Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Κυριακή 3 Απριλίου 2022

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΕΥΡΥΤΗΤΑ



Γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης

«Πατέρας του ποιητή είναι η μούσα του αν την διαβάσεις ανάποδα, ασούμ Αν βάλεις το άλφα πίσω γίνεται Σούμα. Πού την έχεις ποιητή;» Μιχάλης Κατσαρός


H Ασημίνα Ξηρογιάννη, με άρθρο της στη λογοτεχνική ιστοσελίδα’ Βακχικόν’, προσδιορίζει, ή, ορθότερα, επανακαταθέτει διαρκώς, τα παροντικά και μη διακυβεύματα της ποίησης και του ποιητικού λόγου, της ποίησης που δεν παύει να εκθέτει και να εκτίθεται σε δυναμικές, σε εξομολογήσεις, σε ‘ιχνηλατήσεις’ του καιρού και των αντινομιών του. Η ίδια η συγγραφέας του κειμένου, αναδεικνύει τις ποικίλες διακυμάνσεις της, τις μετατοπίσεις μεταξύ ‘ορατού’ και ‘αόρατου’, επισημαίνοντας χαρακτηριστικά: «Η ποίηση είναι η αλήθεια γυμνή. Η ποίηση είναι το διαρκές ταξίδι. Η αέναη περιπλάνηση. Η συνεχής αντίσταση. Μια ιδιάζουσα αισθητική απόλαυση. Η μετατροπή του αόρατου σε ορατό. Κάθε ένα από αυτά ξεχωριστά. Και όλα αυτά μαζί. Ή παράλληλα».[1]

Η ποίηση ως διανοητικό και νοηματοδοτικό πλαίσιο, δύναται να αναφέρει το και ‘υπόρρητα’ δοσμένο στο σώμα, να σημασιοδοτήσει ένα ‘έλεος’ δίχως σημαίνουσα αρχή και τέλος (σκοπούμενη τελεολογία), ‘ενσαρκώνοντας’ τις ίδιες τις δυνατότητες της μετάβασης προς τις κατευθύνσεις της εξυψωτικής ‘απορίας’, την Νιτσεϊκή «προοπτική»] διάσχισης μίας ιστορίας διάστικτης από μορφολογικά προτάγματα.

Ο ποιητικός λόγος, διαμέσου των διαφορών του, συναρθρώνει τις όψεις μίας λιτής διαχυτικότητας με την ενίοτε και συναισθηματική αξίωση εμπλόκισης εντός ιστορίας, τον ερωτισμό που εγγράφεται στο σώμα που αποζητεί με αυτόν τον τρόπο το παρόν, με την συμπερίληψη υποκειμένων που φωνασκούν, πέραν της ενσκήπτουσας καθημερινότητας, και για το δικό τους ‘μαρτυρικό έχειν’, φέρνοντας εγγύτερα τον Ριτσικό ‘Επιτάφιο’ της εμπρόθετης, αλυσιτελούς και παράλληλης ‘μητρότητας’ η οποία επαναφευρίσκεται διαρκώς, με την Ελυτική ‘Μαρία Νεφέλη’ των συμπυκνωμένων αποκρίσεων για μία εποχή ‘ακηδίας’, της συγκρότησης υποκειμένων και επάλληλων τροπικοτήτων που δύνανται να υπερβούν την παραδεδεγμένη ‘ενικότητα’, καθιστώντας το ‘όνομα’ επιούσια φωνή, συμβολισμό του απαραίτητα δοκιμαστικού..

Σε περιόδους κρίσης, η ποίηση αποκρίνεται για τις εν δυνάμει ‘λυτρωτικές φαντασμαγορίες’ της, ‘εδαφοποιώντας’ την παρουσία προσώπων εντός πόλης, τις ‘σκιάσεις’ που αφήνει πίσω το πρόσωπο που πασχίζει να αναγνωρίσει και να αναγνωριστεί, με την διαφορική ποίηση του Γιάζρα, εν καιρώ πολυσχιδίας της κρίσης να συντίθεται από τα κατεξοχήν υλικά της: την ‘διακινδύνευση’ και την εκ-θεμελίωση, την ‘βιαιότητα’ μίας γλώσσας που λειτουργεί ως ‘ακτιβισμός’.

