[Αναδημοσίευση από το ηλεκτρονικό περιοδικό Διάστιχο]
Έχω ξαναεκφραστεί[1] για το έργο της Λουίζ Γκλικ, αισθάνομαι όμως πως έχω προσεγγίσει ένα μέρος μόνο της ποιητικής της βραβευμένης με Νόμπελ ποιήτριας. Τώρα, με τη νέα μετάφραση έργου της, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Στερέωμα, μπορώ να επανέλθω με μια ακόμα εισήγηση, συμπληρωματική ίσως της προηγούμενης. Με τον Θρίαμβο του Αχιλλέα (γράφτηκε το 1985) η Γκλικ προσεγγίζει ξανά τον έρωτα, αλλά και την απώλεια, στοιχεία που έχουν τη δύναμη, με τη σφοδρότητα που τα διακρίνει, να αποδομούν, να αποδιοργανώνουν, αλλά και να καταρρακώνουν την ανθρώπινη ύπαρξη.
Εκείνο που χαρακτηρίζει την ποιητική της Γκλικ είναι το εύρος της προσέγγισης, το θριαμβευτικό άπλωμα των λέξεων, στο πλαίσιο όμως μιας οικονομίας που είναι λειτουργική για το ποίημα, καθώς και αποτελεσματική αναφορικά με τον αντίκτυπο που αυτό έχει στην καρδιά και το μυαλό του αναγνωστικού κοινού. Δεν ρητορεύει η Γκλικ, δεν επιβάλλει μια λογική στείρα, αντίθετα δημιουργεί ποιητικά συμβάντα, δημιουργεί θερμές εμπειρίες κατά τις οποίες το ποιητικό υποκείμενο αναδύεται αλώβητο την ίδια στιγμή που δέχεται μια ήττα, αποτυγχάνει, χάνει ή ακόμα και ακυρώνεται ψυχικά. Τι οξύμωρο! Πώς γίνεται να επιβιώνει ενώ χάνει; Μα αυτό ακριβώς κάνει η καλή ποίηση: μπορεί να διασώζει αυτό που έχει αφανιστεί ή προ πολλού ατονήσει. Κάθε φορά, η εκλεπτυσμένη ποιητική εμπειρία αποτελεί έναν θρίαμβο που συμβάλλει στην κάθαρση της ύπαρξης, ακόμα κι αν ο αδυσώπητος χρόνος αποτελεί απειλή για ποιητές και κοινό.
Η Γκλικ μετατρέπει το αρνητικό ή θλιβερό βίωμα σε στίχο φωτεινό. Παράλληλα, επιχειρεί να τον ντύσει με το ένδυμα του μύθου ή να δημιουργήσει μια σύνδεση με τον κλασικό, τον αρχαίο κόσμο, για να δώσει στο προσωπικό αυτοβιογραφικό στοιχείο καθολική διάσταση και ισχύ. Είναι μια ποιήτρια γόνιμη, που γεννάει συνεχώς πλούσια σκηνικά, μέσα στα οποία καλλιεργείται η συγκίνηση, η οποία όμως εξισορροπείται, καθώς είναι σοφά πασπαλισμένη με γερή δόση αποστασιοποίησης. Χρησιμοποιεί έναν λόγο συμβολικό, μέσω του οποίου μπορεί και αφηγείται, αντιστεκόμενη στη λήθη, τη φθορά, τον μαρασμό. Η αφηγηματικότητα του ποιητικού της λόγου, η λυρικότητα, η πλούσια εικονοποιία που συμπλέει με τη στοχαστική διάθεση, η απλότητα που συνυπάρχει με το πάθος για την ύπαρξη, τον έρωτα, τη ζωή, είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν γενικότερα την ποίησή της. Διαβάζω:
[...] Ξόδεψα όλη μου τη ζωή προσπαθώντας να θυμάμαι./ Τώρα, μετά από τόση μοναξιά,/ ο θάνατος δεν με φοβίζει,/ ούτε ο δικός σου, ούτε ο δικός μου./ Και αυτές οι λέξεις, την τελευταία φορά, δεν έχουν καμιά εξουσία πάνω μου. Ξέρω/ ότι η έντονη αγάπη οδηγεί πάντα στο πένθος.[2]
Η Γκλικ μετατρέπει το αρνητικό ή θλιβερό βίωμα σε στίχο φωτεινό.
