πηγή:http://dimartblog.com/2014/09/07/italo-calvino/
Ποια
βιβλία θεωρούνται κλασικά; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά τους; Τι
προσφέρουν στον αναγνώστη; Γιατί, πώς και πότε τα διαβάζουμε; Ο Ίταλο
Καλβίνο δίνει απαντήσεις στο βιβλίο του Γιατί να διαβάζουμε τους κλασικούς, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2000. Μτφρ. Ανταίος Χρυσοστομίδης. Με τον απολαυστικό του τρόπο, ο συγγραφέας του Διχοτομημένου Υποκόμη, του Μαρκοβάλντο και του Αν μια νύχτα του χειμώνα, ένας ταξιδιώτης... μάς πλοηγεί στην ανάγνωση της κλασικής λογοτεχνίας, από τον Όμηρο και τον Οβίδιο στον Ντιντερό και τον Μπαλζάκ. Η στήλη Ιστορίες Ανάγνωσης αντιγράφει το πρώτο κεφάλαιο, που φέρει και τον τίτλο του βιβλίου.
Γιατί να διαβάζουμε τους κλασικούς
Ας ξεκινήσουμε με μερικούς ορισμούς.
1. Κλασικά είναι τα βιβλία για τα οποία ακούμε συνήθως να λένε: «Τα ξαναδιαβάζω…» και ποτέ «Τα διαβάζω…».
Αυτό
τουλάχιστον ισχύει για όσους θεωρούνται «πολυδιαβασμένοι»· δεν ισχύει
για τους νέους, για την ηλικία δηλαδή όπου η συνάντηση με τον κόσμο, και
τους κλασικούς ως τμήμα του κόσμου, έχει την αξία της πρώτης
συνάντησης.
Το
επαναληπτικό πρόθεμα μπροστά από το ρήμα «διαβάζω» μπορεί όμως να
αποτελεί και μια μικρή υποκρισία από όσους ντρέπονται να παραδεχτούν ότι
δεν έχουν διαβάσει ένα πασίγνωστο βιβλίο. Για να τους καθησυχάσει
κανείς, αρκεί να παρατηρήσει ότι όσο ευρύς κι αν είναι ο αριθμός των
αναγνωσμάτων «διάπλασης» ενός ατόμου, υπολείπεται πάντα ένας τεράστιο
αριθμός βασικών έργων που κάποιος δεν έχει διαβάσει.
Όποιος
έχει διαβάσει ολόκληρο τον Ηρόδοτο και ολόκληρο τον Θουκιδίδη να
σηκώσει το χέρι. Και τον Σαιν-Σιμόν; Και τον καρδινάλιο του Ρετς; Αλλά
και οι μεγάλοι μυθιστορηματικοί κύκλοι του 19ου αιώνα περισσότερο
μνημονεύονται παρά διαβάζονται. Στη Γαλλία, τον Μπαλζάκ, αρχίζουν να τον
διαβάζουν στο σχολείο, και από τον αριθμό των εκδόσεων που κυκλοφορούν
θα έλεγε κανείς πως εξακολουθούν να τον διαβάζουν και μετά. Αν όμως
γινόταν στην Ιταλία μια δημοσκόπηση, φοβάμαι πως ο Μπαλζάκ θα βρισκόταν
στις τελευταίες θέσεις. Οι παθιασμένοι με τον Ντίκενς αναγνώστες στην
Ιταλία αποτελούν μια περιορισμένη ελίτ ανθρώπων που όταν συναντιούνται,
αρχίζουν αμέσως να θυμούνται πρόσωπα και επεισόδια λες και πρόκειται για
γνωστούς τους ανθρώπους. Πριν από κάποια χρόνια ο Μισέλ Μπιτόρ,
διδάσκοντας στην Αμερική, κουράστηκε να ακούει να τον ρωτάνε για τον
Εμίλ Ζολά τον οποίο ποτέ του δεν είχε διαβάσει, και αποφάσισε να
διαβάσει όλο τον κύκλο των Ρουγκόν-Μακάρ. Ανακάλυψε πως ήταν
διαφορετικός από ό,τι πίστευε: μια εκπληκτική μυθολογική και κοσμογονική
γενεαλογία την οποία περιέγραψε σ’ ένα ωραιότατο δοκίμιο.
