Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

Σκέψεις της Νατάσας Ζαχαροπούλου με αφορμή το βιβλίο ΕΠΟΧΗ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΠΟΙΗΣΗ


ΠΗΓΗ:http://www.diastixo.gr/kritikes/poihsh/1830-epoxi-mou-einai-i-poihsh




της Νατάσας Ζαχαροπούλου



Στα τέσσερα χρόνια εκδοτικής παρουσίας της Ασημίνας Ξηρογιάννη, η ποιητική συλλογή Εποχή μου είναι η ποίηση είναι το τέταρτο βιβλίο της. Εδώ το ενδιαφέρον της ποιήτριας μεταφέρεται από το κέντρο προς την περιφέρεια του κύκλου, από το άτομο προς την κοινωνία και τα σημερινά της αδιέξοδα.

Έχω την εντύπωση πως η αίσθηση του ανεκπλήρωτου που διαπερνά την πρώτη της συλλογή, Η προφητεία του ανέμου (Εκδ. Δωδώνη, 2009), αλλά και τα μεταγενέστερα βιβλία της, οι διαψεύσεις που βιώνει εκεί η δημιουργός εξαιτίας της ανάγκης της για κάποια ουσιαστική διαπροσωπική σχέση που επιτέλους θα ριζώσει και θ’ ανθίσει, και που ωστόσο δεν, όσο και ο πόνος της απώλειας που την ταλανίζει, μοιάζουν να γίνονται η αιτία που την ωθεί να στραφεί και να στοχεύσει όχι πια στην ικανοποίηση που αντλεί κάποιος από την ανταπόκριση και την πλήρωση που προσφέρει η πραγμάτωση ενός έρωτα, αλλά από την κοινωνική αντίστοιχη. Όμως και πάλι ίδια πικρία και απογοήτευση διατρέχει τους στίχους, κυριαρχεί στην καρδιά της: Γιατί να γράφεις ποιήματα/ όταν δεν υπάρχουν αναγνώστες; Ή: Δεν παλεύεται η πραγματικότητα/ με όμορφα συνδυασμένους τρόπους/ και έντεχνη αθωότητα.

Η Ασημίνα Ξηρογιάννη αναρωτιέται για το είδος της επικοινωνίας που υπάρχει ή που χρειάζεται ν’ αναπτυχθεί ανάμεσα σ’ εκείνη και τους γύρω της, προβληματίζεται ακόμη και για τη χρησιμότητα της ποίησης στις μέρες μας, διαλεγόμενη ωστόσο με τον εαυτό της εφόσον οι απαντήσεις που περιμένει μετά βίας ακούγονται, καθώς είναι ασύνταχτες και άναρθρες, μοιάζουν με δυσνόητη παντομίμα με την οποία προσπαθεί να εκφραστεί ένα πλήθος που βρίσκεται σε διαρκή σύγχυση: Η ποίηση είναι μια πολυτέλεια/ σε τέτοιους καιρούς, θα πεις./ Κι όμως μπορεί να είναι δρόμος. Ή αλλού: Μα δεν είναι τούτοι οι καιροί για ποίηση;

Φαίνεται προσωρινά να καταλήγει σε συμπέρασμα: Σε δύσκολους καιρούς/ δεν αναζητούμε/ τη μεγάλη ποίηση/ αλλά την επείγουσα, διαπιστώνοντας πως: κάθε τοίχος κι ένα σύνθημα./ Αυτή είναι η ποίηση που διαθέτουμε σήμερα. Εξ αυτού προτρέπει τον εαυτό της, αλλά και άλλους: Φτιάξε μια νέα ποιητική: «Πάρε υλικό από τη διάλυση/ και χτίσε ένα ακέραιο ποίημα».

