Κ. Θεοχάρη...σας καλωσορίζω στο varelaki και ξεκινώ αμέσως.Παρακολουθείτε φαντάζομαι,
τις πολιτικές,κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις!Ζούμε λοιπόν σε ανισόρροπους
καιρούς.Σε καιρούς δύσκολους για την Ελλάδα ως έθνος και για τους πολίτες της.Τα
βλέμματα όλων είναι στραμμένα στην κρίση .Και δεν είναι λίγοι οι συμπολίτες μας
που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα επιβίωσης.Μέσα σε όλα αυτά ,μήπως οι
Ποιητές και η Ποίησή τους περισσεύουν;Mήπως δεν είναι τούτη εποχή για Ποίηση και
άλλα παρόμοια;
Προσωπικά θεωρώ ότι η ποίηση [και γενικά η λογοτεχνία ] ανθίζει μέσα στο
διαδίκτυο. Γίνονται όμορφες δημιουργικές ζυμώσεις και ανταλλαγές.(Το έχω μάλιστα
υποστηρίξει δημόσια σε σχετικό άρθρο μου στο Protagon).Ποιά είναι δική σας άποψη
αναφορικά με το θέμα ''Λογοτεχνία και διαδίκτυο''.
Είμαι σύμφωνος με την άποψη ότι η λογοτεχνία μπορεί ν’ ανθοφορήσει στο διαδίκτυο, αρκεί να μπορέσει ο αναγνώστης να πετάξει από την όρασή του τα σκουπίδια, γιατί πολλές αναρτήσεις είναι για πέταμα. Κάνω κι εγώ χρήση συστηματική του διαδικτύου αναρτώντας, με το προσωπείο του «χαρτοκόπτη», κάθε πρωί ένα ποίημα με πλήρη βιβλιογραφική τεκμηρίωση –ένα ποίημα που «μιλάει» στην δική μου αισθητική και προσδοκία και που, κατά τεκμήριο, αρέσει και στους «αναγνώστες» μου…
Πώς βλέπετε το μέλλον της Ποίησης στον τόπο μας;
Ευοίωνο το βλέπω! Ο Έλληνας έχει σαν ζωτικό στοιχείο της ανάσας του τον δεκαπεντασύλλαβο, έτσι ζει, έτσι θα συνεχίσει να πορεύεται…
Πείτε μου δυο λόγια για τα ποιητικά σας βιβλία. Ποιο αγαπάτε περισσότερο.
Όλες οι εποχές είναι για την Ποίηση. Ίσα ίσα που
τώρα είναι απαραίτητη η Ποίηση ακριβώς για να αποτυπώσει την πραγματικότητα της
εποχής, γιατί η Ποίηση είναι σαν την αξίνα και το σκουπάκι του αρχαιολόγου,
αποκαλύπτει τα ευρήματα χωρίς να καταστρέψει την αρτιότητά τους.
Η Ποίηση λειτούργησε κυρίως στις δύσκολες εποχές, στους στενούς καιρούς. Τα σημαντικά κινήματα στην Τέχνη αναπτύχθηκαν σε σκοτεινές περιόδους της ιστορίας του ανθρώπου, σε καιρούς ανελεύθερους και δύσκολους. Θυμηθείτε τους φουτουριστές στην προεπαναστατική Ρωσία, τους συρρεαλιστές στον Μεσοπόλεμο και κατά τη διάρκεια του Δευτέρου πολέμου. Επίσης, ακριβώς επειδή στους δύσκολους καιρούς αναπτύσσονται οι συλλογικότητες γιατί οι άνθρωποι τότε μόνο, δυστυχώς, αισθάνονται την ανάγκη να περάσουν από το ε γ ώ στο ε μ ε ί ς, εμφανίστηκαν και ευδοκίμησαν λογοτεχνικά περιοδικά που άφησαν το ιχνος τους ανεξίτηλο: στη δικτατορία της 4ης Αυγούστου, στην Κατοχή, στην Απριλιανή δικτατορία δημιουργήθηκαν συντροφιές νέων λογοτεχνών που διακόνησαν την Ποίηση αποτελεσματικά.