Συχνά στους ποιητές το θέμα είναι η απώλεια – και μάλιστα επανέρχεται εδώ σε κάθε συλλογή, για να θυμίσει πως είναι πάντα εξοργιστικά παρούσα, την ίδια ακριβώς στιγμή που καταργείται μέσω της ποιητικής τέχνης. «Αυτός που έχει εγκαταλειφθεί» είναι στο επίκεντρο του ποιητικού υποκειμένου στο ομότιτλο ποίημα της συλλογής. Πόση απώλεια μπορεί να αντέξει ένας άνθρωπος;
[...] Τι ήταν τα ελληνικά καράβια που καίγονταν/ σε σύγκριση μ’ αυτήν την απώλεια;/ Στη σκηνή του, ο Αχιλλέας/ θρηνούσε μ’ όλο του το είναι/ και οι θεοί είδαν/ ότι ήταν ένας άνθρωπος ήδη νεκρός, θύμα/ του μέρους που αγάπησε,/ του μέρους που ήταν θνητό.[3]
Στην άλλη άκρη βέβαια βρίσκεται ο έρωτας, αν και συχνά έχει το ίδιο πρόσωπο με την απώλεια. Κι εδώ τίθενται θέματα διαχείρισής του, ώστε να συνεχίζει κανείς να ονειρεύεται ακάθεκτος, ακόμα κι αν
[…] φλέγεται βασανισμένος από την επιθυμία και ταπεινωμένος […] Όταν ο εραστής μου με αγγίζει, αυτό που νιώθω στο σώμα μου/ μοιάζει με την πρώτη κίνηση ενός παγετώνα στη γη.[4]
Με την ποίησή της η Γκλικ μάς υποδεικνύει πως δεν υπάρχουν όρια στα όνειρα. Αν όντως οι ποιητές κάνουν ορατό το αόρατο, τότε τίποτα μα τίποτα δεν έχει τελειώσει. Η ποιήτρια καταθέτει στίχους που έχουν υπόσταση και όγκο. Στο εξαιρετικό «Καλοκαίρι» δίνεται εύγλωττα η εγκατάλειψη και η απομόνωση που αυτή μοιραία επιφέρει.[5] Δυσκολεύεται ο αναγνώστης και σε αυτό το βιβλίο της να δει τα ποιήματα ως μονάδες – όχι ότι αυτά δεν είναι αυτοτελή, απλώς αισθάνεται πως αποτελούν πολύτιμες ψηφίδες του συνολικού ποιητικού μύθου που μας χαρίζει η εμπνευσμένη ποιήτρια. Είναι τα μέρη ενός ιερού όλου, ενός αδιάκοπου ποιήματος που σκαρφαλώνει σαν πνευματικός κισσός στις συνειδήσεις όσων έχουν ανάγκη να πιστέψουν πως, παρ’ όλα αυτά, δεν «παγιδεύτηκαν στον ρομαντισμό μιας αφοσίωσης» ή πως, αν παγιδεύτηκαν, άξιζε τον κόπο. Είναι σαν να ακούμε την ποιήτρια να κραυγάζει πως είναι μέρος μας κι οι απώλειες και πως πρέπει να αφεθούμε να καταστραφούμε, αν θέλουμε να φυτρώσουμε ξανά ή έστω να αγαπήσουμε την ίδια τη συναισθηματική μας αποδόμηση. Ίσως να είναι θρίαμβος και η συνύπαρξη ή η συμφιλίωση με την απώλεια.
Ο Χάρης Βλαβιανός, που τόσο καλά κατέχει και υπηρετεί χρόνια τώρα την τέχνη της μετάφρασης, είναι –για άλλη μια φορά– άξιος διαμεσολαβητής ανάμεσα στην ποιήτρια και το κοινό. Θα λέγαμε πως, στην ουσία, συμβάλλει στην ανάδειξη της υφής του έργου της, δίνοντας το στίγμα της ποιητικής της με τις καίριες και αισθαντικές γλωσσικές και μεταφραστικές του επιλογές, οι οποίες συγκινούν και γοητεύουν και τα πιο απαιτητικά αναγνωστικά γούστα.
-----