Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Κυριακή 7 Μαρτίου 2021

ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ /// Συνομιλία με τον Ελύτη




-Ποίηση και εφηβεία 

Βίοι παράλληλοι 


-Είμαι νέος

Είσαι ποιητής


-Σου μοιάζω

Μου μοιάζεις 


-Επειδή νέος είσαι και συ

Φωτιά βάζεις με τις λέξεις


-Νέε, ερωτοφωτόσχιστος  περνάς

Στο μυαλό μου τριγυρίζεις


-Και συ στο προσκεφάλι μου ξαγρυπνάς

-ερήμην σου-

Τις νύχτες που αγριεύω

Παρέα  με τους στίχους σου

Τους φόβους μου παλεύω


-Την αγωνία σου καταλαβαίνω

Πλάσε τη λέξη σου και συ !


Nα γίνω κι ο ίδιος ποιητής;

Την πιο ευαίσθητη χορδή μου τη χτυπάς!


« Ξερεις κάτι ; » , μου λες,

και γελαστός μου γνέφεις

«Αν γράφεις  ποίηση, ποτέ σου δεν γερνάς»

Αναδημοσίευση από το peri ou



ΣΤΕΛΛΑ ΒΟΣΚΑΡΙΔΟΥ /// ΠΟΙΗΜΑΤΑ



ΛΑΙΜΑΡΓΑ


Νύχτα που είναι

θα κάτσω να φάω

τις σκληρές μου λέξεις

τα μαλακά τους σημεία

τα μικρά τους φτερά

τα πελώρια αγκάθια

τις ζωηρές τους ουρές και όλα

τα σημεία στίξης και όλα ανεξαιρέτως

τα σημεία τήξης τα

μελαμψά περιστέρια τους και τα ύψη

των περιστάσεών τους

τις μυτερές μου λέξεις

και τις καμπύλες που πέταξαν

μυτερά κλωνιά

με τη Ρώσσικη στέπα τους

με τα δέλτα των Νείλων τους και

των ώριμων φρούτων την ανεξίτηλη

ορθογραφία

με τους ξένους φθόγγους της ζωής

και τις αποτζιατούρες του θανάτου

τις τυφλές μου λέξεις με το μάτι

πότε του Κύκλωπα και πότε

του κυκλώνα

με το έλκος του Λόρκα στη λήγουσα

και τη χρωματιστή τους

διάρκεια φορτωμένη με

χαίρε ύψος δυσανάβατον χαίρε

βάθος δυσθεώρητον τις παγωμένες μου λέξεις

μα πού

να γυρνάω τέτοια ώρα και μάτια και λόγια

ποιανού να ζητώ

νύχτα που είναι

θα κάτσω να φάω

τις σκληρές μου λέξεις

και ποιου να γυρεύω τα χέρια και

την ανεξίκακη

θερμοκρασία

ποιανού να ζητώ

νύχτα που είναι

λαίμαργα

θα κάτσω να φάω

τις σκληρές

σκληρές μου λέξεις τα

απόκοσμα

παξιμάδια


***



Στη γιαγιά μου


Στο δυτικό τοίχο

κρεμασμένοι συγγενείς διάφοροι

νεκροί

να ζήσουμε να τους θυμόμαστε

ο μακαρίτης ο παππούς μου από τα Μέθανα

η αδερφή της πρόγιαγιάς μου

μια όμορφη γυναίκα που᾽χε ζήσει

τα περισσότερά της χρόνια

στη Ροδεσία

τώρα σε κάδρο ελεφαντόδοντο

ολόκληρη τεκμήριο ξενιτιάς

και παρακεί μία ξαδέρφη

που πέθανε ενώ γεννούσε - ακατάληπτο

πώς τόσο πειστικά το μαρτυρεί και η φωτογραφία

αντί για μάτια δυο κυκλώνες

στα μάγουλά της

κύκλοι ομόκεντροι βρεφών κραυγές


Κάτω απ᾽τα κάδρα

σε πολυθρόνα τυρκουάζ

κάθεται η γιαγιά

αμίλητη

ακίνητη

απ᾽την κορφή μέχρι τα νύχια ανεπαίσθητη

κάθε που την κοιτάμε

ένας μετά τον άλλον

κάνουμε πάντα την ίδια σκέψη

προβάρει τη στιγμή που θα βρεθεί στο κάδρο


Μα η γιαγιά έχει άλλα σχέδια πιο

μεγαλεπήβολα

το έχει βάλει πείσμα της να γίνει

προτού πεθάνει

ολόκληρη ένας πίνακας ζωγραφικής

του Ρόθκο.


