Θα ξεκινήσω τούτο το κείμενο με έναν τρόπο διαφορετικό από αυτόν που συνηθίζω όταν γράφω μια κριτική ή μια μελέτη για κάποιον ποιητή. Κι αυτό γιατί θέλω να θυμηθώ πάλι κάποια στιγμιότυπα από τη διάδρασή μας με την Κατερίνα, την Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ.
Γνωριστήκαμε εξαιτίας της επιθυμίας της να με ευχαριστήσει για ένα κείμενο που έγραψα για το βιβλίο της. Μια μέρα με πήρε ο εκδότης μου και μου είπε: «Σε ψάχνει η Ρουκ, της έδωσα το τηλέφωνό σου». ‘Οντως εκείνη με πήρε αμέσως, μιλήσαμε, βρήκα το θάρρoς να της ζητήσω να μου παραχωρήσει μια συνέντευξη live, ενώ έκανα μόνο ηλεκτρονικές συνεντεύξεις. Πήγα λοιπόν στο σπίτι της με μαγνητοφωνάκι και πέρασα μαζί της ένα ολόκληρο πρωινό. Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Βακχικόν και διαβάστηκε πολύ. Κατόπιν αναδημοσιεύθηκε στο Varelaki, όπου διαβάστηκε επίσης πολύ(κι ακόμα διαβάζεται). ‘Οταν έβγαλα το βιβλίο μου με τίτλο 23 μέρες στο Γαβριηλίδη, εκείνη μου τηλεφώνησε για να μου πει πόσο σοφό το βρήκε. Δεν θα μιλήσω για όλες τις συναντήσεις μας. Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό. Εξάλλου επιθυμώ να κρατήσω και μερικά πράγματα για τον εαυτό μου. Θα σημειώσω όμως πως ήταν τιμή μου η εγκάρδια συμμετοχή της στην Ανθολογία μου με θέμα το Θέατρο στην Ποίηση. Δεν ρώτησε ποτέ «ποιοι άλλοι θα είναι», μου έδειξε εμπιστοσύνη. Δεν φοβόταν την συνύπαρξη, ήταν σεμνή, ουσιαστική, πάντα ανοιχτή σε συνεργασίες. Η ψυχή της πάντα σε εγρήγορση.
Κοιτώ μια φωτογραφία της που είναι στην Αίγινα, στην ιδιαίτερη πατρίδα μου. Απεικονίζεται να ξεπροβάλλει από το παράθυρο του κόκκινου σπιτιού της σοβαρή, αλλά γλυκύτατη, όπως πάντα. Η σπιρτάδα και η ευρηματικότητα είναι αποτυπωμένες στα μάτια της. Μάτια που μιλάνε και γελάνε. Βλέμμα που έχει τη δύναμη να σε κερδίζει.
Όπως και με τα εύστοχα και λειτουργικά ποιήματά της, η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ στοχεύει στην καρδιά της ύπαρξης. Το σπουδαίο έργο της αντέχει στις αντιξοότητες των καιρών, όσο αντιποιητικοί κι αν είναι αυτοί, και ανταποκρίνεται με συνέπεια και γοητεία, παράλληλα, στις επιταγές του παρελθόντος, στο παρόν που βιώνουμε ως αναγνώστες και πολίτες αυτού του τόπου, αλλά και σε αυτό που περιμένουμε να’ ρθεί. Μίλησαν για την έντονη σωματικότητα και την ιδιοφυή διαχείρισή της ως σταθερό μοτίβο που υιοθετείται από την ποιήτρια. Μίλησαν για την πετυχημένη δημιουργία πολλαπλών ποιητικών προσωπείων πριν την αποκάλυψη του ποιητικού εγώ. Βαθιά εξομολογητική και των θλίψεων ακόμα, όμως σε καμία περίπτωση μελοδραματική. Λόγος με έντονο ρυθμό, που ρέει άφθονος και γενναιόδωρος, διαθέτοντας την απαιτούμενη μουσικότητα, χωρίς να εκπίπτει σε ανούσιο βερμπαλισμό ή άσκοπη φλυαρία. Γραφή που ελίσσεται και εξελίσσεται. Θερμή γραφή που έλκει την ψυχή να την παρακολουθήσει σε όλες της τις διαδρομές.