Η Ποίηση λειτούργησε κυρίως στις δύσκολες εποχές, στους στενούς καιρούς. Τα σημαντικά κινήματα στην Τέχνη αναπτύχθηκαν σε σκοτεινές περιόδους της ιστορίας του ανθρώπου, σε καιρούς ανελεύθερους και δύσκολους. Θυμηθείτε τους φουτουριστές στην προεπαναστατική Ρωσία, τους συρρεαλιστές στον Μεσοπόλεμο και κατά τη διάρκεια του Δευτέρου πολέμου. Επίσης, ακριβώς επειδή στους δύσκολους καιρούς αναπτύσσονται οι συλλογικότητες γιατί οι άνθρωποι τότε μόνο, δυστυχώς, αισθάνονται την ανάγκη να περάσουν από το ε γ ώ στο ε μ ε ί ς, εμφανίστηκαν και ευδοκίμησαν λογοτεχνικά περιοδικά που άφησαν το ιχνος τους ανεξίτηλο: στη δικτατορία της 4ης Αυγούστου, στην Κατοχή, στην Απριλιανή δικτατορία δημιουργήθηκαν συντροφιές νέων λογοτεχνών που διακόνησαν την Ποίηση αποτελεσματικά.
Συνεπώς, και σήμερα η Ποίηση προβάλλει ως
αναγκαιότητα πρώτης γραμμής.
Είμαι σύμφωνος με την άποψη ότι η λογοτεχνία μπορεί ν’ ανθοφορήσει στο διαδίκτυο, αρκεί να μπορέσει ο αναγνώστης να πετάξει από την όρασή του τα σκουπίδια, γιατί πολλές αναρτήσεις είναι για πέταμα. Κάνω κι εγώ χρήση συστηματική του διαδικτύου αναρτώντας, με το προσωπείο του «χαρτοκόπτη», κάθε πρωί ένα ποίημα με πλήρη βιβλιογραφική τεκμηρίωση –ένα ποίημα που «μιλάει» στην δική μου αισθητική και προσδοκία και που, κατά τεκμήριο, αρέσει και στους «αναγνώστες» μου…
Πώς βλέπετε το μέλλον της Ποίησης στον τόπο μας;
Ευοίωνο το βλέπω! Ο Έλληνας έχει σαν ζωτικό στοιχείο της ανάσας του τον δεκαπεντασύλλαβο, έτσι ζει, έτσι θα συνεχίσει να πορεύεται…
Πείτε μου δυο λόγια για τα ποιητικά σας βιβλία. Ποιο αγαπάτε περισσότερο.
Τέσσερις ποιητικές συλλογές έδωσα μέχρι τώρα στην
ανάγνωση. Ως το τέλος του χρόνου θα κυκλοφορήσει στις εκδόσεις του βιβλιοπωλείου
Σύγχρονη Έκφραση, της Λιβαδειάς, η συγκεντρωτική μου, στην οποία θα ενσωματωθούν
και 12 ποιήματα γραμμένα την εποχή της δικτατορίας τα οποία είναι αδημοσίευτα
αλλά έχουν ακουστεί σε δημόσιες αναγνώσεις τον καιρό που γράφτηκαν. Γι’ αυτά τα
ποιήματα θα υπάρχει και ένα επίμετρο της Μαρίας Ν. Ψάχου. Ο τίτλος της έκδοσης
είναι «Πιστοποιητικά θνητότητας ποιήματα 1970-2010».
Αγαπώ περισσότερο το κάθε φορά ά γ ρ α φ ο ν
βιβλίο μου.
Βύρων Λεοντάρης, Θωμάς Γκόρπας, Τζένη Μαστοράκη, Γιώργος Μαρκόπουλος, Κώστας Μαυρουδής, Δημοσθένης Βουτυράς, Επαμεινώνδας Γονατάς, Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Μάρω Δούκα, Ζυράννα Ζατέλη, Γιάννης Ευσταθιάδης, Ερρίκος Μπελιές, Αχιλλέας Κυριακίδης, Δημήτρης Δημοκίδης.
