Κατερίνα Ατσόγλου – Το βάρος της μοναξιάς. Εκδόσεις Βακχικόν, Αθήνα 2024
Ποιήματα και κείμενά της δημοσιεύονται σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά και blogs. Το Σεπτέμβριο του 2019 συμμετείχε στη συλλογική ανθολογία των μεταπτυχιακών φοιτητών του ΕΑΠ Κι αν τα κτήρια μιλούσαν (εκδόσεις Κέδρος). Τον Ιανουάριο του 2020 κυκλοφόρησε η πρώτη της ποιητική συλλογή Συμβολισμοί (εκδόσεις Βακχικόν). Τον Απρίλιο του 2021 συμμετείχε στην ανθολογία με θέμα τον Νόστο στο περιοδικό Άπικο, ενώ τον Ιούνιο του 2023 συμμετείχε στην ανθολογία Στο ξάφνιασμα της ομορφιάς για τον Τίτο Πατρίκιο, στο περιοδικό Intellectum. Το 2023 το έργο της συμπεριλήφθηκε στη συγκεντρωτική συλλογή της Εταιρείας Κορινθίων Συγγραφέων 95 Παρουσιάσεις στα Κορινθιακά Γράμματα (εκδόσεις Πολύφεγγος).
Διατηρεί ένα προσωπικό ιστολόγιο αφιερωμένο στη λογοτεχνία, το «Προοίμιον», και μέσα από τη διαδικτυακή συχνότητα του web radio του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου «δημιουργεί» ραδιοφωνικές εκπομπές, όπου διαβάζει λογοτεχνία κι επιλέγει τη μουσική.
Το βάρος της μοναξιάς είναι η δεύτερη ποιητική συλλογή της.
Δείγμα γραφής:
ΤΑ ΑΚΡΙΒΟΘΩΡΗΤΑ
Κορίτσια με πόδια γυμνά
λύνουν τα πολύτιμα κι ακριβοθώρητα
μαλλιά τους,
σαν τις χαροκαμένες μάνες
που σκύβουν πάνω από των μονάκριβων
τα σώματα.
Τραβούν τα ρούχα τους μοιρολογώντας
και κλαίνε ουρλιάζοντας σαν λύκαινες.
Σαν τις κοπέλες που προδόθηκαν
κι έμειναν στους φάρους γαντζωμένες
προσμένοντας τον γυρισμό,
πριν ακουστεί το πρώτο κλάμα.
Έτσι κι αυτά, κορίτσια γενναία,
τολμηρά, άφοβα,
κοιτούν στα μάτια τους δυνάστες
ελπίζοντας να τις λυπηθούν
της Θέμιδος οι κόρες.
***
ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΣΥΧΝΟΤΗΤΕΣ
Εσύ στρώνεις το κρεβάτι του πάθους
εγώ το καλό τραπεζομάντιλο.
Απλώνεις τις επιθυμίες σου
εγώ τα πιάτα από πορσελάνη.
Είναι αγορασμένα με αγάπη.
Θυμώνεις με τις αρνήσεις μου
εγώ με τα θέλω σου.
Βουτώ και βγάζω κοχύλια
εσύ θησαυρούς.
Φτιάχνω χαρταετούς
πετάς με τα φτερά σου
κι όταν κοιτώ τ’ άστρα
έχεις στην αγκαλιά σου μια σελήνη.
Τις μέρες που λείπεις μασώ τη μοναξιά μου
είναι από αλεύρι σίτου και γάλα σε σκόνη
μεταλλαγμένα αυγά και ζάχαρη.
Τρώω ακατάπαυστα και σε κάθε μπουκιά λέω πως θα ’ναι η τελευταία.
Θα συνεχίσω με τα λόγια σου
θα τα καταπιώ αμάσητα με αρκετό οινόπνευμα
κι όσα δεν αντέξω θα τους ρίξω θειάφι και ένα σπίρτο αναμμένο.
Είναι από κείνο το κουτί που έχωσες βιαστικά στην τσέπη μου
και πάνω του έγραφες «α γ α π ώ».
Ευτυχώς ακούμε μουσική
και ονειρευόμαστε σε διαφορετικές συχνότητες.
***
ΜΙΑ ΣΤΑΛΑ ΣΑΡΚΑ
Ανοιχτά παράθυρα
κουρτίνες λευκές
μισάνοιχτες
ποιος νοιάζεται άλλωστε;
Δυο κορμιά γυμνά παραδομένα στο πάθος.
Πριν λίγο έτρωγαν ο ένας τον άλλον,
τώρα απλά ακουμπούν μια στάλα σάρκα.
Εκείνος καπνίζει
εκείνη του διαβάζει ποίηση
πού και πού τη σταματά,
μια ρουφηξιά ακόμη από τα χείλη της.
Μέχρι να «πεινάσουν» ξανά, αποστηθίζουν στίχους που θα ’θελαν
να έχουν γραφτεί μοναχά για εκείνους.