Αυτά
για να πω ότι η πρώτη ανάγνωση ενός μεγάλου βιβλίου σε ώριμη ηλικία
προσφέρει μια εξαιρετική απόλαυση: διαφορετική (κανείς όμως δεν μπορεί
να πει αν είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη) σε σχέση με την ανάγνωσή του σε
νεανική ηλικία. Η νεότητα μεταδίδει στην ανάγνωση, όπως σε κάθε άλλη
εμπειρία, μια ιδιαίτερη γεύση και μια ιδιαίτερη σημασία· ενώ στην
ωριμότητα εκτιμούνται (θα έπρεπε να εκτιμούνται) πολύ περισσότερες
λεπτομέρειες και επίπεδα και σημασίες. Μπορούμε επομένως να προτείνουμε
και τον παρακάτω τύπο ορισμού:
2. Κλασικά
λέγονται τα βιβλία που συνιστούν ένα πλούτο για όποιον τα έχει διαβάσει
και αγαπήσει· συνιστούν όμως έναν εξίσου σημαντικό πλούτο για όποιον
κρατάει για τον εαυτό του την τύχη να τα διαβάσει για πρώτη φορά στις
καλύτερες για να τα απολαύσει συνθήκες.
Πράγματι,
οι αναγνώσεις της νεότητας μπορούν να αποδειχτούν ελάχιστα αποδοτικές
λόγω ανυπομονησίας, απροσεξίας, απειρίας στη χρησιμοποίηση των οδηγιών
χρήσης, απειρίας στη ζωή. Μπορούν να είναι (ίσως και ταυτόχρονα)
επιμορφωτικές με την έννοια ότι δίνουν μια μορφή στις μελλοντικές
εμπειρίες, προσφέροντας πρότυπα, περιορίσμους, όρους σύγκρισης, σχήματα
ταξινόμησης, κλίμακες αξιών, παραδείγματα ομορφιάς: πράγματα που
εξακολουθούν να λειτουργούν ακόμα κι αν κάποιος θυμάται ελάχιστα
πράγματα ή και τίποτα από το βιβλίο που διάβασε στα νεανικά του χρόνια.
Αν ξαναδιαβάσουμε το βιβλίο σε ώριμη ηλικία, θα ξαναβρούμε στις σταθερές
αυτές, που τώρα πια αποτελούν τμήμα των εσωτερικών μας μηχανισμών και
των οποίων είχαμε ξεχάσει την προέλευση. Υπάρχει σε κάθε έργο μια
ιδιαίτερη δύναμη την οποία ποτέ δεν θυμόμαστε, αλλά η οποία αφήνει το
σπόρο της.
Επομένως ο ορισμός που μπορούμε να δώσουμε θα είναι ο εξής:
3. Κλασικά
είναι τα βιβλία που ασκούν μια ιδιαίτερη επίδραση τόσο όταν
επιβάλλονται ως αλησμόνητα όσο και όταν κρύβονται στις πτυχές της μνήμης
με τη μορφή του συλλογικού ή ατομικού ασυνείδητου.
Γι’
αυτό, στην ενήλικη ζωή μας, θα έπρεπε να αφιερώνουμε τον απαραίτητο
χρόνο για να επανερχόμαστε στα σημαντικότερα διαβάσματα των νεανικών μας
χρόνων. Αν τα βιβλία έμεναν τα ίδια (γιατί κι αυτά αλλάζουν κάτω από το
φως μιας διαφορετικής ιστορικής προοπτικής), εμείς σίγουρα έχουμε
αλλάξει, και η συνάντηση αποτελεί ένα εξ ολοκλήρου νέο γεγονός.