Ωστόσο, αν και φαίνεται να γεννιέται μέσα της περιστασιακά μια ελπίδα πως κάτι θ’ αλλάξει, αν και, χάρη σ’ αυτή την ελπίδα, μοιάζει να εφευρίσκει και να προτείνει τρόπους αντίδρασης στα συμβαίνοντα, αρκεί η παρατήρηση της πραγματικότητας ώστε η απογοήτευση και η διάψευση να την καταλάβουν γι’ άλλη μια φορά: Το ποίημα περιπλανιέται αδιάκοπα/ στους δρόμους της πόλης που ξαγρυπνά/...απεγνωσμένα ζητά/...να το γράψουν/ όμως: δεν γράφεται. Γιατί άραγε;

Μήπως η από πολλούς αναμενόμενη επανάσταση δεν θα γίνει με τους ίδιους τρόπους που γνωρίζαμε ως σήμερα; Ίσως δεν πρόκειται για μια λαϊκή εξέγερση. Μήπως η επανάσταση είναι περισσότερο από ποτέ ατομική υπόθεση; Ατομική – όχι προσωπική. Πιθανώς κι εξ αυτού του λόγου, αν και οι άνθρωποι που έχουν κάτι να πουν, και που είναι αυτοί που τους σημάδεψε ένας μεγάλος πόνος, δεν συμβαίνει την ίδια στιγμή και στον ίδιο βαθμό οι ανάγκες τους να συναντώνται, ν’ αθροίζονται, έτσι ώστε να συναποτελέσουν το μεγάλο πλήθος, το κρίσιμο μέγεθος που απαιτείται, προκειμένου να συσταθεί το μαζικό κίνημα, μία, με γνωστούς πεπαλαιωμένους τρόπους καθοδηγούμενη έγερση, την οποία αρκετοί εξακολουθούν να ονειρεύονται. Ωστόσο, οι ονειρευόμενοι, αν τους παρατηρήσει κανείς, βλέπει ότι βαδίζουν με μιαν επιμονή ανεξήγητη σε πορεία αναντίστοιχη και οπισθοδρομική αναφορικά με τις απαιτήσεις της εποχής που διανύουμε.

Άλλωστε, επ’ αυτού και η Ασημίνα Ξηρογιάννη διαπιστώνει: κάποτε γράφαμε/ πατριωτικά ποιήματα/ κάποτε είχαμε πατρίδα. Η διαπίστωσή της βρίθει πικρίας και βαθέος παραπόνου: Στην πραγματικότητα είμαστε απάτριδες; Η συγκεκριμένη παραδοχή περισσότερο από άλλες την καίει; Το γεγονός ότι ακόμη και η λέξη «πατρίδα», όπως τόσες και τόσες άλλες, δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα πουκάμισο αδειανό; Οπωσδήποτε, κανείς απ’ όσους με μαεστρία και απαράμιλλη υπομονή γκρέμιζαν και σκόρπαγαν στρατούς σαρακιών, που για χρόνια κατέτρωγαν την καρδιά των εννοιών και των πραγμάτων, κανείς απ’ όσους άρρητα άκριτα υπέθαλπαν, ενέδιδαν στη συγκεκριμένη τακτική, την επικροτούσαν (στο όνομα ποιας ελευθερίας και τίνος είδους δημοκρατίας τάχα;), ή απλώς σώπαιναν, διανοήθηκε ότι τα πλήθη των απάτριδων είναι χειρότερα και πιο επικίνδυνα από εκείνα των μισθοφόρων.

Οπότε, το ποίημα εξακολουθεί να περιπλανιέται αδιάκοπα/ στους δρόμους της πόλης που ξαγρυπνά./ Απεγνωσμένα ζητά/ απ’ τους μετανάστες, τις πόρνες και τους ζητιάνους/ να το γράψουν. Όμως οι συγκεκριμένοι αδυνατούν. Όπως και οι άλλοι: Εκείνοι που τους παρατηρούν, που χρησιμοποιούν συχνά την περίπτωσή τους ως κάποιου είδους σημαία. Παρόλο που το υλικό της εν λόγω σημαίας είναι ο πόνος, φαίνεται πως δεν αρκεί για κανενός είδους αλλαγή, ανατροπή στις συνήθειες του βίου. Γι’ αυτό ίσως είναι απαραίτητοι οι όμοιοι με αξίωμα στίχοι που παρατίθενται σε κάποιο άλλο ποίημα: Ακόμα κι αν δεν έχεις πληγή,/ οφείλεις να δημιουργήσεις μία/ χάριν του ποιήματος.

