Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2011

ΧΑΡΙΤΙΝΗ ΞΥΔΗ ///ΠΟΙΗΜΑΤΑ

  • Από την ποιητική της συλλογή Τακούνια καίγονται στον φούρνο,
  • εκδ. ΄ΑΝΕΜΟΣ ,2011


Arzentina




Από τότε που η θάλασσα έγινε η παλαίστρα μου
Ασκούμαι τρυφερά στη θωπεία υφάλων
Ίσως κάποιοι να μʼέβλεπαν κρεμασμένη
Σε βαγόνια γρήγορων τρένων
Σε καράβια κρυφά χωρίς εισιτήριο
Σε ψηλούς κορμούς δέντρων που σκόρπιζαν τα φύλλα
Και το νερό τους αλλόκοτα
Όμως εγώ σε όλα τα ταξίδια
έψαχνα την κοινή μας κλίνη Στον Νότο
Ξεκλείδωτες κάμαρες άστρωτα σεντόνια
Μπαλκόνια με ροπή στον βυθό
Να ποτίζουμε τα φεγγαράκια και τους αστερίες στη γλάστρα
Στο ξέφωτο των θερινών σινεμά νʼαγκαλιαζόμαστε
Σε κέντρα λαϊκά να συλλαβίζουμε απʼτην αρχή την αγάπη
Ρομαντικά παλιομοδίτικα πράγματα~θα μου πεις~ξεπερασμένα
Ενώ εκκρεμεί ανάρμοστο λαστιχάκι στην παιδική μας σφεντόνα
Που πασχίζει να ρίξει όλες τις πέτρες~ζάρια για την πανύστατη ρίξη
Στο προαύλιο της κόλασης που ισοπεδώνεται ο μύθος του νερού
Με ασύμμετρη λάμα έλα και κόψε μου τα λέπια ένα ένα
Γιατί στην πλάτη μου αναρριχώνται κισσοί καθώς ροδίζουν
Τʼακρογιάλια του Παπαδιαμάντη
Ο γάμος του Λόρκα ευαγγελίζεται τον Παράδεισο
Και η Λαίδη Μάκβεθ ματώνει την άτρακτο του διαστημόπλοιου
Όπως προσπαθεί νʼανεβεί δένοντας το πέπλο της στην έλικα
Περαστικοί Δαίδαλοι~ανεξάντλητοι κανόνες που ελπίζουν
Στην εξαίρεση της ετικέτας
Αδαμάντινο αστέρι μου που είσαι μακρινό ακόμη
Όπως η Αρζεντίνα



***




Σκακιέρα



Μετά τις δέκα και τέταρτο η ζωή σου-η ζωή μου.
Αδειασμένο μετρό-Νυχτερινή νταλίκα-Υγρές σελίδες.
Ο βασιλιάς πιασμένος στις φτέρνες με άγκιστρο.
Αξιωματικοί προστάζουν το διαγώνιο βάδην
ανάμεσα σε πτερόεντες τοίχους-έπεα του καμβά
στις δακτυλικές φάλαγγες.
Χωρίς τελειωμό το δίχρωμο κλουβί.
Τακούνια καίγονται στο φούρνο.
Χιλιόμετρα μακριά από τον ήχο των ξύλων που τρίζουν στο τζάκι.
Χιλιόμετρα πίσω από την οικογενειακή θαλπωρή και ευτυχία.
Μίλια μπροστά από την ευτυχία.Η ευτυχία.Πίσσα.
Τα άλογα που κρέμονται φώτα του Athens City Tour
Από χρυσή κλωστή ο Αηγιώργης όραμα
Χωρίς φίδια με κόκκινα μακριά μαλλιά.
Περπάτησα ως την Ευριπίδου χωρίς πόδια.
Τοʼξερα απόψε πως θαʼφτανα
Στην Ινδία με δεμένα μάτια-με δεμένα σκυλιά.

