Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Πέμπτη 21 Απριλίου 2022

/// ΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΠΑΘΩΝ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΒΔΟΜΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ////

 



ΕΠΙΛΟΓΗ : NTINA ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ




Τα ποιήματα που ακολουθούν διαβάστηκαν στην εκπομπή  «Χωρίς Πρόβα» της Ντίνας Γεωργαντοπούλου [20/4/2022] και στο Vakxikon Radio.


ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ

ΔΙΑΛΟΓΙΚΟ


Ήρθα να ψηλαφήσω και να αναμοχλεύσω μνήμες

μύριζε χόρτο κομμένο

και σωταρισμένα εντόσθια

η μοναδική βιολέτα μού θύμιζε έναν παλιό κήπο

ούτε λόγος για λουλούδια από αυλές στον Επιτάφιο

μια γάτα απορημένη με κοιτούσε απ’ το πεζοδρόμιο

εγώ κρατούσα παιδική λαμπάδα

και υποδυόμουν τα χρόνια που πέρασαν

γραμμές οι απουσίες στο πρόσωπο στα χέρια

λείπουν και αυτοί που φύγαν κι αυτοί που είναι

το αρνάκι αφάγωτο κρυώνει

το κεφαλάκι του μού ψιθυρίζει

δεν ξεγελάς κανέναν κι ούτε σου πάει ο ρόλος

εσύ που ξέρεις τα πολλά, του λέω,

πες μου σε ποιο επεισόδιο ισιάζει η πλάτη μου,

όταν αποφύγεις την αδέσποτη σφαίρα που σε κυνηγάει

αποκρίνεται.

(από υπό έκδοση συλλογή)


****


ΕΛΕΝΗ ΑΡΤΕΜΙΟΥ- ΦΩΤΙΑΔΟΥ

ΠΡΟΣ ΙΟΥΔΑ


Θα πρέπει να γνωρίζεις πια Ιούδα

Πως καθώς περνούν οι αιώνες

Κατατάσσεσαι στις μόνιμες αναφορές

Κανένας έπαινος και κανένα του ανθρώπου ανδραγάθημα

Δε σκίασε τη δική σου ανατροπή

Αλήθεια

Τι ήταν τελικά;

Μια καθαρή πράξη προδοσίας

Μια παραπλάνηση του ζηλωτή σου πόθου

Ή μήπως φιλική συμμετοχή

Σε μια υπερπαραγωγή Αγάπης;


Εκείνο το φιλί σου πέρασε στα στόματα πολλών

Kαι δόθηκε ανεξέλεγκτα

Aκόμα κι όταν έπρεπε τη θέση του

Μία γροθιά να πάρει

Αγαπητέ Ιούδα

(Ας μου επιτρέψει η περίπτωσή σου ετούτη την προσφώνηση)

Δεν ξέρω τελικά αν ήσουν θύτης ή και θύμα

Με βεβαιότητα εντούτοις μπορώ να σου μιλώ

Έχω γνωρίσει αντίγραφά σου

Που δεν τα πλάνεψε κανένα πάθος

Καμιάς πατρίδας η ανάγκη

Για το ξεσήκωμα, τη λεύτερη πνοή

Πάνω από μια στυγνή αυτοκρατορία

Παρά μονάχα οδηγημένοι απ΄το φθόνο

Μάτια κλειστά, συνείδηση τυφλή

Σταυρώσανε πολλούς θεούς

Και Γολγοθάδες όρθωσαν στο τείχος των δακρύων

Χωρίς ανάσταση να έχει προβλεφθεί

Απ΄το δικό τους φονικό φιλί.


****


KATEΡΙΝΑ ΑΤΣΟΓΛΟΥ


ΑΝΗΔΟΝΙΑ


Η εμμονή με το τέλος

δε με αφήνει να χαρώ,

με τρώει και χορταίνει

κερνά θυμό την ψυχή μου.


Αιώνες κουβαλώ αυτή τη δυστυχία,

τη σταύρωνα κάθε Μ. Πέμπτη

ύστερα την έθαβα και ξάπλωνα ήσυχη.


Τρεις μέρες μετά

εμφανιζόταν μπροστά μου,

ζήταγε να βουτήξω

στην τρύπα της αμφιβολίας

με ρούφαγε η δίνη της

και έτσι ξεχνούσα εκείνες τις λίγες ώρες χαράς.


