****
Οι μόνες υποσχέσεις της δημοκρατίας είναι οι τράπεζες.
Οι μόνες αποφάσεις της κυβέρνησης είναι για όπλα.
Κι εσύ έρχεσαι το λάθος Σάββατο να με βρεις
κρατώντας ρούβλια για να πληρώσεις τα ποτά μας
κι απαγγέλλοντας στίχους του Μαγιακόφσκι.
Οι μόνες αποφάσεις της κυβέρνησης είναι για όπλα.
Κι εσύ έρχεσαι το λάθος Σάββατο να με βρεις
κρατώντας ρούβλια για να πληρώσεις τα ποτά μας
κι απαγγέλλοντας στίχους του Μαγιακόφσκι.
Απόψε, η παραμονή της πρωτοχρονιάς μαζί σου
δεν είναι γιορτή στη μεγάλη πλατεία. Είναι
οι τράπεζες που μας πνίγουν κι ένα σώμα-οδόφραγμα.
Είναι το μουχλιασμένο ψωμί της Αχμάτοβα.
Είναι κείνο το λευκό ελάφι που δακρύζει
πάνω στο κρεβάτι μου.
δεν είναι γιορτή στη μεγάλη πλατεία. Είναι
οι τράπεζες που μας πνίγουν κι ένα σώμα-οδόφραγμα.
Είναι το μουχλιασμένο ψωμί της Αχμάτοβα.
Είναι κείνο το λευκό ελάφι που δακρύζει
πάνω στο κρεβάτι μου.
****
Να γράψω ένα ποίημα για τη σιωπηλή Κυριακή που να λέει τους λύκους
λύκους και τους φονιάδες φονιάδες
Να βγω στον ακάλυπτο και να φωνάξω όχι σαν κάτι να με πνίγει
Να διαβάσω Γιόζεφ Ροτ, να ξαναθυμηθώ τον μεσοπόλεμο του Λεοντάρη
Να χορέψω με το Riders on the storm στο πικάπ σα να επίκειται πάλι το τέλος
Να είσαι εσύ το τέλος μου, να είμαι ο δικός σου μεσοπόλεμος
Να βγω απ’ το σπίτι, να βγω επιτέλους από τον εαυτό μου
Ν’ αγοράσω εφημερίδα, να δω τους συνταξιούχους που παίζουν σκάκι στα παγκάκια της προκυμαίας
Να φανταστώ έναν βυζαντινό άγγελο να κατεβαίνει στα νερά ψιθυρίζοντας ακατάληπτες λέξεις
Να περάσω απ’ το καφενείο που συζητάνε πολιτική και ποδόσφαιρο
Να τηλεφωνήσω στον ηλεκτρολόγο
Να τηλεφωνήσω στον Χωρομέτρη
Να ζητήσω ζάχαρη απ’ τον γείτονα
Να μην είναι σιωπηλή η Κυριακή, να μη γράφω ποιήματα.
Να βγω στον ακάλυπτο και να φωνάξω όχι σαν κάτι να με πνίγει
Να διαβάσω Γιόζεφ Ροτ, να ξαναθυμηθώ τον μεσοπόλεμο του Λεοντάρη
Να χορέψω με το Riders on the storm στο πικάπ σα να επίκειται πάλι το τέλος
Να είσαι εσύ το τέλος μου, να είμαι ο δικός σου μεσοπόλεμος
Να βγω απ’ το σπίτι, να βγω επιτέλους από τον εαυτό μου
Ν’ αγοράσω εφημερίδα, να δω τους συνταξιούχους που παίζουν σκάκι στα παγκάκια της προκυμαίας
Να φανταστώ έναν βυζαντινό άγγελο να κατεβαίνει στα νερά ψιθυρίζοντας ακατάληπτες λέξεις
Να περάσω απ’ το καφενείο που συζητάνε πολιτική και ποδόσφαιρο
Να τηλεφωνήσω στον ηλεκτρολόγο
Να τηλεφωνήσω στον Χωρομέτρη
Να ζητήσω ζάχαρη απ’ τον γείτονα
Να μην είναι σιωπηλή η Κυριακή, να μη γράφω ποιήματα.