Όπως τονίζει ο Σάββας Μιχαήλ, «η ποίηση δεν ανάγεται απλώς στην ιστορική κοινωνική πράξη. Ενυπάρχει, εγγράφεται εξαρχής σ’ αυτή. Δεν ακολουθεί τυφλά και παθητικά τα ιστορικά δρώμενα, τις δομές, τις αλλαγές και τους αγώνες των κοινωνιών. Η Ποίηση δεν είναι η σκιά της Ιστορίας, το σκοτάδι που αφήνει πίσω της να την ακολουθεί, κάτι σαν φευγαλέο χνάρι. Είναι αυτό που προ-βάλλει από το σκότος της Ιστορίας, και φανερώνει, σαν έρεβος φαεννότατον, τον ορίζοντα της. Η Ποίηση είναι πράξη. Έργον εν προόδω αέναο, χαράζεται στους δρόμους της περιπλάνησης των ανθρώπων και τους χαράζει».

[2]

Το ποιητικό ‘πράττειν’ ή η ποίηση ως πράξη κατά τον Σάββα Μιχαήλ, απεκδύεται τους ‘μανδύες’ της ‘θεσμοποιημένης’ σοβαρότητας, αναζητώντας διαρκώς ανθρώπινα περιβάλλοντα, την νυχτωδία ως ‘κεκαλυμμένη’ ελπίδα, προβάλλοντας από το ”σκότος της Ιστορίας: γλώσσα, όχι ως ‘κοινό κτήμα’, αλλά ως εκ-ζητούμενη έγκληση δόμησης ενός ‘διαφορικού τόπου’ ή μίας ‘οντοπολογίας’ διάστικτης από τις ανθρώπινες ‘πνοές’. Η ποίηση δεν αποτελεί ‘παρένθεση’ αλλά γραφή, ενίοτε συμπυκνωμένη εντός της παροντικότητας, η συνειδησιακή ροή και, παράδοξα ‘έλλογη’ παραληρηματική γραφή, η οποία δύναται να νοηματοδοτήσει την αποσπασμένη πορεία, μεταξύ βίου και θανάτου, αναπαράστασης και αίματος, διαμεσολαβώντας τις εκφάνσεις του ‘νοθευμένου’, του ‘αλλοιωμένου’ από διάφορες ενορμήσεις..

«Και πάρε δεντρολιβανιά, μυρτιά και πικροδάφνη/ του Μακρυγιάννη το καημό και δεκαπεντασύλλαβο/ να βρεις αρχή και άκρη»[3], αναφέρει στην ‘Κιβωτό’ του ο Μάνος Ελευθερίου, ομιλώντας για έναν «καημό» που επι-τείνει το πάθος, προχωρώντας στη σύζευξη του Μακρυγιαννικού «καημού» με την διαμόρφωση της διαπεραστικής πληθυντικότητας του, με τον «καημό» που δεν υπόσχεται, αλλά περισσότερο επιτελείται: ποίηση των εντάσεων, στην οριακότητα μίας χώρας, στην ‘δι-επαφή’ με την τραγικότητα, στην προσφορά ενός ‘αντί-δωρου’ που επινοεί εκ νέου την ‘επωνυμία’ πέραν της απλής ονοματοδοσίας: «Και πάρε δεντρολιβανιά, μυρτιά και πικροδάφνη».[4]

Διαμέσου του βιώματος, η ποίηση οικειοποιείται συμβάντα, τα προσδίδει και το περιεχόμενο της ‘αθεμιτουργίας’, διαπερνώντας τον και τους ‘Νόμους’ για να παραμείνει ‘πιστή’ στην εν-συναίσθηση περί εποχής, στην ‘εξέγερση’ του πνεύματος, και του ατομικού πνεύματος, ενώπιον και απέναντι στην ποικιλόμορφη ‘ομοιομορφία’. «Δεν έγινε δεν έγινε ποτέ αυτός ο ευαγγελισμός σάρκα με σάρκα πάντοτε σπαράσσεται σάρκα με σάρκα πάντοτε νυχτώνει»[5], στην ποίηση του Βύρωνα Λεοντάρη, στην προσίδια ποίηση της επι-γενόμενης και εκ νέου ‘επιβεβαίωσης’ της ύπαρξης στη θανατική εκ-φορά, εκεί όπου ο ‘αστερισμός’ καθίσταται ‘πανσπερμία’, με την κάθε πιθανότητα να ενέχει και την αντιθετικότητα της, την πολλαπλότητα του απλά ‘τρομακτικού’, την ‘όψη’ του ‘οικείου’: το πραγματικό είναι αυτό που η λέξη ‘γνωρίζει’ και αναπαριστά..

