Το σύμπαν μου όλο Δύο φωνήεντα Εύπλαστα και υγρά Κι ένα σύμφωνο Σκληρό Σαρκοβόρο Εσύ
**** Ασφυξία Οι λέξεις σου 'Εχουν κολλήσει στο στήθος μου Τόσο που δεν αναπνέω πια αέρα Αλλά φωνήεντα και σύμφωνα Που σχηματίζουν το όνομά σου
**** Υλικά οικοδομών Ήχοι του καλοκαιριού Σταγόνες φθινοπωρινής βροχής στ' ακροθαλάσσι Νύχτες στη θαλπωρή της παλάμης σου Παλμοί της ηδονής στον γκρίζο κρόταφό σου Ανάσες στη σιωπή του μεσημεριού Τα μάζεψα με επιμέλεια περισσή Έφτιαξα ένα ωραίο κελί
**** Τabula rasa Σωπαίνεις Σε εντεταλμένη έλλειψη υπακούοντας Οριοθετώ το ποθητό σαρκίο σου Με μπλε μελάνι Απλώνεσαι Στο αδυσώπητο λευκό χαρτί Τεράστιο ερωτηματικό Χωρίς απάντηση
πίνω καπνίζω χορεύω χορεύω καπνίζω πίνω ίσως αν ήμασταν όλοι έτοιμοι να πνιγούμε από έρωτα ανά πάσα στιγμή να ήταν καλύτερος ο κόσμος μας
και κάπως έτσι βυθίζομαι στα παγωμένα σου αλμυρά νερά με το παιδικό μου σωσίβιο στο χέρι
ζεσταίνω τα ορφανά μου όνειρα σε χαμηλή φωτιά και πνίγω κρυφές επιθυμίες με δυο χούφτες γεμάτες πόνο και ναφθαλίνη με λαιμαργία δαγκώνω όλες τις προφητείες και τα μυστικά του καλοκαιριού ενώ σε καμαρώνω σαν αυγουστιάτικο φεγγάρι να ξέρεις βαριά ζωή η καλογερική άλλο να είσαι ποιητής κι άλλο παντοτινά ερωτευμένος
ακόμα κι αν υποθέσουμε πως κάθε μία μαγική παραλία που αντίκρισα σαστισμένος παριστάνει ένα τόσο δα σημαδάκι πρόσκαιρης χαράς και παιδικού ενθουσιασμού τότε κανένα ερωτικό ποίημα δεν μπορεί να γίνει ξόρκι ή λίγη δροσιά από μελτέμι για να ξαναγυρίσουν τα θαλασσοπούλια στα μαραμένα μου σωθικά
δεν πιστεύω
την αγία τύχη μέσα μου
γιαυτό σπάνια προσεύχομαι
κι ας είναι από σόι ο θεός
σαν δίδυμο μου αδελφάκι
που επειδή με αρνείται
μπερδεύω συνώνυμα
και αντωνυμίεςη καλή ποίηση το ξέρω πως
μοιάζει με ένα αιχμάλωτο
κρεμασμένο αστέρι
από μεταχειρισμένη κορδέλα
δώρο εξ ουρανού
ένας ανηφορικός χωματόδρομος
προς ένα κομματάκι
μικρού παράδεισου
ή μεγάλης κόλασηςσώπα
σώπασε επιτέλους
και μην χτενιστείς ποτέ σου
μπροστά από καθρέφτη
που φοβάσαι να κοιτάξεις
γιατί η μελαγχολία σου θα γίνει
λουλούδι ποδοπατημένο
κι ένας άνεμος τρελός
και θα σου ανακατέψει τα μαλλιάρίξε τουλάχιστον
ένα κόκκινο πανί στο πρόσωπο
και βάλε στο κεφάλι σου
ακάνθινο στεφάνι
να τυφλωθείς απ΄το αίμα
να μη βλέπεις
όσα δεν θα΄θελες
να δεις
λιθοβόλησα τους έρωτες μου σαν να τραβούσα φωτογραφίες κι εσύ μου έλεγες μη στεναχωριέσαι αγάπη που κελαηδάει σαν χελιδονόψαρο ποτέ της δεν σωπαίνει
ύστερα σήκωσα από τα βότσαλα ένα μισό λουλούδι μαδημένο και το έκρυψα στον κόρφο μου και τότε κατάλαβα πως τα χαμόγελά μας θα έμεναν για πάντα χάρτινο καραβάκι όπως ο κόσμος που για ασήμαντη αφορμή εύκολα τσαλακώνεται