Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Τρίτη 19 Μαΐου 2020

AΓΓΕΛΙΚΗ ΣΙΔΗΡΑ /// Μεγάλη εβδομάδα








Φέτος μία αλλιώτικη μεγάλη εβδομάδα
μια βδομάδα σαν τις άλλες
κεκλεισμένων των θυρών.
Βραχνό το ραδιόφωνο
πασχίζει να μεταδώσει τους ψαλμούς
ανάμεσα σε σίδερο,
πλυντήρια και φωνασκίες
ενώ στην τηλεόραση
πάντοτε πρωταγωνιστής
ο κορονοϊός
θα στέλνει στον σταυρό
εκατομμύρια θνητούς
δίχως κηδείες, δίχως καν ένα φιλί
κι ας ήτανε ακόμα...
ακόμα και εκείνο το παράνομο φιλί
του άπιστου Ιούδα.

Βασίλης Παναγιωτόπουλος /// Της Εκλείψεως Έαρ






Ακούμπησε το γκρίζο νυφικό της
απάνω στα μουσκεμένα βρύα τα απαλά
στην άκρη του κρεβατιού
που κάθε βράδυ ακίνητη σωπαίνει
στο πλάι σκοτεινού αφέντη
προξενεμένη από των θεών τις μοίρες.
Έβγαλε μέσα από του Αχέροντα τη νεροτριβή
και φόρεσε το κίτρινο φόρεμά της,
αντάλλαγμα του Ορφέα για ένα νεύμα της Ευρυδίκης,
και ανυπόμονη στάθηκε μπροστά στην πόρτα τη βαριά
μέχρι των σιδερένιων γραναζιών τα δόντια να ακούσει.
Ήδη σαν να έφταναν στα αυτιά της φλυαρίες χελιδονιών
αργόσχολοι σχολιασμοί για της Αιγύπτου τα χειμερινά καμώματα.
Μια χαραμάδα άσπρο φως περνάει
γραμμή που κρουσταλλιάζει αγγίζοντας τους μαύρους πάγους
μετά ζεσταίνεται, γλυκαίνει και θρυμματίζεται απαλά
αφήνοντας τον ήχο λύρας
που σαν να ρίγησε από του μουσικού το χάδι.
Ο κόσμος μπροστά, ελαιογραφία
σε κορνίζα, στης πύλης τα κουφώματα ανάμεσα
παραδομένος στην έμπνευση έμπειρου εραστή της Αναγέννησης.
Πισωπάτησε η Περσεφόνη
την ώρα που τα φύλλα του περάσματος έκλειναν πίσω της

ξεφυσώντας κρότο και σκλήθρες από ξύλο βελανιδιάς
τριγμό από ατσάλι και ρινίσματα.
Κι εκείνη, η κόρη της Δήμητρας,
με το καινούριο, κίτρινο φουστάνι της
να μοσχοβολάει άνθη αμυγδαλιάς και γύρη εσπερίδων,
στάθηκε εκεί με το εφηβικό της γέλιο μετέωρο.
Μόλις που το χλωμό της πρόσωπο πήρε να ροδίζει.
Κοριτσόπουλο ερωτευμένο με την απάνω πλάση.
Μα, που είναι οι θνητοί;
Κοιτάζει τις άσπρες μαργαρίτες.
Με πείσμα κρατούν σφιχτά τα τρυφερά τους πέταλα.
Όχι δεν τα χαρίζουν του ανέμου
Καλύτερα να τα θυσιάζουν σε αγάπης ερωτήσεις.
Ακούει τα αιώνια πουλιά
να σημειώνουν ερωτηματικά στις παρτιτούρες,
βιαστικές μολυβιές ανάμεσα στις νότες.
Αγγίζει τα ρωμαλέα δέντρα
στις ρίζες αρπάζουν και βαστούν ψηλά τον κόσμο.
Τραχιές ρυτίδες στον κορμό και φυλλαράκια νεογέννητα στις άκρες.
Περιμένουν τις επισκέψεις για τα συχαρίκια,
τις ευχές, να φτιάξουν ίσκιους δυνατούς.
Βελούδινο χορτάρι πράσινο
ανασαλεύει ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών της τα γυμνά
ρυθμικά σαν χέρια χορού αρχαίας τραγωδίας
αλλά δεν έχει απαντήσεις,
δεν έχει κάθαρση να υμνήσει,
δεν ήρθε ακόμα ο θεός ο από μηχανής.
Φλέβες νερού ανάμεσα κυλούν .
Δεν είναι όμως το χιόνι
που για χάρη της στο πέρασμά της λειώνει.
Είναι καθάριο και κυλάει με μουρμουρητό όπως πάντα.
Τα δάχτυλα όμως δεν δροσίζει
είναι ζεστό σαν φρέσκο δάκρυ.
Και η μιλιά του!
Όπως όταν ακούει νυχτερινές πενταφωνίες μαυροντυμένων γυναικών
και σιωπές βουρκωμένων αντρών που τις κρατούν με το ένα χέρι
και με το άλλο, το ματωμένο,
κρατιούνται από πέτρες, φρύγανα κι αγκαθερά θυμάρια.
Μα, που είναι οι θνητοί;