Το ‘έχειν’ της ποίησης δύναται να καταστεί το ‘έχειν’ της και ‘σπερματικής’ καταγραφής, τα ‘δυναμολογικά’ πλαίσια του λανθάνοντος, φέροντας πάνω της, βιωματικά εντός, εντός της ‘απ-αλλοτριωτικής’ αναπαράστασης, της σιωπής και της γλώσσας περί του συγκείμενου, την ποίηση του Paul Celan για το Εβραϊκό ‘Ολοκαύτωμα’ και τις μορφές, τις διασταυρούμενες μορφές της ‘καύσης

Σαρξ εκ της σαρκός’ του ανθρώπινου και της ανθρωπινότητας, η ποίηση τελεί εν ‘αγωνία’, σπαράσσεται από εγγενείς αντινομίες και αντιθέσεις ενός εκάστου, προ-φέρει το ‘ανείπωτο’ καθώς και το ‘ανείπωτο’ της ‘αταξίας’, ‘ομνύει’ σε μία απόκρημνη σιωπή: γένους θηλυκού, ‘γεννά’ τα ‘πάντα’ και το ΄τίποτα’, πολλαπλασιάζοντας την διαθετικότητα ενός ήδη διαθετικού γίγνεσθαι, ακόμη και τους ‘καημούς’ της ‘πρώτης φοράς’, της ηθικής μίας ιδιαίτερης ευθύνης, που απαντά σε μία Χεγκελιανή «αληθινή ενεργό πραγματικότητα».[6]

 «Άι! Κάηκα απ’ όλες τις φωτιές Απ’ όλα τα ασήμαντα Πάντα στάχτες με γιάτρευαν Σκότη φωτός Όταν τα γεύεσαι Η πείρα θεραπεύει»[7], τονίζει ο Ηλίας Τσέχος, ποιητικό υποκείμενο της μη-αλληγορίας, της ‘γενεαλογίας’ του χρόνου: «Κάηκα και καίγομαι», φέροντας το μνημειώδες και μη, ενώπιον μου, προσφέροντας σώματα στην ‘αμαρτία’. Η εμμένεια της ποίησης-ποιητικότητας, καθίσταται ίδιο γίγνεσθαι, φανερώνοντας, όχι μόνο την κρίσιμη στιγμή, αδυναμίες, την ‘λατρεία’ της ενοχής, και το ‘άγγιγμα’ του ιστορικού εντός της ιστορίας τους, δεικνύοντας την ‘πραξεολογία’ της, το ‘απαγορευμένο’ ως επιδραστικό, τον υπαινιγμό ως προσδιορισμό, ‘μετασχηματίζοντας’ το φως σε απουσία, την γνώση σε ‘αφιλία’, την προσδοκία, γεμάτη δράσεις, σε εμπιστοσύνη, σε κλήση σε μία γλώσσα που από μόνη της προ-σκαλεί και προ-καλεί μία ορθότητα που ενδύεται στα νάματα του κανονικού.

Και όπως, με απαιτητική διορατικότητα ανέφερε ο Σαρλ Μποντλαίρ, «αν θέλεις να δεις την ψυχοσύνθεση ενός ποιητή, βρες τις λέξεις που επαναλαμβάνονται μέσα στο έργο του».[8]

 Η ποίηση λειτουργεί ως ‘βιό-κοσμος’, παράγοντας τις εκτάσεις της ‘εντοπιότητας’ του. Εντός της, υποκρύπτεται η ετερογένεια της ιστορικής ροής, του υποκειμένου που διατίθεται όχι σε ‘τιμή ευκαιρίας’, αλλά στις προεκτάσεις της μεταφοράς του. Από και προς. Η ποίηση αποτελεί το αξιο-θεμελιωτικό ‘προς’ που εκ-πληρώνεται σε διάφορες κατευθύνσεις, σημασιοδοτούμενη, ίσως με τον κατάλληλο τρόπο, στην Καβαφική ‘Ιθάκη’: σημαντικότητα προσλαμβάνει η ‘καθυστέρηση’ του ταξιδιού, ο κλονισμός του παραδεδεγμένου,[9] η αμφισβήτηση των πρωτείων. Η αναφορά της ως ‘κρίση’ για όλα όσα διακυβεύονται ‘ρηγματικά’. Με και δίχως παύση. Διεκδικώντας εντός κρίσης, φέροντας το: «Και πάρε δεντρολιβανιά, μυρτιά και πικροδάφνη».

Εντός της δια-κειμενικότητας του ποιητικού πράττειν δύναται να αναγνωστούν οι επιθυμίες και οι αμφισημίες του ‘άλλου’, οι περιώνυμες ‘απαρνήσεις’ του σώματος που ανθίσταται στην περιρρέουσα σκληρότητα, επιζητώντας την ίδια ‘συνένωση’ με την λέξη και με την ποιητική γλώσσα: την απαντοχή που απαντάται στο ‘μέρισμα’ της λέξης, την οντολογική πραγμάτευση με το ‘αναπότρεπτο’. «Κόκκινο μαύρο κίτρινο τα νότισε η βροχή το πιότερο σταχτί. Πίσω απ’ τις κλειδωμένες πόρτες τα σπίτια είναι μόνα κοινή η αναμονή. Τα ποιήματα – είπε – α τίποτ’ άλλο τίποτ’ άλλο νεκροί μεταμφιεσμένοι μεθυσμένοι νεκροί»,[10] γράφει ο Γιάννης Ρίτσος στην ποιητική συλλογή ‘Τζαμόπορτα’, ‘απο-καλύπτοντας’ (και αποκτά την δική του σημαντικότητα ο χρόνος του ρήματος), ένα αμάλγαμα που περιλαμβάνει υποκείμενα που διαπερνώνται από την εκούσια αμφιβολία, ‘θρυμματισμένες’ επιθυμίες, παραμορφωτικές απεικονίσεις καθώς και από νεκρούς ως ‘μοναδικό’ όνομα, ως ποίηση που φέρει πίσω της την ευρύτητα της παράστασης: «μεταμφιεσμένοι μεθυσμένοι νεκροί»

Στην Ριτσική ποιητική, ο νεκρός και οι νεκροί καθίστανται η ‘αναμονή’, όχι της επιδαψίλευσης τιμών, αλλά της απόδοσης του μείζονος καιρού: ‘κάποτε, υπήρξαμε μάρτυρες του μαρτυρικού’.

Η ποίηση δύναται να ‘διαμελιστεί’ σε κομμάτια μίας νέας όσο και απαιτητικής ανάγνωσης, εγγράφοντας υπομνήσεις που αναφέρουν το ‘απρόσιτο’ ωσάν ‘απονενοημένο’: «χώρο μόνο, το χέρι σου άπλωσε, δρέψε τον πλούτο, φάε τη ζωή, κόψε από τους καρπούς της, κάτω απ’ το δέντρο ξάπλωσε, νερό πιες!»[11], σε μία ‘Ηλιόπετρα’ (Οκτάβιο Πας) που δεν αναγνωρίζει παρά την διάρκεια της αναφοράς, τους ‘νόμους’ μίας ποίησης που δύναται να συγκροτήσει την δική της ιδιονομοτέλεια, ανασύροντας στην επιφάνεια το ‘μη-λεχθέν’ το οποίο, κοινοποιείται ως μη-κοινοποιήσιμο: «το μόνο που θέλω να πω αστράφτει απρόσιτο σαν τ’ ασημικά στο ενεχυροδανειστήριο.».[12]

Η, μορφολογικών εντάσεων ποίηση του Σουηδού ποιητή Τούμας Τράνστρεμερ αποδίδει την υποστασιοποιημένη διάσταση της ποιητικότητας η οποία, ‘συλλαμβάνει’ το απεικονιστικό απείκασμα προτού καν ειπωθεί η λέξη, που ”αστράφτει απρόσιτη” στη δική της έλξη, στη δική της κλήση προς το φάσμα του ‘απαγορευμένου’, ομιλώντας και με μία παιγνιώδη ευαισθησία..