Ως θεατρολόγος δεν θα μπορούσα να μην σας κάνω αυτήν την ερώτηση. Παρακολουθείτε θέατρο;
Παρακολουθώ, πάντα παρακολουθούσα και συνέδραμα. Υπήρξα εξ αρχής μέλος της Θεσσαλικής Πνευματικής Πορείας από την οποία ξεπήδησε το ακμάζον πάλαι ποτέ Θεσσαλικό Θέατρο και μετέχοντας σε συλλογικές δράσεις στον χώρο που ζω βοήθησα στη μετάκληση θιάσων με σημαντικό ρεπερτόριο στη Βοιωτία. Είμαι εντυπωσιασμένος από τη δουλειά του Σίμου Κακάλα και άλλων νέων σκηνοθετών που τολμούν και πειραματίζονται ακροβατώντας.
Πιστεύετε στην κριτική;
Η κριτική όταν ασκείται με αγαπητικό τρόπο μπορεί ακόμη και να καταχεριάζει δημιουργικά. Όμως έχουμε και φαινόμενα κριτικής/χειροκρότημα και κριτικής/δηλητήριο. Υπάρχει, δυστυχώς μεγάλη μιζέρια στην κριτική που ασκείται σήμερα…
Aπό τα διαβάσματά σας....αν σας ρωτούσα να μου επισημάνετε 3 βιβλία που διαβάσατε και σας σημάδεψαν τόσο που σας άλλαξαν το βλέμμα για τα πράγματα ,τί θα απαντούσατε;
Τα Άπαντα του Σολωμού στην κριτική έκδοση Πολυλά στα 17 μου, στο Λύκειο που μου έδειξε ότι εκτός από τους μίνορες, και ειδικά τον Πορφύρα, την ποίηση του οποίου αγαπούσα παράφορα ως τότε, υπάρχει και η Ποίηση που χρειάζεται να προσεγγίσω με το μυαλό μου και όχι μόνο με το συναίσθημα. Τις «Θέσεις για τον Καρυωτάκη», του Λεοντάρη, στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Σημειώσεις», το 1973, που μου φώτισε την ποίηση ενός ογκόλιθου της λογοτεχνίας μας. Την ποιητική συλλογή «Άλογα στον Ιππόδρομο» του Μάρκου Μέσκου, το 1973 της οποίας το moto «Όταν είμαστε λυπημένοι γράφουμε ποιήματα» μου αποκάλυψε τη βαθύτερη ουσία της ποιητικής δημιουργίας.
Αυτά από την ελληνική λογοτεχνική παραγωγή. Από τις ξένες λογοτεχνίες: το «Εμβατήριο Ραντέτσκυ» του Γιόζεφ Ροτ, στην εξαιρετική μετάφραση του Δημ. Δημοκίδη, γιατί κατάλαβα πώς γίνεται λογοτεχνία της ανάμνησης δίχως γλυκερότητα, του Βίκτωρα Σερζ «Υπόθεση Τουλάγιεφ», γιατί μου αποκάλυψε τον ζόφο της σταλινικής περιόδου και αναλογίστηκα πόσα θα είχε κερδίσει ο έλληνας αναγνώστης αν τέτοια βιβλία μεταφράζονταν στη γλώσσα μας την ώρα που εκδόθηκαν στη γλώσσα γραφής τους και όχι με καθυστέρηση δεκαετιών, και τέλος «Ο κόσμος του χθες» του Στέφαν Τσβάιχ, γιατί μου έδειξε για πόσα πρέπει να αισθάνομαι αγάπη για τη γηραιά μας ήπειρο.
Γίνονται πολλές προσπάθειες τα τελευταία χρόνια για την υποστήριξη του ψηφιακού βιβλίου..
