Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Ο ΠΟΝΟΣ ΔΕΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑΖΕΤΑΙ της Ασημίνας Ξηρογιάννη




  Όταν ήμουν στην εφηβεία, έλαβα ένα δώρο που μου άλλαξε τη ζωή. Ήταν το βιβλίο που έχει γράψει ο γνωστός ιταλός ψυχολόγος Λεό Μπουσκάλια και φέρει τον τίτλο «Λεωφορείο 9 για τον Παράδεισο» .Θυμάμαι ότι το είχα διαβάσει απνευστί μέσα σε λίγες ώρες και, εν συνεχεία, φρόντισα και προμηθεύτηκα και άλλα βιβλία του εν λόγω κυρίου ,τα οποία εξακολουθούσα να διαβάζω για πολλά χρόνια. Γιατί είχα πάντα την ανάγκη «να ζω ,ν’ αγαπάω και να μαθαίνω», να κάνω ενδοσκοπήσεις, να βελτιώνω τη ζωή μου, να νικώ την κατάθλιψη, να αναζητώ την ισορροπία μέσα μου.
   Τις προάλλες που πήρα τον ηλεκτρικό για να κατέβω Ομόνοια έγινα μάρτυρας του εξής θλιβερού περιστατικού που έλαβε χώρα στα εκδοτήρια των εισιτηρίων στον σταθμό Ηράκλειο. Μια κωφάλαλη κοπέλα- αποδείχτηκε στη συνέχεια πως ήταν κωφάλαλη-προσπαθούσε να επικοινωνήσει με την υπάλληλο .Η κοπέλα έδειχνε με το χέρι της τα εισιτήρια με μάτια γεμάτα απορία, η υπάλληλος εκνευριζόταν γιατί δεν καταλάβαινε ακριβώς, ώσπου εξερράγη, εξαπολύοντας βρισιές ενάντια στο κορίτσι, του τύπου: «Μάθατε τώρα…όλοι το ίδιο κάνετε για να μην πληρώσετε…κάνετε πως δεν καταλαβαίνετε…το παίζετε αλλοδαποί…αλλά σας ξέρω εγώ εσάς». Και να αφρίζει το στόμα της και η κοπέλα με γουρλωμένα και θλιμμένα μάτια να προσπαθεί να εκφραστεί, να επικοινωνήσει και η άλλη να μη σταματά, να χτυπιέται με μίζερο μένος και να λέει ,να λέει, να λέει. Και εγώ πήρα το κορίτσι από το χέρι ,το οδήγησα στο μηχάνημα -εκδοτήριο των εισιτηρίων σε μια απελπισμένη προσπάθεια να το προφυλάξω από την κακόβουλη, νευρωτική ανέραστη υπάλληλο με τα ξινισμένα μούτρα. Μετά ξαναπήγα μπροστά της, στάθηκα και την κοίταξα με το πιο δολοφονικό βλέμμα που διαθέτω και περίμενα-δεν ξέρω τι. Εκείνη κατάλαβε εν τέλει και χαμηλώνοντας αμήχανα τους τόνους είπε κάπως απολογητικά : «Νομίζουν ότι μπορούν να κοροϊδεύουν. Αλλοδαπές! Το έχουν κάνει σύστημα, τάχα δεν ακούνε».  «Θα έπρεπε να ντρέπεστε» ,της είπα με απαξίωση και έφυγα. 
    Πάντοτε ήθελα να μάθω τη νοηματική και ακόμα δεν το μπόρεσα. Ίσως κάποτε. Ένας φίλος σκηνοθέτης που την έμαθε έκανε μια παράσταση για κωφάλαλους, στην οποία μάλιστα κάποιοι από τους ηθοποιούς ήταν κωφάλαλοι. Μια παράσταση πολύ επικοινωνιακή που ένωνε τους διαφορετικούς κόσμους και είχε ως κύριο συστατικό της την Αγάπη. Μια φορά έθεσα στο status μου στο Facebookτην παρακάτω ερώτηση: «Ποιά είναι η αγαπημένη σας λέξη;» Kαι μου απάντησαν οι φίλοι. Άλλος είπε «ελευθερία», άλλος «λόγος», άλλος «φως», άλλος «έρωτας», άλλος «αγάπη», άλλος «ταξίδι», άλλος «ποίηση», άλλος «ποιότητα», άλλος «αμφιβολία» και άλλοι, άλλες λέξεις, πολλές. Όλες ωραίες, γοητευτικές, είναι και δικές μου αγαπημένες λέξεις. Όμως κάποιος είπε το «όχι» ως αγαπημένη του λέξη. Και εδώ θα σταθώ .Σε αυτήν την άρνηση. Και θα παραθέσω ένα απόσπασμα από το «Να ζεις, ν’ αγαπάς, να μαθαίνεις» του Λεό Μπουσκάλια  που προαναφέραμε .Γράφει λοιπόν κάπου:  Πρέπει ν’ απαλλαγούμε από τα «Όχι». Τί αρνητική λέξη! Πρέπει να απαλλαγούμε από το «Αδύνατον».  Τίποτε δεν είναι «Αδύνατον». Πρέπει να απαλλαγούμε από το «αυτό δεν γίνεται». Δεν υπάρχει τίποτα που να μην γίνεται. Όλες αυτές είναι λέξεις για χαζούς, όχι για έξυπνους ανθρώπους. Σβήστε τις από το λεξιλόγιό σας. Ποτέ μην ξαναπείτε «Ποτέ»! «Αδύνατον»; Φυσικά και είναι «Δυνατόν»! Η αλήθεια είναι ότι οι λέξεις οι «απόλυτες», όπως «πάντα», «ποτέ», «κανένας», «πουθενά» , «παντού»,  μου προκαλούσαν τρόμο και πανικό. Μού δημιουργούσαν την αίσθηση του αποκλεισμού. Η μόνη απόλυτη αλήθεια είναι ο θάνατος. Τετριμμένο σίγουρα, αλλά τί να κάνουμε; Έτσι είναι.