Κινείται ψηλαφώντας το κάθε βήμα
Διαβαίνει αργά δρόμους λιθόστρωτους, άδειους, σκονισμένους
Ξυπόλητη σέρνει την άκρη του φορέματος
ξηλώνοντας στη ραγισμένη άσφαλτο την κίτρινη δαντέλα.
Σε τοίχους βουβούς στηρίζεται
κοιτάει ψηλά ίσαμε κει που φτάνουν
κι αναρριχάται σε μπαλκόνια άδεια.
Φως διαυγές.
Ευαγγελισμού απαστράπτον Φως.
Πόσο άρχισε το φωτεινό της γλίστρημα
με των σκιών το σύρσιμο να μοιάζει!
Βλέπει παράθυρα ανοιχτά με τζάμια χνωτισμένα.
Όχι από ανάσας ζέστη.
Πετάσματα, για να φυλάξουν τους κρυμμένους
από του Φόβου το τρομερό το βλέμμα,
για να κρατούν μην τις ακούσει τις από μέσα τις φωνές,
με τον φρικτό τον Δείμο όταν βγουν
τα άλογα του Άρη για να ξαναζέψουν.
Μα, που είναι οι θνητοί;
Με τα ακροδάχτυλα ακουμπισμένα πάνω στη γυάλινη επιδερμίδα
ψιθυρίζει ψαλμούς προαιώνιους, ερωτικούς
του κοιμισμένου εραστή τη φλόγα να ξυπνήσει.
Σιωπή.
Κι αν δεν τη θέλει πιά;
Κι αν τώρα άλλη αγαπάει;
Μήπως να ήταν πολύ μακρύς ετούτος ο χειμώνας;
Κι αλλού των φιλιών της τη ζεστασιά αν βρήκε;
Η σκέψη ριπή ανέμου που χώμα στην γροθιά κρατά
και τρίβει την άμμο στα δακρυσμένα μάτια.
Πονάει, καίγεται, τρέπεται σε φυγή.
Κυνηγημένη, χωρίς κανείς ξοπίσω της να τρέχει
με παπαρούνες στα πέλματα λιωμένες.
με αηδονιών ανυπόφορες κραυγές στα αυτιά της.
Φως Ιλαρόν.
Χλωμό της εσπέρας Φως.
Μα που είναι οι θνητοί;
Κι αν κρύβονται;
Κι αν χαθήκαν;
Τότε εκείνη τι θέλει εδώ

αν δεν μπορεί το φόρεμα το καινούριο,
το δώρο του Ορφέα να τους δείξει;
Τότε γιατί τις σκάλες τις χορταριασμένες
με κρυφή χαρά να ξανανέβει;
Γιατί κάτι άλλο από του χθόνιου Νηλέα
τα σκοτεινά δωμάτια να της πρέπουν;
Μπροστά στην πύλη η κόρη ανασκιρτά, λυγίζει.
Ξέρει πως όταν το κρύο μάνταλο αγγίξει
δεν έχει γυρισμό.
Από μέσα κιόλας ο Κέρβερος χαρούμενα κλαψουρίζει
από την αναπάντεχη στο κεφαλόσκαλο της Κυράς του μυρωδιά.
Στρέφει πίσω το σώμα της,
θροΐζει αναθαρρώντας το κίτρινο φουστάνι.
Αναθαρρώντας η φύση την ανάσα της κρατάει.
Μία ματιά ακόμα
με ελπίδα κρυμμένη στην άκρη απ’ της απόγνωσης το βλέμμα
Ψάχνει να καθαρίσει αν στον ορίζοντα
από ουράνιο τόξο χρώματα ιριδίζουν
ή μήπως γέλασμα είναι
από του φωτός στα δάκρυα τη συντριβή.
Μα που είναι οι θεοί;
Το λιβάνι ποιας θυσίας γυρεύουν για να φανερωθούν;

Μάρτιος, 2020. Έτος δίσεκτο.

ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ /// ΜΑΡΙΑ ΤΖΙΚΑ /// ΜΙΣΟΣ ΘΕΟΣ ///









Μισός Θεός
ή το αγίνωτο όραμα της κοσμογονίας


Προσέγγιση στην ποιητική συλλογή της Μαρίας Τζίκα, Μισός Θεός, εκδόσεις Βακχικόν, 2019

Από τον Γιώργο Ρούσκα


Η δεύτερη ποιητική συλλογή της Μαρίας Τζίκα. Εξώφυλλο πρωτότυπο, υποβλητικό, έργο ίσως με μικτή τεχνική. Άγγελος άφυλος στο πρόσωπο, με τροφαντά γυναικεία στήθη, ακίνητος, σαν κούκλα βιτρίνας με σπασμένο το ένα πόδι. Σκιά ή μαύρο το ένα φτερό, χρυσοκεντημένη λευκή δαντέλα το άλλο. Και ο Θεός μισός. Πώς κόβεται στη μέση το Όλον; Περίεργο. Πρώτη κίνηση; Ανάγνωση του ομότιτλου ποιήματος. Διαφωτιστικό; Κάθε άλλο. Η μόνη βεβαιότητα που εκπέμπεται είναι ότι ο Θεός οράται από τον άνθρωπο μισός ή έχει πια απομείνει μισός. Από τι; Μισός από το μίσος; Ή εξαιτίας συμπεριφορών που έχουν κάποια [από κακή ενηλικίωση αρσενικά]; Μα έχουν τη δύναμη να Τον μειώσουν; Να Τον διχοτομήσουν; Τι συνέβη και η [όραση του Θεού] είναι [χαλασμένη];
Εξερεύνηση λοιπόν των τριάντα πέντε ποιημάτων της συλλογής.

Η αρχή γίνεται με ειρηνικές διαθέσεις. Παιδιά στη σειρά, στο σχολείο, στην αυλή. Παιδιά. Αντιπρόσωποι δια της παρουσίας τους και μόνον του θαύματος της μητρότητας, αγκαλιάζουν το ποίημα και τον αναγνώστη, αφήνοντας στην άκρη τον εγωισμό και την απολυτότητα, όχι όμως και τον κρυμμένο εγωισμό της μάνας ή (του) της παιδαγωγού :

[θα μιλήσουν τα παιδιά μου για μένα,
για την ενδότερη κλίση στο αγκάλιασμα
για τη μητρική ενότητα
ως τον μόνο σκοπό της επιούσιας ανάσας,
ως τη μόνη αγαθοποιό γεννήτρια
του κόσμου].

Παιδιά θεοί για τις μητέρες τους. Πριν μεγαλώσουν, ήταν βρέφη. Σε απόλυτη εξάρτηση από τη μητέρα και εκείνη από αυτά, όσο κι αν το κρύβει. Θεός το παιδί για τη μάνα. Θεός η μάνα για το παιδί. Η αξία της μητρότητας, τονίζεται και μέσα από τη μοναδική σχέση βρέφους – μητέρας, μία σχέση φροϋδικά ερωτική, όπου σώμα και ψυχή, συμμετέχουν με όλη την αθωότητα της Φύσης:

[το βρέφος...
μπουσουλά ως την απέριττη ρόγα
με ανεπαίσθητη γλώσσα
να αντλήσει το συναίσθημα
ως τη συνέχεια του κόσμου].

Η σε ορίζοντα καθημερινότητας όμως [συνέχεια του κόσμου] για τη γυναίκα, δεν είναι πάντα ρόδινη, πολύ δε περισσότερο σε κοινωνίες ανδροκρατούμενες, όπου

[οι γυναίκες ποτέ δεν μιλούν,
η ρωγμή απ’ το στόμα νεανίζει
τα πιεσμένα τους μέλη τραβώντας,
κι εντέλει αμίλητες
γκρεμίζονται μέσα τους].