Μετά τις δέκα και τέταρτο ζωή μου η ζωή σου.
Χιλιόμετρα-αγγελτήρια από την Αφροδίτη σεκάνς
Στο παρμπρίζ πυρωμένα διαστημικά πεύκα
Στο καντράν έτη σκοταδιού.
Χιλιόμετρα βαθιά στη φροϋδική στρωματογραφία
Ο Λάζαρος ανασταίνεται
Για μερικές ώρες-μετά πέφτει σʼένα πηγάδι
Από γλυμμένα κόκαλα και αποφάγια και χάπια.
Μετά τις δέκα και τέταρτο-
Χυμένο μελάνι η ζωή μου στο αυλάκι της Πίζας.
Η δική σου ένα από τα ατσάλινα καρφιά του Άιφελ.

Λυπάμαι που έχω μνήμη.Λυπάμαι που έχω κούραση.
Λυπάμαι που γύρισα τον δείκτη μου στη σιωπή-
Δεν έχω άλλο κλάμα.Έχεις ομηρίες.
Ο Νοέμβρης ακούγεται άνοιξη.Κι εκείνη τον βλέπει.
Μέσα στο χυμό των πρώιμων νερατζιών ηφαιστειακό
Παυσίλυπο-χορηγείται για πένθιμη υστερία.
Βγάζω τους πεσσούς στην Ελ Αλαμέιν.
Τοʼξερα πως θαʼφταναν απόψε στο Μπαγιαραμίκ
Νηκτικοί με κόντρα αέρα και χάρτινο βαρκάκι.
Κάποιος μου κρατάει το χέρι.Δείξε μου ποιος.
Κάποιος μου ανάβει το τσιγάρο.Δείξε μου ποιος.
Κάποιος μου βγάζει τα μαλλιά από τα μάτια.
Μετά με βαμβάκι μου βγάζει τα μάτια.
Ή ποτέ και τίποτα.Ή κανείς.Ή όλα.
Χίλιες φορές μόνη μου.
Χρόνια μετά θα βρω το Λάζαρο όρθιο
Σʼένα τηγάνι με ξεραμένο λάδι
Που θα είχαν κάποτε τηγανίσει ψάρια
Σε σάβανο τυλίγει τη βασίλισσα που περίσσεψε




***




    • Ο λόφος




      Πώς ναʼναι τώρα που πέφτει ο ήλιος στο λόφο
      απέναντι απʼτο σπίτι σου
      τι ώρα θα ξυπνάς άραγε;
      Θαʼχει σκοτεινιάσει;
      Ποια θαʼναι η πρώτη κουβέντα που θα λες
      Θʼανακατεύεις τα μαλλιά σου?θα ταʼχεις κόψει;
      Θʼανοιγοκλείνεις τα μάτια σου σαν
      Απορημένο παιδί;
      Εκεί στο λόφο απέναντι απʼτο σπίτι σου
      Είχα καπνίσει το πρώτο μου τσιγάρο
      είχα ζαλιστεί τόσο απʼτην πρώτη ρουφηξιά
      που δεν έβλεπα μπροστά μου
      Δίπλα το νεκροταφείο
      Έλεγες πως μυρίζουν οι νεκροί λεβάντα
      Αναλόγως από πού έρχεται ο αέρας
      Εγώ μύριζα από τότε λιβάνια
      Αλλά ο καπνός αγρίευε τη μυρωδιά
      Και φοβόμουν
      Ήθελα να ξεσπάσω τη φωνή μου με κραυγές
      Κάποιες φορές το έκανες εσύ κι ακούγονταν
      Ο αντίλαλος σʼαγαπώ χωρίς ναʼχεις πει αυτό
      Άναβαν τα καντηλάκια το βράδυ απ'αυτό το σ'αγαπώ
      βαρκούλες με τα πυροφάνια τους στο πέλαγος του Άδη
      κι άλλες φορές το'λεγες στ'αλήθεια ίσα ίσα ψιθυρισμένο
      αλλά με ξεκούφαινε