Επομένως,
είτε χρησιμοποιούμε το ρήμα «διαβάζω» είτε το ρήμα «ξαναδιαβάζω» δεν
έχει μεγάλη σημασία.
Πράγματι, μπορούμε να πούμε ότι:
4. Κάθε νέα ανάγνωση ενός κλασικού βιβλίου είναι μια ανάγνωση ανακάλυψης όπως η πρώτη.
5. Σ’ ένα κλασικό βιβλίο κάθε πρώτη ανάγνωση είναι στην πραγματικότητα μια νέα ανάγνωση.
Ο ορισμός 4 μπορεί να θεωρηθεί μέρος του παρακάτω ορισμού.
6. Κλασικό είναι το βιβλίο που δεν έπαψε ποτέ να λέει όσα έχει να πει.
Ενώ ο ορισμός 5 παραπέμπει σε μια πιο επεξηγηματική διατύπωση:
7. Κλασικά
είναι τα βιβλία που φτάνουν στα χέρια μας κουβαλώντας τα ίχνη των
αναγνώσεων που έχουν προηγηθεί της δικής μας και σέρνουν πίσω τους τα
ίχνη που άφησαν στην κουλτούρα ή στις κουλτούρες που διέτρεξαν (ή πιο
απλά στη γλώσσα ή στα ήθη).
Το
ίδιο ισχύει τόσο για τους αρχαίους όσο και για τους σύγχρονους
κλασικούς. Όταν διαβάζω την Οδύσσεια, διαβάζω το κείμενο του Ομήρου αλλά
παράλληλα δεν μπορώ να ξεχάσω όλα όσα οι περιπέτειες του Οδυσσέα έχουν
σηματοδοτήσει στη διάρκεια των αιώνων, και δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ αν
αυτά τα νοήματα ήταν φανερά στο κείμενο ή αν είναι επικαλύμματα ή
παραμορφώσεις ή επεκτάσεις. Διαβάζοντας Κάφκα, δεν μπορώ παρά να
επικυρώσω ή να απορρίψω τη νομιμότητα του επιθέτου «καφκικός» που μας
συμβαίνει να ακούμε κάθε τέταρτο της ώρας, σε ευθεία ή πλάγια χρήση.
Όταν διαβάζω το Πατέρες και γιοι του Τουργκένιεφ ή τους Δαιμονισμένους του Ντοστογιέφσκι δεν μπορώ παρά να σκεφτώ πως αυτά τα πρόσωπα συνέχσαν να επανενσαρκώνονται ώς τις μέρες μας.
Η
ανάγνωση ενός κλασικού πρέπει να μας προξενεί κάποια έκπληξη σε σχέση
με την εικόνα που είχαμε γι’ αυτό. Επομένως, δεν θα είναι ποτέ αρκετή η
προειδοποίηση ότι πρέπει να καταφεύγουμε στην άμεση ανάγνωση των
πρωτότυπων κειμένων και να αποφεύγουμε όσο γίνεται τις κριτικές
βιβλιογραφίες, αναλύσεις και ερμηνείες. Το σχολείο και το πανεπιστήμιο
θα έπρεπε να κάνουν κατανοητό ότι ένα βιβλίο που μιλάει για ένα άλλο
βιβλίο, σε καμιά περίπτωση δεν λέει περισσότερα πράγματα από το ίδιο το
βιβλίο για το οποίο γίνεται λόγος· κι όμως, σχολείο και πανεπιστήμιο
κάνουν ό,τι μπορούν να πείσουν για το αντίθετο. Υπάρχει μια διαδεδομένη
αντιστροφή των αξιών, με αποτέλεσμα η εισαγωγή, η κριτική θεώρηση, η
βιβλιογραφία να χρησιμοποιούνται ως προπέτασμα καπνού, προκειμένου να
κρύψουν αυτά που το κείμενο έχει να πει και που μπορεί να τα πει μόνο αν
το αφήσουμε να μιλήσει χωρίς εκείνους τους μεσάζοντες που έχουν την
απαίτηση να γνωρίζουν περισσότερα από αυτό. Μπορούμε, λοιπόν, να
συμπεράνουμε ότι:
8. Κλασικό είναι το έργο που προκαλεί αδιάκοπα έναν κονιορτό κριτικών αναλύσεων γι΄αυτό, αλλά συνεχώς τον αποτινάζει από πάνω του.
