μονάχα όταν τα χέρια μου σε χάνουν,
η πονεμένη φαντασία μου σε κερδίζει» γράφετε στην «Αναστολή».

«Πρέπει να χάσεις στον έρωτα για να μπορέσεις να τον κερδίσεις. Αλλιώς δεν κερδίζεται τίποτα. Όλοι αυτοί που βρίσκονται στο μάξιμουμ της κάβλας τους μην ξέροντας τι είναι το μάξιμουμ και τι είναι η κάβλα, τα έχουν ήδη όλα μπερδέψει. Πρέπει να τα χάσεις όλα για να καταλάβεις τι έχασες και τι θα μπορούσες να είχες κερδίσει. Αυτό το άνω –κάτω είναι σπουδαίο πράγμα. Αυτό το ζήτημα δεν αφορά στην ιστορία της ποίησης, αλλά της γραμματολογίας. Δηλαδή οι εσωτερικές διεργασίες που οδηγούν έναν ποιητή στο γράψιμο».

Ποιο τίμημα πληρώσατε για τις επιλογές σας; Τι είδους πόλεμο δεχτήκατε;
«Το τίμημα ήταν μεγάλο, γιατί εγώ είχα το θάρρος ή το θράσος ή την τόλμη να είμαι ειλικρινής και να τα λέω ντεκλαρε. Οι άνθρωποι που σε πολεμούν είναι αυτοί καιροφυλακτούν να σε ακούσουν και να σου τρίψουν τη μούρη. Κάποιοι έχουν και ζημία από την ποίησή μου και αυτοί μου έτριψαν στη μούρη με όποιο τρόπο μπορούσαν με την αρχή να γίνεται από την ασφάλεια, μετά από τους δεσποτάδες, μητροπολίτες, κατηχητικά, μετά από εθνικιστές τύπου Καρατζαφέρη, μετά με ορθόδοξους κομμουνιστές. Απίθανο κακό μου έκαναν κάποιες ομάδες για την τόλμη μου να ομολογήσω την αλήθεια. Δεν μετάνιωσα γιατί δικαιώθηκα μέσα από το πάθος μου».

Δεν υπάρχει δηλαδή ενοχικότητα στην ποίησή σας;
«Κάποιες φορές είμαι αντιφατικός. Με χτύπησαν αγρίως οι κομμουνιστές, κι όμως έγραψα ποίημα υπέρ των αριστερών. Όταν αναγνωρίσει κάποιος την αντιφατικότητα της ιδιοσυγκρασίας του, μπορεί η πολυπλοκότητα των αντιθέσεων όταν αξιοποιείται δραστήρια από την σωστή ποίησή του, να αποβεί θετικό στοιχείο για τον ίδιο τον ποιητή. Όλα τα άλλα έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Το πρώτο και δύσκολο είναι να έχεις την τόλμη να πεις την αλήθεια για τον εαυτό σου και πολλές φορές εναντίον του εαυτού σου».

Μελοποιημένη ποίηση. Έχω στα χέρια μου τη συλλεκτική συλλογή «ΔΩΔΕΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΝΤΙΝΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ» εκδόσεις Διαγωνίου 1984, σειρά Τέχνης αριθμός 7 σε ποίηση και μουσική Ντίνου Χριστιανόπουλου.
«Τεράστιο θέμα και ευτυχώς που το ανοίγετε. Ξέρετε τι είχε πει η Μοσχολιού για το τραγούδι που με υποδεχτήκατε και κακώς το βάλατε γιατί έχω γράψει δική μου μουσική; «Ξέρετε ποια είμαι εγώ; Αξιώθηκα να τραγουδήσω Χριστιανόπουλο» είπε. Είμαι εχθρός όμως στο να μελοποιούν τα ποιήματά μου.
Ξέρετε, ο Κουγιουμτζής και ο Χατζιδάκις δεν με ρώτησαν για να μελοποιήσουν τα ποιήματά μου, έκαναν του κεφαλιού τους. Αν με ρωτούσαν θα τους έλεγα ‘‘όχι, δεν θέλω’’. Από πολύ νωρίς πείστηκα ότι τα ποιήματα δεν είναι κατάλληλα για μελοποίηση, γιατί χάνουν. Για να αποδείξω μια δική μου γραμμή, έγραψα στίχους με την δική μου μουσική κατάλληλη για ποίηση. Το αιώνιο παράπονο με έκανε να μελοποιήσω 34 τραγούδια μου. Ειλικρινά ο Κουγιουμτζής δε μου λέει τίποτα γιατί δεν έχει τον δικό μου καϊλέ».

