Διαβάζω ξανά και ξανά το βιβλίο του Ηλία Κεφάλα ‘’τα χάικου των αιώνιων εποχών’’ [εκδόσεις Λογείον, Τρίκαλα, 2020], με συγκίνηση, και θαυμασμό γιατί, κατά την ταπεινή μου άποψη, πρόκειται για ένα θησαυρό. Παρ΄ ότι το χάικου είναι εξ ορισμού δύσκολο είδος, καθώς καλείται ο ποιητής να εκφραστεί με πληρότητα, πυκνότητα και ομορφιά σε τρεις στίχους, με προκαθορισμένο αριθμό συλλαβών-πέντε, επτά, πέντε-. ο ποιητής εδώ με άψογη τεχνική, δίχως περιττές λέξεις, με λίγα, αλλά εξαιρετικά προσεγμένα επίθετα, με σοφή απλότητα και καθαρότητα και συνάμα με θαυμαστό λυρισμό, δημιουργεί ένα εξαίσιο ποιητικό σύμπαν, διανθισμένο με όλη τη χάρη της φύσης, αποτυπώνοντας μαγικά το φευγαλέο, τη στιγμή. Αλλά το πιο σημαντικό για μένα είναι ότι ο ποιητήςδεν περιγράφει απλώς, ενώνεται με τη φύση γύρω του, έχοντας πλήρη επίγνωση ότι είναι μέρος της, την ίδια στιγμή παρατηρητής και συμμέτοχος, συνομιλητής. Ως ποιητής, ξεκινάει με την άνοιξη, προσφωνώντας την κόρη ‘’Κόρη πού τρέχεις;’’ κι αμέσως μετά εντάσσει το σώμα του στο τοπίο ‘’Πρώτα στη ροδιά/κι ύστερα στην κόμη μου/άνεμε φύσα’’, εντάσσει το στοχασμό και το συναίσθημά του ‘’στις μαύρες λόχμες/σπαράζουν τα ποτάμια/ κι εγώ μονάχος’’ . Δεν πρόκειται μόνο για εξαιρετική περιγραφή της φύσης, για θαυμάσια ακαριαία αποτύπωση του φευγαλέου, πρόκειται για το πώς διανύει ο άνθρωπος τις εποχές, πώς βιώνει τη σχέση του με τη φύση, με τη ζωή και την αιωνιότητα, απαθανατίζοντας όχι μόνο τη στιγμή, αλλά τον Εαυτό μέσα στη στιγμή: ‘’Μοναξιά; Ποτέ /είπαν οι πεταλούδες/ πριν σε κυκλώσουν’’. Το βίωμα της στιγμής αποτυπώνει, όπως διαμορφώνεται από τη θέαση της φύσης, του έξω κόσμου, σε αλληλεπίδραση με το εσωτερικό τοπίο, συναισθήματα, στοχασμούς, φιλοσοφικές αναζητήσεις, συνομιλίες με τα πλάσματα της φύσης με σεβασμό και τρυφερότητα. Καθώς παρατηρεί τα βατράχια, συνομιλεί με τον Ματσούο Μπάσο, τον θεωρούμενο ως δάσκαλο της τέχνης του χάικου, που είχε γράψει εκείνο το υπέροχο χάικου, μέσα στο οποίο με τρεις στίχους συνοψίζει το νόημα της ζωής ‘’Παλιά λιμνούλα/πήδημα βατράχου/ ήχος νερού’’ και ο ΗλίαςΚεφάλας παίρνει τη σκυτάλη με το θαυμάσιο ‘’Πολλαπλά:’’πλαπ-πλαπ’’/βατραχοπηδήματα/ στην κρυφή πηγή’’. Με βαθιά γνώση της ανθρώπινης ψυχής γράφει ‘’Στα νερά σκύβει/λυπημένος ο Νάρκισσος-/μίσχος ανθέων’’ και δεν αναφέρεται, πιστεύω μόνο στο λουλούδι, αφού τον χαρακτηρίζει λυπημένο, αλλά στον άνθρωπο