ΣΠΑΝΙΑ ΒΡΥΑ


Η αρτιότητα ενός ψιθύρου στη μέση της νύχτας

μια αγκαλιά με σθένος πολεοδομικό

να χτίσουμε πάλι μια πόλη από χνώτα

αντί για σκιάχτρα, θαυμαστικά.

Μη φοβάσαι, πουλί μου


φιλώ το δέρμα σου

το δέρμα σου, στα ίχνη του αδύνατου


αύριο θα᾽χω στο χέρι τον λογαριασμό και θα πάρω

όλα τα χρήματα

από τη λέξη πτώση


Κοιμάσαι, πουλί μου;


***


Προσωπογραφία Γιώργου Χειμωνά


Με το ανεπίδοτο της άνοιξης

ανάμεσα στα φρύδια

και το καλό τσεκούρι

ζυγίζει τον αγράμματο αετό

και ανεβάζει ψηλά τον ύπνο

σε λίγο θ᾽ανάψει τσιγάρο και θα καλέσει

να του χτενίσει τα μαλλιά

η Παναγία η Τριχερούσα

ούτε με το πρώτο χέρι

ούτε με το δεύτερο

ούτε με το τρίτο.

με το τέταρτο χέρι

το τρικατάρτο

το ανυπόμονο χερουβείμ της ανάποδης πόρτας.


Ό,τι στο πρόσωπο είναι σκαμμένο

σε μιά άλλη πόλη είναι

ανεπανόρθωτα κερδισμένο

ύστερο λάφυρο

μιας απέραντης νύχτας


Στο κάτω κάτω

κάποιος από μάς θα πρέπει ν᾽αναλάβει την ευθύνη

ας είναι και με το λευκό λακάκι της

προσωπικής του ακροστιχίδας

να φέρει εις πέρας

την εσπευσμένη άφεση

τον αφιονισμό της Τροίας

και το μεταξωτό σκαθάρι


ό,τι στο πρόσωπο είναι σκαμμένο

σε μια άλλη πόλη

είναι.


***


Σ’ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΑΝΑΒΟΣΒΗΝΕΙ ΕΝΑ ΦΩΣ


Με υποψιάζονται

γιατί μια μέρα

άφησα το φως αναμμένο στο γραφείο

με υποψιάζονται γιατί μια μέρα

άφησα το φως αναμμένο στον διάδρομο

γιατί μια μέρα άφησα το φως αναμμένο κάτω απ᾽ τον γιακά μου

πάνω απ᾽τα στήθη μου

πίσω απ᾽τα μάτια μου

γιατί μια μέρα άφησα αναμμένα τα μάτια μου


Το φως διεγείρει τις υποψίες τους

τα στήθη διεγείρουν τις υποψίες τους

τα μάτια διεγείρουν τις υποψίες τους

προτιμούν να τα κλείνουν σφιχτά και

να διαπρέπουν ως ερασιτέχνες στηθόδεσμοι – έτσι

χωρίς καμιά λέξη

να βγαίνουν με τάξη απ᾽το ποίημα

όπως πάντα απ᾽τα γραφεία τους.


Θα διαθέσω αλλα δύο λεπτά για να σώσω

όσο απομένει απ᾽τον χρόνο μου

προτού η υποψία σας περάσει

αυτήν την τρύπα βελονιού που

ράβει αδιάκοπα τις φλέβες μου

(Τι κέντημα αριστοτεχνικό! Τι κομψοτέχνημα! Μ᾽έχουν εκθέσει

επανειλημμένως ως έργο τέχνης

σταυροβελονιά μ᾽έχουν κρεμάσει σε πλατείες

σε μουσεία – εισιτήριο παρακαλώ, βλέπετε και μην αγγίζετε –

καθώς σπαρτάραγε η ζωή στο δέρμα μου

κι ενώ δεν ήμουνα τίποτα παραπάνω

από ένα ξεχασμένο φως μες στον διάδρομο

τρεμόπαιζα σαν λάμπα

- ή μήπως ήτανε το μάτι μου;)


