Aναδημοσίευση από http://grammophono.tumblr.com/post/139653261227/bang-bang-%CE%B1%CF%83%CE%B7%CE%BC%CE%AF%CE%BD%CE%B1-%CE%BE%CE%B7%CF%81%CE%BF%CE%B3%CE%B9%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7
Το τραγούδι σου μέσα στο γκρίζο .Κοίταζα τον ποταμό που καθρέφτιζε την νύχτα και απορροφούσε όλους τους κραδασμούς της.
Μου
έλεγαν ότι έμεινα μόνη,μου έλεγαν διάφορα.Αλλά εγώ δεν τους
πίστευα.Ούτε και τώρα δηλαδή.Υπάρχουν τόσες φωτογραφίες που αποδεικνύουν
ότι ζήσαμε μαζί,υπάρχει το ημερολόγιο που είναι γεμάτο καταγραφές.Ωρες
,μέρες στιγμές ολάκερες γεμάτες από σένα.
“Θύμάσαι τότε που συνηθίζαμε να παίζουμε;” Όχι,δεν ήμασταν πολύ μικροί!Παίζαμε κι όταν μεγαλώσαμε ,πάντα παίζαμε.Γιατί την θεωρούσαμε παιχνίδι τη ζωή.
Το τραγούδι σου μέσα στο γκρίζο.Όταν δεν μπορώ τους τέσσερις τοίχους πάω στο ποτάμι.Ξέρεις,το ποτάμι μας.‘Ελα .'Ελα κι εσύ.
Σε καλεί αυτή που αναπάντεχα σε έχασε.'Ετσι λένε τουλάχιστον.Λένε ότι σε έχασα,ότι έμεινα χηρ….'Ακου να δεις.Κι όμως ,μπορεί να είναι αλήθεια γιατί μερικές φορές κλαίω.’Ανεξήγητα.Ασυναίσθητα γίνομαι εγώ το ποτάμι.'Εγώ είμαι το ποτάμι που καθρεφτίζω έναν έναν τους κραδασμούς της απώλειας.Και μου ταιριάζει η νύχτα περισσότερο άπ’ τη μέρα απ’ τότε που …. Και αν θέλεις να ξέρεις το σπίτι μας έχει ακόμα τη μυρωδιά σου.Και γι αυτό δεν αντέχω.Είναι αφόρητη αυτή η μυρωδιά της απουσίας,γλυκέ μου άντρα.Τον έκανες τον φόνο.Τώρα ταξίδεψε ήσυχος και μή σε νοιάζει.Τα κατάφερες μια χαρά.Πυροβόλησες την καρδιά μου.Πυροβόλησες τη ζωή μου.Με τόση ευκολία.Σίγουρα δεν θα το ήθελες.'Ηταν η κακιά στιγμή,ή το κακό το πεπρωμένο.Αλλά εγώ γιατί έχω τόσο θυμό,γιατί θέλω να μιλάω πάντα σε ενεστώτα και να λέω “ σ’ αγαπώ”,αντί “ σ’ αγάπησα”.
Το τραγούδι σου μέσα στο γκρίζο.Γιατί δεν υπάρχει παραμύθι που να απαλύνει τέτοια θλίψη.Ούτε και τραγούδι ασυνήθιστα παρηγορητικό που να αποδομεί την απώλεια και να την μετατρέπει σε χαρά.Το πένθος του θανάτου ή το πένθος του έρωτα είναι πιο μεγάλο;Mε συμφέρει να λέω του έρωτα ,γιατί αν πω του θανάτου ποτέ δεν θα σε ξεπεράσω.Ποτέ.Θα θάψω τη ζωή μου κάτω από τις αναμνήσεις ενός Μαζί.
Εν τη απουσία σου θα γυρίζω νοερά πάντα σε σένα.Αν πω την “ απώλεια” λέξη μου,θα ναι σαν να καταριέμαι την ζωή μου.
Δεν υπάρχει απώλεια.Καμία απώλεια.Κατεβαίνω εκεί στον ποταμό για να σε συναντήσω.Τον βλέπω σαν μικρό θεό,παντογνώστη και παντοδύναμο που μέσω μιας φυσικής ενόρασης έχει την ικανότητα να διαβάζει τις επιθυμίες της ψυχής μου.Τον βλέπω σαν ευεργέτη που πάντα τα νερά του θα σε επιστρέφουν σε μένα.Γιατί μου λείπεις,γαμώ τη μίζερή μου θλίψη και σε αφουγκράζομαι μια χαρά εκεί κάτω στην ποταμίσια σιωπή μου.(Και είμαι θυμωμένη,οργισμένη είμαι ,που δεν είπες ούτε “αντίο” ).Κι είναι τέτοιο το νυχτερινό τοπίο που με ευνοεί να σε κάνω ποίημα.'Ανετα.Ακούς;'Aνετα σε κάνω ποίημα.Και σε φυλακίζω,σε εγκλωβίζω για πάντα ,ώστε να μην μπορείς να φύγεις από κοντά μου,να το σκάσεις.Σε κάνω λέξεις,σε χύνω στο χαρτί,σε σημειώνω στο μπλοκάκι μου ,σε τυλίγω με στοργή .Ακόμα και στην τσέπη μου σε βάζω.Έτσι να μάθεις να μην παίζεις παιχνίδια ,μωρό μου.’
