Η συνέντευξη που ακολουθεί ολοκληρώθηκε στα μέσα του Δεκεμβρίου 2016. Το μεγαλύτερο μέρος της διεξήχθη σε καφέ του Χαλανδρίου, πίνοντας τσάι –κι εκείνος καπνίζοντας πολύ- και το υπόλοιπο, μέσω μαίηλ, επειδή βρισκόταν σε νοσοκομείο του Μονάχου και τον φρόντιζε, με πολλή αγάπη και αφοσίωση η σύζυγός του, Χριστιάννα Ματζουράνη. Επιτρέψτε μου να καταθέσω εδώ και τη δική μου βαθιά θλίψη, καθώς μετατρέπω τον ενεστώτα χρόνο αυτού του προλόγου σε παρατατικό…
Κύριε Ευαγγελάτε, σας ευχαριστούμε για τη συνέντευξη που μας παραχωρείτε. Ξεκινώντας από το σήμερα και οδεύοντας προς τον παρελθόντα χρόνο, πείτε μας τι ετοιμάζετε;
«Ετοιμάζω δύο βιβλία. Το ένα με συνεργάτες της Ακαδημίας Αθηνών, και πρόκειται για τη συλλογή υλικού για τον πρώτο νεοέλληνα δραματουργό, τον Τζώρτζη Χορτάτση. Οι αναγνώστες που τον γνωρίζουν ως Γεώργιο Χορτάτση θα εκπλαγούν με το όνομα, αλλά ήταν ο εκδότης του, τότε, που το είχε αλλάξει, θέλοντας να του προσδώσει μιαν επισημότητα. Ο ίδιος ο ποιητής αναφέρει ότι το έργο του με τον τίτλο ‘Πανώρια’ παλαιότερα λεγόταν ‘Γύπαρις’ και το ονομάζει θυγατέρα του, επειδή το γέννησε καλλιτεχνικά. Κι εκεί γράφει: ‘... μα κάμε τ’ όνομά μου/ Τζώρτζη να πεις πως λέσιναι,/ Χορτάτση τη γενιά μου’».
Μου είπατε, πριν ξεκινήσουμε τη συνέντευξη, ότι επισκεφτήκατε για αυτό το βιβλίο και τα Αρχεία της Βενετίας, τη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη.
«Ναι. Εκανα έρευνα για να ταυτίσω τον Τζώρτζη Χορτάτση. Γιατί Χορτάτσηδες, εκείνη την περίοδο που έδρασε ο ποιητής, υπήρχαν δέκα. Έκανα μεγάλον αγώνα. Ερεύνησα κείμενα άγνωστα ή λίγο γνωστά, χειρόγραφα, αλλά κυρίως τα κρατικά αρχεία. Γιατί στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη σώζεται μεγάλο μέρος από το αρχείο του Δούκα της Κάντιας, όπως έλεγαν την Κρήτη, καθώς και το νοταριακό αρχείο, δηλαδή το συμβολαιογραφικό».
Πώς συνέβη αυτό;
«Μετά από 22 ετών πόλεμο, ο Χάνδακας, το σημερινό Ηράκλειο που ήταν απόρθητο, παραδόθηκε. Κι έγινε μια σύμβαση μεταξύ του τούρκου αρχιστρατήγου και του Ενετού Μοροζίνι να αποχωρήσουν όλοι με τα όπλα τους και την περιουσία τους. Και ο Μοροζίνι είχε την πρόνοια να πάρει όλα τα αρχεία, γεμίζοντας τρία καράβια -κατ’ άλλους, πέντε- γιατί ήλπιζαν ότι σε δυο τρία χρόνια θα ξαναγύριζαν και ήθελαν να ξέρουν τι ανήκει σε ποιον. Έτσι σώθηκαν».
