Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2017

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ /// ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΡΟΥΜΠΑΣ /// Γραφείον ενικού τουρισμού


ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΡΟΥΜΠΑΣ

Γραφείον Ενικού Τουρισμού
Εκδόσεις Καλλιγράφος, Αθήνα 2016




Γράφει ο Γιάννης Στρούμπας



               Το Γραφείον ενικού τουρισμού είναι ένα ταξίδι σε τόπους και στον χρόνο. Χρονικά παρακολουθεί την πορεία της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Η πορεία αυτή ορίζεται στην έναρξή της από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης με τα αρχικά δειλά βήματα της νεόκοπης ελληνικής μικροαστικής Δημοκρατίας («Τα μπάνια του λαού»), διέρχεται από μια περίοδο διαφαινόμενης οικονομικής ακμής, ίσως επίπλαστης («Εντός, εκτός κι επί τα αυτά»), και καταλήγει στην οικονομική διολίσθηση της χώρας στα μνημόνια και την κηδεμονία των «εταίρων» της στη Δύση («Ψυγείο πάγου»), σε μια πορεία σηματοδοτούμενη από την ακαμψία του «γύψου» (Χούντα Συνταγματαρχών) και του «πάγου» (μνημονιακή παρακμή).

                Το τοπίο είναι, ως επί το πλείστον, τα ελληνικά πελάγη των καλοκαιρινών διακοπών του νεοέλληνα. Ο ποιητικός ήρωας κινείται μεταξύ παραλιών, περιβολιών, λιμανιών, καταστρωμάτων πλοίων, νησιών και γυμνών αιγαιοπελαγίτικων λόφων, αλλά κι επί της εθνικής οδού, διατρέχοντάς την από την Αττική μέχρι τη Θράκη, με ενδιάμεσους σταθμούς τα Καμένα Βούρλα, τον θεσσαλικό κάμπο, τη Συμπρωτεύουσα, τη Νέα Καρβάλη. Η μετακίνηση στον τόπο περιλαμβάνει διαρκείς μετακινήσεις στον χρόνο, από τα πρώτα παιδικά χρόνια του ποιητικού ήρωα μέχρι την ενηλικίωσή του, κι αποκεί πίσω στην εφηβεία και πάλι στην ωριμότητα.

                Τόποι και πρόσωπα προσφέρουν αλλεπάλληλες αφορμές για γνωριμία με τους ανθρώπους μα και για ενδοσκόπηση κι αυτογνωσία. Το άνοιγμα στον κόσμο, η επαφή, η ερωτική διάθεση είναι ζητούμενα. Ταυτόχρονα όμως γεννούν συχνά απογοητεύσεις, οι οποίες οδηγούν σε μια αντίστροφη διαδικασία απομόνωσης. Το ποιητικό υποκείμενο διεκδικεί την ηρεμία, τη φυγή απ’ την οχλοβοή («Δωμάτιο με ηχώ»), από τη γκρίνια («Τσούχτρες»), από τον βιοποριστικό κάματο. Το ταξίδι του μετατρέπεται από πληθυντικό σε ενικό, σε σημείο ώστε ακόμη και να αντιμετωπίζει σαν ανακούφιση την προσδοκώμενη αποδημία των γηραλέων του συγγενών που επιμένουν στα γινάτια τους («Το μόνον της ζωής της ταξίδιον»). Κι αποτάσσοντας όσα παρεξηγεί, καταλήγει ασυναίσθητα να συμπεριφέρεται το ίδιο σύμφωνα με το κατακριτέο εκ μέρους του ήθος.

                Η ενική διαδρομή είναι σπαρμένη από επαχθή φορτία. Στο πλαίσιο αυτό ακόμη και τα πλάσματα της φύσης, τζιτζίκια («Τζίτζικας») και κουνούπια («Θηλυκά βαμπίρ»), καθίστανται ανυπόφορα. Άλλοτε, σπουργίτια («Σπουργίτι στην άμμο») και θαλάσσιες χελώνες («Καρέτα-καρέτα») συμβάλλουν με το παράδειγμά τους σε μια φιλοσοφικότερη θεώρηση του βίου. Εκεί όπου τα πάντα είναι διεκδικήσιμα και συνάμα παρεξηγήσιμα, η αμφιταλάντευση του ποιητικού ήρωα μεταξύ του συλλογικά ωφέλιμου και του προσωπικού βολέματος διατηρείται, φανερώνοντας ότι οι προβληματισμοί θα παραμείνουν αναπάντητοι και η ίδια πορεία θα συνεχίζεται εσαεί, με τις προσδοκίες και τις ταπεινότητές της.

                Η συνειδητοποίηση της αδυναμίας οδηγεί τον ποιητικό αφηγητή σε μια πικρά ειρωνική αντιμετώπιση των καταστάσεων, ακόμη και στον αυτοσαρκασμό. Η ειρωνεία απλώνεται στις «αρετές» του τόπου («Μένουμε Ελλάδα»), στο εθνικό «μεγαλείο» («Τσούχτρα»), σε εργασιακούς θεσμούς («Υπεράριθμος»), σε ήθη των διακοπών, ιδίως με την εμμονική επιδίωξη της απόλαυσης ιδιαίτερων τοπικών γεύσεων («Ενθύμιον οπωσδήποτε», «Κουραμπιέδες Καρβάλης»), ακόμη και στη λογοτεχνική αποτύπωση των σχολίων, στον βαθμό στον οποίο τίτλοι έργων της νεοελληνικής λογοτεχνίας ενσωματώνονται σ’ ένα νέο περιβάλλον, προσλαμβάνοντας καινούριες, απρόσμενες διαστάσεις («Το μόνον της ζωής της ταξίδιον» από το ομότιτλο ποίημα· και «Οι σκλάβοι στα δεσμά τους» από το «Δουλεμπόριο λουκουμάδων»).

                Κι η λύτρωση εντέλει; Παντού και πουθενά. Στη διαιώνιση του μικρού παιδιού σε πατέρα ταυτιζόμενο με την παιδική ανωριμότητα («Απροσάρμοστος») και στην υιοθέτηση της ανωριμότητας αυτής. Στη θαλπωρή της παιδικής ηλικίας («Μπάλα μου πελαγίσια»). Στις εσωτερικές συγκρούσεις της οικογένειας («Σολομώντεια σανίδα») και τη «σολομώντεια» υπέρβασή τους. Στον βιασμό του τοπίου («Υψίστη γραφικότης») και στον συμβιβασμό μ’ αυτόν («Ζουμ»). Στην αντικατάσταση του ηρωικού ιδανικού από το ευδαιμονικό όραμα («Καμένα Βούρλα»). Άτακτη υποχώρηση; Προσγείωση στην πραγματικότητα; «Ρεαλισμός»; Ίσως το σκαλοπάτι του «πουθενά», που μπορεί να λειτουργήσει σαν εφαλτήριο παντοειδών λυτρωτικών εκτοξεύσεων.

***