Αισθησιακή ποιήτρια είναι η Ρουκ, ερωτική, αναπλάθει ποιητικά τα βιώματα του έρωτα, καθώς και αυτά της επαφής με του φυσικό περιβάλλον. Ξαναζεί μέσα από αναμνήσεις που κυριαρχούν μέσα στο ποιητικό της σύμπαν, αλλά τις οποίες ξέρει καλά να διαχειρίζεται, φιλτράροντάς τες με ένα πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Ο πόνος, η θλίψη και το πάθος για τα πράγματα, τoν έρωτα και τους ανθρώπους γίνεται ποίηση. Οι αισθήσεις είναι διάχυτες, ζωντανές και πανταχού παρούσες. Παρόλα αυτά δεν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα γλυκερό, βαρετό ή ανούσιο λυρισμό. Αντίθετα, η ποιήτρια χαλιναγωγεί με μαεστρία και σωστή οικονομία το αχανές υλικό της, αγγίζοντας τόσο την διανοητική, όσο και την συναισθηματική μας νοημοσύνη. Μας κάνει να αισθανθούμε και αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο πράγμα.
Η Ρουκ αφηγείται ποιητικά, παράλληλα μας προσφέρει μια θεώρηση του κόσμου μοναδικά βαθιά. Προφέρει με μουσικότητα πράγματα, καταστάσεις, αφηγήσεις, συναισθήματα, ανεβάζοντας την θερμοκρασία του αναγνώστη. Δεν σταματά να ρωτά και να αναλογίζεται: Θεέ μου τί θα γίνουμε; Πώς θα πορευτούμε; / Πώς θα πιστέψουμε; Πώς θα ξεγελαστούμε; / M’ αυτήν την αλλόκοτη φυγή των πραγμάτων/των ψυχών από δίπλα μας; /
«To σώμα που έγινε η αρχή ενός ταξιδιού» και «η ψυχή ανεμοστρόβιλος» είναι το σώμα και η ψυχή της ποιήτριας που γίνεται «θεατής του φωτός». Κι από φως χτίζει το ποιητικό της σύμπαν, που η υφή του όλους μας αφορά, επειδή ακριβώς μας φέρνει κοντά, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στην «ουσία του εαυτού» μας. Η περσόνα της «ράβει τα πάθη της», «ακούει τη σιωπή» και τραγουδά την απουσία -και την παρουσία εντέλει, «λησμονώντας με πάθος κάθε μέρα» τον άντρα που νοσταλγεί. Εγώ απολαμβάνω πόσο θαυμαστά μέσα από τις λέξεις και τον αριστοτεχνικό συνδυασμό τους η Ρουκ καταφέρνει όχι απλά να υπάρξει, αλλά να ανορθώσει και το ανάστημά της. Εξοικειωμένη με τους φόβους και τις ατέλειες και ευλογώντας τις ελλείψεις της.
«Τι δίνει η ποίηση /και τί παίρνει;» To παν είναι το πάθος να γίνει πίστη. Και η μεγάλη ποίηση μπορεί να το πετύχει αυτό. Να το απτό παράδειγμα, εδώ μπροστά μας. τι καμιά ζωή / δεν είναι πιο δυνατή απ’ τον πόθο / καμιά πράξη πιο τελειωτική / από την ποίηση.» (Στο δάσος, 1982)
Στα τελευταία της βιβλία η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ δημιουργεί μονολόγους και διαλόγους πνευματικής υφής. Μετατοπίζει λιγάκι το ενδιαφέρον της από το ποίημα – με την τρέχουσα έννοια του όρου -και καταπιάνεται με κείμενα περισσότερο πεζολογικά, αλλά με έντονο το στίγμα της φιλοσοφικής αναζήτησης και χροιάς. Όχι ότι η ποίησή της (περί τα 20 βιβλία) δεν έχει φιλοσοφική υφή στα σημεία, ωστόσο εδώ φαίνεται να διαφοροποιείται λίγο ως προς το ενδιαφέρον της. Έντονη και η θεατρική υφή των τελευταίων έργων που δίνει και τη δυνατότητα μιας ενδεχόμενης παράστασης. Διάλογοι με στοχασμό, με συνομιλητές αφηρημένες έννοιες/τέχνες.
Στο βιβλίο της με τίτλο «Των αντιθέτων διάλογοι και με τον ανήλεο χρόνο» (εκδ. Καστανιώτη, 2018, σελ. 880) Η Ποίηση συνδιαλέγεται με το Συμφέρον, κι ας είναι ασυμβίβαστα μεταξύ τους. Η Ποίηση αναζητά νέους τρόπους ανανέωσης, καινούριες ανάσες, ενώ το συμφέρον έχει τη δική του λογική και τις δικές του προθέσεις. Τελικά όσο και να συζητάνε άκρη δε βρίσκουν ούτε και συμβιβασμό, επειδή μερικά πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ τελικά.