Έτσι πρέπει! Κάθε τι συμβαδίζει με τα τεχνολογικά μέσα της κάθε εποχής. Αλλά δεν θα εκλείψει το τυπωμένο βιβλίο. Θα υπερασπιστούμε μέχρις εσχάτων τον τελευταίο τυπογράφο, όπως και τον τελευταίο ταχυδρομικό διανομέα…
Yπάρχει από πολύ κόσμο μια αγανάκτηση απέναντι στους εκδοτικούς οίκους και τις πολιτικές τους. Είναι δικαιολογημένη η αγανάκτηση αυτή;
Εν πολλοίς είναι δικαιολογημένη γιατί ζητούν πολλά χρήματα προκειμένου να εκδώσει ένας νέος ποιητής το πρώτο του βιβλίο, όμως είναι έμποροι και δεν έχει κανένας απαίτηση να λειτουργούν με μη εμπορικά κριτήρια.
Υπάρχουν νέοι εμπνευσμένοι ποιητές σήμερα; Ποιά λόγια θα απευθύνατε σε έναν νέο ποιητή;
Υπάρχουν, όπως σε κάθε εποχή άλλωστε… Υπάρχει μια
πλειάδα νέων ποιητών, αγοριών και κοριτσιών που είναι πολύγλωσσα, μορφωμένα, και
που η ως τώρα κατάθεσή τους είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και η ιδιοπροσωπία
καθενός είναι ήδη διακριτή.
Θα έλεγα σ’ αυτά τα παιδιά να μη δουν την Ποίηση
μονάχα σαν ανάσα για τους ίδιους αλλά, κυρίως, σαν αναπνευστική συσκευή που έχουν την
υποχρέωση να την τροφοδοτούν με οξυγόνο και να συντρέχουν τους συνανθρώπους τους
στους πνιγηρούς καιρούς που ζουν…
Ο θεσμός αυτός έχει κατά καιρούς υπονομευθεί, η αξιοπιστία του θέλω να πω, από εκείνους που θα έπρεπε να έχουν την ευθύνη της προστασίας του. Ωστόσο είναι καλό να υπάρχει, αλλά να έχει και μια πρακτική αντανάκλαση, δηλαδή δεν φτάνει μονάχα το χρηματικό ποσό της βράβευσης, αλλά θα ήταν ωφελιμότερο να αγοράζει το Υπουργείο έναν αριθμό αντιτύπων από εκείνα που καταλήγουν στις βραχείες λίστες και να τα στέλνει στις δημόσιες και σχολικές βιβλιοθήκες.
Πότε πρωτοκυκλοφόρησε το Εμβόλιμον. Η πορεία του είναι αυτή που ονειρευτήκατε όταν ξεκίνησε; Mιλήστε μου για το περιοδικό. Εσείς ποια άλλα περιοδικά παρακολουθείτε;
Τον Χειμώνα του 1988 επιχειρήσαμε –μια μικρή
παρέα εργαζομένων στην βιομηχανία παραγωγής αλουμινίου που κάτι γράφαμε
παράλληλα με τη βιοποριστική μας ενασχόληση- να παρεμβάλουμε και την δική μας
ελάχιστη παρουσία στον συνωστισμό του έντυπου λόγου.
Στην δυτική άκρη της Βοιωτίας, στον Κόλπο της
Αντίκυρας, εκείνη την εποχή συμπληρωνόταν μία 25ετία έντονης βιομηχανικής
δραστηριότητας και ξέραμε πως είχε αφήσει χαρακιές και σημάδια μέσα μας, έτσι
ώστε να μπορούμε να ισχυριστούμε εντύπως, και συνεπώς δημοσίως, ότι ο χώρος στον
οποίο ζούσαμε και δουλεύαμε δεν θα έπρεπε να συστήνεται στην ελληνική κοινωνία
μονάχα με την τεχνολογική του ταυτότητα και την συνεισφορά του στο Α. Ε. Π.,
ούτε μονάχα με την εντύπωση από τις επιδράσεις της βιομηχανίας στο περιβάλλον
και τον απόηχο των εργατικών και κοινωνικών αγώνων, αλλά και με ό,τι πνευματικό
είχε να δώσει, με όποιους φθόγγους Λόγου μπορούσε να συλλαβίσει, με ό,τι «άφωνο»
ποδοβολούσε μέσα στις ψυχές των κατοίκων. Ονομάσαμε το περιοδικό Εμβόλιμον
ακριβώς για να σηματοδοτήσουμε την πρόθεσή μας να εμβολίσουμε την αγκυλωτικήν
αγκίστρωση της μικρής μας κοινότητας στους παγετώνες της βιομηχανικής μας
καθημερινότητας.