Και τον Χορτάτση, τον ταυτίσατε;
«Τον ταύτισα, γιατί βρήκα τη δικογραφία που αφορούσε καταγγελία του Τζώρτζη Χορτάτση εναντίον ενός τοκογλύφου oνόματι Κονταρίνι. Στη δίκη, που διεξαγόταν στα Χανιά και είναι συγκλονιστική σε λεπτομέρειες, είχε παρευρεθεί και ο ανώτερος αξιωματούχος Μαρκαντόνιος Βιάρος. Ο Χορτάτσης αφιερώνει, λοιπόν, το ένα έργο του, την ‘Πανώρια’ στον Βιάρο και το άλλο, την ‘Ερωφίλη’, στον δικηγόρο του Ιωάννη Μούρμουρη, επειδή τον βοήθησαν στη δίκη. Τα στοιχεία αυτά βόηθησαν πάρα πολύ κι εμένα στην ταύτιση».
Μιλάμε για τα τέλη του 16ου αιώνα, αρχές του 17ου. Γιατί στρέφεστε τόσο σε αυτή την περίοδο της ελληνικής ιστορίας;
«Η βενετοκρατία με ενδιαφέρει πάρα πολύ, γιατί η Κρήτη και τα Επτάνησα ήταν οι μόνες περιοχές που δέχτηκαν τον δυτικό πολιτισμό, την Αναγέννηση, λόγω των ιστορικών συνθηκών. Ενώ η υπόλοιπη Ελλάδα έστρεφε το πρόσωπο προς Ανατολάς».
Και το δεύτερο βιβλίο που ετοιμάζετε;
«Το δεύτερο βιβλίο αφορά στην πορεία του Αμφι-Θεάτρου και, γενικότερα, στη δική μου δραστηριότητα, και το ετοιμάζω σε συνεργασία με τον σκηνογράφο Γιώργο Πάτσα και με τη συμμετοχή θεατρολόγων. Θα εκδοθεί από το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης. Είναι πολύ το υλικό, επειδή ξεπερνούν τις 220 οι σκηνοθεσίες μου. Αυτές οι δύο δουλειές θα με απασχολήσουν τον χειμώνα».
Γράφετε στον υπολογιστή;
«Όχι· με χαρτί και στυλό. Δεν τα πάω καλά με την τεχνολογία, αλλά έχω ανθρώπους γύρω μου που με βοηθάνε».
Ποιοι είναι, κύριε Ευαγγελάτε, οι σταθμοί στη μακριά πορεία σας, πέραν του Αμφι-Θεάτρου που βρίσκονται στην καρδιά όλων των θεατρόφιλων;
«Το Αμφι-Θέατρο και οι παραστάσεις του εκτός των συνόρων αποτέλεσαν τη βασική πηγή δημιουργίας για μένα, στα 37 χρόνια της ύπαρξής του. Άλλος σταθμός είναι η Εθνική Λυρική Σκηνή, της οποίας υπήρξα καλλιτεχνικός διευθυντής και πρόεδρος, και όπου ευτύχησα να σκηνοθετήσω λαμπρά έργα, μεταξύ των οποίων και ο ‘Ιπτάμενος Ολλανδός’ του Βάγκνερ –η μοναδική συνεργασία μου με τον πατέρα μου, τον αρχιμουσικό Αντίοχο Ευαγγελάτο. Σταθμός και η θητεία μου ως καλλιτεχνικού διευθυντή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, σταθμός η εκλογή μου ως συνιδρυτή και καθηγητή του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Και, βεβαίως, η τιμή που μου προσέφερε η Ακαδημία Αθηνών με το να με συμπεριλάβει στα τακτικά μέλη της το 2005 και να με εκλέξει πρόεδρό της για το έτος 2013».
Να προσθέσουμε και την επιστημονική σας έρευνα;
«Ναι, κυρίως στα αρχεία της Βενετίας, στην Κεφαλονιά και στα Κύθηρα. Και αν επιπλέον προσθέσετε και τα μελετήματα που έχω γράψει, έχετε μια πιο ολοκληρωμένη εντύπωση της
πορείας μου. Γιατί έχω δύο ιδιότητες: του φιλολόγου, ο οποίος τυχαίνει όμως να είναι σκηνοθέτης».