      Τέλος πάντων έλεγα για το λόφο
      το πρώτο μου τσιγάρο κάτω από μια ελιά
      παραδίπλα το σχοινί του Ιούδα φθαρμένο
      Έβαλες το χέρι σου μέσα στο τζιν μου
      με χάιδευες όσο κάπνιζα
      Δεν ήξερα να πω αν μʼαρέσει
      Ούτε το τσιγάρο ούτε το χάδι
      Πώς ναʼναι τώρα στο λόφο;
      Ποιες μυρωδιές να ανακατεύονται στα μαλλιά
      στα δάχτυλά σου
      φιλάς ακόμα τα πέταλα στις μαργαρίτες;
      Ποιοι χαϊδεύονται κάτω απʼτην ελιά;
      Πώς μυρίζουν οι ανάσες των κρεμασμένων;
      Κάποτε ο αέρας μου φέρνει σκουριά
      από αίμα σκοτωμένο
      κι άλλοτε κοπριά απ'τα βουστάσια
      -δεν φοβάμαι
      φυτίλια κρατάνε ζεστή τη φωνή και τη μνήμη
      Αλλά εγώ έχω μάθει πια στα λιβάνια
      όλο πένθος συναντάω
      Βαρύ σκοτεινό πηχτό σαν κατακάθι
      Γιʼαυτό πρώτη φορά αναρωτήθηκα για κείνες
      Τις παλιές συνήθειες
      να χαϊδευόμαστε κάτω απʼτην ελιά
      Να τρέχουμε ξυπόλητοι με τους κουβάδες
      κατά μήκος του Ποταμού για να πιάσουμε καβούρια
      Να κολυμπάμε γυμνοί από τα μέσα Απριλίου
      Να πατάμε αχινούς και να μου βγάζεις
      Ταʼαγκάθια απʼτις πατούσες
      να λιαζόμαστε σαν σαύρες δίπλα δίπλα
      νʼανακατεύω τα μαλλιά σου
      να μου μαθαίνεις στην καραμπίνα σκοποβολή
      αλλά μόνο στα άδεια τενεκεδάκια της έψα
      ρίχναμε τα χιλιοτρυπούσαμε και βγάζαμε το άχτι μας
      έπειτα παριστάναμε ότι όπως οι μεγάλοι πηγαίναμε
      κι εμείς για Τσίχλες στις Σκιές του Αη Γιώργη
      Ενώ στο είχα υποσχεθεί
      Δεν θʼαναρωτηθώ πως θαʼναι στο λόφο
      Ούτε στο παλιό σπίτι που
      Ούτε θα θυμηθώ πως την πρώτη φορά
      Που κοίταζες ώρα τα μάτια μου
      Είπες πως είναι το ασπράδι της ίριδας
      Πλοίο για νʼαράζουν λιμάνια
      Στο είπα
      Έκανα λάθος και ζαλίζομαι
      και μπερδεύομαι
      Χωρίς μήνες και μέρες
      εγώ το ξέρω
      Χαλάλι σου κι ο αμφορέας
      Και η τουφεκιά
      Άλλωστε έκοψα το τσιγάρο
      Πάω συχνότερα στα νεκροταφεία


      Και τώρα είναι Δεκέμβρης
      Ο μήνας που σκοτώνονται οι θάλασσες
      Κι όλα τα φύ[λ]λα καίγονται στο 22

5 σχόλια:

  1. Μαγική Γραφή με τη Θυελλώδη Γυναικεία Παρέμβαση στην έκβαση της Φουρτούνας στη Θάλασσα που τιθασεύεται τόσο αβίαστα από τον Στίχο!!!


    Αμέτρητα φιλια...... συγκινήσεις....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Kάκια σ'ευχαριστώ θερμά για τα όμορφα λόγια.
    Μόλις είδα το σχόλιο...άργησα κάτι μήνες :)

    Μίνα ευγνώμων για τη φιλοξενία.

    Χ.Ξ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Xαριτινη,οι ομορφες γραφές σου εμπλουτίζουν το VARELAKI....!!!
    Σε φιλώ....!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Φιλιά Μίνα!
    να' σαι περήφανη για το βαρελάκι
    κάνεις σπουδαία δουλειά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. ...σε ευχαριστώ Χαριτινη,κανω ο,τι μπορώ....κυνηγώντας πάντα την Ομορφιά...Αν θελεις...στειλε μου το mail σου στο minaxirogianni@hotmail.com...σε φιλώ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή