Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ /// 21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2014 ///ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΑΝΘΟΛΟΓΙΕΣ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥΣ


Επιμέλεια: Ασημίνα Ξηρογιάννη



                                                    




                                                   [...]

                                       εκείνη  η εποχή που νοικιάζαμε ποδήλατα

                                       και τρέχαμε λάμποντας μισή ωρίτσα...[...]


                                             Ν.Καρούζος,Χορταριασμένα χάσματα



Επειδή ένας  μαθητής μου από την έκτη με περίμενε μια μέρα έξω από την πόρτα με το ποίημα του Βρεττάκου ''ΤΟ ΈΡΓΟ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ'' και την ώρα που μου το έδινε μου είπε:''Κυρία,οι ποιητές κατοικούν έξω από τον φόβο'',γι'αυτόν
 τον λόγο ,φέτος το varelaki γιορτάζει την Παγκόσμια Ημέρα ποίησης  παρέα με Ποιητικές Ανθολογίες για παιδιά και εφήβους  . Αναγκάζομαι να ανατρέξω σε αυτές κάθε φορά που ετοιμάζω στο σχολείο κάποιο  ποιητικό ή θεατροποιητικό δρώμενο.Και όλο ανακαλύπτω πράγματα.Πλούσιες όλες οι ανθολογίες, συγκεντρώνουν μεγάλο αριθμό ποιημάτων ,των οποίων η παράθεση γίνεται συνήθως με βάση το θέμα τους.Διότι σχεδόν όλοι οι ανθολόγοι πιστεύουν πως μια παιδική σχολική ανθολογία μόνο θεματικού τύπου κατηγοριοποίηση απαιτεί και κανενός άλλου(δημιουργών ,περιόδων κ.α).Στις  ανθολογίες συναντάμε και εκτενείς κατατοπιστικές εισαγωγές μέσα στις οποίες υπάρχουν σχόλια και κείμενα σχετικά με τους βασικούς στόχους του ανθολόγου,τα κριτήρια επιλογής των ποιημάτων,το εύρος του υλικού ,τη διάταξη της ύλης .
Στο τέλος συνήθως βιβλιογραφικά σημειώματα,εκτενής ή σύντομη βιβλιογραφία,πηγές ,ευρετήριο ποιημάτων και ποιητών,καθώς και ευρετήριο όρων,εννοιών και πραγμάτων.


                                                                               A.Ξηρογιάννη
 _________________________________________
                                                        
 

Ανθολογία παιδικής ποίησης



ανθολόγηση: Θέτη Χορτιάτη


εικονογράφηση: Τζώρτζης Παρμενίδης

Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη, 2000
332 σελ.
 Αφού πέρασε το εκφραστικό μου άγγιγμα από τους ενήλικους, στάθηκα μαζί με τα παιδιά να ξανακοιτάξω απ΄ την αρχή τον κόσμο, προσπαθώντας να δω σαν μέσα απ' την παρθένα ματιά των παιδιών και να μιμηθώ τη δροσερή τους αφέλεια.
Έτσι άρχισα να παίζω το ρόλο του παιδιού και να κάνω παιχνίδι την τέχνη μου μ' έναν τρόπο που πιστεύω πως το παιδί αναγνώστης ή ακροατής θα ήθελε να ιδιοποιηθεί.
Κι όπως έκανα τις λέξεις μου παιχνίδι, προσκάλεσα τα παιδιά να παίξουμε και να πετάξουμε μ' άλλους ρυθμούς στη φαντασία, με σκοπό να μπουν σε κίνηση οι δημιουργικές δυνάμεις των παιδιών.

                                
Θ. Χορτιάτη
Για περισσότερα μπορείτε να ανατρέξετε και ΕΔΩ 
και εδω


********

                                                                         




Ποιητική ανθολογία για παιδιά και εφήβους



Συλλογικό έργο
ανθολόγηση: Μαρία Μαρτζούκου, Σωτήρης Τριβιζάς
επιμέλεια σειράς: Νίκος Καλέντης

Καλέντης,

ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ


Αυτή η ποιητική ανθολογία απευθύνεται στα παιδιά και στους εφήβους. Ανθολογούνται ποιήματα γνωστών ποιητών, από τον Σολωμό ως τις μέρες μας, που είτε αναφέρονται στην παιδική ηλικία και σχετίζονται με τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς της, είτε απλώς είναι εύληπτα και επομένως κατάλληλα για να διαβαστούν από παιδιά. Η επιλογή ποιητών και ποιημάτων έγινε με μοναδικό κριτήριο την ανταπόκριση που ελπίζουμε ότι θα βρουν στη νεανική ευαισθησία. Ο στόχος της ανθολογίας παραμένει προφανής: να φέρει την ποίηση κοντά στους εφήβους και στα παιδιά, προετοιμάζοντας ενδεχομένως τους μελλοντικούς αναγνώστες.





**********







                                                        







Σχολική ποιητική ανθολογία



ανθολόγηση: Σπύρου Κοκκίνη

Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1994
333 σελ.





********

                                      

                                                               




Σύγχρονη σχολική ποιητική ανθολογία



Διονύσης Παπαδόπουλος

Φύλλα, 2008
290 σελ.


******




Ανδρέας Εμπειρίκος
 Ηχώ



Τα βήματά μας αντηχούν ακόμη

Μέσα στο δάσος με τον βόμβο των εντόμων

Και τις βαριές σταγόνες απ’ τ’ αγιάζι

Που στάζει στα φυλλώματα των δέντρων.

Κι ιδού που σκάζει μέσα στις σπηλιές

Η δόνησις κάθε κτυπήματος των υλοτόμων

Καθώς αραιώνουν με πελέκια τους κορμούς

Κρατώντας μες στο στόμα τους τραγούδια

Που μάθαν όταν ήτανε παιδιά

Και παίζανε κρυφτούλι μες στο δάσος.



Το ποίημα προέρχεται από τη συλλογή Τα Κάστρα του ανέμου (1934).
 ****
               Χρίστος   Λάσκαρης
Άνθρωποι της πόλης
 
Θα τους δείτε το πρωί της Κυριακής
-πηγαίνοντας για την εκκλησία-
να πλένουν οικογενειακώς το αυτοκίνητο.
Είναι οι άνθρωποι της πόλης που ετοιμάζονται.
Θα βγούνε στην εξοχή.
Θα πάνε να φέρουνε
στο διαμέρισμα λουλούδια.
 ******

ΔΗΜΗΤΡΑ Χ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ  

Για ένα παιδί που κοιμάται

Νύχτα. Η κίνηση αραιή στη λεωφόρο.
Μες στο κλειστό, το φωτισμένο εργοστάσιο,
Οι μηχανές, αποσταμένες μα άγρυπνες,
Επιβλέπουν σαν άκακοι γίγαντες
Τον ύπνο του μικρού. Στριμωγμένος
Κοντά στη σκάρα του  ατμού,
Με του αδερφού του το παλτό σκεπασμένος
Ξεκουράζεται.
Όλη τη μέρα δουλεύει στα φανάρια
Σκουπίζει τζάμια βιαστικά με το κόκκινο.
Εισπράττει κέρματα ή την εύλογη αγανάκτηση. Περιμένει το επόμενο φανάρι.
Τίμια κερδίζει έτσι το ψωμί
Και το μερίδιο του νυχτοφύλακα,
Που τον αφήνει να κοιμάται εκεί μέσα.
Τα χιονισμένα βουνά της πατρίδας του,
Τα χέρια της μάνας του που τύλιγαν γύρω του
Γυναικείο μαντίλι για το κρύο,
Το δάσκαλο που πληρωνότανε με γάλα
Μόλις θυμάται.
Θυμάται κάτι ελληνικά από το στόμα του,
Που τώρα εδώ ακούγονται αλλιώτικα.
Όχι σαν βότσαλα γυαλιστερά μεγάλης θάλασσας,
Όχι σαν ποδοβολητό του αλόγου
Ενός ανίκητου στρατηλάτη
Αλλά να, σαν τα κέρματα στην τσέπη,
Σαν το φτύσιμο στο βλέμμα του πελάτη.
Καμιά φορά πιο εγκάρδια
Σαν τούτο δω το βουητό της σκάρας,
Που όλο ανεβάζει το θερμό ατμό. 



Δ. Χ. Χριστοδούλου, Το κυπαρίσσι
των εργατικών
, Καστανιώτης

********


ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΤΣΟΧΕΡΑΣ





Ο Έφηβος των Αθηνών

 

 

 

Είμαι ο Διομήδης- ο έφηβος των Αθηνών
που έθαψα με της καρδιάς μου το αίμα
την τρανή κραυγή της λευτεριάς
τραγουδώντας την και αποχαιρετώντας.




******



Κώστας Βάρναλης



[Να σ΄ αγναντεύω θάλασσα]





Να σ' αγναντεύω, θάλασσα, να μη χορταίνω,
απ' το βουνό ψηλά
στρωτήν και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ' τα μαλάματά  σου τα πολλά.

Να 'ναι χινοπωριάτικον απομεσημερ', όντας 
μετ' άξαφνη νεροποντή
χιμάει μες απ' τα σύννεφα θαμπωτικά γελώντας
ήλιος χωρίς μαντύ.

Να ταξιδεύουν στον αγέρα τα νησάκια, οι κάβοι,
τ' ακρόγιαλα σα μεταξένιοι αχνοί
και με τους γλάρους συνοδιά κάποτ' ένα καράβι
ν' ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί.





 *******


 Μαρία Πολυδούρη



Κοντά σου


Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι.
Κοντά σου είνε η γαλήνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
Ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.

Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κ’ αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.

Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι’ ανύποπτα περνά μέσ’ στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι’ όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.




 ******



 Δ.Ν.ΠΑΠΑΔΙΤΣΑΣ



['ΟΛΑ ΤΑ ΦΥΛΛΑ]


'Ολα τα φύλλα ανέμισαν το Μάιο
Μια κρήνη μια λεπτοκαμωμένη λεύκα τραγουδάει
Στο κυανό ελληνικό παράθυρο
Άλλαξα τον ήχο των βημάτων μου
Με το ζεστό ανέβασμα του Ικάρου
Κι ένα βραχάκι ομορφιάς κατρακυλάει
'Απ τα μαλλιά μου ως το γέλιο μου ως τη φτέρνα.



 ********






                                                             







Σχολική ποιητική ανθολογία



ανθολόγηση: Θεόδωρου Α. Γιαννόπουλου

Νίκας / Ελληνική Παιδεία Α.Ε., 1983
352 σελ.




******



ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝ  ΣΙΜΟΝΩΦ(ΜΕΤ.ΡΙΤΑΣ ΜΠΟΥΜΗ -ΠΑΠΑ)



Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ Η ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ



-Η ποίηση είναι εθνική και αγαπά τη γη που γεννήθηκε.
-Η ποίηση μάχεται για την ελευθερία.
-Η ποίηση μάχεται για την ειρήνη.
-Η ποίηση μάχεται για το μέλλον.
Κι αυτό σημαίνει ότι η ποίηση είναι αδιάκοπη αντίσταση ,αφού:
-H ποίηση πολεμά την αδικία.
-Η ποίηση πολεμά την απανθρωπιά.
-Η ποίηση πολεμά τις αιτίες των πολέμων.
-Η ποίηση δεν είναι ρυθμός και ρίμες.
-Η ποίηση δεν είναι λέξεις σε ισόμετρες στήλες.
-Είναι η ψυχή του λαού.
-Ενσαρκώνει τις ελπίδες του.Τα όνειρα που κάνει για το μέλλον του.
Γι αυτό και τίποτα  δεν αξίζει όσο η ποίηση.
Κανένας τίτλος πιο άξιος από του ποιητή.




*****


 

 

Γιῶργος Σεφέρης 

 

 Θερινὸ Ἡλιοστάσι

 

Α´

Ὁ μεγαλύτερος ἥλιος ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ
κι ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ νέο φεγγάρι
ἀπόμακρα στὴ μνήμη σὰν ἐκεῖνα τὰ στήθη.
Ἀνάμεσό τους χάσμα τῆς ἀστερωμένης νύχτας
κατακλυσμὸς τῆς ζωῆς.
Τ᾿ ἄλογα στ᾿ ἁλώνια
καλπάζουν καὶ ἱδρώνουν
πάνω σὲ σκόρπια κορμιά.
Ὅλα πηγαίνουν ἐκεῖ
καὶ τούτη ἡ γυναῖκα
ποὺ τὴν εἶδες ὄμορφη, μιὰ στιγμὴ
λυγίζει δὲν ἀντέχει πιὰ γονάτισε.
Ὅλα τ᾿ ἀλέθουν οἱ μυλόπετρες
καὶ γίνουνται ἄστρα.

Παραμονὴ τῆς μακρύτερης μέρας.

Β´

Ὅλοι βλέπουν ὁράματα
κανεὶς ὡστόσο δὲν τ᾿ ὁμολογεῖ·
πηγαίνουν καὶ θαρροῦν πὼς εἶναι μόνοι.
Τὸ μεγάλο τριαντάφυλλο
ἤτανε πάντα ἐδῶ
στὸ πλευρό σου βαθιὰ μέσα στὸν ὕπνο
δικό σου καὶ ἄγνωστο.
Ἀλλὰ μονάχα τώρα ποὺ τὰ χείλια σου τ᾿ ἄγγιξαν
στ᾿ ἀπώτατα φύλλα
ἔνιωσες τὸ πυκνὸ βάρος τοῦ χορευτῆ
νὰ πέφτει στὸ ποτάμι τοῦ καιροῦ -
τὸ φοβερὸ παφλασμό.

Μὴ σπαταλᾷς τὴν πνοὴ ποὺ σοῦ χάρισε
τούτη ἡ ἀνάσα.


Γ´

Κι ὅμως σ᾿ αὐτὸ τὸν ὕπνο
τ᾿ ὄνειρο ξεπέφτει τόσο εὔκολα
στὸ βραχνά.
Ὅπως τὸ ψάρι ποὺ ἄστραψε κάτω ἀπ᾿ τὸ κῦμα
καὶ χώθηκε στὸ βοῦρκο τοῦ βυθοῦ
ἢ χαμαιλέοντας ὅταν ἀλλάζει χρῶμα.
Στὴν πολιτεία ποὺ ἔγινε πορνεῖο
μαστροποὶ καὶ πολιτικιὲς
διαλαλοῦν σάπια θέλγητρα·
ἡ κυματόφερτη κόρη
φορεῖ τὸ πετσὶ τῆς γελάδας
γιὰ νὰ τὴν ἀνεβεῖ τὸ ταυρόπουλο·
ὁ ποιητὴς
χαμίνια τοῦ πετοῦν μαγαρισιὲς
καθὼς βλέπει τ᾿ ἀγάλματα νὰ στάζουν αἷμα.
Πρέπει νὰ βγεῖς ἀπὸ τοῦτο τὸν ὕπνο·
τοῦτο τὸ μαστιγωμένο δέρμα.


Δ´

Στὸ τρελὸ ἀνεμοσκόρπισμα
δεξιὰ ζερβὰ πάνω καὶ κάτω
στροβιλίζονται σαρίδια.
Φτενοὶ θανατεροὶ καπνοὶ
λύνουν τὰ μέλη τῶν ἀνθρώπων.
Οἱ ψυχὲς
βιάζουνται ν᾿ ἀποχωριστοῦν τὸ σῶμα
διψοῦν καὶ δὲ βρίσκουν νερὸ πουθενά·
κολνοῦν ἐδῶ κολνοῦν ἐκεῖ στὴν τύχη
πουλιὰ στὶς ξόβεργες·
σπαράζουν ἀνωφέλευτα
ὅσο ποὺ δὲ σηκώνουν ἄλλο τὰ φτερά τους.

Φυραίνει ὁ τόπος ὁλοένα
χωματένιο σταμνί.


Ε´

Ὁ κόσμος τυλιγμένος στὰ ναρκωτικὰ σεντόνια
δὲν ἔχει τίποτε ἄλλο νὰ προσφέρει
παρὰ τοῦτο τὸ τέρμα.
Στὴ ζεστὴ νύχτα
ἡ μαραμένη ἱέρεια τῆς Ἑκάτης
μὲ γυμνωμένα στήθη ψηλὰ στὸ δῶμα
παρακαλᾷ μία τεχνητὴ πανσέληνο, καθὼς
δυὸ ἀνήλικες δοῦλες ποὺ χασμουριοῦνται
ἀναδεύουν σὲ μπακιρένια χύτρα
ἀρωματισμένες φαρμακεῖες.
Αὔριο θὰ χορτάσουν ὅσοι ἀγαποῦν τὰ μυρωδικά.

Τὸ πάθος της καὶ τὰ φτιασίδια
εἶναι ὅμοια μὲ τῆς τραγῳδοῦ
ὁ γύψος τοὺς μάδησε κιόλας.


Στ´

Κάτω στὶς δάφνες
κάτω στὶς ἄσπρες πικροδάφνες
κάτω στὸν ἀγκαθερὸ βράχο
κι ἡ θάλασσα στὰ πόδια μας γυάλινη.
Θυμήσου τὸ χιτῶνα ποὺ ἔβλεπες
ν᾿ ἀνοίγει καὶ νὰ ξεγλιστρᾷ πάνω στὴ γύμνια
κι ἔπεσε γύρω στοὺς ἀστραγάλους
νεκρός -
ἂν ἔπεφτε ἔτσι αὐτὸς ὁ ὕπνος
ἀνάμεσα στὶς δάφνες τῶν νεκρῶν.


Ζ´

Ἡ λεῦκα στὸ μικρὸ περιβόλι
ἡ ἀνάσα της μετρᾷ τὶς ὦρες σου
μέρα καὶ νύχτα·
κλεψύδρα ποὺ γεμίζει ὁ οὐρανός.
Στὴ δύναμη τοῦ φεγγαριοῦ τὰ φύλλα της
σέρνουν μαῦρα πατήματα στὸν ἄσπρο τοῖχο.
Στὸ σύνορο εἶναι λιγοστὰ τὰ πεῦκα
ἔπειτα μάρμαρα καὶ φωταψίες
κι ἄνθρωποι καθὼς εἶναι πλασμένοι οἱ ἄνθρωποι.
Ὁ κότσυφας ὅμως τιτιβίζει
σὰν ἔρχεται νὰ πιεῖ
κι ἀκοῦς καμιὰ φορὰ φωνὴ τῆς δεκοχτούρας.

Στὸ μικρὸ περιβόλι δέκα δρασκελιὲς
μπορεῖ νὰ ἰδεῖς τὸ φῶς τοῦ ἥλιου
νὰ πέφτει σὲ δυὸ κόκκινα γαρούφαλα
σὲ μίαν ἐλιὰ καὶ λίγο ἁγιόκλημα.
Δέξου ποιὸς εἶσαι.
Τὸ ποίημα
μὴν τὸ καταποντίζεις στὰ βαθιὰ πλατάνια
θρέψε το μὲ τὸ χῶμα καὶ τὸ βράχο ποὺ ἔχεις.
Τὰ περισσότερα -
σκάψε στὸν ἴδιο τόπο νὰ τὰ βρεῖς.


Η´

Τ᾿ ἄσπρο χαρτὶ σκληρὸς καθρέφτης
ἐπιστρέφει μόνο ἐκεῖνο ποὺ ἤσουν.

Τ᾿ ἄσπρο χαρτὶ μιλᾷ μὲ τὴ φωνή σου,
τὴ δική σου φωνὴ
ὄχι ἐκείνη ποὺ σ᾿ ἀρέσει·
μουσική σου εἶναι ἡ ζωὴ
αὐτὴ ποὺ σπατάλησες.
Μπορεῖ νὰ τὴν ξανακερδίσεις ἂν τὸ θέλεις
ἂν καρφωθεῖς σὲ τοῦτο τ᾿ ἀδιάφορο πρᾶγμα
ποὺ σὲ ρίχνει πίσω
ἐκεῖ ποὺ ξεκίνησες.

Ταξίδεψες, εἶδες πολλὰ φεγγάρια πολλοὺς ἥλιους
ἄγγιξες νεκροὺς καὶ ζωντανοὺς
ἔνιωσες τὸν πόνο τοῦ παλικαριοῦ
καὶ τὸ βογκητὸ τῆς γυναίκας
τὴν πίκρα τοῦ ἄγουρου παιδιοῦ -
ὅ,τι ἔνιωσες σωριάζεται ἀνυπόστατο
ἂν δὲν ἐμπιστευτεῖς τοῦτο τὸ κενό.
Ἴσως νὰ βρεῖς ἐκεῖ ὅ,τι νόμισες χαμένο·
τὴ βάστηση τῆς νιότης, τὸ δίκαιο καταποντισμὸ
τῆς ἡλικίας.

Ζωή σου εἶναι ὅ,τι ἔδωσες
τοῦτο τὸ κενὸ εἶναι ὅ,τι ἔδωσες
τὸ ἄσπρο χαρτί.


Θ´

Μιλοῦσες γιὰ πράγματα ποὺ δὲν τά ῾βλεπαν
κι αὐτοὶ γελοῦσαν.

Ὅμως νὰ λάμνεις στὸ σκοτεινὸ ποταμὸ
πάνω νερά·
νὰ πηγαίνεις στὸν ἀγνοημένο δρόμο
στὰ τυφλά, πεισματάρης
καὶ νὰ γυρεύεις λόγια ριζωμένα
σὰν τὸ πολύροζο λιόδεντρο -
ἄφησε κι ἂς γελοῦν.
Καὶ νὰ ποθεῖς νὰ κατοικήσει κι ὁ ἄλλος κόσμος
στὴ σημερινὴ πνιγερὴ μοναξιὰ
στ᾿ ἀφανισμένο τοῦτο παρὸν -
ἄφησέ τους.

Ὁ θαλασσινὸς ἄνεμος κι ἡ δροσιὰ τῆς αὐγῆς
ὑπάρχουν χωρὶς νὰ τὸ ζητήσει κανένας.


Ι´

Τὴν ὥρα ποὺ τὰ ὀνείρατα ἀληθεύουν
στὸ γλυκοχάραμα τῆς μέρας
εἶδα τὰ χείλια ποὺ ἄνοιγαν
φύλλο τὸ φύλλο.

Ἔλαμπε ἕνα λιγνὸ δρεπάνι στὸν οὐρανό.
Φοβήθηκα μὴν τὰ θερίσει.


ΙΑ´

Ἡ θάλασσα ποὺ ὀνομάζουν γαλήνη
πλεούμενα κι ἄσπρα πανιὰ
μπάτης ἀπὸ τὰ πεῦκα καὶ τ᾿ Ὄρος τῆς Αἴγινας
λαχανιασμένη ἀνάσα·
τὸ δέρμα σου γλιστροῦσε στὸ δέρμα της
εὔκολο καὶ ζεστὸ
σκέψη σχεδὸν ἀκάμωτη κι ἀμέσως ξεχασμένη.

Μὰ στὰ ρηχὰ
ἕνα καμακωμένο χταπόδι τίναξε μελάνι
καὶ στὸ βυθὸ -
ἂν συλλογιζόσουν ὡς ποῦ τελειώνουν τὰ ὄμορφα νησιά.

Σὲ κοίταζα μ᾿ ὅλο τὸ φῶς καὶ τὸ σκοτάδι ποὺ ἔχω.

ΙΒ´

Τὸ αἷμα τώρα τινάζεται
καθὼς φουσκώνει ἡ κάψα
στὶς φλέβες τ᾿ οὐρανοῦ τ᾿ ἀφορμισμένου.
Γυρεύει νὰ περάσει ἀπὸ τὸ θάνατο
γιὰ νά ῾βρει τὴ χαρά.

Τὸ φῶς εἶναι σφυγμὸς
ὁλοένα πιὸ ἀργὸς καὶ πιὸ ἀργὸς
θαρρεῖς πῶς πάει νὰ σταματήσει.


ΙΓ´

Λίγο ἀκόμη καὶ θὰ σταματήσει ὁ ἥλιος.
Τὰ ξωτικὰ τῆς αὐγῆς
φύσηξαν τὰ στεγνὰ κοχύλια·
τὸ πουλὶ κελάηδησε τρεῖς φορὲς τρεῖς φορὲς μόνο·
ἡ σαύρα πάνω στὴν ἄσπρη πέτρα
μένει ἀκίνητη
κοιτάζοντας τὸ φρυγμένο χόρτο
ἐκεῖ ποὺ γλίστρησε ἡ δεντρογαλιά.
Μαύρη φτερούγα σέρνει ἕνα βαθὺ χαράκι
ψηλὰ στὸ θόλο τοῦ γαλάζιου -
δές τον, θ᾿ ἀνοίξει.

Ἀναστάσιμη ὠδίνη.

ΙΔ´

Τώρα,
μὲ τὸ λιωμένο μολύβι τοῦ κλήδονα
τὸ λαμπύρισμα τοῦ καλοκαιρινοῦ πελάγου,
ἡ γύμνια ὁλόκληρής της ζωῆς·
καὶ τὸ πέρασμα καὶ τὸ σταμάτημα καὶ τὸ πλάγιασμα καὶ τὸ τίναγμα
τὰ χείλια τὸ χαϊδεμένο δέρας,
ὅλα γυρεύουν νὰ καοῦν.

Ὅπως τὸ πεῦκο καταμεσήμερα
κυριεμένο ἀπ᾿ τὸ ρετσίνι
βιάζεται νὰ γεννήσει φλόγα
καὶ δὲ βαστᾷ πιὰ τὴν παιδωμή -

φώναξε τὰ παιδιὰ νὰ μαζέψουν τὴ στάχτη
καὶ νὰ τὴ σπείρουν.
Ὅ,τι πέρασε πέρασε σωστά.

Κι ἐκεῖνα ἀκόμη ποὺ δὲν πέρασαν
πρέπει νὰ καοῦν
τοῦτο τὸ μεσημέρι ποὺ καρφώθηκε ὁ ἥλιος
στὴν καρδιὰ τοῦ ἑκατόφυλλου ρόδου.

******



Γιωργου  Σαραντάρη



Κ.Π.ΚΑΒΑΦΗΣ


Η πόλη που γεννήθηκες είναι η Κωνσταντινούπολη.
Πόλη του μέλλοντος.
Ενώ εσύ πολύ προτού πεθάνεις
Μέσα στο παρελθόν έπαιζες ζάρια
Όχι,η ζωή σου δεν ήταν ωραία
Με τα μυρωδικά
Με τα βιβλία
Με τις εξαίσιες εκείνες
Αλλά ψεύτικες οπτασίες

Αγάπησες ποτέ σου μια Ρωξάνη;

Ο Αντώνιος της ποίησής σου η Αλεξάνδρεια. 



 *****
 Γιώργος  Θέμελης



 ΑRS POETICA



Τί γυρεύεις από το ποίημα;
Το'χεις το ψωμί σου;
Tρώγε το
Δεν το'χεις
θυρόδερνε
ή κόβε το άπ'το στόμα του άλλου με το μαχαίρι σου.
Μπορείς να το μοιράσεις ζυγιάζοντας δίκαια κι ίσα μπουκιές
και φέτες χορτασμού σε Πεντακισχιλίους;
Τί να σου δώσει το Ποίημα;
Δεν έχει κόψη μαχαιριού.
Δεν εκπυρσοκροτεί.
Μην το παραβιάζεις.
Το Ποίημα είναι επικίνδυνο σε κινδυνεύει
σαν τ'άγριο φυτό που φύτρωσε στο χείλος του γκρεμού,
ίλιγγος,πέτρα γλιστερή,κραυγή της ερημιάς...



(Απόσπασμα)



*****


Ναπολέων Λαπαθιώτης




Ποιητής

 

 

Πόσο βαθὺ κι ἀσήμαντο συνάμα,
τῆς Ζωῆς καὶ τῆς Τέχνης σου τὸ δρᾶμα,
σ᾿ ἕνα παιχνίδι μάταιο καὶ γελοῖο,
τοῦ Νοῦ σου νὰ σκορπᾷς τὸ μεγαλεῖο!
Μέρα-νύχτα νὰ παίζεις μὲ τὶς λέξεις,
πῶς, πρέπει, μεταξύ των, νὰ τὶς πλέξεις
καὶ πῶς, μαζί, νὰ σμίξεις κάποιους ἤχους,
ὥστε νὰ κλείσεις τ᾿ Ὄνειρο σὲ στίχους!
Πόσος κόπος καὶ πόνος κι ἀγωνία,
νὰ πλάσεις ἀπ᾿ τὴ θλίψη σου ἁρμονία

καὶ νὰ τὴ πλάσεις μ᾿ ὅλους σου τοὺς τρόπους,
γιὰ νὰ τὴ ξαναδώσεις στοὺς ἀνθρώπους!
Μήτε κι ἀληθινὰ ποὺ ξέρω πρᾶμα
πιὸ θλιβερό, ἀπ᾿ τοῦ πόνου σου τὸ δρᾶμα,

τοῦ Πόνου αὐτοῦ, ποὺ στέργει γιὰ κλουβί του,
τὸ χῶρο ἑνὸς ἀνθρώπινου ἀλφαβήτου!

Κι ἀφοῦ, σὰ τὰ μικρὰ παιδάκια, παίξεις,
τόσο καιρό, μὲ ρίμες καὶ μὲ λέξεις

κι ὅλες σου τὶς ἐλπίδες ἀφανίσεις,
χαμένος, ὅλος, μέσ᾿ στὶς ἀναμνήσεις,

μόλις φανοῦν οἱ πρῶτες μαῦρες τύψεις
κι ἔρθ᾿ ἡ στιγμὴ νὰ σκύψεις, νὰ μὴ σκύψεις,

μὰ παίρνοντας μαζὶ τὸ θησαυρό σου,
τὸ Γολγοθᾶ σου ἀνέβα καὶ σταυρώσου!


*****


ANAΣΤΑΣΗ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗ


ARS POETICA


Το ποίημα δεν είναι σαν τα φύλλα
που ο άνεμος σέρνει στους δρόμους.
Δεν είναι η ακίνητη θάλασσα,
το αραγμένο καράβι.
Δεν είναι ο γαλάζιος ουρανός,
κι η καθαρή ατμόσφαιρα.

Το ποίημα είναι ένα καρφί
στην καρδιά του κόσμου.
Ένα φωτεινό μαχαίρι
μπηγμένο κάθετα στις πόλεις.
Το ποίημα είναι σπαραγμός.
Κομμάτι γυαλιστερό μέταλλο,
πάγος,σκοτεινή πληγή,
το ποίημα είναι σκληρό
-πολυεδρικό διαμάντι.
Συμπαγές-λαξευμένο μάρμαρο.
Ορμητικό-Ασιατικός ποταμός.
Το ποίημα δεν είναι φωνή,
πέρασμα πουλιού
Είναι πυροβολισμός
στον ορίζοντα και την ιστορία.
Το ποίημα δεν είναι άνθος που μαραίνεται.
Είναι βαλσαμωμένος πόνος.