****
Φεγγαρόφωτο χρειάζεται για ν’ ανθίσει η θλίψη μου
κι ένα ξέφωτο δάσους για να διασκεδάσει την αϋπνία της.
Ένα κομμάτι ψωμί στο μεσονύχτι για την ακόρεστη πείνα της,
για να μπορέσω να συλλαβίσω στα λόγια της αύριο
μια σιδερένια «καλημέρα».
κι ένα ξέφωτο δάσους για να διασκεδάσει την αϋπνία της.
Ένα κομμάτι ψωμί στο μεσονύχτι για την ακόρεστη πείνα της,
για να μπορέσω να συλλαβίσω στα λόγια της αύριο
μια σιδερένια «καλημέρα».
Αλλιώς, ώσπου να ξημερώσει θα παριστάνει το άλογο
αλλιώς θα χλιμιντρίζει φρικιαστικά
θα ονειρεύεται λευκούς ερωδιούς σε καλπασμό χιλιομέτρων
θα με ποδοπατήσει μέχρι θανάτου.
****
«Βρες έναν τρόπο να κρατήσει κι άλλο η νύχτα»
το ’δες γραμμένο στης Ομόνοιας έναν τοίχο
περαστική γυναίκα σου άναψε το στίχο
και βλέποντας μες στην παλάμη ζάρια σου ’πε «ρίχτ’ τα».
το ’δες γραμμένο στης Ομόνοιας έναν τοίχο
περαστική γυναίκα σου άναψε το στίχο
και βλέποντας μες στην παλάμη ζάρια σου ’πε «ρίχτ’ τα».
«Ρίξε ζαριά στο άπειρο ένα ποίημα»
είπε διαβάζοντας τη μοίρα σου στο χέρι
μα εσύ ’σαι μόνο ένας πίθηκος που ξέρει
να γράφει· να προκαλεί με μιαν αδέξια ρίμα
είπε διαβάζοντας τη μοίρα σου στο χέρι
μα εσύ ’σαι μόνο ένας πίθηκος που ξέρει
να γράφει· να προκαλεί με μιαν αδέξια ρίμα
το σινάφι· της άθλιας κλίκας σου τη μήνιν.
Πολλά υποσχόμενη η νύχτα σου ακόμη· γι’ αυτό, ας μείνει.
Πολλά υποσχόμενη η νύχτα σου ακόμη· γι’ αυτό, ας μείνει.
****
Πιο ηττημένος κι από έναν Αύγουστο που φεύγει
γύριζα τα πανηγύρια στα χωριά και μπόλιαζα το στήθος μου
τραγούδια ραγισμένα.
γύριζα τα πανηγύρια στα χωριά και μπόλιαζα το στήθος μου
τραγούδια ραγισμένα.
Κι ήτανε η πλατεία του χωριού αρχαίου θεάτρου κοίλο.
Έσταζε αίμα το μαντήλι μου κι οι ταύροι με μουγκρίζαν
που χτύπησα την πόρτα σου και πάλι δεν σε βρήκα
μόνο συρτάρια ανοιχτά και έπιπλα σπασμένα
Έσταζε αίμα το μαντήλι μου κι οι ταύροι με μουγκρίζαν
που χτύπησα την πόρτα σου και πάλι δεν σε βρήκα
μόνο συρτάρια ανοιχτά και έπιπλα σπασμένα
παλιές εφημερίδες έσερνε ο βοριάς στο χωματόδρομο
τα γράμματά σου
τα γράμματά σου
άδεια επιστρέφανε τα κάρα
κυπαρισσόμηλα έφερναν
για χαιρετίσματά σου.
για χαιρετίσματά σου.
****
(Από τη συλλογή Ένα ελάφι δακρύζει πάνω στο κρεβάτι μου, 2015.)