Πότε θα μας έρθετε στη Ρόδο;
«Ποτέ. Αν και με πατέρα ναυτικό, φοβάμαι τη θάλασσα και τα αεροπλάνα. Δεν ταξιδεύω αρνούμενος κάθε πρόσκληση».

*Η συζήτηση μεταδόθηκε από το Ρ/Σ «Παλμός 99.5» στις 11-6-2011.

Ελισσαίος Βγενόπουλος- ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Πλατεία Κουμουνδούρου

Έριξε στην πλάτη του μια ελπίδα
δωρικού ρυθμού και τίναξε
από πάνω του την πρωινή εντύπωση
ότι η νομοτέλεια της επανάστασης
είναι ανεπανόρθωτη

Κάθισε στο κοίλο της τσιμεντένιας προτροπής
Κοίταξε τον αγκώνα του
και είδε ένα κηροπήγιο
σκουριασμένο από την ενοχή
και ένα μαχαίρι λυγισμένο
από την απαντοχή


Κάτω από το δέρμα του
είδε το χάρτη των τυραννισμένων ερώτων
στην κλείδωση τα μικρά πευκάκια με τις φωνές των παιδιών
και στην ωλένη τις επιβεβλημένες υπαναχωρήσεις των μέσων χρόνων

Οι εμμονές της νιότης
όπως και οι στάμπες
από τα λερωμένα μπλουζάκια
φεύγουν μόνο με λευκαντικό απελπισίας, μηρύκασε

Λίγο πιο κάτω από τον ορίζοντα
που σχημάτιζε μια αρτηρία
λίμναζαν τα αποτελέσματα
των νεανικών εθισμών
οι ανοξείδωτοι εφιάλτες
και οι αιματηρές αποτυχίες

Γύρισε όλη την πόλη
όλες τις χώρες
όλους τους αιώνες
και η αλήθεια
κειτόταν ανάμεσα
στις χαρακιές της παλάμης του
αφυδατωμένη, άρρωστη και σάπια
********
Εξάρχεια

Αγνώριστη η ρακένδυτη κουτσουπιά σπρώχνει
με τα κοκκαλιάρικα δάχτυλά της
τον καιρό στα δόντια του χειμώνα

Σκυφτός ανέβαινε τα σκαλιά κρατώντας στην αγκαλιά
μερικές καχεκτικές αναιρέσεις
λίγες λαβωμένες συνήθειες
και τις καθημερινές του διστακτικές αναδιπλώσεις

Η πίκρα της νεραντζιάς στολίδι στο πέτο του δρόμου
Ο κοκκινολαίμης ήρθε και στάθηκε στο γιακά του πρωινού
Ο πετρόψυχος καιρός ζεμάταγε στη σκιά του
το χάδι, το γέλιο και τη θλίψη της μολόχας

Οι οιμωγές σπρώχνουν τα σύννεφα μακριά
και τα σκαλώνουν στις κορυφές των βουνών

Με τα δακρυγόνα επίθετα στο τσεπάκι του σακακιού
βγήκε ασθμαίνοντας στο κεφαλόσκαλο της τονισμένης κατάληξης ώς
κάποιου καταπονημένου επιρρήματος

Κάτω από τα τσιμέντα, τα πλακόστρωτα και την αδιαφορία
υπάρχουν βολβοί από ζουμπούλια κυκλάμινα και χαμόγελα
που δεν θα ανθίσουν ποτέ
ψιθύρισε κι έβαλε το χέρι στο στήθος
να συγκρατήσει το επίθετο στο τσεπάκι

14.12.11.