Η εμμονή μου εμφανίζεται λαθραία

μου δίνει φιλιά προδοσίας

με παραδίδει έρμαιο

μου φορά κόκκινη χλαμύδα

και με σπρώχνει σ΄ατέρμονο Γολγοθά.


ΝΤΙΝΑ ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ

Μ.ΕΒΔΟΜΑΔΑ


Μιλούσαν για όμορφα ταξίδια.

Θα προτιμούσαν την ησυχία της ακατοίκητης πόλης

να γράψουν για ιστορίες εναγκαλισμών

στις γωνιές της να φυτέψουν λουλούδια

για κάθε προδοσία και για κάθε χαρά.

Μα όταν άνοιξαν τα μάτια είδαν από συνήθεια

ένα περιβόλι φυτεμένο με πορτοκαλιές.

Θα έπρεπε να ζήσουν

σε ότι έφτιαξαν άλλοι για αυτούς.

Με δίχως άρνηση βολεύτηκαν σε ένα παρτέρι

εκπορνευόμενοι για λίγα ψίχουλα χίμαιρας. 

(ανέκδοτο)

****

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΚΙΟΥΛΕΚΑ

[Το Σεντούκι]


Άν τυχερός σταθείς

Και τα παθήματα σου ξεκλειδώσουν

Εκείνο το παλιό σεντούκι

Με τις λέξεις

Τις εύρεις αξεδιάλυτα ανάκατες


Σπασμένες

Με τη χλομάδα φυλακής,

Ανάμεσα σε χίλια δυό σπαράγματα

Κουρέλια μνήμης


Σε μποτίλιες σφραγισμένα συναισθήματα

Όστρακα σχέσεων πήλινων

Ξέφτια θερμών στιγμών

Σκύψε και βγάλε τες όπως θ' άγγιζες

Λιωμένη μια νταντέλα

Αράδιασέ τες χύμα πάνω σε άδεια

Με επιμέλεια σφουγγισμένη τάβλα στοχασμού

Απομακρύνσου δύο βήματα

Μισόκλεισε τα μάτια


Άυλο χέρι μόνο του θα πάει  στη διαλογή

Για να σκαρώσει συνδυασμούς απρόσμενους

Που επίμονα δίχως να ξέρεις τους κλωσσάς

Τότε είν' που φέγγουνε στα μάτια σου οι στίχοι και σαν


Οικοδεσπότες σε κερνάν χαρά

Γι' αυτούς σα ξεμυτάς απ' το παλιό σεντούκι

Κλεισμένο όπου σε κρατούν κατάδικά σου

Σκουριασμένα μυστικά κλειδιά


****


BIKY ΔΕΡΜΑΝΗ

Κρεμάστε την!


Είχε έναν ήλιο στα δόντια κι ένα φεγγάρι που λαμπύριζε στα μάτια.

Τα σύννεφα σκόρπιζαν με κάθε της ανάσα. Τεράστια καρδιά ως

πέλαγο γαλάζιο. Με κόκκινο βαθύ και πράσινο και κυανό τον

κόσμο έχτιζε. Με αγάπες-παλίρροιες γεμάτο, με δάφνες και

θυμάρια. Της θάλασσας αγαπούσε τα ψάρια, τα πετούμενα τ’

ουρανού προστάτευε. Της ψυχής η αυλή γιασεμιά μοσχοβόλαγε.

Για τη γη τρυφερότητα γέμιζε. Και για τους ανθρώπους; Ω πόσο

τους λάτρευε, πόσο τις χαρές και τα κρίματά τους συμμερίζονταν!

Δάκρυζε στο λίγο τους, από περηφάνια για το μεγαλείο τους

φούσκωνε. Και όταν των Σειρήνων οι ωδές τούς ξεστράτιζαν,

κατανόηση έδειχνε γι' αυτούς μεγάλη. Με την κελαρυστή, σαν

ποτάμι βουνίσιο, φωνή της σκόρπιζε αφειδώλευτα στους γύρω της

παρηγοριά. Γέλαγε, δάκρυζε, πονούσε, το χέρι άπλωνε, φώναζε το

δίκιο, τα έχει της σκόρπαγε σ΄ αυτούς που πιο πολύ τα είχανε

ανάγκη. Όχι ματαίως, ζούσε!