που υποφέρει από ναρκισσισμό. Μιλάει στα πλάσματα της φύσης με τρυφερότητα, όπως θα μιλούσε στα παιδιά του ‘’Από ποιον παπά/ δανείστηκες τα ράσα/μικρή φουντουκιά;’’ Ή ‘’πού τα πας ασβέ/τόσα κλεμμένα σπόρια/καλαμποκάκι;’’. Υπαινικτικά αφήνει να αναδυθεί η κρυμμένη σοφία της φύσης που, καθώς ενώνεται μαζί της, του αποκαλύπτεται : ‘’Παραδίνομαι /λέει σεμνά η λεύκα/ και γυμνώνεται’’. Η λεύκα διδάσκει με την παράδοσή της τονάνθρωπο…‘’Άραγες ποιος νους/ποιο πόδι ποιο φτέρωμα/είδαν το τέρμα;’’ αναλογίζεται γνωρίζει κανείς, υπάρχει τέρμα; Καθώς στοχάζεται μόνος στη φύση’’ Στον άδειο δρόμο/αργοσαλεύω μόνος/ στον νου; Συρφετός/’’, παρατηρεί στην ησυχία της φύσης τη φασαρία του νου. Κι η φύση τον εξαγνίζει και τον αθωώνει: ’’Ποταμού κύμα/ τα μάταια λάθη μου/ξέπλυνε πάλι’’. Αναρωτιέται για το νόημα της ζωής ‘’Μπήκα ή βγήκα;/ Πατώ ή πετώ; Κλαίω/ή τραγουδάω;’’Μετρώντας ‘’την κενότητα στα κούφια δέντρα’’ μαζί με τους‘’δρυοκολάπτες’’, ‘’γέρνει στο δείλι’’ μαζί με το ‘’εξαχνωμένο ρόδο’’ και παρατηρώντας την ‘’αύρα του χρόνου’’ να ‘’ρυτιδώνει την σάρκα’’, λες πως του αποκαλύπτεται ακαριαία ένα από τα μυστικά της αιωνιότητας ‘’Με την αύρα του/ξαναπλάθει ο νεκρός/τ’ άδειο του σώμα.’’. Δεν προσωποποιεί τη φύση χάριν της ποίησης, αλλά η ποίηση πηγάζει από τη συμβίωσή του με τα πλάσματά της ως ίσος προς ίσο, με μόνη την υπεροχή του λόγου. Ζει ανάμεσά τους, ακούει ‘’τους λυγμούς του βοριά’’, παρατηρεί με θαυμασμό το μικρόκοσμο, του αποκαλύπτεται το μυστήριο της ζωής από τη ‘’σελήνη που χτυπάει το ρόπτρο’’ μέχρι και τη σταγόνα:‘’‘’Ω, η σταγόνα Κεχριμπαρένια λίμνη Μες στην παλάμη.’’Είναι τόσο όμορφο, τόσο αποκαλυπτικό για το μυστήριο της ζωής και της ψυχής αυτό το χάικου, που, για μένα, τολμώ να πω πως θα αρκούσε για να χαρακτηριστεί ο ποιητής δάσκαλος, ακόμα κι αν είχε γράψει μόνο αυτό! Αλλά δεν αρκέστηκε σ΄αυτό, παρά μέσα σ΄ένα καλαίσθητο βιβλίο, με εξαιρετικό εξώφυλλο και εικονογράφηση από την Φωτεινή Χαμιδιελή, μας προσφέρει 168 εξαίσια χαίκού, με δίκαιη μοιρασιά, 42 για κάθε εποχή, μαζί με μια σημείωσή του στο τέλος του βιβλίου, στην οποία, χαρακτηρίζοντας το χάικου -ως είδος του λόγου- μεταξύ άλλων, λέει: ‘’είναι σαν το απειροελάχιστο ψήγμα του χρυσού μέσα στο άνευ αξίας αμμώδες συνονθύλευμα.’’ Κλέβοντας τις λέξεις του θα πω ότι ‘’τα χάικου των αιώνιων εποχών’’ είναι χρυσάφι μέσα στο αμμώδες συνονθύλευμα των καιρών μας!