Ιδιαιτέρως αγαπάτε την όπερα, λόγω της οικογενειακής παράδοσης στη μουσική; Ο πατέρας, Αντίοχος, αρχιμουσικός, η μητέρα, Ξένη, αρπίστρια και η αδελφή σας, Δάφνη, μετζοσοπράνο.
«Ιδιαιτέρως αγαπώ την όπερα, ιδιαιτέρως και το αρχαίο δράμα, ιδιαιτέρως και τον Ερωτόκριτο και την Ερωφίλη... Έχετε δει τον Βέρθερο που είχα ανεβάσει; Αν επαναληφθεί στην καινούρια Όπερα, να το δείτε. Είναι μια πολύ καλή δουλειά του Γιώργου Πάτσα και νομίζω και δική μου».
Γιατί βάζετε πρώτα τη δουλειά του κυρίου Πάτσα;
«Από βαθειά εκτίμηση. Μιλάμε την ίδια θεατρική γλώσσα, υπήρξε συνοδοιπόρος του Αμφι-Θεάτρου, είναι σπάνιος συνεργάτης και αγαπημένος φίλος».
Μεγαλώσατε, λοιπόν, σε ένα σπίτι, όπου η τέχνη είχε τον πρώτο λόγο.
«Με τρόπο αυτονόητο, ποτέ διδακτικό. Και η Δάφνη που αναφέρατε, έχει κάνει πολύ μεγάλη καριέρα στο εξωτερικό· θριαμβεύει».
Μάθατε κι εσείς μουσική;
«Από παιδί παρακολουθούσα μαθήματα θεωρίας της μουσικής στο Ελληνικό Ωδείο, στο εγκαταλελειμμένο πλέον σήμερα κτήριο της οδού Φειδίου, όπου ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής ο πατέρας μου. Έκανα μαθήματα βιολιού με ένα μικρό βιολάκι τριών τετάρτων, γιατί ήμουν πολύ μικρός και, αργότερα, πήρα μαθήματα πιάνου».
Και η κόρη σας βρίσκεται στον χώρο της τέχνης. Τα πάει πολύ καλά με το θέατρο.
«Δόξα τω θεώ, η Κατερίνα έχει ισχυρότατη προσωπικότητα και είναι σπουδαία σκηνοθέτης».
Σας ρωτά τη γνώμη σας για ό,τι κάνει;
«Αφού τα έχει αποφασίσει».
Και αν προχωρήσετε σε κάποια διόρθωση, τη δέχεται;
«Δεν κάνω διορθώσεις. Λέω τη γνώμη μου, αφού έχει γίνει η παράσταση. Δεν πηγαίνω στις πρόβες, για να μη λένε ότι επεμβαίνω. Η Κατερίνα είναι άλλου είδους προσωπικότητα. Και τώρα, παράλληλα με τον ‘Φάουστ’ που είχε ανέβει για δεύτερη χρονιά στο Δημοτικό Πειραιώς, κάνει πρόβες για το ‘1984’ του Όργουελ».
Πρέπει να είστε περήφανος για αυτήν.
«Είμαι περήφανος και συγκινημένος».
Οι πολύ δύσκολες καταστάσεις που έχετε ζήσει, πόσο έχουν επηρεάσει τη δουλειά σας;
«Δεν μιλώ ποτέ για ιδιωτικά μου θέματα. Ό,τι έχω περάσει, καλό ή κακό, έχει ζυμωθεί με τον χαρακτήρα μου».
Μέσα από μία αναδρομή στον όγκο των παραστάσεών σας -ξέρω ότι δεν είναι εύκολο-, μπορείτε να ξεχωρίσετε ίσως κάποιες;
«Είχα την τύχη να υπηρετήσω έργα που μου άρεσαν πολύ. Αλλά δεν μπορώ να ξεχωρίσω. Θεωρώ, όμως, ως μία από τις συγκλονιστικότερες εμπειρίες μου την εναρκτήρια παράσταση του Αμφι-Θεάτρου, τον ‘Ερωτόκριτο’. Πέραν αυτού, ξεχωρίζω την ‘Ορέστεια’, τον ‘Άμλετ’, τους ‘Επιτρέποντες’, ‘Το Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα’, την ‘Ηλέκτρα’, τον ‘Ίωνα’, τον ‘Φάουστ’».