Πίστευε στη χώρα των θαυμάτων, αυτή, η συλλέκτρια των

λαμπρών αστεριών που των καιρών τα σημεία ήξερε να διαβάζει

στου ουρανού το πρόσωπο. Αθωότητα και γνώση πως την

προστάτευαν πίστευε. Τι πλάνη!


Οι θλιβεροί του κόσμου τούτου, καθώς πάντα βλοσυρά την

κοίταζαν τους κήπους χαμογελαστή να διαβαίνει, κρεμάστε την

τρελή, φώναζαν.


Κρεμάστε την!


****


ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

Στη λίμνη Τιβεριάδα


Το ήξερε από τότε που παιδί ακόμη έπαιζε με τα άλλα χωριατόπαιδα,

τα αμέριμνα για όλα τα κατοπινά. Το είχε αφουγκραστεί απ’ τα

κρυφομιλήματα στα μάτια των γονιών του.

Δεν το ’πε σε κανέναν, μα μέσα του το έλεγε διαρκώς «θα ’ρθει μια

μέρα που θα φύγω από ’δω».

Και να, τώρα που κάθονταν μονάχος περιμένοντας αυτούς που δεν τον

πίστεψαν, πόσο πολύ θα το ’θελε να γίνει πάλι ένας από τους φτωχούς

ψαράδες που ρίχνανε τα δίχτυα τους στη λίμνη Τιβεριάδα.

Μόνο που γνώριζε πως ήταν ασθενής η θέλησή του. Κι ακόμη πως σε

λίγο θα έπρεπε να εξηγήσει τα μελλούμενα (όσο πιο απλά μπορούσε)

σ’ αυτούς τους μεροκαματιάρηδες. Που θα τον κοίταζαν χωρίς να τον

γνωρίζουν. Τους δύσπιστους στα θαύματα.

Όμως αυτός τα δίσημα τα λόγια, τα προφητικά, θα ήθελε να τα άφηνε

σημάδια ανερμήνευτα.

Αυτός μονάχα μια κουβέντα θα ήθελε να πει σαν μήνυμα σε φίλο

αγαπημένο. Να πει πως όλα τα αόρατα, τα απίθανα, συμβαίνουν.

Κι όμως, καθώς οι αλλοτινοί του σύντροφοι, «ποιος είσαι;» τον

ρωτήσαν, απάντησε: «ένας ξένος».

Λίγο προτού, βαδίζοντας πάνω στη λίμνη, αφήσει την ολιγόχρονη ζωή

του.


(από τον ανέκδοτο κύκλο ποιημάτων «Τα αναστάσιμα»)


****


ΝΙΚΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ

Το μικρό θαύμα


[Κι αν τις λύπες σου υπερπηδούσες μία μία

ήταν κι αυτό ένα μικρό θαύμα]

   

                        Στη Βασιλική


Σφράγισες τα βάσανά σου

κι άφησες την καρδιά απέξω

να περιφέρεται

σαν σε ταινία τρόμου.

Κάποτε έκανες ν’ ανοίξεις την πόρτα

μ’ απομακρυνόσουν γρήγορα.


Με σπασμωδικές κινήσεις

έκλεινες τη λύπη σου

σε μικρά κλειδωμένα συρτάρια

φορούσες το κλειδί μενταγιόν

και πετούσες τις νύχτες

στον έναστρο ουρανό σου


Δεν φοβήθηκες τίποτα

ούτε την τελευταία σου ανάσα

που μύριζε νυχτολούλουδο


Στον κήπο του παραδείσου που πετάς

ποτίζεις όλα τα φυτά

ταΐζεις όλα τα πουλιά

και οι άνθρωποι από μακριά

κοιτάζουν αποσβολωμένοι

το μικρό θαύμα.


Το μικρό θαύμα, πρώτη δημοσίευση.


****


ΞΑΝΘΙΠΠΗ ΛΕΥΘΕΡΙΩΤΟΥ

Δείπνος και Δείπνο 

 

Βούτηξα το ψωμί μου

Βουλημικά στο τρυβλίο

μα ....δίστασα.

 

Δεν ήμουν εγώ, καλέ μου

Ο οικοδεσπότης σου

Δεν έτρωγες στο σπίτι μου  συχνά 

Δεν ήμανε ο αφέντης σου.

