Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2020

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ /// ΧΑΡΗΣ ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ ///ΤΩΡΑ ΘΑ ΜΙΛΗΣΩ ΕΓΩ


[Αναδημοσίευση από το περιοδικό ΔΙΑΣΤΙΧΟ /Γράφει η   Ασημίνα Ξηρογιάννη )

Ο Χάρης Βλαβιανός, πρόσφατα βραβευμένος με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το 2019, όπως έχει δηλώσει δεν είναι πεζογράφος, αλλά ποιητής.[1] Σε συνέχεια του βιβλίου του Το αίμα νερό (Εκδόσεις Πατάκη, 2014), παρουσιάζει το βιβλίο Tώρα θα μιλήσω εγώ, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Πατάκη. Στο πρώτο ομιλεί ο ίδιος σε ένα άκρως εξομολογητικό κείμενο, στο δεύτερο ομιλεί η αδερφή του, Μαρίνα, που πέθανε πολύ νέα, ύστερα από πολυετή προσπάθεια να απεξαρτηθεί από τα ναρκωτικά. Δεν τα κατάφερε. Στο περιοδικό Χάρτης, μάλιστα, έχει δημοσιευτεί σχετικό ποίημα του Βλαβιανού για αυτό το θέμα.[2] Το παραθέτω ολόκληρο αμέσως παρακάτω και σημειώνω πώς συνδιαλέγεται με το βιβλίο που στα χέρια μου κρατώ.

Στο βιβλίο ακούμε τη φωνή της Μαρίνας σε έναν δραματικό αποσπασματικό μονόλογο, όπως σημειώνει ο συγγραφέας στη μικρή εισαγωγή που κάνει (σελ.12). Στο ποίημα ακούμε τη φωνή του αδερφού της, Χάρη. Κανείς τους δεν ωραιοποιεί τίποτα. Αποκαλύπτουν τη σκληρότητα που γνώρισε η Μαρίνα και πώς κατέληξε στον θάνατο. Εθισμένη χρόνια στα ναρκωτικά και απολύτως μόνη. Εδώ δίνονται ανάγλυφα οι συνέπειες μιας θλιβερής ζωής, δίνεται ανάγλυφα το αδιέξοδο της αδερφής του, από το οποίο ούτε ο ίδιος δεν κατάφερε να τη βγάλει.

Ακολουθεί λοιπόν το εv λόγω ποίημα, που φωτίζει ακόμα πιο πολύ τα πράγματα. Άλλωστε, το συνολικό έργο του είναι γεμάτο ενδοκειμενικές αναφορές, δίνοντας πάντα την αίσθηση ενός έργου ενιαίου. Τα πεζά και τα ποιήματα μοιάζουν με συγκοινωνούντα δοχεία, με λέξεις και φράσεις που συναντάει κανείς σε περισσότερα από ένα ποιητικά τοπία από αυτά που δημιουργεί ο Βλαβιανός.


MARINA MONCADA DI MONFORTE (1967-2016)

Το σπίτι που πέθανε δεν είχε μπάτλερ,
καμαριέρες, κηπουρούς.
Στους τοίχους του δεν κρεμόντουσαν πανάκριβα gobelins,
ή πίνακες με Παρθένες του Correggio.
Από το μπαλκόνι της δεν έβλεπε τη Villa Borghese
ή τα σιντριβάνια της Piazza Navona.
Το επίθετό της ήταν μια φάρσα.
Να έχεις πατέρα έναν Moncada,
αλλά να μη ξέρεις τίποτα γι’ αυτόν,
να μην τον έχεις ποτέ συναντήσει;
Τι παραμύθι πριγκηπικό ήταν αυτό;
Τι νόημα είχαν οι τίτλοι και τα οικόσημα;
Τη βρήκαν ημίγυμνη στο μπάνιο,
πεσμένη πάνω στα κρύα πλακάκια.
Ενδείξεις:
Ίχνη κοκαΐνης στο τραπέζι της κουζίνας.
Ένα σημείωμα στο συρτάρι του κομοδίνου που έγραφε:
«δεν θα καταλάβεις ποτέ γιατί τη μισούσα τόσο».
Πέντε συλλογές σου στα ράφια της βιβλιοθήκης
και δύο έγχρωμες φωτογραφίες – στη μία την κρατάς αγκαλιά
στην αυλή του εξοχικού σας στις Σπέτσες.
Ιατρικό πόρισμα:
«Καρδιακό επεισόδιο.
Ο θάνατος υπήρξε ακαριαίος».
Το έμαθες ενώ βρισκόσουν στο Βερολίνο.
Λίγο πριν ανέβεις στο βήμα
για να διαβάσεις αποσπάσματα
από το αυτοβιογραφικό σου μυθιστόρημα
χτύπησε το κινητό σου και μια ξένη φωνή σού ανακοίνωσε ότι
«la tua sorella e morta».
Έτσι ξερά, χωρίς άλλες λεπτομέρειες.
Ο ήλιος εκείνη τη στιγμή έλουζε το πρόσωπό σου.
Τα νερά της λίμνης Wannsee άστραφταν μέσα στο τρομαχτικό φως.
Η Μαρίνα είχε πεθάνει.
Το Μαρινάκι σου είχε πεθάνει.
Μόνη, χωρίς κανέναν στο πλευρό της.
Ποιο πρόσωπο άραγε πέρασε μπροστά απ’ τα μάτια της
τη στιγμή που ένιωσε τον πόνο στο στήθος;
Της μητέρας της; Το δικό σου;
Και τι σκέφτηκε;
Πως το αίμα είχε γίνει εντέλει νερό;
Πως όλοι την πρόδωσαν;
Κι εσύ;
Ναι.
Γιατί ήταν junkie και δεν άντεχες άλλο τα ψέματα και τους εκβιασμούς.
Δεν άντεχες άλλο τις διαρκείς ματαιώσεις,
το βάρος, το imbarazzo.
Ομολόγησέ το επιτέλους