Ο ‘Ερωτόκριτος’ που αναφέρατε ανήκει στο κρητικό θέατρο. Εχετε αναδείξει, όμως, και άλλα ελληνικά παλαιά κείμενα, όπως το ‘Έπος του Διγενή Ακρίτη’, τον ‘Δαβίδ’ ενός άγνωστου Χιώτη ποιητή, την ‘Ερωφίλη’, την ‘Πανώρια’...
«Πράγματι, τα κείμενα αυτά και τα υπόλοιπα του κρητικού και επτανησιακού θεάτρου, τα αγάπησα πολύ και τους αφιέρωσα ένα μεγάλο μέρος της καλλιτεχνικής δραστηριότητάς μου. Στα 21 μου χρόνια, συγκρότησα μια ομάδα νέων ηθοποιών, τη Νεοελληνική Σκηνή, και ανεβάσαμε για πρώτη φορά τον ‘Φορτουνάτο’. Τον καιρό που στο θέατρο δέσποζε η ευρωπαϊκή πρωτοπορία, εγώ πρωτοεμφανίστηκα με ένα ελληνικό έργο του 1655».
Τότε, ήταν στο φόρτε του και ο Κουν. Πώς ήταν οι σχέσεις σας;
Και με τον Μινωτή;
«Είχα πάρα πολύ ωραίες σχέσεις και με τους δύο αυτούς πατριάρχες του θεάτρου, εγώ ήμουν μια γενιά νεότερος».
Έχετε ανεβάσει σχεδόν και το σύνολο των σωζoμένων τραγωδιών.
Με ιδιαίτερη προτίμηση σε κάποιον από τους τρεις μεγάλους; Αισχύλο, Σοφοκλή, Ευριπίδη;
«Όχι. Σε κάποια έργα των τριών μεγάλων, ναι».
Όπως;
«Δεν θα πρωτοτυπήσω καθόλου. Με γοητεύει η ανάγκη προσπέλασης των νοημάτων της ‘Ορέστειας’ του Αισχύλου, η ‘Ηλέκτρα’ και ο ‘Οιδίπους Τύραννος’ του Σοφοκλή, αλλά είναι άδικο κι εδώ να ξεχωρίσω κάποια έργα. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσα τα τελευταία χρόνια στα ονομαζόμενα ειρωνικά δράματα, αυτά που έχουν ευτυχές τέλος, που έχουν χιούμορ ανάμεσα στις σκηνές, που δεν είναι τραγωδίες».
Ειρωνικά δράματα;
«Νομίζω ότι τον όρο αυτόν τον έδωσαν άγγλοι φιλόλογοι. Είναι εύστοχος. Δράμα και ειρωνεία, συγχρόνως».
Και αυτοσαρκασμός των ηρώων;
«Και ετεροσαρκασμός».
Εσείς αυτοσαρκάζεστε ποτέ;
«Το χιούμορ που λένε πως διαθέτω, με έχει σώσει πολλές φορές σε δύσκολες στιγμές».
Οι μεγάλοι προβληματισμοί σας σε σχέση με το αρχαίο δράμα, ποιοι ήταν;
«Ο μεγάλος προβληματισμός μου ήταν ότι αντίθετα με όσα έκαναν οι σπουδαίοι σκηνοθέτες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό -ιδιαίτερα στην Ελλάδα- δεν πιστεύω στην αναγκαιότητα ύπαρξης μιας σχολής. Όχι μόνο διότι τα ειρωνικά δράματα είναι διαφορετικής υφής, αλλά και μέσα στο σύνολο των σωζόμενων έργων υπάρχουν τεράστιες διαφορές. Τι σχέση μπορεί να έχουν τα ειρωνικά δράματα ‘Ίων’ και ‘Ελένη’ με τη σπαρακτική αντιπολεμική κραυγή της ‘Εκάβης’ ή με την τελετουργική ατμόσφαιρα των ‘Βακχών’;».