 

Μοίρασε τη χαρά,  Κύριέ μου, μοίρασ τη

 Και δώσε καθενός το δωράκι του.

Εγώ θέλω το χέρι σου

            Το αριστερό σου πόδι

            Τα νύχια

 

             Τη γάμπα

             Το σβέρκο

              Και τις πατούσες σου.

Εκεί που ενώνει το κεφάλι με την πλάτη σου.

 

Για να με βλέπεις όταν σε θέλω

Να με ακούς όταν σε φωνάζω 

Να καταδέχεται να τρως στο σπίτι μου 

Μόνο γιατί ανέβηκα στη συκομωρέα 

να σε δω

κι ετοίμασα το βραδινό για χάρη σου.


****


ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΛΙΑΤΖΟΥΡΑ

Μεγάλη Εβδομάδα


Στα πάθη της εβδομάδας δεν θέλω να συμπαρασταθώ.

Τα πάθη Του να μετρώ μέρα με την μέρα, χρόνο με τον χρόνο.

Με τρομάζει ο πόνος του Ανθρώπου

με τρομάζει η απονιά του Θεανθρώπου.

Με αηδιάζουν τα αγκαθωτά στεφάνια που τρυπάνε τα κρανία σμιλεύοντας

σμαραγδάκια αναμνήσεων στο μέτωπο.

Δεν θέλω πληγές αγάπης σε παλάμες, πατούσες και καρδιές να μου θυμίζουνε τον χρόνο.

Τον θνητό προσπελάσιμο εκείνο χρόνο, που γερνά τα ξωτικά και τις ονειροπαρμένες

Μαγδαληνές.

Θέλω μέσα σε επτά μέρες θρήνου ή και χρόνια να προλάβω να χαρώ τον Θάνατο μου.

Τόσο σύντομα.

Και μέχρι ξάφνου να καταφτάσει του χρόνου αυτή η ίδια μέρα να ξαναπενθήσω περίχαρα,

θα κουβαλώ αγκομαχώντας, κληρονομιά Άγιας κατάρας, έναν περίτεχνο χρυσό σταυρό στην

ανήφορο του λαιμού μου.

Στο Μυστικό Δείπνο δεν ήμουνα παρών.

Μα πρόφτασα κόντρα στο γλυκόπιοτο και το ψωμί

το αυγό το κόκκινο να τσουγκρίσω.

Και μέσα σε λίμνες αίματος, ή σε ποτάμια, ή σε χείμαρρους

να ψαρέψω τα τσόφλια της Ανάστασης μου.

Ένα ένα.


Κροάζοντας Ευαγγέλια βυζαντινά

κατόρθωσα να φιλήσω τελικά το πόδι,

πλυμένο και ευωδιαστό

και να τραβήξω κατά νου την βαριά βελούδινη κουρτίνα,

καθώς και να εισακούσω του ντελάλη Ιούδα την κραυγή,

την προειδοποίηση

που ξημερώματα Κυριακής εκλιπαρούσε τρίπτυχο συγνώμης.

Από μένα.

Από σένα.

Από Αυτόν.


Την Αποκαθήλωση δεν θα αδειάσω φέτος να την δω

έχω να γαλακτίσω το ρημάδι αυτό το σάβανο

που αιώνες τώρα πια άρχισε να σαπίζει.


Ποιητική συλλογή «Σκέψεις», εκδόσεις manifesto, 2013


****


ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ

Μια απέραντη ματιά

 

Η καρδιά σου έχει δοκιμαστεί

Αιώνια αγρύπνια

Σου έχει επιβληθεί

 

Στις μητέρες του κόσμου όλου

Άφθαρτα μηνύματα περνάς

Για τα χαμένα τους παιδιά

Μοιρολόγια τραγουδάς

 

Η πρώτη Εσύ μητέρα, η Παναγιά

Κόκκινο άνθος η δική σου η καρδιά

Ατενίζεις τον πόνο των ανθρώπων σιωπηλά

Είναι η αγάπη σου

μια απέραντη ματιά.