************






Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2012

ΆΝΝΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ-ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΕΚΠΤΩΤΗ ΑΦΡΟΔΙΤΗ

Θρηνείς  αιχμάλωτη στην λήθη.
Είσαι μία Αφροδίτη του Έρωτα, έκπτωτη,
μία μορφή από καυτό μάρμαρο,
σαν καρυάτιδα  υπνωτισμένη απ' την προδοσία  του χρόνου.
Εγκλωβίστηκες  σε αναμνήσεις στυφές.
Το σώμα σου γυάλινο ομοίωμα , εύθραυστο.
Παραδόθηκες  στην τραγωδία της σάρκας.
Κι είσαι πάντα εκεί
να περιφέρεις ένα κορμί  σε διαδρόμους δαιδαλώδεις,
να παζαρεύεις τις στιγμές  σε κακοφωτισμένα σοκάκια,
να  πουλάς τις χάντρες των ματιών σου σε τιμή ευκαιρίας.
Σε στοίχειωσε ο απόηχος της νύχτας.
Με ξεφτισμένο όνομα
σέρνεσαι τώρα  στους  δρόμους του <<πουθενά>>
σαν λαβωμένο φίδι που ψάχνει μια φωλιά για να πεθάνει.
Δύσκολη η αναπνοή στο υγρό δωμάτιο,
κλοιός ασφυξίας απ' αμέτρητα γιατί.
Οι ερινύες  άνοιξαν πύρινες  τρύπες  στον τοίχο.
Σε καταπίνει η φλόγα τους
κι εσύ να σμίγεις με σκιές ανθρωπόμορφες.


Θρηνείς  αιχμάλωτη στην λήθη.
Είσαι ναυάγιο σκουριασμένο που ξέβρασε η κόλαση.
Σάπια φύκια ξεπηδούν απ' το κορμί,
τρυπούν τις κακοποιημένες αναμνήσεις σου.
Βραχνάς η συνήθεια και σ' έκανε όμηρό της.
Κι εσύ θα είσαι πάντα εκεί να περιφέρεις το κορμί,
παλινδρομώντας  μες σε ανάπηρα βιώματα
και βουβούς μονολόγους.


ΓΕΥΣΗ ΟΞΥΜΩΡΗ

Κι ύστερα ήρθε ο φόβος.
Έκανε αναγκαστική προσγείωση στον διάδρομο της ζωής μας.
Κι εμείς αγκιστρωθήκαμε πάνω του.
Παγωμένη η ανάσα του
<<δροσίζει>> το πρόσωπό μας.
Τώρα πια τρεφόμαστε απ' αυτόν.
Σε κάθε πιάτο που μας σερβίρουν,
η γεύση του .... μία απόλαυση,
η καθημερινή μας <<πολυτέλεια>>.

Στο ορεκτικό βασικό συστατικό ο φόβος.
Στο κυρίως πιάτο μία δυνατή δόση απ' αυτόν
και το επιδόρπιο γλασαρισμένο με τ'απόσταγμά του.
Ακόρεστη η όρεξή μας για την γεύση του.
Κι όταν τελειώνει  αυτό το γεύμα,
περιμένουμε ... με λαχτάρα το επόμενο.

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2012

Απολογισμός πεζογραφικής παραγωγής 2011 του Γ.ΞΕΝΑΡΙΟΥ


Άρθρο του Γιώργου Ξενάριου στο "Διαβάζω", τεύχος Ιανουαρίου 2012, Απολογισμός πεζογραφικής παραγωγής (μυθιστόρημα, διήγημα) του 2011.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΞΕΝΑΡΙΟΣ
Απολογισμός πεζογραφικής παραγωγής 2011