Αλλά τότε, αυτομάτως, ανακύπτει το ερώτημα: Τόσο η οδύνη όσο και η τέχνη είναι αυτοσκοπός; Παράλληλα, σε ό,τι αφορά την προέκταση της προτροπής στα κοινωνικά ζητούμενα, μπορούμε να παρατηρήσουμε την αυθωρεί αναίρεση της αλήθειας αυτής της ρήσης, η οποία την ίδια στιγμή δίδει απάντηση στους προβληματισμούς περί της παθητικότητας που διαπερνά την κοινωνία. Αν δεν επαρκεί ό,τι ήδη συμβαίνει και χρειάζεται να εφευρεθούν, να κατασκευαστούν επιπλέον πληγές και οδύνες, συγχρόνως με την παθολογία που μπορεί κάποιος να διαπιστώσει, γεννάται ένα επιπλέον ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν καθετί στημένο, στοιχειοθετημένο, να συνεπάρει; Αν η πραγματικότητα δεν δονεί τόσο όσο θα έπρεπε, μπορεί να δονήσει, να κινητοποιήσει το ψεύδος; Κι επίσης: Από ποιον να «δημιουργηθεί», να σκηνοθετηθεί τρόπον τινά η «πληγή», προς όφελος τίνος;

Ίσως θα ήταν χρήσιμο αν ο ποιητής, ο διανοητής ή ο όποιος άλλος ιθύνων μάς έλεγε: αναγνώρισε στον εαυτό σου τον «μετανάστη», την «πόρνη», τον «ζητιάνο», τον «άπατρι», δες αυτό που είσαι κι όχι αυτό που νομίζεις ή θα ’θελες να ’σαι, βρες το κουράγιο να σταθείς ευθαρσώς απέναντι στους ρόλους που παίζεις αδιαλείπτως στη σκηνή της καθημερινότητας. Μήπως μ’ αυτόν τον τρόπο επιτέλους ο πόνος που κουβαλάς (κι όχι αυτός που θα εφεύρεις), και τον οποίο διαρκώς αποφεύγεις, αυτός ακριβώς ο έκβαθυς πόνος που προκύπτει από την αναγνώριση και την παραδοχή, όχι μονάχα το ποίημα, αλλά και την ατομική σου επανάσταση μπορεί να εγείρει; Μήπως καταρχήν σε βοηθήσει να βρεις την «πατρίδα» που σπαταλιέσαι να κυνηγάς όσο πιο μακριά κι όσο πιο έξω από τον ίδιον εσένα γίνεται, και που, αν και διατηρείς το πρόσχημα της αναζήτησης ενεργό, στην πραγματικότητα έχεις απολέσει την ουσία και τον σκοπό της αναζήτησης;

Και, μήπως τελικά, πριν καν γραφεί τ’ οποιοδήποτε ποίημα, πριν ακόμη ένας στίχος, μια λέξη έστω προκύψει και σταθεί στην επιφάνεια της συνείδησης, χρειάζεται να σκάψεις βαθιά, να προχωρήσεις από την επιφάνεια προς το βάθος, το κέντρο, να βρεις το σημείο της ύψιστης συμπάγειας, εκεί όπου θα μπορείς να βάλεις τις βάσεις για τα θεμέλια των οικοδομημάτων που γκρεμίστηκαν; Και... μήπως... μήπως είναι αυτή εντέλει η επείγουσα ποίηση, η επανάσταση η πράγματι;
Εποχή μου είναι η ποίησηΕποχή μου είναι η ποίηση
Ασημίνα Ξηρογιάννη
Γαβριηλίδης
52 σελ.
Τιμή € 7,46