Όμορφος και ο διάλογος ποίησης -πρόζας. Η πρόζα επισημαίνει την απουσία της ποίησης από τα σχολεία. «Ο χώρος σου δεν είναι πια ο κόσμος όλος. Ούτε στα σχολεία δεν κυριαρχείς πια.» Και η ποίηση απαντά:«Ε, τότε, αν στέρεψε η πηγή μου, τελείωσε η ζωή μου.»Κλείνει ωραία αυτή η κουβέντα, ειρηνικά. Ποίηση και πρόζα «τα βρίσκουν» και αποφασίζουν συνεργασία.
Ποίηση: […]Ξεχνάμε μήπως τη θεία δημοτική ποίηση, που με τις πιο απλές λέξεις περιγράφει τα δράματα των αγώνων του ’21, τους πανηγυρισμούς για τις μεγάλες νίκες…
Πρόζα: […] ας μην ξεχνάμε, εμείς κι ο κόσμος όλος, πως έχουμε πάνω από το κεφάλι μας μια δύναμη που μας ξεπερνάει όλους, έναν ήχο που μας τρομάζει όσο τον ακούμε, γιατί ξέρουμε πως μόλις σταματήσει πραγματικά σταματάει και η δική μας ζωή. Η δύναμη αυτή είναι η σιωπή.
Απολαυστικές είναι και οι Επανάληψη-Δημιουργία. Διάχυτο χιούμορ και ειρωνεία, αλλά και αλήθεια. Η προσωποποίηση των εννοιών κερδίζει τον αναγνώστη που νιώθει να του γεννιούνται διαρκώς νέα ερωτήματα.
Δημιουργία:[…] Και στον δικό μου κόσμο ό,τι επαναλαμβάνεται έχει αξία. Αλλά οι αξίες κρίνονται και από το πόσο μπορούν να εμπνεύσουν τις νέες γενιές δημιουργών.
Ο χρόνος είναι ανελέητος, κι ίσως οξύνει τις ανισότητες και τις πληγές ανοίγει. Μέσα από την αντίθεση και τη σύγκρουση συχνά ανοίγονται δρόμοι σημαντικοί, αξιόλογοι. Με τη διαρκή συμφωνία τίποτα δεν κερδίζεται ίσως. Μπορεί το Όνειρο της Νύχτας και το Όνειρο της Μέρας να τρώγονται σαν τα κοκόρια, αλλά ο διάλογος αυτός κλείνει με πείσμα από μέρους του Ονείρου της Νύχταs:«Να βρω έναν τρόπο να κάνω τους ανθρώπους να πιστεύουν στα όνειρά τους, όπως τον παλιό καλό καιρό!»
Η Ασχήμια πάντα είχε περιέργεια να συναντήσει την υπέροχη και πλανεύτρα Μοναξιά. Η ίδια ευγνωμονεί τις ελλείψεις της, νιώθει μάλιστα ελευθερία που όλοι την απορρίπτουν. Και αισθάνεται ότι όλα τα καλά υπάρχουν μέσα της. Ενώ η Ομορφιά έχει όλο υποχρεώσεις, δεν μένει ποτέ στην ησυχία της.
Ο διάλογος με τη Μοναξιά του υποκειμένου που γράφει είναι συγκινητική. Λόγια από καρδιάς, λόγια με σοφία, παρατηρητικότητα και καλοσύνη. Η ποιήτρια επισημαίνει εξομολογούμενη:«[…]τώρα έχεις απλωθεί σ’ ολόκληρη η ζωή μου σαν να’ σαι η μόνη μου πραγματικότητα, η μόνη μου αλήθεια.»Και παρακάτω:«Μοναξιά μου, όσο πιο βαθιά μπαίνω μέσα σου, τόσο πιο πολύ νιώθω πως σ’ εσένα ίσως βρω όλα όσα έχω χάσει» Η συμφιλίωση με τη Μοναξιά αποδεικνύεται πολύτιμη, καμία πίκρα, καμία εχθρότητα, κανένα αρνητικό συναίσθημα.
Ακολουθούν κείμενα με γεύση γλυκόπικρη, όπως είναι άλλωστε και η ανθρώπινη ζωή. Απορίες, σκέψεις για τον χρόνο, για την αξία της στιγμής, για τη σωτηρία και τη σκλαβιά, για την αιχμαλωσία, το άγχος, για τα πολλαπλά πρόσωπα της σιωπής: «Άλλη σιωπή κραυγάζει ο θυμωμένος/ άλλη ο παγιδευμένος/ άλλη η προδομένη γυναίκα».Γράφει για το «Τίποτα» και το «άδειο» που συγκατοικούν στους εφιάλτες της, για τη Θλίψη, την Αδιαφορία, τον χωρισμό και το αθεράπευτο τραύμα του Θανάτου.
Με βλέμμα κριτικό, διαπεραστικό, καταθέτει πράγματα πολύτιμα με ωριμότητα και την απαραίτητη απόσταση. Γράφει: «Θέλω να γράψω ένα ποίημα για το άδειο./Και τότε ακούω μέσα μου μια φωνή:«Δεν μπορείς», λέει το άδειο«να μ’ αγγίξεις/ γιατί έχεις χάσει την έννοια του γεμάτου./ Χωρίς τη γνώση του αντίθετου/ η ζωή θα ήταν ακόμα πιο αινιγματική».
Είναι κάπως ένας απολογισμόςζωής, δεν ακκίζεται, ούτε ωραιοποιεί, ζυγίζει σωστά, βλέπει μπροστά, συν- αισθάνεται, κατανοεί την ανθρώπινη φύση και τα τρωτά της. Διαβάζω:
ΑΝΗΜΠΟΡΙΑ
Παντοδύναμη αισθανόμουνα όλη μου τη ζωή
αν κι είχα γεννηθεί ανάπηρη. Τώρα βήμα δεν μπορώ να κάνω
χωρίς στήριγμα. Μου κόβεται η ανάσα όσο να
‘ρθει η βοήθεια, αλλά μαζί με πνίγει και μια αίσθηση
δουλείας· δούλος είμαι των ανθρώπων, αφού θα πρέπει
να δεχτώ τους οποιουσδήποτε όρους τους για να
επιζήσω. Ό,τι συμβαίνει ξαφνικά, σε φέρνει στην πιο
σκληρή πραγματικότητα. Η μέρα έρχεται χωρίς όνειρα,
χωρίς σχέδια, φεύγει βιαστική κι έρχεται η νύχτα
χωρίς φεγγάρι κι άστρα. Εγώ δε φεύγω. Όσο μπορώ,
με το πιο δύσκολο τραύμα, το τραύμα της ανημπόριας, θα επιζήσω.
Κλείνω τούτο το κείμενο με την απάντησή της σε ερώτησή μου στα πλαίσια της δια ζώσης συνέντευξής μας για τα Varelaki-Vakxikon. Ήθελα πολύ να μάθω τι θα έλεγε σε έναν νέο ποιητή. Εκείνη είπε:
«Πρώτα να πω ότι, από τα βιβλία που λαβαίνω, βλέπω ότι το επίπεδο γραφής είναι πολύ ανώτερο από τις ανάλογες ηλικίες στον καιρό μου. Υπάρχει μια ωριμότητα, υπάρχει μια επικράτηση της σκέψης και της ανάλυσης πάνω στην ποίηση. Υπάρχει μια ποιότητα. Δηλαδή η σκέψη και η ποίηση ζευγαρώνουν με επιτυχία. Και θα έλεγα σε έναν νέο ποιητή να γράφει αυτό που αισθάνεται αυθόρμητα όταν του έρχεται και αν του έρθει. Ποτέ να μην συνδυάζει τη γραφή με τη φιλοδοξία. Γιατί είναι το δηλητήριο της γραφής η φιλοδοξία, της ποιητικής γραφής, δεν ξέρω για τα άλλα είδη. Ο νέος ποιητής αυθόρμητα να κάνει αυτό που αισθάνεται, χωρίς καμία προκατάληψη, χωρίς καμία πρόληψη, χωρίς καμία κατεύθυνση.» [1]
Σημείωση
[1] Oλόκληρη η συνέντευξη στους παρακάτω συνδέσμους:
a. Στο Vakxikon :https://www.vakxikon.gr/%ce%ba%ce%b1%cf%84%ce%b5%cf%81%ce%af%ce%bd%ce%b1-%ce%b1%ce%b3%ce%b3%ce%b5%ce%bb%ce%ac%ce%ba%ce%b7-%cf%81%ce%bf%cf%85%ce%ba-%ce%bf-%ce%bd%ce%ad%ce%bf%cf%82-%cf%80%ce%bf%ce%b9%ce%b7%cf%84%ce%ae%cf%82/
β. Στο Varelaki: https://varelaki.blogspot.com/2014/12/blog-post_20.html?m=1
*** Η ΦΩΤΟ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΜΕΝΗ ΑΠΟ : https://www.naftemporiki.gr/culture/52655/pethane-i-poiitria-katerina-angelaki-rouk/
***