δεν πέφτω άλλο στην παγίδα να προσπαθώ ν᾽αποδείξω το σκότος


όλοι γνωρίζετε πολύ καλά ότι ο νέος χρόνος πέρασε με κόκκινο

τσαλαπατώντας βάναυσα πολλά κορμιά, πολλές ελπίδες

σβήνοντας ένα ένα τα φώτα

στα γραφεία σας, στους διαδρόμους, στα κεφάλια


και δίχως διόλου να κινήσει τις υποψίες


πάνω κάτω πάνω κάτω και ξανά πάνω – τώρα

δε μου απομένει τίποτε άλλο παρά

να παίξω πάλι το παιγνίδι του διακόπτη

πάνω κάτω πάνω κάτω και ξανά πάνω


με μια υποτυπώδη κίνηση στ᾽ακροδάχτυλα

ν᾽αφήσω ένα τάγμα φωτονίων να διδάξει στα παιδιά μου

τη φωτορυθμική πνοή

ενός αρχαίου χορού

(αχνά ακούγεται μέσ᾽απ᾽το βάθος του διαδρόμου μια φωνή)


«στη στεριά δε ζει το ψάρι

ούτ᾽ανθός στην αμμουδιά...»


(Ανέκδοτα)

Βάλτερ Πούχνερ /// ΠΟΙΗΜΑΤΑ


Μυθολογίες του τέλους

Θα έρθει ο φωτεινός άγγελος
με τα φτερά του θα μας σκεπάσει
να μην τυφλωθούμε απ’ την όψη του
θα μας κλείσει τα ματόκλαδα
και τη μηχανή θα σταματήσει
στο στήθος θα ανατείλει ήλιος
και φως στις φλέβες θα ρέει
η φθαρτή ύλη ενέργεια γίνεται
άλλο ένα άστρο ανάβει στον ουρανό.

Κουρσάρος θα φανεί στον ορίζοντα
ψυχές αραδιασμένες στη σέλα
μαύρος κι άγριος με το γιαταγάνι
παίρνει κεφάλια μικρά, χιονισμένα
και να κρυφτείς δεν έχει μέρος
και τρόπος να ξεφύγεις δεν υπάρχει
από παρακάλια δεν καταλαβαίνει
αίμα διψά ο σκοτεινός, σκιές μαζεύει
με κόκκαλα πύργο χτίζει στον Άδη.

Ο μέγας ήλιος θα κατεβεί στη γη
θα λιώσει τις σάρκες θα λιώσει τις σκιές
τη νύχτα θα κάνει φως, αβάστακτο φως
και φωτιά δίχως στάχτη θα καίει για πάντα
δίχως καπνό δίχως καμμένα φλόγα πνευματική
διυλίζει την ύλη τη μετατρέπει σε πυρ
και πύρινη η ψυχή στον ουρανό ανεβαίνει
σπίθα κι αυτή του φωτός που τον κόσμο φωτίζει
αυτό το τέλος τελικά τέλος δεν έχει.

*

Το δράμα του συνεσταλμένου εραστή

Ανάμεσα σε σκέψεις και λέξεις ρέει λάβα
σπινθήρες βγάζουν γράμμα και γραμμή
κάθε βλέμμα του πόθου κάπου καρφώνει
και πάντα γυρίζει πίσω: ποιος είσαι εσύ;

Ένα νησί που από την ανασφάλεια τρέμει
μεταξύ της μοναξιάς και της προσπάθειας
με φαντασιώσεις υφαίνει πραγματικότητα
στις πλάκες της αυλής αύριο-χθες μοιάζουν.

Και η φύση σε σπρώχνει, υπέρτατη δύναμη
από κάθε ναυάγιο ένας πόνος ανασταίνεται
πάλι στο μαρτύριο του αλύτρωτου κορμιού
τον αέρα αγκαλιάζει και όνειρα ερωτεύεται.

«Το χώμα των λέξεων» – https://frear.gr/?p=25868

Η φωτό είναι παρμένη από εδώ: https://armosbooks.gr/shop/authors/xenoi-sigrafis/puchner-walter/