Δεν
είναι υποχρεωτικό ένα κλασικό έργο να μας διδάσκει κάτι που δεν
γνωρίζαμε· πολλές φορές ανακαλύπτουμε κάτι που γνωρίζαμε από πάντα (ή
που πιστεύαμε ότι γνωρίζαμε) αλλά δεν ξέραμε ότι ήταν κάτι που το έργο
αυτό το είπε πρώτο (ή που εν πάση περιπτώσει ήταν συνδεδεμένο μαζί του
με έναν ιδιαίτερο τρόπο). Και είναι αυτή επίσης μια έκπληξη που
προσφέρει μεγάλη ικανοποίηση, όπως προσφέρει πάντα η ανακάλυψη μια
ρίζας, μιας σχέσης, μιας εξάρτησης. Από όλα αυτά μπορούμε να αντλήσουμε
έναν ορισμό του τύπου:
9. Κλασικά
είναι τα βιβλία που όσο περισσότερο πιστεύουμε ότι τα γνωρίζουμε επειδή
τα έχουμε ακουστά, τόσο περισσότερο όταν τα διαβάζουμε μας αποκαλύπτουν
νέες, απροσδόκητες, άγνωστες πλευρές τους.
Φυσικά
αυτό συμβαίνει όταν ένα κλασικό βιβλίο «λειτουργεί» ως κλασικό, δηλαδή
εδραιώνει μια προσωπική σχέση με όποιον το διαβάζει. Αν ο σπινθήρας δεν
ανάψει, δεν γίνεται τίποτα: οι κλασικοί δεν διαβάζονται από υποχρέωση ή
σεβασμό, αλλά μόνο από αγάπη. Εκτός από το σχολείο: καλώς ή κακώς, το
σχολείο πρέπει να σου γνωρίζει έναν συγκεκριμένο αριθμό κλασικών ανάμεσα
στους οποίους (ή αναφορικά με τους οποίους) εσύ θα μπορέσεις στη
συνέχεια να αναγνωρίσεις τους «δικούς σου» κλασικούς. Το σχολείο είναι
υποχρεωμένο να σου δίνει τα απαραίτητα εργαλεία για να κάνεις μια
επιλογή· αλλά οι επιλογές που μετράνε είναι μόνο εκείνες που συμβαίνουν
έξω ή μετά το σχολείο.
Μόνο
στα ανιδιοτελή διαβάσματα μπορεί να πέσεις πάνω σ’ ένα βιβλίο που θα
γίνει το «δικό σου» βιβλίο. Γνωρίζω έναν εξαιρετικό ιστορικό τέχνης ο
οποίος, ανάμεσα σε όλα τα βιβλία, συγκέντρωσε την προτίμησή του στα Χαρτιά του Πίκγουικ,
και δεν χάνει ευκαιρία να αναφέρει αποσπάσματα από το βιβλίο του
Ντίκενς, και κάθε γεγονός της ζωής το παραλληλίζει με επεισόδια από το
βιβλίο. Έτσι, σιγά σιγά, ο ίδιος, το σύμπαν του, η αληθινή φιλοσοφία,
πήραν τη μορφή των Χαρτιών του Πίκγουικ σε μια απόλυτη ταύτιση.
Φτάνουμε, λοιπόν, μέσα από αυτή τη λογική σε άλλη μια αντίληψη του
κλασικού βιβλίου, μια αντίληψη μεγαλόπνοη και απαιτητική:
10. Αποκαλείται κλασικό ένα βιβλίο που παρουσιάζεται ως ισοδύναμο του σύμπαντος, όπως τα αρχαία φυλαχτά.