Γκρεμίζονται, ενθυμούμενες τη μεγάλη αλήθεια:

[δεν σε καταποντίζει ό,τι σε αγαπά].

Η μάνα, κόρη κι αυτή πριν, συμβουλεύει την κόρη της:

[μόνο στην πτώση του έρωτα, κόρη μου, μην ενδίδεις,
στον ανέμπνευστο τρόπο απ’ όπου το μίσος εφορμά].

Η πτώση του έρωτα, μπορεί να οφείλεται στους πολλούς, στον κανόνα, στις επιταγές της εποχής, αφού συχνά
[οι άλλοι αδιάντροπα
μιαίνουνε
τον έρωτα του ανθρώπου]

αλλά, μπορεί να οφείλεται και στον ένα, εαυτό ή σύντροφο, ή ακόμα και στην ολέθρια ισοπέδωση της συνήθειας ή στη διάβρωση που προκαλούν οι συμβατικότητες ενός γάμου. Εκεί, φανερώνοντας την τραγικότητα της ύπαρξής της, η γυναίκα, για να σταθεί (εμπεδωμένη μέσα της η ανασφάλεια, από εμφανίσεώς της στη γη), αλλάζει ρόλους:

[θα βγάλει το φανταχτερό γαμήλιο σώμα,
θα φορέσει αναρίθμητες ποδιές,
πάνω τους θα σκουπίσει
όλο το σπέρμα της προσοχής που της εδόθη].

Ευτυχώς (γιατί έτσι χτίζεται η αυτογνωσία), έχουν προηγηθεί βιώματα έρωτα, σαρκικής επαφής, υπέρβασης, εκτόξευσης, υπερβολής:

[Στο άπειρο σώμα που ανήκουμε
νιώσαμε
την πείνα της εξαρτημένης σάρκας,
το ασφράγιστο αίμα,
την εκβιασμένη ωριμότητα του παιδιού
και το αγίνωτο όραμα της κοσμογονίας].

Τότε, γιατί το παιχνίδι χάνεται; Γιατί δεν «βάζουμε μυαλό»; Τι συμβαίνει και έρχεται η παραίτηση, η υποταγή, η χαλάρωση, η προσήλωση στις υποχρεώσεις; Πώς χάνεται η ορμή, το πάθος, η τόλμη, η «τρέλα»;

[χάνουμε
όχι επειδή φοβόμαστε,
αλλά γιατί από έμφυτη αγαθότητα
ασφαλίσαμε
τους άγριους εαυτούς].

Ο αυθορμητισμός μπήκε στην άκρη και τη θέση του πήρε ο καθωσπρεπισμός. Παραμερίστηκε η ειλικρίνεια και φορέθηκαν προσωπίδες. Τα θέλω υποτάχτηκαν στα πρέπει. Οι πηγαίες εκδηλώσεις συναισθημάτων, στραγγαλίζονται πριν βγουν. Ο άγριος εαυτός, όχι ο βίαιος, αλλά ο εαυτός που είναι σε αρμονία με τη φύση, αντικαταστάθηκε από τον εξημερωμένο εαυτό στο κλουβί, αυτόν που είναι σε αρμονία με την τεχνολογία και με τις επιταγές του κοινωνικού γίγνεσθαι.

Όταν είναι πια αργά, ή σχετικά αργά, αφού έχουν χαθεί αμέτρητες δυνατότητες και διέξοδοι και πάνω από όλα, αφού έχει χαραμιστεί τόσος χρόνος, μπορεί να έρθει το δώρο της φώτισης, της συνειδητοποίησης και της διαύγειας, όπως έγινε με το ποιητικό υποκείμενο, που (δεν εκλιπαρεί, αλλά) ζητάει:

[με δάκρυ της συναίσθησης
να μου επιστραφεί
η ζωή
από την άφεσή της,
να την επωμιστώ
αδιάλλακτη,
έτσι
όπως είναι].

Από ποιόν να επιστραφεί; Από τον χρόνο; Απέμεινε μισός. Από τον Θεό; Μισός κι αυτός. Σε κάθε του μορφή. Όλοι μισοί. O γονέας. Το παιδί. Η αγάπη. Η ίδια η ζωή. Ίσως μισός ν’ απέμεινε ο Θεός, μετά από την ενηλικίωση, όπου στο ομότιτλο ποίημα [σκαιά παιδιά… αφαιρούνε από το δέρμα τη μητέρα… ατιμάζουν την ανέτοιμη φύση…].