Και το πιστεύω σας για αυτά;
«Πιστεύω ότι τα έργα απαιτούν, κατά το δυνατόν, διαφορετική αντιμετώπιση, σύμφωνα με το νόημά τους. Από κει και πέρα, το χέρι του σκηνοθέτη φαίνεται. Εγώ αλλιώς σκηνοθετούσα όταν πρωτομπήκα στην Επίδαυρο το 1972, και αλλιώς 55 χρόνια αργότερα, όταν είχα διαποτιστεί από τις εμπειρίες όχι μόνο της τέχνης αλλά και της ζωής».
Η Επίδαυρος έχει γράψει μέσα σας.
«Παραμένει ο χώρος που θαυμάζω από έφηβος μέχρι σήμερα, και ως θεατής και ως σκηνοθέτης».
Όταν κάποιοι μεγάλοι, όπως ο Στάιν, κάνουν μια σύγχρονη σκηνοθεσία, σας ενοχλεί;
«Μη μου λέτε για τον Στάιν, είμαι θαυμαστής του. Όχι όλων των παραστάσεών του. Δεν νομίζω ότι έδωσε το στίγμα του στην ‘Ηλέκτρα’ που έκανε στην Επίδαυρο, πριν μερικά χρόνια. Έχει δώσει, όμως, το στίγμα του σε μεγάλες παραστάσεις. Το ερώτημα είναι αν το ανέβασμα καθρεφτίζει με έναν σύγχρονο τρόπο το πνεύμα του συγγραφέα. Αλλιώς, ας ονομαστεί διασκευή. Όπως έκανε ο Μποστ τη ‘Μήδεια’. Ένα δικό του έργο. Εντιμότατο».
Τη λέξη τραγωδία μπορούμε να τη χρησιμοποιούμε σε σύγχρονα έργα; Ή έχει σφραγίσει έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας;
«Όχι, δεν μπορούμε. Τραγωδίες, όμως, πέραν των αρχαιοελληνικών, έχει γράψει και ο Σαίξπηρ και κατ’ εξαίρεσιν υπάρχουν έργα, όπως ο ‘Φάουστ’ του Γκαίτε και το ‘Ονειρόδραμα’ του Στρίντμπεργκ που ακραγγίζουν τα όρια της τραγωδίας. Δεν μπορούμε να χρησιμοποιούμε τη λέξη με τη φθαρμένη καθημερινή έννοια, όπως λέμε ‘τραγωδία στην εθνική οδό’, επειδή έγινε ένα τροχαίο. Τραγωδία σημαίνει συμμετοχή του πάσχοντος προσώπου στη μοίρα του».
Υπάρχουν σκηνοθέτες που σας επηρέασαν;
«Ναι. Ο Πήτερ Μπρουκ, ο Τζόρτζιο Στρέλλερ, ο Πέτερ Στάιν και ο Αλέξης Σολομός».
Υπάρχουν έργα που σάς έδωσαν μαθήματα ζωής;
«Ναι. Με τον ‘Άμλετ’, τον ‘Φάουστ’, τον ‘Δον Κιχώτη’, τον ‘Δον Ζουάν’ και τον ‘Προμηθέα Δεσμώτη’ έχουμε έναν κατάλογο πέντε μεγάλων εκπροσώπων του ευρωπαϊκού πνεύματος, Σαίξπηρ, Γκαίτε, Θερβάντες, Μότσαρτ, Αισχύλος, μέσω του θεάτρου. Γιατί περικλείουν αιώνιες αλήθειες».
Και από τον 20ο αιώνα;
«Ο Ο ‘Νηλ παραμένει αξεπέραστος, ο Μπέκετ, ο Μίλλερ, ο Τένεσσυ Ουίλιαμς, ο Έντουαρντ Άλμπυ, αλλά τέτοιου βεληνεκούς ήρωες ή αντιήρωες, δεν έχουμε».