(Ανέκδοτο)


****


ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΚΡΙΝΟΣ Ο ΣΑΡΚΟΦΑΓΟΣ


                                  Πάσχα στο χωριό

                                  επάνοδος μετά από πολλά χρόνια

                                  παλιοί γνωστοί, φίλοι χαμένοι

                                  παλιές αγάπες που δεν πήγαν στον

                                  παράδεισο


Κήποι τέλος Απρίλη

αρχίζουν να μπουμπουκιάζουν

σε μιαν άκρη περίοπτος

ένας κρίνος ολάνθιστος

ψηλός χοντρός μίσχος

πέταλα πάλλευκα κυριαρχούν

με τη φημισμένη απλότητά τους

με τον στήμονα υψιπετή

να ατενίζει πέρα από τα ανθρώπινα

σε ουρανούς μόνο δικούς του


σε καλοστημένες βραγιές

τον κουτσομπολεύουν

τα αγριολούλουδα στις γωνιές

που χαμηλοβλέπουν πονηρά


οι γάτες μαθαίνουν να τον αποφεύγουν

ακόμα κι ένα γλείψιμο της γύρης του

είναι θανατηφόρο για τα οικόσιτα αιλουροειδή


Η κυρά του σπιτιού

θυμάμαι μού έλεγε πως

το καλύτερο λίπασμα για έναν κρίνο

είναι ο κιμάς και το κρέας

από το δείπνο της οικογένειας

το προτιμότερο ωμά


Μπορεί να μην το ξέρεις

αλλά αργότερα θα το γνωρίσεις κι εσύ:

Ο κρίνος είναι σαρκοφάγο είδος.

Από την ποιητική συλλογή Εξωτικά είδη, προς έκδοση Σαιξπηρικόν 2022


****


ΣΥΛΙΑ ΧΑΔΟΥΛΗ

Δέομαι Σου Κυριε

την μεγίστη Σου καλοσύνη

Προσκυνώ την άχραντη θυσία Σου

Κοινωνώ του αθώου αίματος

της σαρκός Σου

Πάσχω τα φρικτα Σου πάθη

Βίωσες προδομένο φιλί

Πληρωσες την άδολη αγάπη

Μεμφομαι τους απάνθρωπους κριτές

Αλειφω τα σεπτα Σου πόδια

δάκρυα και μύρο ακριβό

Σφουγγιζω ταπεινά με τα λυτά μαλλια μου

Μετανοώ τις πράξεις των ανθρώπων

Προσδοκω την Ανάσταση της Αιώνιας Αγάπης

Γιγνωσκω το μεγεθος των μαρτυρίων στο όνομά Σου

διότι πολυ αγάπησα και γνώρισα την λύτρωση Σου.




Oι φωτογραφίες είναι παρμένες από το Pixabay.


KATEΡΙΝΑ ΒΑΣΔΕΚΗ /// ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 


ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΛΑΓΝΕΙΑ


 Είναι κάτι στιγμές…


Είναι κάτι στιγμές,

Τρυφερές και λεπτές,

Σαν κλωστές τυλιγμένες σ’ αδράχτι,

Σε γυρνούν απαλά,

Σε μεθούν σιωπηρά,

Σε γεμίζουν με πείσμα και άχτι

Ν. Παπάζογλου


Και γυρνώ σιωπηρά στο παρελθόν

Να κρατήσω τη δύναμη της ομορφιάς

Να κρατήσω την ελπίδα τού αγνώστου

Να κρατήσω το ΟΛΑ ΘΑ ΓΊΝΟΥΝ.

Να κρατήσω το ΌΛΑ ΚΑΛΑ

Να κρατήσω τον εαυτό μου ολόκληρο

Να θυμηθώ την αθώα ευτυχία

Να θυμηθώ το τίποτα της στιγμής

Να θυμηθώ τα όλα τού τίποτα

Να θυμηθώ πώς όλα ήταν για να είναι

Να θυμάμαι πώς τίποτα δεν χάνεται ποτέ από κανέναν


Να θυμηθώ και να θυμάμαι και να θυμάσαι να ΕΊΣΑΙ.

Να είσαι εαυτέ μου ΕΣΎ…


Για την Μάρθα και την Ανθή πού Με άφησαν να ΕΊΜΑΙ.


****


ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ


Μου είπες δεν είμαι άντρας

Δεν είμαι γυναίκα

Είμαι παιδί.

Νοιώθω παιδί.

