Ακούμπησε το γκρίζο νυφικό της
απάνω στα μουσκεμένα βρύα τα απαλά
στην άκρη του κρεβατιού
που κάθε βράδυ ακίνητη σωπαίνει
στο πλάι σκοτεινού αφέντη
προξενεμένη από των θεών τις μοίρες.
Έβγαλε μέσα από του Αχέροντα τη νεροτριβή
και φόρεσε το κίτρινο φόρεμά της,
αντάλλαγμα του Ορφέα για ένα νεύμα της Ευρυδίκης,
και ανυπόμονη στάθηκε μπροστά στην πόρτα τη βαριά
μέχρι των σιδερένιων γραναζιών τα δόντια να ακούσει.
Ήδη σαν να έφταναν στα αυτιά της φλυαρίες χελιδονιών
αργόσχολοι σχολιασμοί για της Αιγύπτου τα χειμερινά καμώματα.
Μια χαραμάδα άσπρο φως περνάει
γραμμή που κρουσταλλιάζει αγγίζοντας τους μαύρους πάγους
μετά ζεσταίνεται, γλυκαίνει και θρυμματίζεται απαλά
αφήνοντας τον ήχο λύρας
που σαν να ρίγησε από του μουσικού το χάδι.
Ο κόσμος μπροστά, ελαιογραφία
σε κορνίζα, στης πύλης τα κουφώματα ανάμεσα
παραδομένος στην έμπνευση έμπειρου εραστή της Αναγέννησης.
Πισωπάτησε η Περσεφόνη
την ώρα που τα φύλλα του περάσματος έκλειναν πίσω της
ξεφυσώντας κρότο και σκλήθρες από ξύλο βελανιδιάς
τριγμό από ατσάλι και ρινίσματα.
Κι εκείνη, η κόρη της Δήμητρας,
με το καινούριο, κίτρινο φουστάνι της
να μοσχοβολάει άνθη αμυγδαλιάς και γύρη εσπερίδων,
στάθηκε εκεί με το εφηβικό της γέλιο μετέωρο.
Μόλις που το χλωμό της πρόσωπο πήρε να ροδίζει.
Κοριτσόπουλο ερωτευμένο με την απάνω πλάση.
Μα, που είναι οι θνητοί;
Κοιτάζει τις άσπρες μαργαρίτες.
Με πείσμα κρατούν σφιχτά τα τρυφερά τους πέταλα.
Όχι δεν τα χαρίζουν του ανέμου
Καλύτερα να τα θυσιάζουν σε αγάπης ερωτήσεις.
Ακούει τα αιώνια πουλιά
να σημειώνουν ερωτηματικά στις παρτιτούρες,
βιαστικές μολυβιές ανάμεσα στις νότες.
Αγγίζει τα ρωμαλέα δέντρα
στις ρίζες αρπάζουν και βαστούν ψηλά τον κόσμο.
Τραχιές ρυτίδες στον κορμό και φυλλαράκια νεογέννητα στις άκρες.
Περιμένουν τις επισκέψεις για τα συχαρίκια,
τις ευχές, να φτιάξουν ίσκιους δυνατούς.
Βελούδινο χορτάρι πράσινο
ανασαλεύει ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών της τα γυμνά
ρυθμικά σαν χέρια χορού αρχαίας τραγωδίας
αλλά δεν έχει απαντήσεις,
δεν έχει κάθαρση να υμνήσει,
δεν ήρθε ακόμα ο θεός ο από μηχανής.
Φλέβες νερού ανάμεσα κυλούν .
Δεν είναι όμως το χιόνι
που για χάρη της στο πέρασμά της λειώνει.
Είναι καθάριο και κυλάει με μουρμουρητό όπως πάντα.
Τα δάχτυλα όμως δεν δροσίζει
είναι ζεστό σαν φρέσκο δάκρυ.
Και η μιλιά του!
Όπως όταν ακούει νυχτερινές πενταφωνίες μαυροντυμένων γυναικών
και σιωπές βουρκωμένων αντρών που τις κρατούν με το ένα χέρι
και με το άλλο, το ματωμένο,
κρατιούνται από πέτρες, φρύγανα κι αγκαθερά θυμάρια.