    Ο Λεό Μπουσκάλια όλα αυτά τα χρόνια της ζωής μου που ανατρέχω σ’ αυτόν μου δίνει κουράγιο, εμπνέοντάς μου αισιοδοξία και αλήθεια. Είναι σοφός μέσα στην απλότητά του. Τον συστήνω και στους μαθητές μου, ιδιαίτερα σε αυτούς που θέλω να ενθαρρύνω πιο πολύ. Είναι όντως ένα «ανοιχτό πανεπιστήμιο» ζωής. Εξαιτίας του παραδέχτηκα πικρές αλήθειες για τον εαυτό μου, άντεξα τους φρικτούς μου πόνους, αναζήτησα την ομορφιά, την ποιότητα και την ουσία που είναι αόρατη στο μάτι. Είναι τόσο ισχυρά τα σημεία μέσα στα βιβλία του που αποτελούν τονωτικές ενέσεις πίστης, χαράς, πνευματικής ανάτασης. Και τα πιστεύω αυτά. Κι όταν η Αριάδνη μεγαλώσει λιγάκι και πάει σχολείο, θα τη ρωτάω το ίδιο πράγμα που ρώταγε ο πατέρας του τον Μπουσκάλια κάθε βράδυ για πολλά χρόνια: «Τί καινούριο έμαθες σήμερα ,Αριάδνη μου;» Μέσα στο «Να ζεις, ν’ αγαπάς, να μαθαίνεις»,  υπάρχει ένα κεφάλαιο με τίτλο «Διάλεξε τη ζωή». Από αυτό παραθέτω το εξής σπουδαίο: «Άνθρωποι που κρίθηκαν ετοιμοθάνατοι σηκώθηκαν πάνω και είπαν: Όχι λοιπόν, εγώ δεν πρόκειται να πεθάνω». Και δεν πέθαναν.[…]Διαβάστε την Ανατομία της Ασθένειας του Νόρμαν Κάζιν. Τον είχαν θεωρήσει ετοιμοθάνατο και του είχαν δώσει μόνο δύο μήνες ζωής. Αντί για αυτό ο άνθρωπος γράφει τώρα άρθρα για την Saturday Review, κάνει διαλέξεις σε όλο τον κόσμο, έγραψε ένα βιβλίο, διδάσκει με πλήρες ωράριο. Είναι γεμάτος ενεργητικότητα! Θαυμάσιος! Αρνήθηκε να πεθάνει!». 
    Τα τελευταία οχτώ χρόνια κάνω θεατρικό παιχνίδι σε παιδιά. Είναι κάτι για το οποίο νιώθω υπερήφανη, αλλά άλλο θέλω τώρα να σχολιάσω. Είχα για τρία χρόνια μια υπέροχη μαθήτρια  .Την γνώρισα όταν ήταν τεσσάρων. Πανέμορφη, τετραπέρατη, με μπλε μάτια, με τρελή φαντασία στους αυτοσχεδιασμούς, με ωριμότητα που ξεπερνούσε κατά πολύ την ηλικία της ! Ένα πλάσμα ξεχωριστό, που όμως δεν βρίσκεται πια εν ζωή. Γιατί ξαφνικά την χτύπησε καρκίνος που -μέσα σε λίγο διάστημα- έκανε μετάσταση παντού και την εξόντωσε. Γυρίστε πίσω εσείς, στην προηγούμενη παράγραφο, στο τέλος της. Αμέσως μετά το «Αρνήθηκε να πεθάνει» ,ο Μπουσκάλια συνεχίζει στο βιβλίο του και γράφει τα εξής: «Πες «ναι » στον πόνο. Πες «ναι» σε αυτό που δεν καταλαβαίνεις. Δοκίμασε το «ναι», δοκίμασε το «πάντα». Δοκίμασε το «δυνατόν » .Δοκίμασε το «ελπίζω». Εντάξει, κ. Μπουσκάλια. Δεκτόν ! Ελπιδοφόρο! Ναι, πρέπει να έχουμε σημαία μας την ελπίδα και τη θετική σκέψη. Όμως, ξέρετε κάτι κ. Μπουσκάλια μου; Εγώ στην περίπτωση της μικρής μου Αννίκας, δεν θέλω τίποτα να πω, τίποτε να ελπίσω, τίποτα να δοκιμάσω. Το Απόλυτο Τίποτα όμως! Θέλω μόνο να κάτσω μόνη σε μια μεριά να κλάψω. Να κλάψω ατελείωτα. Να λιώσω στο κλάμα. Αναρωτιέμαι αν παραμυθιάζεται ο πόνος. Παραμυθιάζεται ο πόνος; Ο χ ι – ρε γαμώτο! Δεν Παραμυθιάζεται!