[Σκαιά παιδιά], γεννήθηκαν όμως ή έγιναν στην πορεία; Έχουν ευθύνες οι ενήλικες;
Γιατί το παιδί να μπαίνει στη διαδικασία να [καλύπτει ένοχες κραυγές] και [μαλώματα συζύγων];
Γιατί ο μεγάλος […συχνά / θα πεθαίνει ως αυτόχειρας];
Γιατί [οι άλλοι, / με τρόπους / φαινομενικής επάρκειας / του βίου, / επιβάλλονται στη μέρα / κι εσύ / ματαίως / προσπαθείς / να προσχωρήσεις στην πλευρά τους];

Πολλά τα ερωτήματα, πολλά και τα ερωτηματικά σε στίχους. Πολλές οι διαπιστώσεις, οι ανησυχίες, οι προβληματισμοί. Περισσότερες οι πληγές. Στο μικροσκόπιο οι ανθρώπινες σχέσεις, με το μερίδιο του λέοντος να παίρνει η σχέση μητέρας παιδιού. Σε κομβικό σημείο η θέση της γυναίκας και ο ρόλος της ως μάνας, ως συντρόφου, ως οικοκυράς. Ακολουθούν η ενηλικίωση, οι κανόνες, η καθημερινότητα, ο έρωτας, η ευτυχία, ο θάνατος, η σιωπή, η μνήμη, η μοναχικότητα. Αυτοί είναι οι βασικοί θεματικοί κήποι της συλλογής, η οποία υιοθετεί έναν λόγο απλό, χωρίς εξάρσεις, κατανοητό (εκτός από εκεί όπου επιλέγεται συνειδητά ή ασυνείδητα η αοριστία), ο οποίος φλερτάρει ζωηρά με τον πεζό και ακροβατεί συχνά στο όριο, ακολουθώντας τη μόδα της εποχής, επηρεασμένης από σχεδιαστές υστερομεταμοντέρνας κοπής.

Τελειώνοντας την ανάγνωση, έχεις υποψιαστεί γιατί κατά τη Μαρία Τζίκα υπάρχει τουλάχιστον Μισός Θεός και φαντάζεσαι τι μπορεί να απέγινε ο άλλος Μισός. Ο λειψός αυτός προσδιορισμός, και μάλιστα ισοζυγισμένος, δεν είναι επιλογή του ίδιου του Θεού, αλλά αποτέλεσμα ανθρώπινων ενεργειών, έτσι όπως για κάποιους και ο ίδιος ο Θεός θεωρείται επινόηση του ανθρώπου. Όπως και να έχει το πράγμα όμως, ο άνθρωπος, έχει ένα πλεονέκτημα, σε σχέση με τον Θεό: μπορεί να κάνει λάθη. Δυνατότητα βέβαια, που του την έδωσε Εκείνος, χωρίς ο Ίδιος να μπορεί να την ασκήσει:

[ο Θεός αναπαύεται στον επίζηλο κόσμο
σίγουρος για την επιτυχή δημιουργία,
μεταθέτοντας όλα τα λάθη
στα τέλεια πλάσματά του].

Ίσως γι αυτό να είναι τελικά Μισός. Ποιος ξέρει;

ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ /// ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΟΝΙΑ ΜΑΣΑΝΕΤ /// ΚΙΡΙΜΠΑΤΙ






Μαρία Αντόνια Μασανέτ, Κιριμπάτι: Μια ποιητική συλλογή-διαμαρτυρία για την περιβαλλοντική καταστροφή!