Εγώ να σε φυλάω ,εσύ να με πυροβολάς
.Εγώ να θέλω έρωτα και συ…Δεν είμαι τρελή.Δεν είμαι τρελή.Εσυ έχεις ξεφύγει τελείως.Συμμαζέψου.Ακούς εκεί!Να με πυροβολάς και να πετυχαίνεις το στόχο με ευκολία.Η ακόμα.χειρότερα…να με κάνεις εμένα στόχο.Ναι,είμαι στο στόχαστρο.'Ελα!Σε παρακαλώ,γιατί έτσι νιώθω.Είμαι στο στόχαστρο μιας μακράς , βασανιστικής -και ενδεχομένως θανατηφόρας-νοσταλγίας.
“Θύμάσαι τότε που συνηθίζαμε να παίζουμε;” Όχι,δεν ήμασταν πολύ μικροί!Παίζαμε κι όταν μεγαλώσαμε ,πάντα παίζαμε.Γιατί την θεωρούσαμε παιχνίδι τη ζωή.
Το τραγούδι σου μέσα στο γκρίζο.Όταν δεν μπορώ τους τέσσερις τοίχους πάω στο ποτάμι.Ξέρεις,το ποτάμι μας.‘Ελα .'Ελα κι εσύ.
Σε καλεί αυτή που αναπάντεχα σε έχασε.'Ετσι λένε τουλάχιστον.Λένε ότι σε έχασα,ότι έμεινα χηρ….'Ακου να δεις.Κι όμως ,μπορεί να είναι αλήθεια γιατί μερικές φορές κλαίω.’Ανεξήγητα.Ασυναίσθητα γίνομαι εγώ το ποτάμι.'Εγώ είμαι το ποτάμι που καθρεφτίζω έναν έναν τους κραδασμούς της απώλειας.Και μου ταιριάζει η νύχτα περισσότερο άπ’ τη μέρα απ’ τότε που …. Και αν θέλεις να ξέρεις το σπίτι μας έχει ακόμα τη μυρωδιά σου.Και γι αυτό δεν αντέχω.Είναι αφόρητη αυτή η μυρωδιά της απουσίας,γλυκέ μου άντρα.Τον έκανες τον φόνο.Τώρα ταξίδεψε ήσυχος και μή σε νοιάζει.Τα κατάφερες μια χαρά.Πυροβόλησες την καρδιά μου.Πυροβόλησες τη ζωή μου.Με τόση ευκολία.Σίγουρα δεν θα το ήθελες.'Ηταν η κακιά στιγμή,ή το κακό το πεπρωμένο.Αλλά εγώ γιατί έχω τόσο θυμό,γιατί θέλω να μιλάω πάντα σε ενεστώτα και να λέω “ σ’ αγαπώ”,αντί “ σ’ αγάπησα”.
Το τραγούδι σου μέσα στο γκρίζο.Γιατί δεν υπάρχει παραμύθι που να απαλύνει τέτοια θλίψη.Ούτε και τραγούδι ασυνήθιστα παρηγορητικό που να αποδομεί την απώλεια και να την μετατρέπει σε χαρά.Το πένθος του θανάτου ή το πένθος του έρωτα είναι πιο μεγάλο;Mε συμφέρει να λέω του έρωτα ,γιατί αν πω του θανάτου ποτέ δεν θα σε ξεπεράσω.Ποτέ.Θα θάψω τη ζωή μου κάτω από τις αναμνήσεις ενός Μαζί.
Εν τη απουσία σου θα γυρίζω νοερά πάντα σε σένα.Αν πω την “ απώλεια” λέξη μου,θα ναι σαν να καταριέμαι την ζωή μου.
Δεν υπάρχει απώλεια.Καμία απώλεια.Κατεβαίνω εκεί στον ποταμό για να σε συναντήσω.Τον βλέπω σαν μικρό θεό,παντογνώστη και παντοδύναμο που μέσω μιας φυσικής ενόρασης έχει την ικανότητα να διαβάζει τις επιθυμίες της ψυχής μου.Τον βλέπω σαν ευεργέτη που πάντα τα νερά του θα σε επιστρέφουν σε μένα.Γιατί μου λείπεις,γαμώ τη μίζερή μου θλίψη και σε αφουγκράζομαι μια χαρά εκεί κάτω στην ποταμίσια σιωπή μου.(Και είμαι θυμωμένη,οργισμένη είμαι ,που δεν είπες ούτε “αντίο” ).Κι είναι τέτοιο το νυχτερινό τοπίο που με ευνοεί να σε κάνω ποίημα.'Ανετα.Ακούς;'Aνετα σε κάνω ποίημα.Και σε φυλακίζω,σε εγκλωβίζω για πάντα ,ώστε να μην μπορείς να φύγεις από κοντά μου,να το σκάσεις.Σε κάνω λέξεις,σε χύνω στο χαρτί,σε σημειώνω στο μπλοκάκι μου ,σε τυλίγω με στοργή .Ακόμα και στην τσέπη μου σε βάζω.Έτσι να μάθεις να μην παίζεις παιχνίδια ,μωρό μου.’
Εγώ να σε φυλάω ,εσύ να με πυροβολάς
.Εγώ να θέλω έρωτα και συ…Δεν είμαι τρελή.Δεν είμαι τρελή.Εσυ έχεις ξεφύγει τελείως.Συμμαζέψου.Ακούς εκεί!Να με πυροβολάς και να πετυχαίνεις το στόχο με ευκολία.Η ακόμα.χειρότερα…να με κάνεις εμένα στόχο.Ναι,είμαι στο στόχαστρο.'Ελα!Σε παρακαλώ,γιατί έτσι νιώθω.Είμαι στο στόχαστρο μιας μακράς , βασανιστικής -και ενδεχομένως θανατηφόρας-νοσταλγίας.