Με
αυτόν τον ορισμό πλησιάζουμε στην αντίληψη του ολικού βιβλίου, όπως το
ονειρευόταν ο Μαλαρμέ. Ένας κλασικός, όμως, μπορεί να καθορίσει επίσης
δυνατή σχέση αντιπαράθεσης, αντίθεσης. Αγαπώ όλα όσα σκέφτεται και κάνει
ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ, όλα όμως μου εμπνέουν μια ακατάσχετη διάθεση να του
αντιταχθώ, να του ασκήσω κριτική, να καβγαδίσω μαζί του. Φταίει η
αντιπάθεια που μου προκαλεί ο χαρακτήρας του, αλλά γι’ αυτό θα αρκούσε
να μην τον διαβάσω, από την άλλη όμως δεν μπορώ παρά να τον περιλάβω
ανάμεσα στους αγαπημένους μου συγγραφείς. Θα πω επομένως ότι:
11. Ο
«δικός σου» κλασικός είναι εκείνος που δεν μπορεί να σου είναι
αδιάφορος και σου χρησιμεύει για να ορίσεις τον εαυτό σου σε σχέση ή και
σε αντιπαράθεση με αυτόν.
Πιστεύω
πως δεν χρειάζεται να δικαιολογηθώ αν χρησιμοποιώ τον όρο «κλασικό»
χωρίς να κάνω διακρίσεις αρχαιότητας, ύφους, κύρους. (Για την ιστορία
όλων αυτών των εκδοχών του όρου, μπορεί κανείς να δει το πληρέστερο
λήμμα «Κλασικός» του Φράνκο Φορτίνι στην Εγκυκλοπαίδεια Εϊνάουντι, τ.
3.) Αυτό που διαφοροποιεί την έννοια του κλασικού σε όσα λέω είναι ίσως
μόνο η αίσθηση της απήχησης που μπορεί να έχει τόσο ένα αρχαίο όσο και
ένα σύγχρονο έργο, το οποίο όμως ήδη κατέχει μια θέση στην πολιτισμική
συνέχεια. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι:
12. Κλασικό
είναι ένα βιβλίο που έρχεται πριν από άλλα κλασικά βιβλία· όποιος όμως
έχει διαβάσει πρώτα τα άλλα κι ύστερα διαβάζει αυτό, αναγνωρίζει αμέσως
τη θέση του στη γενεαλογία.
Στο
σημείο αυτό δεν μπορώ πλέον να μεταθέσω το κρίσιμο πρόβλημα της σχέσης
της ανάγνωσης των κλασικών με όλες τις άλλες αναγνώσεις έργων που δεν
είναι κλασικά. Πρόβλημα που συνδέεται με ερωτήσεις του τύπου: «Γιατί να
διαβάζουμε τους κλασικούς αντί να επικεντρωνόμαστε σε αναγνώσματα ικανά
να μας δώσουν την ευκαιρία να γνωρίσουμε σε βάθος την εποχή μας;» και
«Πού θα βρούμε το χρόνο και την άνεση του μυαλού για να διαβάσουμε τους
κλασικούς, πνιγμένοι όπως είμαστε από τη χιονοστιβάδα του τυπωμένου
χαρτιού της επικαιρότητας;»
Βεβαίως
μπορούμε να υποθέσουμε την ύπαρξη ενός ευτυχούς ατόμου που αφιερώνει
τον «αναγνωστικό χρόνο» της ζωής του για να διαβάζει αποκλειστικά
Λουκρήτιο, Λουκιανό, Μονταίν, Έρασμο, Κεβέδο, Μάρλοου, το έργο Λόγος
περί της Μεθόδου, τον Βίλχελμ Μάιστερ, Κόλεριτζ, Ράσκαν, Προυστ και
Βαλερύ, και για να διασκεδάσει, την Μουρασάκι ή του ιρλανδέζικους
