[Αναδημοσίευση από το ηλεκτρονικό περιοδικό Φράκταλ]
Συνέντευξη στην Ασημίνα Ξηρογιάννη //
«Από την τρίτη Γυμνασίου, δηλαδή πριν από μισόν αιώνα, όταν με πρωτοεπισκέφτηκε νυχτιάτικα, και ουρανοκατέβατα, η Μούσα, δεκαπεντασύλλαβη τότε, δεν πρέπει να έχουν περάσει πολλές μέρες που να μη βασάνισα το χαρτί. Και δεν μιλάω βεβαίως αποκλειστικά για λογοτεχνικές δοκιμές. Είναι και η δημοσιογραφία. Από το 1987 εφημεριδογραφώ κάθε μέρα, πρώτα στην Πρώτη, για τρία χρόνια, κι έπειτα -και έως το τέλος του Αυγούστου 2023- στην Καθημερινή. Μεροδούλι – μερογράφι, έτσι μου αρέσει να συνοψίζω όλη αυτή τη λεξιβορία μου, που με αφήνει πάντα πεινασμένο».
Ο Παντελής Μπουκάλας είναι μεγάλο κεφάλαιο για τον τόπο μας. Και σίγουρα ο άνθρωπος που συγκεντρώνει την εκτίμηση όλων, πράγμα σπάνιο για έλληνα διανοούμενο.
«Ο Παντελής Μπουκάλας είναι Έλληνας ποιητής, αρθρογράφος, συγγραφέας, μεταφραστής και δημοσιογράφος. Γεννήθηκε στο Λεσίνι του Μεσολογγίου, αλλά σύντομα μετακόμισε στην Αθήνα. Στόχευε να σπουδάσει φιλολογία, αλλά απέτυχε στην Έκθεση και έτσι σπούδασε Οδοντιατρική». Διαβάζουμε στη Βικιπαίδεια.
Και στη βιβλιονέτ:
Ο Παντελής Μπουκάλας γεννήθηκε το 1957 στο Λεσίνι του Μεσολογγίου. Αποφοίτησε από την Οδοντιατρική Σχολή Αθηνών. Δημοσιογραφεί στην Καθημερινή. Έχει εκδώσει τα βιβλία ποίησης Αλγόρυθμος (1980), Η εκδρομή της ευδοκίας, Ο μέσα πάνθηρας, Σήματα λυγρά, Ο μάντης, Οπόταν πλάτανος, Ρήματα (Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2010) και Μηλιά μου αμίλητη (2019). Επίσης έναν τόμο με βιβλιοκριτικές υπό τον τίτλο Ενδεχομένως –Στάσεις στην ελληνική και ξένη τέχνη του λόγου, δύο τόμους υπό τον τίτλο Υποθέσεις, με επιφυλλίδες του στην Καθημερινή της Κυριακής, και τους τρεις πρώτους τόμους της σειράς «Πιάνω γραφή να γράψω… : Δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι» (Όταν το ρήμα γίνεται όνομα : Η αγαπώ και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των δημοτικών, Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου 2017, Το αίμα της αγάπης : Ο πόθος και ο φόνος στη δημοτική ποίηση και Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα : Το ταξίδι του φιλιού και ο έρωτας σαν υπερβολή, 2019). Έχει μεταφράσει τον Επιτάφιο Αδώνιδος του Βίωνος του Σμυρναίου, τα ποιήματα του τόμου Επιτάφιος λόγος –Αρχαία ελληνικά επιτύμβια επιγράμματα και τα Συμποτικά επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας. Έχει επίσης μεταφράσει τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου (ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου, 2005), τους Αχαρνείς του Αριστοφάνη (Εθνικό Θέατρο, 2005), τις Τρωάδες του Ευριπίδη (Θέατρο του Νέου Κόσμου, 2010), τον Κύκλωπα του Ευριπίδη και το ομότιτλο ειδύλλιο του Θεόκριτου (Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου, 2017), τις Θεσμοφοριάζουσες (Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου, 2018), την Ιφιγένεια την εν Αυλίδι του Ευριπίδη (ΚΘΒΕ, 2019) και την Ελένη του Ευριπίδη (ΚΘΒΕ, 2021). Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα ιταλικά (αφιέρωμα του περιοδικού Poesia του Μιλάνου, Νοέμβριος 2014), στα πολωνικά (η μετάφραση των Ρημάτων εκδόθηκε στο Γκντανσκ το 2014), τα αγγλικά, τα αλβανικά, τα αραβικά, τα ισπανικά, τα καταλανικά (στον τόμο La busqueda del Sur, Βαρκελώνη, 2016), τα γαλλικά (στον τόμο Poètes grecs du 21e siècle, Παρίσι, 2017) και τα ρωσικά. Το 2018 έγινε διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί μιλά για όλα: τη δουλειά του, τον κόσμο και την λογοτεχνία, τις εμμονές του, την κριτική και τα βραβεία.
-Κύριε Μπουκάλα, σας καλωσορίζω στο Fractal. Πείτε μου, πώς βλέπετε και βιώνετε τη σύγχρονη λογοτεχνική πραγματικότητα; Σας αρέσουν πράγματα, σας ενοχλούν κάποια άλλα;
Σας ευχαριστώ ολόψυχα για την πρόσκληση και τη φιλοξενία στο Fractal. Προσπαθώ από πολύ παλιά να παρακολουθώ την κίνηση όσο το δυνατόν περισσότερων λογοτεχνικών περιοδικών, έντυπων και πλέον και ηλεκτρονικών. Και όχι μόνο για να δω πώς πορεύονται οι συνομήλικοι και οι πρεσβύτεροί μου αλλά και για ν’ ακούσω τον βηματισμό των νεότερων.
Το πεδίο άλλαξε ριζικά αφότου περάσαμε στην εποχή και τον πολιτισμό του διαδικτύου. Στις μέρες μας, και χάρη στις δυνατότητες που προσφέρει το ιντερνετικό άπειρον, δεν εκδίδονται πέντε ή δέκα περιοδικά, όπως, χοντρικά, έως το τέλος της 2ης μεταχριστιανικής χιλιετίας. Έτσι, φωνές λογοτεχνικές που ίσως δεν κατόρθωναν να ακουστούν στη Χάρτινη Εποχή, τώρα μπορούν να δημιουργήσουν τον μικροχώρο τους, ένα μπλογκ για παράδειγμα, και να διεκδικήσουν την προσοχή μας. Αυτό το μετράω στα καλά των καιρών μας. Ένα από τα κακά τους πάντως κοντεύει να πενηνταρίσει και λύση δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Εννοώ τη δυσκολία να δει κανείς το βιβλίο του τυπωμένο, ιδίως αν είναι ποιητικό. Δεύτερο κακό, η άφθονη παραλογοτεχνία, που νοθεύει τα πράγματα και δημιουργεί αναγνώστες νωχελικούς, οι οποίοι διατηρούν και τον χειμώνα το θερινό στυλ διαβάσματος: πηδάμε τις «κουραστικές» περιγραφές και σπεύδουμε στους διαλόγους, για να μη χάσουμε την «εξέλιξη». Πολλοί διαβάζουν ακριβώς όπως βλέπουν το αγαπημένο τους σίριαλ. Μόνο που έτσι το διάβασμα δεν γίνεται πέρασμα προς κάπου αλλού. Μένει βαλτωμένο.
-Νιώθετε περισσότερο δημοσιογράφος, αρθρογράφος ή ποιητής;
Γραφιάς νιώθω. Αυτό που είμαι δηλαδή. Και δεν αισθάνομαι διχασμένος ή… τριχασμένος. Ούτε το δημοσιογράφος ούτε το ποιητής ή μεταφραστής ή κριτικός είναι ρόλοι. Είναι οι τρόποι με τους οποίους μετέχω στον κόσμο μου και στον καιρό μου, τρόποι αλληλοσυμπληρούμενοι και όχι αντίδικοι. Απλώς κάθε τρόπος έλκει το δικό του είδος γραψίματος.
-Αν σας ζητούσα τρεις μόνο συγγραφείς (πεζογράφους – ποιητές – θεατρικούς συγγραφείς) να μου αναφέρετε, που όμως με το έργο τους άλλαξαν το βλέμμα σας για τον κόσμο, ποιοι θα ήταν αυτοί;
Θα αναφερθώ μόνο σε Νεοέλληνες. Στον Διονύσιο Σολωμό, τον Κωστή Παλαμά και τον Γιώργο Σεφέρη. Ξέρω ότι οι ποιητικοί τους τρόποι είναι σε πολλά και κρίσιμα ανόμοιοι, όμως και οι τρεις τους, θαρρείς και έπαιρνε ο ένας τη σκυτάλη από τον άλλον, υπεράσπισαν με πάθος πράγματα που και εγώ έμαθα να τα αγαπάω παθιασμένα: τη δημοτική γλώσσα και τα δημοτικά τραγούδια. Και πολέμησαν γι’ αυτά σε εξαιρετικά αντίξοους καιρούς, ιδίως οι δύο πρώτοι, όταν η λογιοσύνη επιφύλασσε την αφ’ υψηλού χλεύη της για οτιδήποτε δημοτικό· λαϊκό δηλαδή.
-Ποιο το μέλλον της ελληνικής λογοτεχνίας εν τέλει;
Δεν μπορούμε να προδιαγράψουμε το μέλλον της ελληνικής λογοτεχνίας, για τον απλό λόγο ότι γράφεται τώρα, τούτη τη στιγμή. Και είναι πρακτικώς αδύνατο να διακρίνουμε την εικόνα που σχηματίζεται σε χιλιάδες γραφεία, στενάχωρα ή άνετα, και συνήθως τις νυχτερινές ώρες.
Πρέπει πάντως να το χωνέψουμε ότι η γλώσσα μας ανήκει στις «ασθενείς», τις «περιφερειακές», κι ας καμαρώνουν κάμποσοι ότι είναι γλώσσα «παμμήτειρα», από την οποία προήλθαν όλες μα όλες οι υπόλοιπες, συμπεριλαμβανομένης της γλώσσας που μιλούν στην Ανδρομεδα. Δυστυχώς, η μαζική κυκλοφορία και αποδοχή αντιεπιστημονικών παραγλωσσικών μυθευμάτων χαλάει το μυαλό μας. Μας εμποδίζει να παραδεχτούμε ότι ζούμε στη περιφέρεια, ότι ο υπόλοιπος κόσμος δεν συνεχίζει να μας χρωστάει, λόγω των προγόνων μας, και ότι η λογοτεχνία μας, που μεταφράζεται σποραδικά και τυχαία, δίχως σύστημα, και συνήθως από νέου τύπου φιλέλληνες, δεν χρειάζεται να κάνει διεθνή μπεστ σέλερ για να αποδείξει την αξία της.
Από το άγχος της επίδρασης που μας ταλάνιζε μεταπολιτευτικά, ας μην περάσουμε στο άγχος της μετάφρασης.
-Τι θα λέγατε σε έναν νέο λογοτέχνη που κάνει τώρα τα πρώτα του βήματα…
Να μην εμπιστεύεται την πρώτη πρώτη αποτύπωση της συγκίνησής του. Να γράφει διαγράφοντας. Δηλαδή σβήνοντας, σκίζοντας, δοκιμάζοντας και ξαναδοκιμάζοντας. Και διαβάζοντας. Πολύ. Και όχι μόνο ποίηση.
-Παρακολουθείτε τα πολιτικά πράγματα. Πιστεύετε ότι η όποια κρίση στην πολιτική έχει όντως αντίκτυπο στην λογοτεχνία;
Οι λογοτέχνες δεν ζούμε βέβαια σε κάποιο ασφαλές θερμοκήπιο ή σε πύργο γυάλινο ή ελεφάντινο. Κατοικούμε στον πραγματικό κόσμο, και ό,τι συμβαίνει «εκεί έξω», όμορφο ή άσχημο, λυπηρό ή παρήγορο, επηρεάζει οπωσδήποτε το μυαλό και την ψυχή μας. Αν γύρω μας πληθαίνει ο πόνος, δεν μας ταιριάζει η ανεμελιά.
Πολιτική ποίηση, έτσι όπως την είχαμε συνηθίσει οι παλαιότεροι, σπανιότατα γράφεται πλέον. Γνωρίζουμε άλλωστε πόσο ακριβά πλήρωσαν πολλοί, στο επίπεδο της τέχνης, την άκριτη στράτευσή τους: αυτολογοκρίθηκαν, εξιδανίκευσαν, ψεύτισαν, πλανεύτηκαν και παραπλάνησαν. Πολιτική ποίηση όμως μπορεί να είναι και αυτή που νοιάζεται για το προσφυγικό ή για την κλιματική κατάρρευση, όχι πάντως με τον τρόπο της εύκολης κραυγής ή της ναρκισσευόμενης καταγγελτικής οξύτητας. Και επίσης η ποίηση που επιμένει στις ανασκαφές της στην περιοχή της ατομικής και κοινωνικής απογοήτευσης και διάψευσης.
Είναι υποχρεωτικό να ψάχνουμε και να ψαχνόμαστε, αλλιώς θα μας αφοπλίσει η πεποίθηση είτε πως όλα έχουν ειπωθεί είτε, ακόμα χειρότερα, πως όλα είναι μάταια. Δεν είναι. Ουδέποτε ήταν.
-Θεός;
Να μου επιτρέψετε να απαντήσω με την «Προσευχή αθέου», ένα ποίημά μου από τη συλλογή μου Είκοσι, τελειωμένη από χρόνια πλην ανέκδοτη:
Αν υπάρχεις,
σε συγχωρώ.
Κι αν δεν υπάρχεις,
σε έχω συγχωρήσει
προ πολλού.
Εδώ τον γιο σου
έστειλες να μαθητεύσει
στον τρόμο του αίματος που ρέει
και σβήνει,
να θεωθεί πεθαίνοντας.
Και μεταξύ μας τώρα.
Αν – υποθέσεις κάνουμε,
αν υποθέσουμε λοιπόν ότι υπάρχεις,
θα ’χεις την όρεξη
να τρίβεσαι
να χολοσκάς
με του καθεμιανού το τίποτα;
Ε;
Ε;
Να μου επιτρέψει η μεγαλαποσύνη σου
να τη μετρήσω τη σιωπή σου
σαν απάντηση.
Να κλείσουμε επιτέλους
τους λογαριασμούς μας.
Όχι,
δεν θα σου πω
τι στα κομμάτια εννοεί
η μεγαλαποσύνη.
Εσέ δεν λέει ο θρύλος
παντογνώστη;
-Κριτική και κριτικοί.
Άσκησα την κριτική, σε συστηματική βάση, περίπου επί ένα τέταρτο του αιώνα και συνεχίζω να την ασκώ αραιότερα. Ταυτόχρονα ήμουν κρινόμενος, αφού εξέδιδα τα ποιήματά του, τα δοκίμιά μου, τις μεταφράσεις μου. Είχα έτσι το «πλεονέκτημα» του διπλού βλέμματος ή των αμφίπλευρων αισθημάτων. Αυτή η διττότητα μου έδωσε να καταλάβω με τον καιρό πως ό,τι κι αν πούμε τελικά, όσα επιχειρήματα κι αν καταθέσουμε, η καχυποψία απέναντι στην κριτική δεν θα πάψει να υπάρχει.
Είναι των αδυνάτων αδύνατο πάντως να καταφέρει ένας/μία κριτικός να ασχοληθεί με όλη την ολονέν διευρυνόμενη παραγωγή. Είναι βέβαιο ότι θα του ξεφύγουν και καλά ή και πολύ καλά βιβλία. Αυτό όμως δεν γίνεται από μεροληψία στενοκεφαλιά, προκατάληψη ή «συμφέρον», όπως βιαζόμαστε να υποθέσουμε.
-Λογοτεχνία και Διαδίκτυο.
Καινούρια ήπειρος, καινούριες προσδοκίες, καινούρια προβλήματα.
-Έχετε εμμονές;
Γίνεται αλλιώς; Χονδρικώς, είμαστε το άθροισμα των εμμονών μας, των καλών και των κακών. Βρισκόμαστε σε διαρκή πόλεμο μαζί τους, κι ας ξέρουμε το προδιαγεγραμμένο τέλος.
-Θα σας δίνω λέξεις και θα μου δίνετε σκέψεις.
Θάλασσα:
Τώρα, ή μάλλον τα τελευταία χρόνια, με τους αμέτρητους θαλασσοπνιγμένους της Μεσογείου, είναι αδύνατο να μη σκεφτώ τον στίχο από τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου για το μετατρωικό Αιγαίο: «πέλαγος ανθούν νεκρούς». Οι Λαοί της Θάλασσας των ημερών μας είναι οι πρόσφυγες και οι μετανάστες.
-Μετανάστες:
Ο πιο έγκυρος καθρέφτης μας. Αν κοιταχτούμε πάνω του, κι είμαστε κάπως ειλικρινείς και έντιμοι, θα δούμε πως ούτε τίποτε γονίδια φιλοξενίας διαθέτουμε, τάχα κληρονομιά από τους αρχαίους, ούτε το φιλόξενο κήρυγμα του χριστιανισμού είναι για μας κάτι ουσιωδέστερο από κενό γράμμα.
-Λογοτεχνικά βραβεία:
Ακόμα κι αν ανακαλύπταμε κάπου στο υπέδαφος της Αθήνας τη ζυγαριά κριτικής αντικειμενικότητας που ονειρεύτηκε ο Αριστοφάνης στους Βατράχους του, και πάλι, ούτε τα παράπονα θα έλειπαν ούτε οι γκρίνιες και οι συνωμοσιολογικού τύπου «εξηγήσεις» για το πώς δίνονται τα βραβεία.
-Αγάπη:
Ο λόγος που υπάρχουμε. Και ο λόγος για να υπάρχουμε.
-Διακειμενικότητα:
Ίσως το πρώτο δείγμα της το οφείλουμε στον Σημωνίδη τον Αμοργίνο, ποιητή του 7ου αιώνα π.Χ. που, για να τιμήσει τον πατριάρχη Όμηρο, ενσωμάτωσε σε ποίημά του έναν εμβληματικό στίχο της Ιλιάδας: «Εν δε το κάλλιστον Χίος έειπεν ανήρ· “οίη περ φύλλων γενεή, τοίη δε και ανδρών”».
Δεν είμαστε παρθενογεννημένοι. Ούτε καν ο Όμηρος δεν ήταν, αφού βασίστηκε στην πλούσια προϊστορία της ανώνυμης λαϊκής ποίησης. Διαβάζουμε και επηρεαζόμαστε. Αμέσως, οπότε ο καρπός δεν παραείναι νόστιμος, ή σε βάθος χρόνου, με την κρυπτομνησία να παίζει τα δικά της παιχνίδια.
-Λογοκλοπή:
Παμπάλαιη υπόθεση και αυτή. Στον Όμηρο θα πάω και πάλι. Σύμφωνα με και φήμες που κατέγραψε ο Πτολεμαίος Χέννος, Αλεξανδρινός γραμματικός και παραδοξογράφος του 2ου αιώνα μ.Χ., ο Όμηρος ήταν λογοκλόπος ή μιμητής του έργου άλλων, και μάλιστα δύο γυναικών. Η μία ήταν η ωραία Ελένη, που τάχα είχε συγγράψει Τρωικό πόλεμο Από αυτήν λοιπόν «λέγεται» (λέει ο Χέννος, για να μην πάρει την ευθύνη) ότι πήρε την υπόθεση ο Όμηρος για το δικό του έπος. Η άλλη ήταν η Φαντασία από τη Μέμφιδα της Αιγύπτου, που είχε γράψει πριν από τον Όμηρο και τον Τρωικό πόλεμο αλλά και την Οδύσσεια. Και «όπως λέγεται», όταν πέρασε από τη Μέμφιδα ο Όμηρος, πήρε αντίγραφα των δύο λογοτεχνημάτων και, βασισμένος σ’ αυτά, συνέγραψε τα δικά του έπη.
Ε λοιπόν, ό,τι διέπραξε ο Όμηρος, το έπαθε κιόλας, σύμφωνα τουλάχιστον με τον ψευδοηροδότειο Βίο του. Στην ιωνική πόλη Φώκαια, στα παράλια της Μικράς Ασίας, τον άκουσε να λέει τα τραγούδια του ένας δόλιος γραμματοδιδάσκαλος, ο Θεστορίδης, και πονηρά πονηρά τού πρότεινε να αναλάβει αυτός τα έξοδα του βίου του, με μία προϋπόθεση: να καταγράψει ο Όμηρος όσα είχε ήδη συνθέσει αλλά και όσα θα συνέθετε του λοιπού. Έτσι κι έγινε. Και πήρε τα γραμμένα πλέον έπη ο Θεστορίδης και πέρασε στη Χίο, όπου και παρίστανε τον ποιητή, αποσπώντας μάλιστα «πολλόν έπαινον». Πλην τον κυνήγησε ο αγανακτισμένος Όμηρος και βγήκε κι αυτός στη Χίο. Κι έχουμε έτσι να δείχνουμε τη «Δασκαλόπετρα» στην περιοχή του Βροντάδου.
Ας μείνω σ’ αυτά τα «μυθολογικά»-γενεαλογικά.
-Αναγνώστης:
Η προσδοκία μας. Το χέρι που περιμένουμε να πάρει τις λέξεις μας, το είπε τόσο όμορφα ο Ανδρέας Εμπειρίκος.
-Αιωνιότητα:
Η καθημερινότητα. Άλλη δεν έχουμε.
-Γράφετε κάτι τώρα;
Πάντα γράφω. Τώρα παλεύω με τον πέμπτο τόμο της σειράς μου στην «Άγρα» «Πιάνω γραφή να γράψω», με τα δοκίμια μου για το δημοτικό τραγούδι. Είναι ο δίδυμος του τέταρτου τόμου και ερευνά τα δημοτικά που αφηγούνται έρωτες Ελλήνων ή Ελληνίδων με Βούλγαρους, Τσιγγάνους, Εβραίους και Φράγκους. Πνευματικός πλούτος απροσμέτρητος η λαϊκή ποίηση, ένα πάντα ανοιχτό σχολείο ισόβιας μάθησης για μένα.
Πολλά απ’ όσα γράφω μένουν στο συρτάρι για καιρό. Ας πούμε, μια ποιητική συλλογή κλείνει δεκαετία ανέκδοτη, παρότι κάποια ποιήματά της έχουν ήδη δημοσιευτεί μεταφρασμένα στα ιταλικά, τα γαλλικά και τα ισπανικά. Και οι μεταφράσεις μου αρχαιοελληνικών ποιημάτων και δραμάτων περιμένουν χρόνια την έκδοσή τους, γιατί δεν βρίσκω χρόνο να ετοιμάσω μια εισαγωγή και να ολοκληρώσω τον αρχινισμένο σχολιασμό. Και καλύπτουν πια περί τα δεκαπέντε βιβλία. Αισχύλος, Ευριπίδης, Αριστοφάνης, Σαπφώ, Θεόκριτος, Παλλαδάς, Λουκιανός, Σκωπτικά επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας, Αγών Ομήρου και Ησιόδου, Πλούταρχος…
-Τι ελπίζετε; Τι ονειρεύεστε; Τι εύχεστε;
Ελπίζω να μην αφανιστεί ο κόσμος μας από την εφιαλτική ανοησία μας. Είτε από πυρηνικό χειμώνα είτε από την κλιματική κατάρρευση.
Ονειρεύομαι έναν πλανήτη δίχως σύνορα, διαβατήρια, ανισότητες και πολέμους. Δηλαδή μια ανέφικτη ευτοπία. Και δεν λέω ουτοπία, γιατί στο δικό μας αυτί το αρχικό αρνητικό «ου» ακυρώνει το παραμυθητικό περιεχόμενο που απέδωσε στη συγκεκριμένη λέξη ο δημιουργός της, ο Σερ Τόμας Μουρ, εκεί στις αρχές του 16ου αιώνα.
Εύχομαι να ξαναδώ, κάπου, κάποτε, όσους δεν χόρτασα, όσους στενοχώρησα, όσους αδίκησα, όσους δεν πρόλαβα να τους δείξω πλήρη την αγάπη μου. Αλλά φοβάμαι πως ούτε καν τα ιερατεία δεν πιστεύουν στη δεύτερη «ευκαιρία».
-Σας παρακαλώ να μου διατυπώσετε μια ερώτηση που θα θέλατε να σας κάνω και δεν σας την έκανα. Έπειτα να δώσετε την απάντηση για τους αναγνώστες μας.
Ιδού η ερώτησή μου: «Θυμάστε μια μέρα που να μη γράψατε ούτε αράδα;»
Και η απάντησή μου:
Από την τρίτη Γυμνασίου, δηλαδή πριν από μισόν αιώνα, όταν με πρωτοεπισκέφτηκε νυχτιάτικα, και ουρανοκατέβατα, η Μούσα, δεκαπεντασύλλαβη τότε, δεν πρέπει να έχουν περάσει πολλές μέρες που να μη βασάνισα το χαρτί. Και δεν μιλάω βεβαίως αποκλειστικά για λογοτεχνικές δοκιμές. Είναι και η δημοσιογραφία. Από το 1987 εφημεριδογραφώ κάθε μέρα, πρώτα στην Πρώτη, για τρία χρόνια, κι έπειτα -και έως το τέλος του Αυγούστου 2023- στην Καθημερινή. Μεροδούλι – μερογράφι, έτσι μου αρέσει να συνοψίζω όλη αυτή τη λεξιβορία μου, που με αφήνει πάντα πεινασμένο.
-Σας ευχαριστώ θερμά!
*Η Ασημίνα Ξηρογιάννη είναι φιλόλογος, θεατρολόγος, συγγραφέας, varellaki@gmail.com