Η ποίηση αποτελεί την συμπληρωματικότητα της σιωπής, ένα επιζητούμενο ‘φετίχ’ επί των ‘σκορπισμένων’ λέξεων, συναρθρώνοντας την αναλυτική δυναμική με την μικρο-φυσική της και καθημερινής απουσίας, απώλειας και τριβής, ‘ατομικοποιώντας’ ή ‘μοναδικοποιώντας’ ενίοτε ακόμη και συλλογικά οράματα. Η φυσικότητα της εκτίθεται, επαναπροσδιορίζοντας την αίσθηση του ατέρμονου, του ‘διαβρωτικά’ ανθρώπινου, όπως κατατίθενται στην ποίηση της Κικής Δημουλά: «κι όταν εκνευρισμένη πια η Δίωξη γρονθοκοπώντας σε βάναυσα το μούτρο σου κολλήσει επάνω σ’ ένα εξαίσιο αχνό σκίτσο με κάρβουνο ονείρου δεν το ξαναείδα άπαξ θα πεις».[13]

Δια-κρατώντας το γίγνεσθαι, τον ‘Welt’ των ενορμήσεων προς, των καθημερινών, ‘λεπτεπίλεπτων’ προθέσεων, την ‘θρηνωδία’ του αυτεξούσιου, επιτελείται σε ένα περιβάλλον που πόρρω απέχει από την ‘ασφαλειοποίηση’ του, ανα-καλώντας την ανάλυση που επιχειρεί, για την ποίηση του Paul Celan, ο Jacques Derrida. «Κανένας κόσμος δεν δύναται πλέον να μας υποστηρίξει, να χρησιμεύσει ως μέσο, ως έδαφος, ως χώμα, ως θεμέλιο ή άλλοθι. Ίσως να μην υπάρχει πια αυτό το αβυσσαλέο ύψος του ουρανού. Είμαι μόνος στον κόσμο εκεί που δεν υπάρχει πια κόσμος»[14], εκεί που ίσως ορθώνονται οι ‘ερειπιώσεις’ μίας καταστρεπτικότητας και μίας έκ-λειψης, μίας λέξης που επενεργεί ή δύναται να επι-καλύψει ωσάν ‘κόσμος’ και άκρο.

Το ποιητικό ακρωνύμιο και μη λειτουργεί απενοχοποιητικά, ‘απεδαφοποιημένα’ προς την ίδια την ‘μήτρα’ του αποτρεπτικού, ενέχοντας ιστορίες που μένουν να ‘ενδυθούν’ παρά να αποδείξουν. «Είμαι μόνος στον κόσμο εκεί που δεν υπάρχει πια κόσμος», υπόδειγμα ενώπιον του αβυσσαλέα ‘εκτυφλωτικού’. Η ισορροπία εντός ποίησης αναζητάται στην επίγευση των μετατοπίσεων της προς το ‘εκεί’, και προς το ‘παράλληλο’. Αυτό που προσφέρεται, ‘θυσιάζεται’.

Το ποιητικό σημαίνον σχετίζεται, όπως γράφει ορμητικά ο Ορφέας Απέργης, «με αυτό που λένε στα αγγλικά «outrageous fun», εξωφρενική χαρά, ώστε να προκύπτει αβίαστα και συγκινητικά μέσα από όλα αυτά και το απλό – το τραγικό και βαθύ, όχι σαν «η άλλη όψη της ζωής», αλλά σαν η ζωή η ίδια, μεγεθυμένη και σε σμίκρυνση».[15]

_____

[1] Βλέπε σχετικά, Ξηρογιάννη Ασημίνα, ‘Η ταυτότητα της ποίησης’, ‘Βακχικόν’, https://www.vakxikon.gr/h-taftothta-ths-poiisis/.

[2] Βλέπε σχετικά, Μιχαήλ Σάββας, ‘Ωσάν Εισαγωγή/ ΑΔΑΜ ΚΑΔΜΟΝ Ή Ο ΚΟΣΜΟΣ Ως ΠΡΟΤΑΓΜΑ’, στο: Μιχαήλ Σάββας, (επιμ.), ‘Homo Poeticus’, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2006, σελ. 9.

[3] Βλέπε σχετικά, Αραβανής Σπύρος, ‘Οι λογοτεχνικές καταβολές της στιχουργικής του Μάνου Ελευθερίου’, Περιοδικό ‘Μετρονόμος’, Τεύχος 58, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2015, σελ. 12. Ο Μάνος Ελευθερίου προσδιορίζει μία στρατηγική επιτέλεσης: δια-κρατεί στο στίχο την και τις ‘εκρήξεις’ της βαθιάς επιθυμίας, τους ‘συγκλονισμούς’ την στιγμή της παραδοχής: τι δύναται να σημάνει το πράττειν; Οι μνημονικές αξιώσεις ενώπιον του ‘άλλου;’ Το αίμα ως σπαρακτική συμβαντικότητα που εκ-διπλώνει και εκ-διπλώνεται διεκδικώντας την μοναχική και μοναδική απόκριση; Τον κόσμο δίχως κόσμο;

[4] Στο ίδιο, σελ. 12.