Ο αντιήρωας δεν γίνεται κάποιες φορές και ήρωας;
«Βεβαίως. Εξαρτάται πώς το βλέπει κανείς. Μισοάδειο το ποτήρι ή μισογεμάτο».
Η τέχνη της ζωγραφικής πόσο επηρεάζει έναν σκηνοθέτη ή έναν σκηνογράφο.
«Σπανίως οι καλοί ζωγράφοι είναι και καλοί σκηνογράφοι. Αυτό συμβαίνει παγκοσμίως. Όταν πρωτοέκανα όπερα στη ζωή μου, στο Κλάγκενφουρτ, είχαν προσλάβει ως σκηνογράφο ένα πολύ μεγάλο όνομα της ευρωπαϊκής ζωγραφικής, εκπρόσωπο του φανταστικού ρεαλισμού, τον Έρνστ Φουκς, ο οποίος έκανε για την ‘Κάρμεν’ τέσσερις μακέτες που δεν ήταν σκηνικώς πραγματοποιήσιμες. Υπάρχουν, βεβαίως, και εξαιρέσεις».
Σας έχουν κάνει ποτέ μια πρόσκληση για να εργαστείτε μονίμως στο εξωτερικό;
«Πολύ παλιά, όταν ο τότε Γενικός Διευθυντής της Κρατικής Όπερας του Βερολίνου, Γκούσταβ-Ρούντολφ Ζέλνερ, μου πρότεινε να εργαστώ στο Βερολίνο ως βοηθός του. Ήμουν 26 ετών και είπα το μεγάλο ‘όχι’ γιατί είχα στο μυαλό μου τη δημιουργία του Αμφι-Θεάτρου».
Το μεγάλο όχι το πληρώνουμε στη ζωή μας;
«Όλες οι επιλογές μας έχουν ένα κόστος, αλλά για μένα το αντιστάθμισμα ήταν η ηθική ικανοποίηση να πραγματοποιήσω αυτό που είχα σαν όραμα στο μυαλό μου από πολύ νεαρή ηλικία. Εδώ έχω το στίγμα μου, όποιο κι αν είναι, και είναι σημαντικό για μένα».
Τι ζητάτε από έναν ηθοποιό για να δουλέψει μαζί σας;
«Το ταλέντο του πρώτα από όλα, και από κει και πέρα το σκηνικό και επαγγελματικό ήθος του».
Έχω την αίσθηση ότι θα πρέπει να είσαστε πολύ αυστηρός έως και απόλυτος στις συνεργασίες σας. Είναι έτσι;
«Είμαι απόλυτος ως προς τις επιλογές μου. Αντιθέτως, στους συνεργάτες μου και τους ηθοποιούς παραχωρώ απόλυτη ελευθερία έκφρασης».
Με τους νέους ηθοποιούς έχετε στιγμές έκρηξης ή διαθέτετε μεγάλα αποθέματα υπομονής;
«Γενικά η υπομονή είναι κάτι το οποίο με χαρακτηρίζει».
Ποιο είναι το μεγάλο σας προτέρημα και το μεγάλο σας ελάττωμα;
«Το μεγάλο μου ελάττωμα είναι ότι είμαι πείσμων. Το μεγάλο μου προτέρημα είναι και πάλι ότι είμαι πείσμων».
Έχετε γράψει ιστορία στο χώρο του θεάτρου.
«Εγώ δεν μπορώ να το πω αυτό. Μόνο με ποσοτικά κριτήρια μπορώ να μιλήσω».
Δουλέψατε πάρα πολύ.
«Με χαρά, αυτό έχει σημασία».
Τι σας συγκινούσε ιδιαιτέρως από την επαφή με τους θεατές σας;
«Αυτό που αισθάνεται κανείς. Αισθάνεσαι τα πραγματικά από τα τυπικά συγχαρητήρια, τα αληθινά λόγια, παίρνεις κάποιες ιδιαίτερες χαρές από παραστάσεις, οι οποίες έτυχαν θερμής υποδοχής. Και σε αυτό το αμάρτημα της χαράς έχω υποπέσει κι εγώ».