Ο αστερισμός κάτω από τον οποίο επιχειρείται ο φετινός απολογισμός δεν είναι ευοίωνος. Με την οικονομία και την κοινωνία της χώρας σε βαθιά κρίση, η ─ταραγμένη ή ατάραχη─ λογοτεχνία, αφενός, επιχειρεί να αποτυπώσει την πρόσφατη ιστορική διαδρομή που μας οδήγησε ως εδώ και, αφετέρου, να παρηγορήσει ─όσο πια της είναι επιτρεπτό και εφικτό─ το πιο ευάλωτο κομμάτι του κοινού με αφηγήσεις που μοιάζουν να προέρχονται από ένα, ολοένα περισσότερο μυθολογούμενο, παρελθόν.
Πριν όμως προχωρήσουμε στα επιμέρους, ίσως να μην ήταν περιττό να δούμε από λίγο πιο κοντά τη σχέση ιστορίας-λογοτεχνίας και τη συναφή ελληνική ιδιαιτερότητα:
Ο βαθμός ωριμότητας μιας εθνικής λογοτεχνίας κρίνεται και από το είδος της σχέσης που διατηρεί με την Ιστορία, απώτερη και εγγύτερη, αλλά και με τις επιμέρους αφηγήσεις που συνθέτουν το όλο εθνικό αφήγημα. Παράλληλα, στη σχέση αυτή αποτυπώνεται η αντίληψη που τρέφει το λογοτεχνικό σύστημα περί χρηστικότητος: όσο πιο ανώριμη είναι μια λογοτεχνία, τόσο περισσότερο οι επιμέρους συντελεστές της βλέπουν σε αυτήν έναν εν δυνάμει καταγραφέα της Ιστορίας (όχι μόνο του παρελθόντος αλλά και του παρόντος), ακόμη χειρότερα: μια άλλη δυνατότητα της Ιστορίας να εισχωρήσει στο συλλογικό φαντασιακό. Μια τέτοια όμως χρήση της λογοτεχνίας, πέρα από το ότι υποκρύπτει μια κλειστή, αυτιστική σχέση με τον εαυτό της, υποδηλώνει και μια μονόχορδη, μονόμπαντη σχέση με την Ιστορία: γεγονός-καταγραφή-ιστόρηση, σχέση όπου το υλικό της Ιστορίας, αυτομάτως και μονοσήμαντα, μετατρέπεται σε πραγματολογικό υλικό της λογοτεχνικής αφήγησης. Με άλλα λόγια, οι ώριμες εθνικές λογοτεχνίες, όταν καταπιάνονται με την Ιστορία, δεν τη μεταφράζουν αυτόματα σε αφήγηση, αλλά, διαθλώντας την, την επεξεργάζονται φαντασιακά, ενώ οι ανώριμες, αδύναμες λογοτεχνίες, όπως η ελληνική, ανακαλύπτουν σε αυτήν ένα έτοιμο, τετελεσμένο πραγματολογικό υλικό.
Έτσι λοιπόν, υπό την πίεση της τρέχουσας κρίσης, βλέπουμε να γεννιούνται και να πληθύνονται τα μυθιστορήματα με θέμα τη Μεταπολίτευση ─την ερμηνεία της οποίας μια άκριτα δημοσιολογούσα άποψη έχει αναβαθμίσει σε ερμηνευτικό κλειδί διά πάσαν νόσον─ και αυτή η τάση, ας μας επιτραπεί η πρόβλεψη, ολοένα θα ενισχύεται.
Από την άλλη, σ’ έναν χώρο που δεν είναι ακριβώς λογοτεχνία, συνεχίζουν να εμφανίζονται παρηγορητικές αφηγήσεις που επιχειρούν να θεραπεύσουν τον εθνικό μας εγωισμό με εκδρομές στα παράλια της Μικράς Ασίας, αναδρομές στις «χαμένες πατρίδες» και σε κωνσταντινουπολίτικα φαντάσματα, κολακεύοντας έναν επαναγεννημένο εθνολαϊκισμό και τον πανταχού παρόντα μέσο όρο.