Μα, που είναι οι θνητοί;
Κινείται ψηλαφώντας το κάθε βήμα
Διαβαίνει αργά δρόμους λιθόστρωτους, άδειους, σκονισμένους
Ξυπόλητη σέρνει την άκρη του φορέματος
ξηλώνοντας στη ραγισμένη άσφαλτο την κίτρινη δαντέλα.
Σε τοίχους βουβούς στηρίζεται
κοιτάει ψηλά ίσαμε κει που φτάνουν
κι αναρριχάται σε μπαλκόνια άδεια.
Φως διαυγές.
Ευαγγελισμού απαστράπτον Φως.
Πόσο άρχισε το φωτεινό της γλίστρημα
με των σκιών το σύρσιμο να μοιάζει!
Βλέπει παράθυρα ανοιχτά με τζάμια χνωτισμένα.
Όχι από ανάσας ζέστη.
Πετάσματα, για να φυλάξουν τους κρυμμένους
από του Φόβου το τρομερό το βλέμμα,
για να κρατούν μην τις ακούσει τις από μέσα τις φωνές,
με τον φρικτό τον Δείμο όταν βγουν
τα άλογα του Άρη για να ξαναζέψουν.
Μα, που είναι οι θνητοί;
Με τα ακροδάχτυλα ακουμπισμένα πάνω στη γυάλινη επιδερμίδα
ψιθυρίζει ψαλμούς προαιώνιους, ερωτικούς
του κοιμισμένου εραστή τη φλόγα να ξυπνήσει.
Σιωπή.
Κι αν δεν τη θέλει πιά;
Κι αν τώρα άλλη αγαπάει;
Μήπως να ήταν πολύ μακρύς ετούτος ο χειμώνας;
Κι αλλού των φιλιών της τη ζεστασιά αν βρήκε;
Η σκέψη ριπή ανέμου που χώμα στην γροθιά κρατά
και τρίβει την άμμο στα δακρυσμένα μάτια.
Πονάει, καίγεται, τρέπεται σε φυγή.
Κυνηγημένη, χωρίς κανείς ξοπίσω της να τρέχει
με παπαρούνες στα πέλματα λιωμένες.
με αηδονιών ανυπόφορες κραυγές στα αυτιά της.
Φως Ιλαρόν.
Χλωμό της εσπέρας Φως.
Μα που είναι οι θνητοί;
Κι αν κρύβονται;
Κι αν χαθήκαν;
Τότε εκείνη τι θέλει εδώ
αν δεν μπορεί το φόρεμα το καινούριο,
το δώρο του Ορφέα να τους δείξει;
Τότε γιατί τις σκάλες τις χορταριασμένες
με κρυφή χαρά να ξανανέβει;
Γιατί κάτι άλλο από του χθόνιου Νηλέα
τα σκοτεινά δωμάτια να της πρέπουν;
Μπροστά στην πύλη η κόρη ανασκιρτά, λυγίζει.
Ξέρει πως όταν το κρύο μάνταλο αγγίξει
δεν έχει γυρισμό.
Από μέσα κιόλας ο Κέρβερος χαρούμενα κλαψουρίζει
από την αναπάντεχη στο κεφαλόσκαλο της Κυράς του μυρωδιά.
Στρέφει πίσω το σώμα της,
θροΐζει αναθαρρώντας το κίτρινο φουστάνι.
Αναθαρρώντας η φύση την ανάσα της κρατάει.
Μία ματιά ακόμα
με ελπίδα κρυμμένη στην άκρη απ’ της απόγνωσης το βλέμμα
Ψάχνει να καθαρίσει αν στον ορίζοντα
από ουράνιο τόξο χρώματα ιριδίζουν
ή μήπως γέλασμα είναι
από του φωτός στα δάκρυα τη συντριβή.
Μα που είναι οι θεοί;
Το λιβάνι ποιας θυσίας γυρεύουν για να φανερωθούν;
Μάρτιος, 2020. Έτος δίσεκτο.