θρύλους. Κι όλα αυτά χωρίς να έχει καμιά σχέση με βιβλιοπαρουσιάσεις
φρεσκοτυπωμένων επανεκδόσεων, ούτε με δημοσιεύσεις για την κατάληψη
κάποιας έδρας, ούτε με εκδοτικές εργασίες των οποίων το συμβόλαιο έχει
ημερομηνία λήξης. Για να κρατήσει αμόλυντη τη δίαιτά του, το μακάριο
αυτό άτομο θα έπρεπε να απέχει από το διάβασμα των εφημερίδων, να μην
παρασύρεται από τις προκλήσεις κάποιου καινούργιου μυθιστορήματος ή μιας
πρόσφατης κοινωνιολογικής έρευνας. Απομένει να αποδεχτεί πόσο σωστή και
ωφέλιμη θα ήταν μια παρόμοια δογματική στάση. Η επικαιρότητα μπορεί να
είναι κοινότοπη και αποβλακωτική, παραμένει όμως πάντα ένα σημείο
προσανατολισμού για να κοιτάμε μπροστά ή πίσω. Για να μπορέσει κανείς να
διαβάσει τους κλασικούς, πρέπει να προκαθορίσει «από πού» θα τους
διαβάσει, ειδάλλως τόσο το βιβλίο όσο και ο αναγνώστης θα χαθούν σε μια
νεφελώδη αχρονία. Να λοιπόν που η μέγιστη αποδοτικότητα της ανάγνωσης
των κλασικών βρίσκεται με το μέρος όποιου ξέρει να την εναλλάσσει σε
σόφες δόσεις με την ανάγνωση της επικαιρότητας. Κι αυτό δεν προϋποθέτει
αναγκαστικά μια ισορροπημένη εσωτερική γαλήνη: μπορεί να είναι επίσης
και αποτέλεσμα ενός ανυπόμονου εκνευρισμού, ενός ασθμαίνοντος
ανικανοποίητου.
Το
ιδεώδες θα ήταν να αντιλαμβανόσμασταν την επικαιρότητα σαν ένα θόρυβο
έξω από το παράθυρο, που μας προειδοποιεί για τα κυκλοφοριακά προβλήματα
ή τις μετεωρολογικές μεταπτώσεις, ενώ εμείς παρακολουθούμε το λόγο των
κλασικών που ακούγεται σαφής και διαρθρωμένος μέσα στο δωμάτιο. Έχει
όμως επίσης τη σημασία του αν για τους πολλούς η παρουσία των κλασικών
γίνεται αισθητή σαν μια μακρινή βαβούρα, έξω από το δωμάτιο που έχει
πλέον καταληφθεί από την επικαιρότητα ή τη φωνασκούσα σε όλη της την
ενταση τηλεόραση. Επομένως, ας προσθέσουμε ότι:
13. Είναι
κλασικό ό,τι τείνει να εκτοπίζει την πραγματικότητα στη θέση ενός
μακρινού θορύβου, αλλά ταυτόχρονα δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς αυτόν
τον μακρινό θόρυβο.
14. Είναι κλασικό ό,τι εμμένει να υπάρχει ως μακρινός θόρυβος ακόμα και όπου κυριαρχεί η πιο παράταιρη επικαιρότητα.
Παραμένει
γεγονός ότι η ανάγνωση των κλασικών μοιάζει να αντιφάσκει με το ρυθμό
της ζωής μας, που δεν γνωρίζει αργόσυρτους χρόνους, την ανάσα του
ουμανιστικού otium· μοιάζει, επίσης, να αντιφάσκει με τον εκλεκτικισμό
της κουλτούρας μας η οποία δεν θα ήξερε ποτέ να συντάξει έναν κατάλογο
των κλασικών που θα ταίριαζε στην περίπτωσή μας.