Και αυτοί ακριβώς οι τελευταίοι στίχοι του ποιήματος ηχούν ηχηρά μέσα στο μυαλό μου: «Ποιο πρόσωπο άραγε πέρασε μπροστά απ’ τα μάτια της/ τη στιγμή που ένιωσε τον πόνο στο στήθος;/ Της μητέρας της; Το δικό σου;/ Και τι σκέφτηκε;/ Πως το αίμα είχε γίνει εντέλει νερό;/ Πως όλοι την πρόδωσαν;/ Κι εσύ;/ Ναι./ Γιατί ήταν junkie και δεν άντεχες άλλο τα ψέματα και τους εκβιασμούς./ Δεν άντεχες άλλο τις διαρκείς ματαιώσεις,/ το βάρος, το imbarazzo/ Ομολόγησέ το επιτέλους» παραπέμπει στις τελευταίες γραμμές του βιβλίου: «Θα ήθελα να ήταν εκεί να μου κρατάει το χέρι. Δεν ήταν.» (σελ.67). Ποια είναι η διάθεση του ποιητή; Αυτοκριτική; Αισθήματα ενοχής; Αίσθηση ότι είναι –ας πούμε– ένα είδος κληρονομικής κατάρας που τους κατατρέχει, με την έννοια ότι το αίμα γίνεται νερό στην περίπτωσή τους: ο ένας καταλήγει να προδίδει τον άλλο με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ώστε να μην καταφέρουν να γίνουν ποτέ οικογένεια και οι σχέσεις τους να έχουν μια κανονικότητα; Πάντως, σίγουρα χρειάζεται σθένος. Η γραφή ξεγυμνώνει. Αποκαλύπτει. Υποδεικνύει.

Στην ποίηση αλλά και στις δύο πυκνογραμμένες νουβέλες του (Το αίμα νερό και Τώρα θα μιλήσω εγώ), ο Βλαβιανός χρησιμοποιεί ως πρώτη και βασική ύλη της τέχνης του την ίδια του τη ζωή, εκείνα τα περιστατικά του βίου του που τον διαμόρφωσαν. Το κάνει επανειλημμένα και συνειδητά να αναδεικνύει ποικίλες πτυχές των γεγονότων που τον σημάδεψαν και των προσώπων που μπορεί να στάθηκαν τροχοπέδη στη συναισθηματική του ζωή, ήταν όμως εκείνα τελικά που τον οδήγησαν στην ποίηση. Και δω έχουμε ένα κείμενο προσωπικό, που όμως συνομιλεί με ολόκληρο το έργο του, αφού η πληγή είναι η βασική πηγή αυτού.[3]

Ο αναγνώστης που παρακολουθεί το έργο του γνωρίζει ήδη τον σκληρό και εγωιστή πατέρα, καθώς επίσης και την ανεύθυνη και εγωπαθή μητέρα, που παρουσιάζονται να αναιρούν εύκολα ή να αλλοιώνουν τον γονεϊκό ρόλο και το γονεϊκό πρότυπο. Δίνοντας κείμενα περιεκτικά και με γλώσσα ακριβή και διαυγή, συνδιαλέγεται γόνιμα με τις πληγές του και ίσως αυτό λειτουργεί και θεραπευτικά. Είναι περισσότερο κυνικός παρά μελό, συνηθίζει να αναμοχλεύει τα βιώματά του. Μπορεί οι νεκροί να είναι με τους νεκρούς, και οι ζωντανοί με τους ζωντανούς, όμως, προφανώς, ο ποιητής δεν μπορεί να ησυχάσει αν δε γυρίσει πίσω πάλι και πάλι, αν δεν επιστρέψει στο αιώνιο θέμα του: Αισθάνομαι ότι ισχύουν πάντα όσα είχα αισθανθεί όταν πρωτοδιάβασα τα «οικογενειακά» του ποιήματα και τον διαβάζω έτσι: Οι οικογενειακοί δεσμοί αποδεικνύονται ανεπαρκείς, η ρήξη είναι εδώ πια. Για πάντα. Οι νεκροί δεν δικαιώνονται. Οι λέξεις έχουν τη δύναμη να τιμωρούν. Η εμμονή του με τα «οικεία κακά» είναι πλέον το κλειδί για να εισχωρήσει κανείς σωστά στο έργο του. Όσα πράγματα κρύβει βαθιά μέσα του τα φέρνει στο φως, χαρίζοντάς τους ποιητική αίγλη, δημιουργώντας σχεδόν ένα δικό του σύμπαν, με ξεχωριστή θεματολογία και γλώσσα ιδιωτική.[4]


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Does poetry need defending?
[2] Ηλεκτρονικό περιοδικό Χάρτης, 2/2/2019
[3] Ηλεκτρονικό περιοδικό Fractal, Ασημίνα Ξηρογιάννη, 10/5/2017
[4] Ό.π.

** Η εικόνα είναι παρμένη από το site των εκδόσεων Πατάκης.