Μια άλλη συνθήκη υπό την οποία επιχειρείται ο φετινός απολογισμός είναι, βέβαια, η γιγάντωση της παραλογοτεχνίας. Εκατοντάδες τίτλοι, χιλιάδες αντίτυπα φορτωμένα με ιστορίες αγάπης, success stories ή, ξανά, ψευδο-εθνο-ιστορικές διηγήσεις καταλαμβάνουν τους πάγκους των βιβλιοπωλείων, εξωθώντας τούς, λιγότερους πια, πραγματικούς συγγραφείς στα ψηλά ράφια, κοιτάζοντάς τους ειρωνικά, από χαμηλού, και οδηγώντας τη λογοτεχνία σε ασφυξία.
Ειδικά τα τελευταία χρόνια το κακό έχει παραγίνει: στην άνιση μάχη με τη λογοτεχνία, η παραλογοτεχνία έχει πάρει κεφάλι: η Μαίρη Παπαδοπούλου-Πετράκη φιλοξενείται σε μεγάλες βιβλιοπωλικές αλυσίδες για να κάνει, ενώπιον του κοινού, την κατάθεση ψυχής που προϋποθέτει και συνεπάγεται το κείμενό της, ενώ στην Άνω Ποταμούλα Ημαθίας, στο καφενείο του χωριού, όλο και κάποιος δημοφιλής συγγραφέας θα κάνει και αυτός την ανάλογη κατάθεση στο (σίγουρο) ταμείο της εθνολαϊκιστικής αφέλειας ─ κι όλα αυτά συνοδευμένα, βέβαια, από χιλιάδες αντίτυπα. Τίτλοι επί τίτλων που υποδύονται τη λογοτεχνία έχουν υποκαταστήσει στη συνείδηση ενός τμήματος του ευρέος κοινού την πραγματική λογοτεχνική αφήγηση με τα θλιβερά υποκατάστατα άλλοτε μιας πληκτικά επαναλαμβανόμενης αισθηματολογίας και άλλοτε μιας εθνο-λαϊκιστικής εξάρσεως και ιστοριολαγνικής ψιμυθίωσης, οδηγώντας το σε μια, ανέκκλητη φοβάμαι, αλλοίωση της αντίληψης για το τι είναι λογοτεχνία.
Και ας μη φέρει κανείς ως αντεπιχείρημα το κοινολεκτούμενο ότι, τάχα, αν ένας υποψήφιος αναγνώστης προσεγγίσει την ανάγνωση μέσω ενός τέτοιου βιβλίου, μπορεί, αργότερα, να διαβάσει κάτι πιο σοβαρό. Ουδέν ψευδέστερον: η παραλογοτεχνία είναι τοξική, μολυσματική, όπως λέει ένας φίλος: κολακευμένος που διάβασε ─και «κατάλαβε»─ ένα «εύληπτο», «κατανοητό» βιβλίο, ο αναγνώστης κλείνει θυμωμένος όποιο βιβλίο, απλώς, δεν βεβηλώνει το προφανές και δεν του δίνει τη δυνατότητα να ταυτιστεί με κάποιον από τους ήρωες του «μυθιστορήματος», δηλαδή δεν του επιτρέπει τον αυτοθαυμασμό μέσ’ από τις σελίδες του. Ιδιαίτερα αν πρόκειται για κάποιον από τους συγγραφείς που θεωρούνται «δύσκολοι»…
Βεβαίως το φαινόμενο της παραλογοτεχνίας ούτε καινούριο είναι ούτε ελληνική αποκλειστικότητα αποτελεί. Ωστόσο τον τελευταίο καιρό στη χώρα μας έχει πάρει, βοηθούντων των λεγόμενων κοινωνικών δικτύων στο Διαδίκτυο, γιγαντιαίες διαστάσεις. Κι ενώ οι προηγμένες εθνικές λογοτεχνίες διατηρούν πάντα ένα ευρύ κοινό που ενδιαφέρεται για την αυθεντική λογοτεχνική αφήγηση, η ελληνική φαίνεται να χάνει τη μάχη από την παραλογοτεχνία ─ όχι χωρίς συνευθύνη του ελληνικού λογοτεχνικού συστήματος (ευθύνη που θα προσπαθήσω να καταδείξω σε προσεχές σημείωμά μου). Ας ευχηθούμε τουλάχιστον η βαθιά κρίση που διερχόμαστε να αναταράξει κάπως την κλίμακα αξιών του κοινού, να αναδιατάξει τις σχέσεις λογοτεχνίας-παραλογοτεχνίας και να ανατάξει το χαμένο γόητρο της αυθεντικής λογοτεχνικής αφήγησης.

*

Ο Μένης Κουμανταρέας (Οι αλεπούδες του Γκόσπορτ, εκδ. Κέδρος) επανέρχεται σ’ ένα νεανικό του γραπτό και, χωρίς επιγενόμενες επεμβάσεις, το παρουσιάζει για πρώτη φορά στο αναγνωστικό κοινό. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα μαθητείας με χώρο δράσης την Αγγλία, όπου είχε πάει, νεαρός, ο συγγραφέας. Φρέσκο, νεανικό και δροσερό, με πραγματικούς πρωταγωνιστές, παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα, νεανική, πτυχή του γνωστού συγγραφέα.