Δεν έχει ταυτότητα ή αθωότητα, μου είπες.

Απλά υπάρχει.

Και όταν χάνεται; σέ ρώτησα …

Τότε γίνομαι πέτρα, γίνομαι κλαδί για να υπάρχω απλά.

Εγώ.

Εγώ δεν είμαι τίποτα.

Εγώ. Απλά υπάρχω.

Δεν είμαι άντρας.

Ούτε γυναίκα.

Ούτε παιδί πια.

Έτσι λένε.

Κι εγώ ακούω…απλά ακούω.

ΤΟΥΣ ακούω.

Γιατί εγώ…

Γιατί εγώ

Δεν είμαι.

Απλά υπάρχω.

Όχι. Δεν είναι το κλάμα μου που άκους.

Ακούς;

Μεγάλωσα.

Δεν είμαι άντρας.

Δεν είμαι γυναίκα.

Είμαι παιδί.

Πού δεν κάνει να κλαίει.

Δεν πρέπει να κλαίει.

Γιατί; Γιατί…


Δεν είμαι άντρας.

Δεν είμαι γυναίκα.

Είμαι παιδί.

Μ’ακους;


****


ΓΕΝΕΘΛΙΑ


Χωρίς κεριά,

Χωρίς «39, να ζήσεις» και λοιπά.

Χωρίς πολλά «χρόνια πολλά»

«Χωρίς αγάπη και χαρά»


Απλά ό χρόνος να περνά

Αμείλικτα.

Βουβά.

Σέ κουταλάκι πλαστικό

Το ξεραμένο γλυκό,

Ενθύμιο του «καθώς πρέπει»

Του πρέπει να χαμογελώ,

Με κωνικό καπέλο γιορτινό,

Φωνάζοντας το ξενικό τραγούδι γενεθλίων.


Τού γιου

Τού γιου

Τού χάπι του παιδιού.


Σβήστο καλά, παρακαλώ..

Ακόμα καίει τον καπνό

Και γρήγορα τελειώνει…

Κερί εκεί.

Κερί εδώ.

Μα μύρισε λιβάνι.


****


Αντί ποιήματος


Ψάχνω σοφά λόγια άλλων

για να ακουστεί το δικό μου το γιατί.

Μα όλα έχουν ειπωθεί για όλα.


Όλα  έχουν ειπωθεί από όλους.

Γιατί όμως υπάρχει ένα γιατί;

Πάντα υπάρχει ένα γιατί, ένας κρυμμένος πόνος

Μια σιωπηρή αμείλικτη κραυγή,

Κι ένας ωραίος θρόνος.

Ό θρόνος τής ελπίδας είναι εκεί,

Και πάντα θα δεσπόζει.


Και βασιλιάδες έρχονται

Και βασιλιάδες φεύγουν

Με στέμματα αγκάθινα

Με στέμματα διάφανα

Με στέμματα πολύτιμα

Με άμφια χρυσά.


Και εγώ…

Εδώ.

Κοιτώ και αναρωτιέμαι.

Του κόσμου τα αναπάντητα άσε τα να αιωρούνται.

Πιο εύκολα ησυχάζει ο νους στην άβυσσο.

Πιο εύκολα κοιμάται.

Σςςςςς


****

Η εικόνα είναι παρμένη από το Pixabay.

ΖΩΗ ΚΑΡΑΠΑΤΑΚΗ /// ΖΩΗ ΚΑΡΑΠΑΤΑΚΗ /// ΜΙΚΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ




Μικρά ποιήματα


Ι

Ως αγριολούλουδο

φυτρωμένο

σε τοίχο κι

ανάμεσα στις πέτρες του

σε σκέφτομαι

με τα μαβιά ανθάκια σου

της χαρμολύπης

σήμαντρο


ΙΙ

Τα φτερωτά πετάγματα

των πουλιών

με καθηλώνουν

σε μια κατάσταση έκστασης

μακριά απ' το σώμα


ΙΙΙ

Γίνε για μένα

ο μεσημεριάτικος ήλιος

τ' Απρίλη

τώρα που γερνάω


ΙΙΙΙ

να τραγουδάς ψυχή μου

δρασκελίζοντας ανένδοτη

τα τραύματα

με ευδαίμονα λύπη


* Η εικόνα είναι παρμένη από το pixabay