Ξεκινήσαμε θέλοντας κατ’ αρχήν να πείσουμε τους
συντοπίτες μας για την αναγκαιότητα αυτής της εκδοτικής παρουσίας, ν’ αγγίξουμε
τον ψυχισμό τους. Να μην θεωρήσουν το περιοδικό ξένο σώμα και το απορρίψουν.
Αφού το κατορθώσαμε, προχωρήσαμε σε πρόσκληση και
παραίνεση, με κουβέντα πολλή, σε όσους ξέραμε πως είχαν γραπτά στο συρτάρι τους
και τα κρατούσαν εκεί μη θεωρώντας τα σπουδαία. Τους καλέσαμε να ‘ρθούν μαζί
μας, να τα δούμε μαζί, να μετρήσουμε την ποιότητα της συγκίνησης που θα
προξενήσουν στην φιλική μας ανάγνωση και όσα διαλέξουμε να πάρουν θέση στις
σελίδες του περιοδικού.
Ξεκινήσαμε λοιπόν κάνοντας τη σύμβαση πως ακόμη
κι αν κάποια κείμενα είχαν αδυναμίες και εξ’ αιτίας τους το επίπεδο ποιότητας
της ύλης χαμήλωνε, εμείς οφείλαμε να τα δημοσιεύουμε έχοντας την πεποίθηση πως
μακροπρόθεσμα η επιλογή μας θα λειτουργούσε υπέρ της γραφής, επειδή είναι
σημαντικό να πείσεις έστω και έναν συντοπίτη σου να βάλει στο χαρτί τις μνήμες
και τα συναισθήματά του που στριμώχτηκαν σε άφωτους, μυστικούς χώρους, που
καταχωνιάστηκαν σε κλειδωμένα συρτάρια αυτοεγκλεισμού από έλλειψη
αυτοπεποίθησης.
Πιστέψαμε πως όταν ακούς τη σιωπή του διπλανού
σου να χλιμιντρίζει και να σκάβει με τις οπλές την περίφραξη της ατολμίας,
οφείλεις να του δείξεις μία διέξοδο, εκείνη που χαράσσει η πέννα, ώστε να βγει,
ν’ ανασάνει στην άπλα της έκφρασης.
Πετύχαμε εκείνο το στοίχημα. Δεκάδες δημιουργοί
από τον γεωγραφικό χώρο που ορίζεται στο πολύεδρο Άμφισσα – Λαμία – Θήβα –
Λειβαδιά συντάχτηκαν μαζί μας και κάποιοι συνεχίζουν, αφού όλοι τους σιγά σιγά
κατάλαβαν πώς οριοθετείται η γραμμή που χωρίζει την αγαθή προαίρεση από την
ποιότητα της γραφής.
Φυσικά εξασφαλίζουμε συνεργασίες από λογοτέχνες
δόκιμους, όμως δεν θέσαμε αυτή την επιλογή ως προτεραιότητα.
Παρακολουθώ όλα τα λογοτεχνικά περιοδικά, έντυπα
και ψηφιακά, που κυκλοφορούν και έχω ένα πλούσιο αρχείο παλιών περιοδικών.
Τι ελπίζετε; Σχέδια για το μέλλον.
Ελπίζω ν’ αξιωθούμε ένα καλύτερο αύριο, αλλά για
να γίνει αυτό χρειάζεται η αυτενέργειά μας στο πολιτικό επίπεδο και η
μαχητικότητά μας στη γραφή. Όχι η στράτευση αλλά η καθαρή στόχευση. «Τον ξέρουμε
τον ένοχο κι είναι γνωστή η αιτία» έλεγε ένα παλιό σύνθημα….
Για το μέλλον εύχομαι να είμαι καλά στην υγεία μου και να μη μ’ εγκαταλείψει η έμπνευση.
Για το μέλλον εύχομαι να είμαι καλά στην υγεία μου και να μη μ’ εγκαταλείψει η έμπνευση.