[5] Βλέπε σχετικά, Λεοντάρης Βύρων, ‘μόνον δια της λύπης’, Εκδόσεις Έρασμος, Αθήνα, 2006, σελ. 17.

[6] Αναφέρεται στο: Weber Max, ‘Θεωρία της θρησκευτικής αρνησικοσμίας’, Μετάφραση-Επιμέλεια: Γκιούρας Θανάσης, Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα, 2002, σελ. 34.

[7] Βλέπε σχετικά, Τσέχος Ηλίας, ‘Ο Αϊ Γιάννης Στην Κυριώτισσα Βέροιας’, Ποιητική συλλογή, ‘Νόμοι Αφιερώσεων’, Εκδόσεις Ούτις, Αθήνα, 2012, σελ. 8.

[8] Αναφέρεται στο: Αραβανής Σπύρος, ‘Οι λογοτεχνικές καταβολές της στιχουργικής του Μάνου Ελευθερίου…ό.π., σελ. 13.

[9] Ένας από τους κατεξοχήν ποιητές της αμφισβήτησης, της βιωματικής και ‘αιματηρής’ αμφισβήτησης, σε ελληνικό όσο και σε ευρύτερα διεθνικό επίπεδο, είναι ο Μιχάλης Κατσαρός, ο ποιητής της εμβάθυνσης στους συγκροτησιακούς όρους της κριτικής αλληλουχίας που συνιστά όρο ύπαρξης μίας αντι-θεσμικής, αντι-εξουσιαστικής και αντι-δογματικής τροπικότητας: ‘αμφισβήτησε την λέξη, την ίδια την λέξη που εκ-φέρεται ‘δικαιωματικά’, και από τον ίδιο τον ποιητή, με την δυναμική της ποίησης του να έγκειται στη ‘ζωτικότητα’ των επάλληλων αναφορών σε μία ουτοπία δίχως ‘θεωρητικοποίηση’. Η αμφισβήτηση ‘ποθεί’ τον κόσμο.

[10] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Τα Ποιήματα’, Ποιητική συλλογή, ‘Τζαμόπορτα’, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1997, σελ. 48.

[11] Βλέπε σχετικά, Πας Οκτάβιο, ‘Ηλιόπετρα’, Εισαγωγή-Μετάφραση-Επίμετρο: Κουτσουρέλης Κώστας, Παράρτημα: ‘Κώστας’, Το Ποίημα για τον Κ. Παπαϊωάννου, Δίγλωσση Έκδοση, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 2015, σελ. 55.

[12] Βλέπε σχετικά, Τράνστρεμερ Τούμας, ‘Απρίλιος και Σιωπή’, Ποιητική Συλλογή, ‘Πένθιμη Γόνδολα’, Μετάφραση-Επίμετρο: Παπαγεωργίου Βασίλης, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 2000, σελ. 7.

[13] Βλέπε σχετικά, Δημουλά Κική, ‘Ουκ οίδα’, Ποιητική Συλλογή, ‘Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως’, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρεία, Αθήνα, 2007, σελ. 17.

[14] Βλέπε σχετικά, Derrida Jacques, ‘Κριοί. Διάλογος ατέρμων: μεταξύ δύο απείρων, το ποίημα’, Πρόλογος-Μετάφραση: Αγκυρανοπούλου Χρυσούλα, Επίμετρο: Βέλτσος Γιώργος, Ίνδικτος, Αθήνα, 2008, σελ. 59.

[15] Βλέπε σχετικά, Απέργης Ορφέας, ‘Η εξωφρενική χαρά της ποίησης’, Περιοδικό ‘Χρόνος’, 02/06/2018, https://chronos.fairead.net/xara-details/apergis-xara.

ΠΗΓΗ https://tovivlio.net/%ce%93%ce%b9%ce%b1-%cf%84%ce%b7%ce%bd-%cf%80%ce%bf%ce%b9%ce%b7%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%ae-

%ce%b5%cf%85%cf%81%cf%8d%cf%84%ce%b7%cf%84%ce%b1/

H φωτογραφία είναι παρμένη από το pixabay.