της Αθηνάς Ν. Μαλαπάνη, Φιλολόγου-Συγγραφέα



Οι Εκδόσεις Βακχικόν στο πλαίσιο της λογοτεχνικής τους πρωτοπορίας και καινοτομίας παρουσιάζουν ποιητικές συλλογές από όλες τις χώρες του κόσμου, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα σε κάθε αναγνώστη να εξερευνήσει διαφορετικές κουλτούρες, ποικίλους λαούς και ιδιαίτερους -έως και άγνωστους πολιτισμούς- κάνοντας τα πιο μακρινά ταξίδια από… το σπίτι του!
Μία τέτοια ποιητική συλλογή λοιπόν, είναι και το Κιριμπάτι της Μαρία Αντόνια Μασανέτ (γραμμένη στα καταλανικά και σε εξαιρετική απόδοση στα ελληνικά από την Άτη Σολέρτη). Ο ιδιαίτερος αυτός τίτλος αποτελεί το όνομα ενός νησιού. Το νησί αποτελεί έναν κοινό λογοτεχνικό τόπο, ένα μοτίβο που απαντά ήδη από την κλασική λογοτεχνία της Αρχαιότητας. Από το έπος του Γκιγκλαμές και τα Ομηρικά έπη (Ιλιάδα και Οδύσσεια) έως τη Θεία Κωμωδία του Ντάντε και τη σύγχρονη λογοτεχνία, το νησί προβάλλεται άλλοτε ως ένας επίγειος Παράδεισος και ευκαιρία έναρξης μιας νέας, καλύτερης ζωής κι άλλοτε, ως ένας μυστηριώδης τόπος με παράδοξα πλάσματα, διεργασίες και συμβάντα. Έτσι και σε αυτά τα μοντέρνα ποιήματα, το Κιριμπάτι προβάλλεται ως το τελευταίο ψήγμα παρθένας και αγνής φύσης που στέκεται με δυσκολία μπροστά στην περιβαλλοντική καταστροφή που σαρώνει τα πάντα γύρω της.
Η ποιήτρια αποδίδει με παραστατικές και γλαφυρές εικόνες (οπτικές, οσφρητικές και ηχητικές) τη σταδιακή μόλυνση της φύσης και την επακόλουθη φθορά της, η οποία προμηνύει και οδηγεί -αναπόφευκτα και αναπότρεπτα- και στη σταδιακή φθορά του ίδιου του ανθρώπου. Η καταστροφή είναι μια μορφή εμμονής -όπως αναφέρεται-, καθώς έχει εκτροχιασθεί η τάξη του φυσικού κόσμου. Το αλμυρό νερό καταβροχθίζει (…) / τις σπορές και τις αιχμαλωσίες των ζώων, Το ίδιο το αλάτι (…) διαπερνά τους πόρους/ δαγκώνει τα σωθικά, Οι κότες σκαρφαλώνουν στα δέντρα. / Τα μικρά γουρούνια/ φαίνονται από τη γη/ να τρώνε ψάρια, αποτελούν κάποιους χαρακτηριστικούς στίχους-παραδείγματα για τη  διασάλευση της φύσης. Μέσα σε αυτό το σκηνικό, ο άνθρωπος προβάλλεται καταδικασμένος σε μια ζωή χωρίς ποιότητα, αλλά κι έναν αργό και μαρτυρικό θάνατο (Σκληρό να πρέπει να πεθάνεις αφυδατωμένος/ όντας περικυκλωμένος από νερό).
Ο άνθρωπος φαίνεται να αναπολεί την παλαιά εποχή και την ομορφιά και ισορροπία που διέκρινε τη φύση (Τα χωράφια του παππού μου … κολυμπάνε ψάρια). Εντούτοις, η καταστροφή -που ο ίδιος ο άνθρωπος υποκίνησε- προβάλλεται αμείλικτη και αδυσώπητη μέσα από εικόνες όπου κυριαρχεί η δυναμική του υγρού στοιχείου και οι μεταβολές που αυτό είναι ικανό να φέρει, είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο, καθώς από τον Παράδεισο κάτω από τα νερά/ η νέα Ατλαντίδα θα αναδυθεί/ λένε οι οπτιμιστές.
Η Φύση πολλές φορές προβάλλεται προσωποποιημένη να θρηνεί για την καταστροφή που έχει υποστεί και την προσπάθεια που συνεχώς καταβάλλει για να αναζωογονηθεί μέσα από τους πόρους της (στην ίδια θάλασσα/ της ήττας μας/ αποκτηνωμένοι από τον ακρωτηριασμό/ ζητιανεύοντας τα αποφάγια … απληστίας, ταπεινωμένοι ως το μεδούλι … που μας έχει στερήσει; ).
Όπως γίνεται αντιληπτό, η ποιητική αυτή συλλογή καταφέρνει να αναδείξει την ευθύνη του ανθρώπου για την καταστροφή του περιβάλλοντος, αλλά κυρίως για την απώλεια των δεσμών του με τη Φύση που ανέκαθεν αποτελούσε Δάσκαλο, Τροφό και Μητέρα για τον καθέναν μας!