Οι
συνθήκες αυτές υλοποιούνταν πλήρως στην περίπτωση του Λεοπάρντι αν
λάβουμε υπόψη μας τη ζωή του στην πατρική οικία, τη λατρεία του για την
ελληνική και λατινική αρχαιότητα και τη θαυμαστή βιβλιοθήκη που του
χάρισε ο πατήρ Μονάλντο, η οποία περιλάμβανε το σύνολο της ιταλικής
λογοτεχνίας, καθώς και γαλλική λογοτεχνία, με εξαίρεση τα μυθιστορήματα
και γενικώς τις νέες εκδόσεις, που είχαν εκτοπιστεί στο περιθώριο προς
μεγάλη χαρά της αδελφής («ο Σταντάλ σου» έγραφε στην Παολίνα). Αλλά και
τις πολύ ζωντανές επιστημονικές και ιστορικές του αναζητήσεις, ο Τζάκομο
για τις συνήθειες των πουλιών ανέτρεχε στη φυσική ιστορία του Μπιφόν,
για τις μούμιες του Φεντερίκο Ρους στα κείμενα του Φοντενέλ, για το
ταξίδι του Κολόμβου στον Ρόμπερτσον.
Σήμερα,
όχι μόνο μια κλασική διαπαιδαγώγηση όπως εκείνη του νεαρού Λεοπάρντι
είναι αδιανόητη, αλλά και η βιβλιοθήκη του κόμη Μονάλντο έχει εκραγεί.
Οι παλιοί τίτλοι έχουν αποδεκατιστεί και οι καινούργιοι έχουν
πολλαπλασιαστεί και απλώνονται σε όλες τις σύγχρονες λογοτεχνίες και
κουλτούρες. Δεν απομένει παρά να εφεύρουμε ο καθένας μας την ιδεατή
βιβλιοθήκη των κλασικών του· θα έλεγα μάλιστα πως η βιβλιοθήκη αυτή θα
πρέπει να περιλαμβάνει κατά το ήμισυ βιβλία που έχουμε διαβάσει και που
είχαν σημασία για μας, και κατά το ήμισυ βιβλία που θέλουμε να
διαβάσουμε και υποθέτουμε ότι θα έχουν σημασία για μας. Αφήνοντας ένα
τμήμα κενών θέσεων για τις εκπλήξεις, τις περιστασιακές ανακαλύψεις.
Συνειδητοποιώ
ότι ο Λεοπάρντι είναι το μόνο όνομα της ιταλικής λογοτεχνίας που έχω
αναφέρει. Συνέπεια της έκρηψης της βιβλιοθήκης. Θα έπρεπε κανονικά να
ξαναγράψω ολόκληρο το άρθρο για να φανεί πολύ καθαρά ότι οι κλασικοί μάς
είναι χρήσιμοι για να καταλάβουμε ποιοι είμαστε και πού έχουμε φτάσει,
και γι’ αυτό οι Ιταλοί είναι απαραίτητοι ακριβώς για να τους συγκρίνουμε
με τους ξένους, και οι ξένοι είναι απαραίτητοι για να τους συγκρίνουμε
με τους Ιταλούς.
Στη
συνέχεια όμως θα έπρεπε να ξαναγράψω το άρθρο άλλη μια φορά για να μη
φανεί ότι οι κλασικοί πρέπει να διαβάζονται επειδή «είναι χρήσιμοι» σε
κάτι. Ο μόνος λόγος που μπορεί κανείς να προβάλει είναι ότι το να
διαβάζουμε τους κλασικούς είναι καλύτερο από το να μην τους διαβάζουμε.
Κι
αν κάποιος αντιτάξει πως δεν άξίζει τον κόπο τόση προσπάθεια, θα
αναφέρω τον Σιοράν (δεν είναι κλασικός, τουλάχιστον προς το παρόν, αλλά
ένας σύγχρονος στοχαστής που μόλις τώρα αρχίζει να μεταφράζεται στην
Ιταλία): «Ενώ ετοίμαζαν το κώνειο, ο Σωκράτης μάθαινε μια μελωδία στον
πλαγίαυλο. “Σε τι θα σου χρησιμεύσει;” τον ρώτησαν. “Μα να μάθω αυτή τη
μελωδία πριν πέθανω”».