Είναι αμάρτημα η χαρά;
«Ναι, όταν αρχίσεις να υπερτιμάς αυτό που συμβαίνει».
Μα, διακονήσατε την τέχνη με μεγάλη αγάπη, αφοσίωση και σεμνότητα. Πρέπει να έχετε και μία ηθική ικανοποίηση.
«Έχω, αλλά δεν χρειάζεται να το λέω».
Ταξιδέψατε πολύ, παρουσιάζοντας δουλειές σας σε άλλες χώρες. Μοιραστείτε μαζί μας μια ισχυρή ανάμνηση.
«Απαντάω καλλιτεχνικά: Η υποδοχή της ‘Ηλέκτρας’ με τη Λήδα Τασοπούλου από τη Χιλή και την Αργεντινή μέσω Μόσχας ως το Πεκίνο. Και η ‘Ιφιγένεια εν Ληξουρίω’ του Πέτρου Κατσαΐτη στο Διεθνές Φεστιβάλ του Εδιμβούργου και στο Λονδίνο, όπου οι κριτικοί χαρακτήριζαν την ερμηνεία της Λήδας ως τον κωμικό αντίποδα της Μάργκοτ Φοντέιν στην πρώτη πράξη της ‘Ζιζέλ’».
Κάτω από τη δική σας μπαγκέτα.
«Ναι, αλλά η μπαγκέτα πάει ως ένα ορισμένο σημείο. Από κει και πέρα είναι η εμπνευσμένη ερμηνεία του ηθοποιού».
Τώρα ταξιδεύετε; Υπάρχει ελεύθερος χρόνος;
«Δεν υπάρχει και δεν θέλω να υπάρχει».
Τι θα θέλατε να ανεβάσετε στο μέλλον;
«Τον ‘Ορέστη’ του Ευριπίδη. Καλά να είμαστε. Είναι μία επιθυμία. Πέρσι έλεγα για την ποιμενική κωμωδία, τον ‘Αμύντα’, του Γεωργίου Μόρμορη. Ο οποίος και ανέβηκε σε πανελλήνια πρώτη, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, μόνο για μία παράσταση στο Ηρώδειο. Ελπίζω να επαναληφθεί του χρόνου το καλοκαίρι. Δεν φανταζόμουν αυτή τη μεγάλη απήχηση που είχε στο κοινό».
Στο παρελθόν, είχατε μία διαμάχη με τον απελθόντα διευθυντή του Φεστιβάλ, τον Γιώργο Λούκο.
«Ναι, δημοσίως».
Είστε ευχαριστημένος τώρα με την επιλογή του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου;
«Ήταν ένας άθλος που οργάνωσε ένα φεστιβάλ μέσα σε δύο εβδομάδες. Είναι πολύ συνεπής, ευγενής, επαγγελματίας και σκέπτεται ευρωπαϊκά».
Πώς σας φάνηκε η ανάληψη του υπουργείου Πολιτισμού από την Λυδία Κονιόρδου;
«Κάτι καταρχήν αυτονόητο. Το μέλλον θα δείξει εάν θα δικαιωθεί ή όχι».
Τις δουλειές των μικρών ομάδων, τις παρακολουθείτε;
«Παρακολουθώ, όταν μπορώ, και πιστεύω ότι κάτι καλό στο τέλος θα βγει. Από κει και πέρα είναι θέμα ταλέντου, ευφυΐας, εργατικότητας, αλλά και δημοσίων σχέσεων. Βεβαίως, το τελευταίο δεν το λέω με χαρά».
Την κατάσταση που ζούμε τώρα στη χώρα μας, πώς θα την χαρακτηρίζατε;
«Αθλία».
Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Ευαγγελάτε. Καλή δύναμη για τις εργασίες που ετοιμάζετε.
«Κι εγώ σας ευχαριστώ».
****
**** Αναδημοσίευση από το :
ΒΗΜΑgazino