Ο Κώστας Μουρσελάς (Στην άκρη της νύχτας, εκδ. Πατάκη), ενώ επανέρχεται σε δύο παλιούς μας γνώριμους, τον Μανωλόπουλο και τον Ρετσίνα, καταπιάνεται με κάτι καινούριο, αφού στο μυθιστόρημα παρεισφρέει, με τρόπο ευθύ και πλάγιο, το πρόσωπο του Παπαδιαμάντη, πρόσωπο, που, απ’ ό,τι φαίνεται, έχει στοιχειώσει τον συγγραφέα. Τύψεις, ενοχές, έρωτας και νομοτέλειες βρίσκονται στο στόχαστρο του συγγραφέα μέσα στην, πυκνωμένη αφηγηματικά, διάρκεια μιας νύχτας.

Ο Μάνος Ελευθερίου (Πριν απ’ το ηλιοβασίλεμα, εκδ. Μεταίχμιο) έγραψε, ίσως, το καλύτερο μέχρι τώρα μυθιστόρημά του, εκείνο όπου κατορθώνει να συγκεράσει τον έμφυτο λυρισμό του, συνοδευμένο από μια ατμόσφαιρα ονειρικής νοσταλγίας, με την αφηγηματική οικονομία. Επανερχόμενος στις αγαπημένες του εμμονές, το θέατρο και τη Σύρο, μας μεταφέρει, μέσ’ από μια ενδιαφέρουσα μείξη φαντασιακού και πραγματικού, σ’ αυτό που θα μπορούσε να είναι ο «δήμος ονείρων» του. Άνθρωποι και ρόλοι σ’ ένα πεζογραφικό δράμα.

Ο Πέτρος Μάρκαρης (Περαίωση, εκδ. Γαβριηλίδη) μας προτείνει το δεύτερο μέρος της τριλογίας του με θέμα την κρίση. Με παρόντα και εδώ τον πασίγνωστο επιθεωρητή Χαρίτο, ο συγγραφέας ξεδιπλώνει και σ’ αυτό το μυθιστόρημα τις αρετές του: συμπαγής δράση, αδροί ήρωες, αίσθηση του αφηγηματικού χρόνου. Το ερώτημα ωστόσο που τίθεται, πέρα από εκείνο της θέσης του αστυνομικού μυθιστορήματος ως λαϊκού αναγνώσματος, είναι ο υπερβολικά ευθύς και άμεσος τρόπος με τον οποίο αντικρίζει την Ιστορία.

Ο Γιώργος Συμπάρδης (Υπόσχεση γάμου, εκδ. Μεταίχμιο) μας προτείνει μια τοιχογραφία της σύγχρονης καθημερινότητας, ένα πολυπρόσωπο παιχνίδι χαρακτήρων, μέσ’ από το οποίο αναδεικνύεται το ψυχικό βάθος των ηρώων αλλά και ο τρόπος με τον οποίο, εντέλει, τελείται η ζωή μέσ’ από τα μικρά ή μεγάλα δράματά της. Ο ολιγογράφος συγγραφέας, δεν υπάρχει αμφιβολία, τα καταφέρνει περίφημα στις λογοτεχνικές επιδιώξεις του: σφρίγος, ρεαλισμός, έμμεση αποδέσμευση της συγκίνησης. Ωστόσο το ερώτημα κατά πόσο μια τέτοια, παραδοσιακή, λογοτεχνία μπορεί να συλλάβει τη σημερινή πολυπλοκότητα παραμένει εκκρεμές.

Ο Αλέξης Πανσέληνος (Σκοτεινές επιγραφές, εκδ. Μεταίχμιο) συνθέτει ένα πολυεπίπεδο και πολυδιάστατο μυθιστόρημα, όπου συνυπάρχουν πολλά από τα είδη της ιστορίας του μυθιστορήματος: μυθιστόρημα χαρακτήρων, μαθητείας, ρεαλιστικό, φανταστικό συναιρούνται σε αυτή τη σύνθεση, όπου οι τρεις κύριοι πρωταγωνιστές της, περασμένης ηλικίας πια, μέσ’ από συνεχείς αναδρομές, αναμετρούνται με το παρελθόν τους, μα πιο πολύ με την άφευκτη φθορά του χρόνου. Η σήμερον ως χθες.

Η Ευγενία Φακίνου (Το τρένο των νεφών, εκδ. Καστανιώτη) επιβιβάζεται σ’ ένα τρένο στην κορυφή των Άνδεων και, μέσω του ήρωά της, του Κανένα, διατρέχει κομμάτια της ιστορίας της Λατινικής Αμερικής. Συντροφιά της αυτούσια τμήματα μυθιστορημάτων λατινοαμερικανών συγγραφέων σ’ ένα διακειμενικό παιχνίδι.

Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος (Η επιδημία, εκδ. Πατάκη), εκκινώντας από τη μόνιμη εμμονή του με την ελληνική αρχαιότητα, μας προτείνει μια παρωδία, στο πλαίσιο της οποίας ένας ανθυποθεός του Δωδεκαθέου επισκέπτεται τη σημερινή Αθήνα, όπου, μέσα σ’ ένα παραλήρημα έκφρασης και αυτο-έκφρασης, κάνει όλα όσα θα έκανε ένας σύγχρονος ομόλογός του. Αναλογίες, ομοιότητες και παραλληλισμοί με τη σημερινή κατάσταση και τη βαθιά κρίση.

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος (Τα παιδιά του Κάιν, εκδ. Μεταίχμιο) επιχειρεί να αναδιφήσει την πρόσφατη μεταπολιτευτική ιστορία μέσ’ από ένα βιβλίο που συνδυάζει το μυθιστόρημα ενηλικίωσης με αφηγηματικές τεχνικές από τον κινηματογράφο και λανθάνοντα κοινωνικά σχόλια. Μυθιστόρημα από το οποίο δεν λείπει η αφηγηματική άνεση και ευχέρεια, το τελικό αποτέλεσμα όμως υπονομεύεται από τη μεγάλη χαλαρότητα της συνολικής σύνθεσης και, όπως αναφέραμε στην εισαγωγή του σημειώματός μας, από μια μονοσήμαντη ματιά στη θέαση της Ιστορίας ως πραγματολογικού υλικού της λογοτεχνίας.

Ο Αλέξης Σταμάτης (Κυριακή, εκδ. Καστανιώτη), ορμώμενος ίσως από τον Οδυσσέα ή από τον ΜακΓιούαν, μας περιγράφει μια πυκνή ημέρα του ήρωά του, την Κυριακή των εκλογών του 2009. Με αποτελεσματικούς αφηγηματικούς μηχανισμούς και με μια επαρκή ενδοσκόπηση, ο συγγραφέας κατορθώνει να πυκνώσει τον αφηγηματικό χρόνο και να διεισδύσει στον ψυχικό χώρο του ήρωά του.

Ο Χρήστος Αγγελάκος (Το δάσος των παιδιών, εκδ. Μεταίχμιο) με φόντο, ξανά, τη Μεταπολίτευση γράφει ένα μυθιστόρημα όπου κυριαρχούν τα παιχνίδια με τον χρόνο, πραγματικό και αφηγηματικό. Σε μια περιδίνηση, την οποία υποστηρίζουν αποτελεσματικά μοντερνικοί τρόποι αφήγησης, ο συγγραφέας ασχολείται με παλιούς λογαριασμούς των ηρώων του, διαπλέκοντας το ατομικό με το συλλογικό, το παρόν με το παρελθόν και μιλώντας για την ερωτική επιθυμία, βάσανο και σωτηρία μαζί.

Ας σημειωθούν ακόμη τα εξής: Γιώργος Αριστηνός, Flash στη νύχτα (εκδ. Τόπος), Σώτη Τριανταφύλλου, Για την αγάπη της γεωμετρίας (εκδ. Πατάκη) και Τεύκρος Μιχαηλίδης, Τα τέσσερα χρώματα του καλοκαιριού (εκδ. Πόλις).

*

(Δυστυχώς, τη στιγμή που γράφεται ο παρών απολογισμός ─τέλη Νοεμβρίου-αρχές Δεκεμβρίου─ δεν έχω προλάβει να διαβάσω αρκετές από τις συλλογές καταξιωμένων λογοτεχνών που μόλις εκδόθηκαν ή πρόκειται να κυκλοφορήσουν αυτές τις μέρες [Ζατέλη, Δημητρίου, Καρυστιάνη, Σφυρίδης κ. ά.]. Έτσι, θα περιοριστώ, αναγκαστικά, σε συλλογές που εκδόθηκαν κάπως πιο παλιά μέσα στο έτος που διανύουμε.)

Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης (Περιπολών περί πολλών τυρβάζω, εκδ. Πατάκη), δύο χρόνια μετά την προηγούμενη συλλογή του, επανέρχεται με έναν κύκλο διηγημάτων, που στο κέντρο του βρίσκεται η γενέθλια πόλη. Ο συγγραφέας επιβεβαιώνει, και σε αυτή τη συλλογή, τις διηγηματογραφικές αρετές του: εκκινώντας από το ευτελές, καταφέρνει να το αναγάγει σε μείζον• αιχμαλωτίζοντας το ακαριαίο, περνάει στο διαρκές και, το κυριότερο, πατώντας στο καθημερινό και στο γήινο, του προσδίδει έναν χαρακτήρα σχεδόν εξωτικό, καλύτερα: υπερβατικό, και το απογειώνει.

Ο Κώστας Καβανόζης (Όλο το φως απ’ τα φεγγάρια, εκδ. Πατάκη), επιβεβαιώνοντας ευφρόσυνα την αναζητητική του διάθεση, συνθέτει μια συλλογή διηγημάτων όπου κυριαρχεί το παράλογο σε διάφορες εκδοχές ─οικείες και ανοίκειες─ της καθημερινότητας. Με μια γλώσσα συνεχούς ροής προκειμένου να αποτυπωθεί η αντίστοιχη ροή της συνείδησης, σε αστικό ή αγροτικό περιβάλλον, με παρούσα ─και σ’ αυτό το τρίτο του βιβλίο─ τη μυθολογημένη μυθική παράδοση της Θράκης, ο συγγραφέας μάς προτείνει μία από τις πιο ενδιαφέρουσες συλλογές διηγημάτων της χρονιάς.

Ο Γιάννης Μπασκόζος (Ποιοι ακούνε ακόμη τζαζ;, εκδ. Κέδρος) γράφει μια σειρά από σύντομα ─πλην ενός─ διηγήματα όπου κυριαρχεί η μουσική. Με τρόπο απλό, χωρίς πολύπλοκους αφηγηματικούς μηχανισμούς, εκθέτει βιωματικά στιγμιότυπα, τα οποία επιχειρεί να αισθητοποιήσει. Παρούσα σε μερικά από αυτά και η πολιτική, όχι όμως ως παρηγορητική προσδοκία αλλά ως βιωμένος χρόνος. Άμεσο, σχεδόν δροσερό.

Ο Σπύρος Γιανναράς (Ζωή χαρισάμενη, εκδ. Πόλις), με βασικό του εργαλείο το ύφος, μας προτείνει μία συλλογή από αλληγορικά, καταγγελτικά (ενίοτε καθ’ υπερβολήν), στηλιτευτικά διηγήματα. Έχοντας κατακτήσει ένα προσωπικό ύφος, επιβεβαιώνει τη θετική επίγευση που μας άφησε το πρώτο του βιβλίο.

*

Η καταγραφή της λογοτεχνικής παραγωγής μιας χρονιάς δεν είναι ουδέτερη πράξη. Το κυριότερο περιεχόμενό της, πάνω και από την καταγραφική πρόθεση, είναι η αποτίμηση, με όλη την αυθαιρεσία του καταγράφοντος, των σημαντικότερων βιβλίων μιας συγκεκριμένης περιόδου, των βιβλίων δηλαδή εκείνων που επηρεάζουν ─είτε θετικά είτε αρνητικά─ τη διαμόρφωση του λογοτεχνικού συστήματος στη συγχρονία του. Έτσι, πέρα από τις αναπόφευκτες, λόγω χρονικών πιέσεων, παραλείψεις ─που αδικούν αξιόλογους συγγραφείς─, μπορεί να παραλείπονται βιβλία που μια κοινόχρηστη λογική θεωρεί σημαντικά αλλά που, στην ουσία, δεν είναι. Επίσης, σε μια τέτοια καταγραφή-αποτίμηση είναι φυσικό να μην έχουν θέση βιβλία που ανήκουν στην παραλογοτεχνία, βιβλία που τα κινεί μόνο η υπερβάλλουσα κινητικότητα του συγγραφέα τους και, ακόμη, βιβλία που, ενώ θεωρούνται λογοτεχνικά, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά αφελείς εκτυπώσεις μιας νομιζόμενης πραγματικότητας.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΞΕΝΑΡΙΟΣ