Μικρές ανάσες
Κολυμπάω σε ένα κρύο και θαμπό νερό.
Θρυμματισμένα εχινόδερμα παντού
νεκρά όστρακα σκορπισμένα ανάμεσα
σε κομμάτια ξύλο·
σπασμένο σκαρί κι εγώ
επιπλέω.
Ποια δύναμη θα μπορούσε να ενώσει
το υγρό κατοπτρικό σύνορο;
Σαν σε καθρέφτη κοιτάζω απέναντι
αιχμηρό θηρίο αιωρείται, στιβαρό και ακίνητο
τεμαχίζοντας, σε μικρές ανάσες
τον αέρα.
Το παρακολουθώ εμμονικά
ετοιμάζεται να βουτήξει
διάφανα νήματα το συγκρατούν γιατί
αν
τελικά πέσει
από τη θάλασσα θα μείνει μόνο το αλάτι
ξερό να λαμπυρίζει στα βράχια
τσουχτερό και κατακόκκινο τα απογεύματα.
Και ούτε ψάρια, ούτε φύκια, ούτε τίποτα
που να θυμίζει
την παιδική ηλικία όσων – έτυχε
να γεννηθούν εδώ.
Τα λιμάνια εντέλει καταργήθηκαν.
Θα συνηθίσουν τα γυμνά πέλματα το έδαφος;
Και το αλάτι – για πόσο ακόμα να καίει
το αφυδατωμένο δέρμα;
Η αταξία βασιλεύει
σ΄ αυτόν τον άλλοτε
υδάτινο τόπο.
Το ενδιάμεσο όριο
έγινε καπνός.
Τουλάχιστον, σώθηκε το νερό.
(ανέκδοτο)
***
Παράλληλη πτήση
Αγγίζω την αστραπή
διακρίνω μπροστά μου
το πορτοκαλί όριο του ήλιου.
Η επιστροφή μου στην επίγεια
τρυφερή μας μάχη, πλησιάζει.
Το φτερό κρύβει την πηγή του φωτεινού ορίζοντα
πρέπει να σκύβω ή
όταν κουραστώ
να αφεθώ στη φαντασία.
Μου ζητάς να μεταφέρω μήνυμα πολέμου.
Όσο πιο έντονο το δικό μας φως
τόσο πιο τίποτα το έξω.
Τι παράδοξο, η δική μας ιστορία
να ανθίζει
στα χαλάσματα μιας καταστροφής.
Η αστραπή πήρε την πρώτη όψη της Αθήνας
λαμπυρίζει σε ευθείες και καμπύλες·
εστίες φωτιάς, μοιρασμένες
σε ένα γιγαντιαίο πληγωμένο σώμα.
Οι πόλεις
χωρίς όνομα, περιφέρονται
στην ασάφεια της νύχτας
κι εμείς από πάνω τους
άδεια δοχεία, επιβάτες
με άκαμπτα μηχανικά φτερά.
(ανέκδοτο)
*****
Μπουκέτο νερό
Η ανάμνηση
ηλεκτροφόρο σχήμα
διασχίζει το παρελθόν
στην απότομη ένωση με το παρόν.
Δένεις τη ζωή σου σε μπουκέτο νερό
πέταλα οι σταγόνες, εξατμίζονται
σε κάθε εκπνοή.
Πουθενά
δεν εντοπίζεις την εκκίνηση
της μικρής σου ιστορίας.
Κρατάς βελόνα και κλωστή
προσπαθώντας επιδέξια
να μπαλώσεις το κενό που χαράζεται στο σώμα.
Είναι όμως μεγάλο
το κομμάτι που πήρες.
Ξερίζωσες – τρύπησες – έκλεψες
πού θα βρω τόσα υλικά
συμβατά
να τα υφάνω;
Ο πυρετός καίει και φθείρει.
Θα κόψω
σε μικρές μπουκιές το ωμό χρώμα της απώλειας
να ψηθεί πιο γρήγορα, άλλωστε
θα μπορούσα να ξεχάσω
αναμμένο το μάτι
να μυρίσει
το σπίτι
καμένο.
(ανέκδοτο)
****
Αλλαγή σχεδίου
Γεμίζω, αδειάζω και σκορπίζω
στιγμές της εκτροπής.
Αλλάζει χρώμα η πλέξη σου από τη σκόνη.
Υπάρχει, μια εσωτερική απόσταση που οδηγεί σε λάθος δρόμο.
Στρεφόμαστε αλλού, αποφεύγουμε το σημείο
τομής, αλλά ψυχικής — μην κοπούμε·
παίζουμε με τις ώρες, ξεγλιστράμε στον χρόνο.
Δεν θέλω να με νοιάζει
να τα βλέπω όλα σε ατμόσφαιρα ξηρού πάγου, αλλά
δένω στο τώρα τη λάθος ησυχία
φτερωτή στην άκρη άκρη των αισθήσεων· αν
οι πολλαπλοί μας καθρέφτες συγκρουστούν, θέλω να πω αν
έτσι είμαι περίεργη πολλές φορές
για να προλάβεις μια έκρηξη σπαταλάς την αφορμή.
Ο δικός μου κώδικας θέλει σιωπή ανθίζει εκεί, μελαγχολικά και φωτεινά
κουτάκια με καταδιώκουν, ίχνος πλήκτρων στο σκοτάδι του ύπνου δυναμώνω
την ένταση στην παύση, να με ξυπνήσει η δυνατή εκκίνηση να τρέξω στον πρώτο
που θα με φωνάξει γεμάτη αφοσίωση. Τελείωσε η ορμή
τη βύθισε η άποψη, στο ένστικτο.
Αλλαγή σχεδίου σαν σύνθημα. Δόντια που τρίζουν, μεγαλώνουν, δαγκώνουν.
Χώρα αναμονής, Kίχλη 2021
*****
Το δαχτυλίδι
Ασημένιο, οβάλ, με δύο δέντρα και ένα μαύρο φεγγάρι.
Το μόνο που
επανέρχεται σταθερά στις βάσεις των δαχτύλων μου.
Λίγο μεγαλύτερο απ' όσο θα ήθελα
ταιριάζει
υποχρεωτικά
στον δείκτη του δεξιού χεριού.
Ανάμεσα στους δυο κορμούς σχηματίζεται
το μονοπάτι
— τώρα είναι εμφανές, οδηγεί ξανά σ' εμένα —
αλλά τότε
τότε, έμπαινα στο ασημένιο δάσος και
η περίμετρος του φεγγαριού έλαμπε
ασημένια δροσιά
ασημένια γρυλίσματα
~
Πρέπει να προστατευτούμε
απ' αυτό το χέρι
ας το κόψουμε
(το χέρι που τολμάει και αγγίζει)
γεμάτο κοσμήματα και λούσα — όλα περιττά.
Μάταιο να σπάει έτσι η σιωπή.
Διαβάζω με τον ήχο της σκέψης
τις λέξεις σου, καθώς
κρύβομαι πίσω απ’ το δάχτυλό μου.
Χώρα αναμονής, Κίχλη 2021
*****
Η φωτογραφία είναι παρμένη από το pixabay.